Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Οκτωβρίου 2023

Καθ' οδόν σε ρεμπέτικα μονοπάτια... Μικρασιατική Καταστροφή & Μεσοπόλεμος _ Αντίσταση, πείνα & σαλταδορισμός

Με το βλέμμα και την καρδιά μας στραμμένη στον  Παλαιστινιακό λαό, με τη “δεύτερη φάση” των ισραηλινών επιδρομών να πνίγει στο αίμα τα παιδιά του κάνουμε μια δοκιμή να πετάξουμε  ανεμολάμνοντας, με «οχήματα» τις νότες και τους στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών _ Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα η άλλη μισή στην Παλαιστίνη βρίσκεται _ Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται

Μέσα από κείμενα για γνώριμα ακούσματα, θα προσεγγίσουμε βαθύτερα κάποια από τα τραγούδια, που έχουν να μας διηγηθούν τη δικιά τους ιστορία, με μια δυναμική βγαλμένη μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώπων του λαού.

Το ρεμπέτικο τραγούδι μέχρι σήμερα συνεχίζει να κατακτά ανθρώπους τόσο αισθητικά όσο και συναισθηματικά. Άντεξε στο χρόνο, γιατί είναι μέρος της λαϊκής μας παράδοσης και όσους τρόπους και αν εφηύρε η αστική τάξη για να το απομακρύνει από το λαό δεν τα κατάφερε.
Τα ρεμπέτικα ανήκουν στα λαϊκά τραγούδια, γιατί δεν άφησαν κανένα κοινωνικό φαινόμενο που να μην το καταγράψουν. Η θεματολογία τους πηγάζει από τη ζωή των λαϊκών μαζών, τη φτώχεια, τον έρωτα, την πάλη της εργατικής τάξης, την κοινωνική αδικία, χωρίς όμως να δίνουν λύσεις.

Στράτος Παγιουμτζής,
ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος,
ο Ζαμπέτας κι άλλοι τρεις φίλοι αρχές του '50
Στο ουζερί των Γενίτσαρη & Παπαϊωάννου στα Καμίνια
Στελάκης Περπινιάδης, Ανέστος Δελιάς +2 (φιλικό ζευγάρι) Κοκκινιά τέλη '30
Πειραιώτες μάγκες αρχές του '30
Μιχάλης Γενίτσαρης, Αργύρης Βαμβακάρης,
ο Στράτος ο Τεμπέλης
κι ο Θανάσης Μπάτης (με το μπαγλαμαδάκι) το 1949

Με λίγα λόγια, οι ρεμπέτες με τα κομμάτια τους γίνονται χρονογράφοι της εποχής τους. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά όχι τόσο λόγω έλλειψης χώρου, αλλά κυρίως γιατί _όχι η μισή μας, μα όλη μας η καρδιά κι ο νους και το μυαλό στην Παλαιστίνη βρίσκονται.

Μικρασιατική Καταστροφή & Μεσοπόλεμος
όπως _λίγο πολύ όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει

Το 1929 η Ρόζα Εσκενάζυ ερμηνεύει το τραγούδι «Δική μου είναι η ΕΛΛΑΣ», καλύπτοντας ολόκληρη την πολιτική σκηνή του Μεσοπολέμου (Βενιζέλο, βασιλιά, δικτάτορες). Σκιαγραφεί την Ελλάδα που με την Μικρασιατική Εκστρατεία θέλησε τα δυο της πόδια να πατάνε σε δυο Ηπείρους (Ευρώπη και Ασία) έτσι όπως είχαν οραματιστεί οι τότε πολιτικοί. Για να περάσει το κομμάτι ο δημιουργός (Σ. Ψαριώτης ή Ν. Δέλτας) από τη λογοκρισία χρησιμοποιεί ως τέχνασμα ότι όλα αυτά είναι φαντασίωση που τα δημιουργεί η ηρωίνη.

Από το βράδυ ως το πρωί \ με πρέζα στέκω στη ζωή
κι όλο τον κόσμο κατακτώ \ την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ.

Ολος ο κόσμος είναι θύμα μου \ σαν έχω πρέζα και ρουφάω
κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν \ μελάνι αμολάω.

Σαν μαστουρωθείς \ γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς, δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας.
Πρέζα όταν πιεις \ βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.

Δική μου είναι η Ελλάς \ και στην κατάντια της γελάς,
της λείπει το 'να της ποδάρι \ ρε και το παίξανε στο ζάρι.
Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας \ κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ' ανάβει τον λουλά\ κι ο άλλος θα τον σβήνει.

Ο Παναγιώτης Τούντας ζει σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του βήματα. Οι εργάτες ήδη έχουν αρχίσει και οργανώνονται σε σωματεία και ήδη απ' το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα έχουμε σε πολλά επαγγέλματα μεγάλες απεργίες. Τότε ο Π. Τούντας δημιουργεί τον «Εργάτη» που μέσα απ' αυτό εκφράζει την περηφάνια του προλεταριάτου όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλη την εργατική τάξη στην οποία ανήκει.

Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου \
πες της μάνας σου πως θέλω βρε αμάν αμάν ωχ \ να σε κάνω ταίρι μου
Θα σου χτίσω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματα \
ν' ανεβαίνεις να μου κάνεις βρε αμάν αμάν ωχ \σκέρτσα και καμώματα
Θα σου τηγανίζω ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά \
θα περνούμε όλα τα βράδια βρε αμάν αμάν ωχ \ με ρετσίνα και βιολιά

Απ' τους πρώτους που ιδρύσανε σωματείο απ' τον 19ο αι. κιόλας, ήταν οι μηχανικοί και οι θερμαστές του Πειραιά. Οι εργάτες της θάλασσας έπρεπε να παλέψουν με τα κύματα, τις μηχανές, τη φωτιά το κάρβουνο και τ' αφεντικά τους. Στην απεργία που κάνανε το 1910 πήραν μέρος χιλιάδες ναυτοθερμαστές και μάλιστα ήταν πολύ μαχητική.

Ο Γιώργος Μπάτης (Γιώργος Τσώρος) έρχεται με τον «Θερμαστή» του και μας μιλά για τα βάσανα των ναυτεργατών με τη δική τους γλώσσα.

Μηχανικός στη μηχανή \και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο \με έξι φωτιές μαλώνει.
Αγάντα θερμαστάκι μου \και ρίχνε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου \να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστός \τον Μπέη να περάσουν
και μες στου Κάρντιφ τα νερά \εκεί να πα ν' αράξουν.
Μα η φωτιά είναι φωτιά \μα η φωτιά είναι λάβρα
κι η θάλασσα μου τα 'κανε \τα σωθικά μου μαύρα

Ρίτα Αμπατζή ερμηνεύτρια Τούντα, Σκαρβέλη,
Β. Παπάζογλου, Κ. Καρίπη, Γρ. Ασίκη, Σ. Γαβαλά,
Μάρκου
& Τσιτσάνη
 Παναγιώτης Τούντας (Σμύρνη, 1886 - Αθήνα, 1942).
Ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναίικης Σχολής,
ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών
που μετά την καταστροφή του 1922,
διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα

Ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος)
με την οικογένεια του και μια μαυροφορεμένη γειτόνισσα,
στην Καλλιθέα στα μέσα του '60

Η γυναίκα εργάτρια

Η απώλεια των αντρών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και η ανάπτυξη της βιομηχανίας αναγκάζουν τη γυναίκα να βγει έξω απ' το σπίτι και να ζητήσει δουλειά. Στις κλωστοϋφαντουργικές μονάδες το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων είναι γυναίκες. Χαρακτηριστικά κομμάτια είναι η «Λαναριώτισσα» (Μια μικρή απ' το Περιστέρι) του Κώστα Ρούκουνα και η «Κλωστηρού» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στη «Λαναριώτισσα» δε γίνεται καμία προσπάθεια ωραιοποίησης. Η σατιρική παρομοίωσή της με βρεγμένη κλώσα εξυψώνει την κουρασμένη εργάτρια που πρέπει να αντεπεξέλθει στην πολύωρη δουλειά της στο εργοστάσιο και ταυτόχρονα να ζήσει και τη ζωή της.

Μια μικρή απ' το Περιστέρι \ μεσ' του Λαναρά δουλεύει.
Ολη μέρα μασουρίζει \ και το βράδυ μου γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι\ κι έρχεται και μ' ανταμώνει.

Στην ταβέρνα ξεκινάμε \ και τη σούρα αρχινάμε.
Σα σουρώσει η μικρούλα \ μου φωνάζει αχ, μανούλα,
το μυαλό μου μασουρίζει \ και σαν αργαλειός γυρίζει.

Τότε φεύγουμε για σπίτι \και στο δρόμο, σαν μαγνήτης
με τραβάει στην αγκαλιά της \ και μου δίνει τα φιλιά της.

Το πρωί βαλαντωμένη \ σαν την κλώσα τη βρεγμένη
μεσ' του Λαναρά πηγαίνει\ και στον αργαλειό της φαίνει
.

Βέβαια, υπάρχουν δεκάδες κομμάτια που περιγράφουν την εργαζόμενη γυναίκα της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την «Πλύστρα» του Δημήτρη Σέμση, την «Καπνουλού» του Μπαγιαντέρα (Δημήτρη Γκόγκου), την γκαρσόνα «Μπολσεβίκα» του Π. Τούντα.

Κατοχή

Στην κατοχή οι κατακτητές είχαν αντικαταστήσει το μάρκο της κατοχής με πληθωριστικές δραχμές. Η αγοραστική αξία της δραχμής κατρακυλούσε. Έτσι, όταν κάποιος πήγαινε να ψωνίσει στην αγορά κουβάλαγε μαζί του μια τσάντα με πάρα πολλά χαρτονομίσματα. Το τραγούδι του Μάρκου «Ματσάκια πεντοχίλιαρα» μάς δίνει την καθαυτή εικόνα:

Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις \
κι όταν καλά καλά σκεφτείς βρε τα μυαλά θα χάσεις \
Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις \
Στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο \
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς τράβα από δρόμο άλλο\
στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο
[...]

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω__

Απόκτημα της κατοχικής πείνας ο σαλταδορισμός: Μαζεύονταν μια ομάδα ατόμων (ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, και τα θρυλικά Αετόπουλα), στήνονταν σε πόστα και μόλις πέρναγε το γερμανικό αμάξι γεμάτο πράγματα κάποιοι απ' αυτούς πηδάγανε (σαλτάρανε) πάνω στην καρότσα και πετάγανε τα πράγματα κάτω όπου οι υπόλοιποι τα μάζευαν. Το κομμάτι του Μιχάλη Γενίτσαρη «Σαλταδόρος» «φωτογραφίζει» το «φαινόμενο» του σαλταδορισμού.

Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε, \
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μα εγώ πάντα βολεύομαι, γιατί τήνε σαλτάρω \
σε κάν' αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.
Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, \
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.

Σάλτσα, ρίξε τη ρεζέρβα, κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε \
εμείς θα τη σαλτάρουμε μέχρι να σκοτωθούμε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε συνθέσει ένα χασαποσέρβικο με τίτλο «Βάρκα γιαλό». Το κομμάτι αυτό δε βγήκε σε δίσκο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έτσι έγινε το «μοντέλο» πάνω στο οποίο γράφτηκαν οι στίχοι για την Ελ Ντάμπα. Το τραγουδούσαν στην Ελ Ντάμπα οι χιλιάδες όμηροι ΕΑΜικοί που έπιασαν οι Άγγλοι και τους μετέφεραν από την Αθήνα στην Ελ Ντάμπα, με σκοπό να εκβιάσουν (και με αυτόν τον τρόπο) το ΕΑΜ να δεχτεί τους όρους τους και να κάμψουν την αντίσταση του λαού.

Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα - βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα \ όλο το ταξίδι... τσάμπα - βάρκα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα \
και μας βάλανε μια στάμπα - βάρκα γιαλό.

Μια άλλη παραλλαγή που τραγουδάγανε τότε:

Θα σας πω μια ιστορία - βάρκα γιαλό
Θα σας πω μια ιστορία\ από την αιχμαλωσία
Αχ να σε χαρώ - βάρκα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέμου - βάρκα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέμου \
Δεν το πίστευα ποτέ μου
Αχ να σε χαρώ - βάρκα γιαλό
Οι εγγλέζοι μας κυκλώσαν \
με τα τανκς και μας τσακώσαν

Στ' αυτοκίνητα μας βάλαν \
Και την πίστη μας εβγάλαν
Μας επήραν τα ρολόγια \
Με το ξύλο με τα λόγια
Στο Γουδί και στο Χασάνι \
Κι από κει για το λιμάνι
Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα \

Και στην πλάτη μας μια στάμπα
Μας εδίνανε φιστίκια \
Που 'τανε για τα κατσίκια
Μας εδίναν στη δεκάδα \
Πέντε δράμια μαρμελάδα
Μας εδίναν και μια στάλα \

Συμπεπυκνωμένο γάλα
Δεν ξεχάσαν οι εγγλέζοι \
Το ελληνικό τραπέζι
Και μας δίναν τακτικά \
Και μπιζέλια αρακά

Δεν το θέλουμε το γάλα \
Ούτε και τη μαρμελάδα
Θέλουμε να πάμε μόνο \
Πίσω στη γλυκιά Ελλάδα
Πίσω σα γυρίσουμε \

ΕΑΜ θε να ψηφίσουμε
Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός \
Ζήτω και το ΚΚΕ

Εμφύλιος, στρατοδικεία, εκτελέσεις...

Τον Ιούλιο του 1946 αρχίζουν να λειτουργούν τα έκτακτα στρατοδικεία και γίνονται οι πρώτες εκτελέσεις κομμουνιστών και αριστερών. Μαστιγώματα, κελιά, ξερονήσια και σκλαβιά, δολοφονίες και εκτελέσεις. Οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ ο Απόστολος Καλδάρας θα μελοποιήσει τότε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που συμβολίζει όλη αυτή την εποχή:

Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, \ το σκοτάδι είναι βαθύ.
Κι όμως ένα παλικάρι, \ δε μπορεί να κοιμηθεί.
Αραγε τι περιμένει, \ όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στενό το παραθύρι, \ που φωτίζει με κερί.

Πόρτα κλείνει, πόρτα ανοίγει, \ με βαρύ αναστεναγμό.
Ας μπορούσα να μαντέψω, \ της καρδιάς του τον καημό.

Πριν το τέλος του 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έχει μια σειρά νίκες που δίνουν θάρρος και ελπίδες στο λαό. Επιτίθεται σε πόλεις και κωμοπόλεις με αποκορύφωμα την κατάληψη της Καρδίτσας. Εκείνο ακριβώς τον καιρό ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το «Κάνε υπομονή»:

Μην απελπίζεσαι και δεν θ΄ αργήσει\ κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή.
Καινούργια αγάπη να σου ζητήσει \ κάνε λιγάκι υπομονή
Διώξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου \ και με το κλάμα μην ξαγρυπνάς.
Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου, \ θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς!

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει \ κι ο έρωτάς σας θ΄ αναστηθεί.
Καινούργια αγάπη θα ξαναζήσει, \ κάνε λιγάκι υπομονή.

Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ερωτικό κομμάτι. Μια πρώτη ένδειξη για την πολιτική του σημασία είναι η απαγόρευσή του που επαναλαμβανόταν απ' την αστυνομία μέχρι και μετά το τέλος του εμφυλίου. Οριστική απόδειξη για την πολιτική σημασία του τραγουδιού είναι οι δηλώσεις του Τσιτσάνη όπου λέει πως λόγω της λογοκρισίας αναγκαζόταν να βάζει αλληγορικά λόγια στα τραγούδια του.

Κομπανία 1930
"Φαληρικόν" 1961 _
Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Ρίτα Σακελλαρίου,
Ρία Κούρτη, Πόλυ Πάνου, Καραμπεσίνης, Διονυσίου,
Μαργαρώνης, Κοινούσης, Καρμανιόλας
«Φαληρικόν» 1961 _Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου,
Ρίτα Σακελλαρίου, Ρία Κούρτη,
Πόλυ Πάνου, Καραμπεσίνης, Διονυσίου,
Μαργαρώνης, Κοινούσης, Καρμανιόλας
"Τετράς του Πειραιώς"
Μάρκος Βαμβακάρης_Ανέστης Δελιάς,
Γιώργος Μπάτης
& Στράτος Παγιουμιτζής
Αφισάκι του 1933
1933. Στην πρώτη σειρά καθιστοί:
Γιάννης ο Αιβαλιώτης με μπαγλαμά , Παναγιώτης Δήμας,
δύο άγνωστοι με μπαγλαμά,
ο Παντέλος και ο Θάνος με κιθάρα.
Πίσω τους όρθιοι, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς το Αριστειδάκι, ο Βαμβακάρης με μπουζούκι, δίπλα του ο Συριανός.
Στο κέντρο με την κιθάρα στον ώμο ο Μπάτης.
Αντώνης Μπόγρης
δίπλα του με μπουζούκι ο νταής Θανάσης Γκότσης,
ο Αντώνης ο θερμαστής
με μπουζούκι
και ο Κώστας Μπούρας με μαντολίνο.
Μπροστά από το μαγαζί του Μπάτη, στου Καραϊσκάκη

Ο Μπάμπης Μπακάλης συνθέτει το «Συρματοπλέγματα βαριά» σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Τραγούδι με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η σημαντική λέξη εδώ είναι τα «συρματοπλέγματα» που αμέσως μας φέρνει στο μυαλό φυλακές, τόπους εξορίας, στρατόπεδα κι όλα τα μέρη εγκλεισμού και καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αφθονούσαν τότε στην Ελλάδα. Με τα λόγια «κουράγιο, δόλια μου καρδιά, τα συρματοπλέγματα να σπάσεις», θα μπορούσε να μιλά ο φυλακισμένος αγωνιστής:

Συρματοπλέγματα βαριά \ ζώνουν την δόλια μου καρδιά.
Κουράγιο δόλια μου καρδιά, τα σύρματα να σπάσεις,
κι αν η ζωή σε πρόδωσε, το θάρρος σου μη χάσεις.

Τόσο φαρμάκι βρε ζωή, πού θέλεις να το βάλω;
Ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου και δεν χωράει άλλο...
Παλεύω σαν το ναυαγό στη μαύρη καταιγίδα,
το χάρο με τα μάτια μου πολλές φορές τον είδα.

Χούντα_ Βασανιστήρια, αντίσταση

Λίγο μετά τη δικτατορία κυκλοφορεί το τραγούδι «Της γερακίνας γιος» των Βασίλη Τσιτσάνη και του ποιητή Κώστα Βίρβου. Ενα από τα σημαντικότερα κομμάτια της σύγχρονης μουσικής ιστορίας μας, εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια τόσων και τόσων αγωνιστών στο ΕΑΤ - ΕΣΑ.

Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,\ ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου
Καλοκαίρι κι είναι κρύο \ ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου

Μα εγώ δε ζω γονατιστός, \είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές\εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις

Ενα ρούχο ματωμένο\ στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου\ φέραν κάποιον σύντροφό μου
πόσο θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου Μα εγώ δε ζω γονατιστός...

Στη δεκαετία του '60 και του '70, η ισορροπία τέχνης και εμπορίου, χάρη στην οποία άκμασε το Λαϊκό Τραγούδι, ανατράπηκε υπέρ του εμπορίου και σε βάρος της Τέχνης. Κι έτσι, ολοκληρώθηκε η καλλιτεχνική πορεία αυτού του είδους…

Με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη και το εξαιρετικό βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη: "Ρεμπέτικο & Πολιτική", εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή".

 «Η Εθνική Αντίσταση και το Λαϊκό Τραγούδι των πόλεων είναι τα δυο κοινωνικά φαινόμενα που γνώρισαν την ομόθυμη συμμετοχή ή επιδοκιμασία της πλειοψηφίας των Ελλήνων στον αιώνα μας –δυο λαϊκά κινήματα που άφησαν πίσω τους απόλυτα θετικό και υποδειγματικό έργο, το ένα στον πολιτικό, το άλλο στον πολιτιστικό τομέα.
Από το λόφο της χρονικής απόστασης, αν κοιτάξουμε την πεδιάδα των περασμένων δεκαετιών, θα δούμε αυτά τα δύο ρεύματα να κυλούνε μεγάλα και λαμπερά, κάτω από τον ήλιο. Έχουν κοινές τις πηγές και κοινές τις εκβολές τους. Κάπου ανταμώνονται και αρδεύουν το έδαφος της ιστορικής συνείδησης…
Κυριαζής, Καλδάρας, Αφρούλα, Μπιθικώτσης στη "Ζούγκλα" αρχές του '50
Μήτσος Σέμσης (βιολί)__
Αγάπιος Τομπούλης
(ταμπούρ) & η
Ρόζα Εσκενάζυ 1932
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στο πάλκο (1956)
Παπαϊωάννου φαντάρος
με τον οργανοποιό Ζοζέφ
στον Πειραιά _____ 1940

Το βιβλίο αυτό στοχεύει να τοποθετήσει από την αρχή τη μελέτη του θέματος πάνω σε μια αυστηρά επιστημονική βάση και να δείξει με τρόπο τεκμηριωμένο τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του Λαϊκού Τραγουδιού»
___
Από την εισαγωγή της έκδοσης

Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα η άλλη μισή στην Παλαιστίνη βρίσκεται _ 

Κουβάρι και κινούμενη άμμος η περιοχή γύρω από την Παλαιστίνη ενώ οι “περισπούδαστοι”, δίνουν και παίρνουν, με τα αστικά ΜΜΕ παπαγαλάκια αμερικανών + CIA-ΝΑΤΟ-ΕΕ και τα ΜΚΔ με fake και “πρόθυμους” να δίνουν ρεσιτάλ _πολύ κουβέντα και για τη Χαμάς (εδώ ο παπάς ‑εκεί ο παπάς…) συχνά σαν κύριο θέμα _με θεωρίες συνωμοσίας, προκειμένου να κρυφτεί η ουσία.
🆘 Μακριά!! _φυλαχτείτε!!
Παρακολουθείτε τη ροή του 902.gr και το Ριζοσπάστη

🇵🇸🇵🇸Νέο μεγάλο συλλαλητήριο και συναυλία αλληλεγγύης στις 5 Νοέμβρη στο Σύνταγμα | Πολεμικό ορμητήριο ΗΠΑ — ΝΑΤΟ — Ισραήλ οι βάσεις σε Σούδα — Ελευσίνα — Λάρισα | Σε επιφυλακή η δύναμη των ελληνικών «Patriot» στη Σ. Αραβία, σε ρόλο «αντιπυραυλικής ασπίδας» για Ισραήλ — ΗΠΑ!
🔳 Τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης ΝΔ και των ΣΥΡΙΖΑ — ΠΑΣΟΚ για την εμπλοκή της Ελλάδας στο μακελειό! Από μια κλωστή κρέμεται η γενικευμένη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή
🔳 Κράτος — τρομοκράτης το Ισραήλ, συνεχίζει το φρικιαστικό έγκλημα: Πνίγει στο αίμα τον λαό της Παλαιστίνης, χιλιάδες παιδιά ανάμεσα στα θύματα
🇵🇸🇵🇸 Όλοι οι λαοί μια φωνή: Συγκλονιστικό κύμα αλληλεγγύης για να τερματιστεί εδώ και τώρα η σφαγή στη Γάζα

 

30 Αυγούστου 2023

Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο


Ήδη κάναμε μια πρώτη αναφορά σε προηγούμενη σχετική ανάρτηση (Εκδήλωση παρουσίασης της έκδοσης “Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο”, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 10 Σεπτέμβρη, στις 19.30 στο Λιμανάκι Κερατσινίου) περνάμε σήμερα στο “στίγμα” της έκδοσης, μέσα από τον Πρόλογο της ΣΕ και την εισαγωγή του συγγραφέα

 


Η Έκδοση αφιερώνεται στον Μάκη Μαΐλη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η κυκλοφορία της έκδοσης για το ρεμπέτικο τραγούδι συ­μπίπτει με τη συμπλήρωση της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με αφορμή αυτήν την ιστο­ρική επέτειο, είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι ο λαϊκός μας πολιτισμός οφείλει πολλά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ιδιαίτερα στη λαϊκή μουσική και στο λαϊκό τραγούδι, στο ρε­μπέτικο, η συμβολή τους είναι ανεκτίμητη.

Η Σύγχρονη Εποχή δεν προχωρά πρώτη φορά στην έκ­δοση ενός βιβλίου για το ρεμπέτικο τραγούδι. Έχει προηγηθεί η έκδοση των μελετών του Νέαρχου Γεωργιάδη, οι οποί­ες έχουν σημαντική συμβολή στην έρευνα πολλών πτυχών της ιστορίας και της δημιουργίας του λαϊκού τραγουδιού των αστικών κέντρων. Πρόκειται για τις εξής εκδόσεις: Ρεμπέτι­κο και πολιτική (1993), Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη (1996), Ο ακρίτας που έγινε ρεμπέτης (1999), Το φαινόμενο Τσιτσάνης (2001), Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι (2003), Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα. Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω (2006), Κώστας Παπαδόπουλος _Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού (2007), Ρένα Στάμου. Μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου (2009).

Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί γνήσια λαϊκή δημιουρ­γία. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το πόσο βαθιά εί­ναι ριζωμένο στο λαό, στα τμήματα δηλαδή εκείνα του πλη­θυσμού που από την αντικειμενική τους κοινωνικοταξική θέ­ση είναι φορείς της κοινωνικής εξέλιξης, έχουν την ικανότη­τα να υλοποιήσουν αυτήν την ιστορική αποστολή στη δοσμέ­νη ιστορική περίοδο. Εμπεριέχει τη μακρόχρονη εμπειρία των λαϊκών μαζών, το χαρακτηρίζει το βάθος της καλλιτε­χνικής έκφρασης της πραγματικότητας. Είναι συνυφασμένο με την πορεία και την εξέλιξη που διαγράφει η ζωή των εργα­τριών και των εργατών, όλων των ανθρώπων του μόχθου στα αστικά κέντρα, στις πόλεις, από την εμφάνιση των πρώτων ακόμη μικρών τμημάτων του προλεταριάτου στα γεωγραφι­κά σημεία όπου ζουν Έλληνες ή ελληνόφωνοι πληθυσμοί στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας ταυτόχρονα συνέχεια με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλι­σμό και στην ανάπτυξή του στην Ελλάδα.

Η έρευνα και η μελέτη του συγκεκριμένου είδους τρα­γουδιού, όπως και κάθε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας ως μορφής κοινωνικής συνείδησης, απαιτεί τον προσδιορι­σμό των ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών με τις οποίες αντικειμενικά εμφανίζεται κι εξελίσσεται, ανα­πτύσσεται ως κοινωνικό φαινόμενο, και της εξέλιξής τους. Απαιτεί έρευνα και μελέτη των όρων που μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργούν η εργατική τάξη, οι λαοί, που γρά­φουν την πραγματική ιστορία των κοινωνιών μέσω του μο­χλού που κινεί την Ιστορία, και ο οποίος είναι η ταξική πάλη.

Η συγκεκριμένη έκδοση επιχειρεί να συνδέσει την έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι με την ιστορική, κοινωνική, οικονο­μική εξέλιξη, προκειμένου να φωτίσει όσο γίνεται αντικειμενι­κά βασικές πλευρές του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομέ­νου, οι οποίες επίσης αποτελούν πεδίο διαπάλης, όπως: Ποια κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού το δημιούργησαν και το ανέπτυξαν, ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα εκφράζει ως λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί είναι πραγματική λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, ποια είναι η εξέλιξή της κ.ά.

Άλλωστε το ρεμπέτικο τραγούδι συντροφεύει τους λαϊ­κούς ανθρώπους σε όλες τις πτυχές της ζωής τους, τις οποί­ες αναδεικνύει ως γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Γι’ αυτό και άντεξε στο χρόνο ως τις μέρες μας.

Τέλος, είναι καίριο το ζήτημα της πολιτικής προσέγγισης που αφορά όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, πολύ περισσότερο στον τομέα της τέχνης, που ως μορφή κοινωνικής συνείδη­σης γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης. Το ενδιαφέ­ρον για όλες τις πτυχές της ζωής της εργατικής τάξης, του λα­ού, από τη σκοπιά των πραγματικών συμφερόντων τους, εί­ναι άρρηκτα δεμένο με τον αγώνα για την ένταξή τους στην ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και στην εξουσία του, για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η τέχνη, η καλ­λιτεχνική δημιουργία είναι σημαντικός παράγοντας που μπο­ρεί να συμβάλει στην ανάταση και την ανάπτυξη των ταξι­κών αγώνων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με πρωτοπορία και καθοδηγητή, οργανωτή το ΚΚΕ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ενασχόληση του Κόμματος με τον πολιτι­σμό, την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, αποτελεί συ­στατικό μέλος της ιδεολογικής, μορφωτικής δουλειάς του για τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης στην εργατι­κή τάξη και την οργάνωση της κοινωνικής συμμαχίας με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εκτιμώντας λοιπόν ότι μπο­ρεί να έχει συμβολή στη δράση του ΚΚΕ η ενασχόληση με το ρεμπέτικο τραγούδι, που είναι τραγούδι των εργατικών-λαϊκών μαζών των αστικών κέντρων, προχωρήσαμε στην έκδο­ση αυτής της μελέτης.

                                                                                                 Σύγχρονη Εποχή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Για να ερευνηθεί ολοκληρωμένα και ολόπλευρα το ρε­μπέτικο τραγούδι, σε όλες τις πτυχές και τις παραμέτρους που το συνθέτουν ως καλλιτεχνική μουσικοστιχουργική λα­ϊκή δημιουργία, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο, θα χρει­αζόταν τόμους. Είναι πολυσύνθετο φαινόμενο. Έρχεται από πολύ μακριά από το ιστορικοκοινωνικό παρελθόν. Έχει τερά­στια εξέλιξη -έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα των ταξικών αντιπαραθέσεων, όπως κάθε λαϊκή δημιουργία- και ταυτό­χρονα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ακόμη και στις έρευ­νες και μελέτες για την ιστορική εμφάνισή του και τις ρίζες του· ποιες κοινωνικές ομάδες, τάξεις, στρώματα αντιπροσω­πεύει και εκφράζει, από ποιες ανάλογες ομάδες δημιουργήθηκε και προέρχεται· όπως και για την ετυμολογία των λέξε­ων «ρεμπέτικο» και «ρεμπέτης». Με αφορμή όλα αυτά υπάρ­χει διαπάλη γύρω από το ποιος είναι «λαϊκός δημιουργός» και τι είναι «λαϊκή δημιουργία», γιατί υπάρχουν και πώς κα­θιερώθηκαν διακρίσεις όπως το «έντεχνο τραγούδι», η «έντε­χνη μουσική», οι «έντεχνοι δημιουργοί» και οι «έντεχνοι λα­ϊκοί δημιουργοί», το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, σε διάκριση από τους «λαϊκούς δημιουργούς» και το «λαϊκό τραγούδι». Υπάρχει επίσης μια πολύ μεγάλη αντιπαράθεση, η οποία εκ­φράζεται με προσδιοριστικούς όρους του ορίζοντα, σχετι­κά με τη μουσική, όπως «ανατολίτικη μουσική» και «δυτική μουσική» ή, κατ’ άλλους, με γεωγραφικούς όρους και σταθε­ρό γεωγραφικό σημείο την Ελλάδα, όπως «Ανατολή»-«Δύση», όπου «Δύση» εννοούν την Ευρώπη δυτικά της Ελλάδας και τις ΗΠΑ, ενώ «Ανατολή» τη γεωγραφική περιοχή ανατο­λικά του Αιγαίου Πελάγους.

Αυτό όμως που δεν μπορεί ν’ αποσιωπηθεί είναι ότι το ρε­μπέτικο τραγούδι έγινε μαζικότατο φαινόμενο ως μουσική και στιχουργική καλλιτεχνική δημιουργία των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέντρων. Αυτή είναι η ορολογία που προσδίδει πιο ολοκληρωμένα το είδος, το χαρακτήρα, τη μορφή, το ύφος, τη δημιουργία, αλλά και την αποδοχή αυτού του είδους της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για να ερευνηθεί, να μελετηθεί ολοκληρωμέ­να, χρειάζονται γνώσεις σε τομείς όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Γλωσσολογία, η Εθνικομουσικολογία, γνώσεις μουσικής γενικά και λαϊκής μουσικής πιο ειδικά. Και ταυτό­χρονα, γνώσεις γύρω από την επιστήμη της ιστορικοκοινωνικής και κατά συνέπεια της οικονομικής εξέλιξης, της διάρ­θρωσης των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, άρα γνώ­σεις ιστορικού υλισμού, προκειμένου να ερευνηθεί μεθοδολογικά σωστά το ρεμπέτικο τραγούδι και η εξέλιξή του, κα­θώς και να τεκμηριωθεί γιατί είναι λαϊκό τραγούδι και τι εκ­φράζει κοινωνικοταξικά.

Πολλοί νομίζουν ότι η ενασχόληση με τη λαϊκή μουσική είναι εύκολη υπόθεση, γιατί θεωρούν ότι αυτή είναι απλοϊκή μουσική. Αλλά πέφτουν έξω. Μελετώντας τις μελωδίες και τα τραγούδια της, ανακαλύπτεις το αντίθετο.

Η έρευνα και η μελέτη της λαϊκής μουσικής, και κατ’ επέ­κταση του ρεμπέτικου, απαιτεί, θα λέγαμε, με μια υπερβολή, ολόκληρη ζωή και ακόμη πιο πολλή, ανεξάντλητη, συλλογι­κή δουλειά κι ενασχόληση. Μόνο με την ιστορία της στο βά­θος του παρελθόντος χρόνου ν’ ασχοληθεί κάποιος -άλλω­στε προηγήθηκε από τη θεωρητική καταγραφή και ανάπτυ­ξη της μουσικής γενικά- για να βρούμε τις ρίζες, τη συνέ­χεια και την εξέλιξή της, το πέρασμα από τη λαϊκή συλλογι­κή ή ατομική δημιουργία στη μορφή της θεωρητικά επεξερ­γασμένης επιστήμης, αλλά και με τη συμβολή στη μουσική καλλιτεχνική δημιουργία και στην ανάπτυξή της, με δεδομέ­νο ότι είναι πολυεθνοτική μουσική, άρα χρειάζεται η μελέ­τη της ιστορίας του πολιτισμού πολλών λαών -φτάνει για να κατανοηθεί αυτή μας η γνώμη. Δε χρειάζονται μόνο σπου­δές, αλλά και γνώσεις αποκτημένες από την ενασχόληση με τα μουσικά όργανα. Επίσης χρειάζεται πιο ειδική μελέτη εθί­μων και ηθών, τρόπου ζωής γενικότερα. Σε αυτή μας τη μελέ­τη προσπαθούμε ν’ ανιχνεύσουμε ορισμένες μόνο πτυχές του ρεμπέτικου, ελπίζοντας αφενός ότι συμβάλλουμε στη συλ­λογική προσπάθεια, αφετέρου ότι τεκμηριώνουμε σωστά τις πτυχές που καταπιαστήκαμε.

Η πρώτη πτυχή την οποία αναπτύσσουμε σχετίζεται με το γεγονός ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι τραγούδι των εργα­ζόμενων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέ­ντρων, και μάλιστα σε διάκριση από το δημοτικό τραγούδι που είναι λαϊκή δημιουργία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου, των αγροτικών πληθυσμών. Στη διαπάλη για το ποιες κοινωνικές ομάδες τάξεις και στρώματα εκφράζει, λέμε καθαρά ότι εκφράζει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων, είναι μέρος του δικού τους πολιτισμού.

Στη συνέχεια ανιχνεύουμε τις ιστορικοκοινωνικές και οι­κονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζεται και αναπτύσ­σεται το ρεμπέτικο τραγούδι, εκεί όπου ζουν και δουλεύουν ο ελληνικός πληθυσμός και οι ελληνόφωνοι στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ρεμπέτικο τραγούδι εξελίσ­σεται ως λαϊκή δημιουργία κατά το πέρασμα από τη φεου­δαρχία στον καπιταλισμό, που χρονικά αποτελεί μια μεγά­λη ιστορική περίοδο, ενώ εξελίσσεται στη συνέχεια και στις συνθήκες του καπιταλισμού.

Η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται άμεσα με κοινωνικές αλλαγές κι εξελίξεις που επιδρούν στα λαϊκά ήθη κι έθιμα και στην εξέλιξή τους σε εναλλαγές κοινωνικοταξικές και οικονομικές, αλλά και στη διαμόρφωση κι εξέλιξη της κοινωνικής συνείδησης σε λαϊκά στρώματα που επέρ­χονται με αυτές τις εναλλαγές και που εκφράζονται και στο ρεμπέτικο τραγούδι, τις εκφράζει αυτή η λαϊκή δημιουργία. Με αυτό ασχολείται αυτή εδώ η προσπάθεια ανίχνευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανιχνεύουμε και τις ρίζες του μουσικά και στιχουργικά στο βά­θος της εμφάνισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και το γεγονός ότι αποτελεί τραγούδι το οποίο διαμορφώνε­ται μέσα από τις ανταλλαγές διαφορετικών λαών και οφεί­λεται στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, τομείς της οικονομίας που αναπτύσσονται από ελληνικούς πληθυ­σμούς στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βε­βαίως στη συνέχεια από το νεαρό ελληνικό κράτος μετά από την αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821.

Ένας ακόμη βασικός παράγοντας για να προσεγγίσουμε τις ρίζες αλλά και την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού εί­ναι η λαϊκή παράδοση. Άλλωστε το ρεμπέτικο όπως και το δημοτικό εμφανίζονται με ανώνυμες δημιουργίες αρχικά και, όσο εξειδικεύεται ο καταμερισμός εργασίας με την ιστορικοκοινωνική οικονομική εξέλιξη, εμφανίζονται και οι επώ­νυμοι δημιουργοί.

Στη μελέτη αυτήν αναφερόμαστε στις τοποθετήσεις του ΚΚΕ για το ρεμπέτικο τραγούδι, αν και αντικειμενικά δεν μπό­ρεσε ν’ ασχοληθεί ολοκληρωμένα με το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού ώστε να έχει συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις. Ασχολήθηκε όμως με το χασικλίδικο ρεμπέτικο από θέση ενα­ντίωσης σε αυτό, σε συνδυασμό με τη σταθερή πολιτική ενα­ντίωσης σε όλα τα ναρκωτικά. Από το Μεσοπόλεμο, και με δεδομένο το εμπόριο των ναρκωτικών και τη χρησιμοποίη­σή τους από την αστική εξουσία για τη χειραγώγηση της ερ­γατικής τάξης, κυρίως της νεολαίας των λαϊκών στρωμάτων, το Κόμμα μας καταπολέμησε το χασικλίδικο τραγούδι, κατα­πολεμώντας και τη διάδοση των ναρκωτικών. Ένα μέρος των χασικλίδικων τραγουδιών συνέβαλαν στην εξάπλωση του χασίς και άλλων ναρκωτικών ουσιών. Επομένως το κόμμα της εργατικής τάξης άνοιξε μέτωπο αταλάντευτο στο φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης και στα τραγούδια του στο πλαίσιο ανά­πτυξης της ταξικής πάλης.

Βεβαίως το Κόμμα μας εναντιώθηκε στο χασικλίδικο τρα­γούδι και όχι συνολικά στο ρεμπέτικο τραγούδι. Απόδειξη αποτελεί η προσπάθεια ανοίγματος δημόσιου διαλόγου από το Ριζοσπάστη το 1947. Οι μετέπειτα αντικειμενικές συνθή­κες δράσης του (27χρονη παρανομία) δεν του έδωσαν τη δυ­νατότητα της συνέχειας αυτού του διαλόγου. Είναι όμως χα­ρακτηριστικό ότι από το 1974 και μετά το ρεμπέτικο τραγούδι δε λείπει από κανένα Φεστιβάλ της ΚΝΕ-Οδηγητή, αρχί­ζοντας από το 1ο το 1975, στο οποίο συμμετείχαν η Σωτηρία Μπέλλου με τον Μαρίνο Γαβριήλ ή Μαρινάκη.

Όμως διάφοροι ερευνητές κατηγορούν το ΚΚΕ ως εχθρό του ρεμπέτικου, είτε κάνοντας αντικομμουνισμό είτε με αντιΚΚΕ συνειδητή αντιπαράθεση. Αυτή η επίθεση υπηρε­τεί την αστική τάξη πολύ συγκεκριμένα, όχι μόνο με τη δια­στρέβλωση της στάσης του ΚΚΕ και το χυδαίο ενίοτε αντικομμουνισμό που θέλει να δημιουργήσει συνειρμούς απο­στροφής των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και της νεολαί­ας απέναντι στο Κόμμα μας, αλλά και με την προαγωγή του τρόπου ζωής των λούμπεν και της χασισοποτίας, της τοξικοεξάρτησης. Η απάντηση σε αυτήν την επίθεση και τη στόχευσή της αποτελεί συστατικό στοιχείο στη διαπάλη που συνε­χίζει να υφίσταται για το ρεμπέτικο τραγούδι και δε θα μπο­ρούσε να λείπει από αυτήν εδώ τη μελέτη.

Στη μελέτη αυτή καταπιαστήκαμε και με τη σχέση του ρεμπέτικου με τα ναρκωτικά. Είναι αντικείμενο διαπάλης, γιατί το γεγονός ότι το ρεμπέτικο ασχολήθηκε με τα ναρ­κωτικά γίνεται παράγοντας ο οποίος για κάποιους ερευνη­τές καθορίζει το ρεμπέτικο από κοινωνική σκοπιά. Δηλαδή ποιες κοινωνικές ομάδες και στρώματα του πληθυσμού εκ­φράζει, μέσα από τα οποία ξεπηδά αυτό το τραγούδι και ορι­σμένοι δημιουργοί του. Σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν τοπο­θετήσεις -και μάλιστα αξιόλογων ερευνών- που συμπεραί­νουν ότι το ρεμπέτικο είναι τραγούδι των «υποπρολετάριων». Βεβαίως τέτοια ορολογία δεν υπάρχει. Την δημιούργη­σαν μάλλον επειδή ήθελαν ν’ αποφύγουν το χαρακτηρισμό «λούμπεν», τον οποίο χρησιμοποιούν άλλοι ερευνητές, χα­ρακτηρίζοντας το ρεμπέτικο τραγούδι ως τραγούδι των λού­μπεν, των περιθωριοποιημένων τμημάτων της εργατικής τά­ξης, των κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων, καθώς και του υποκόσμου. Μάλιστα ορισμένοι προβάλλουν την άποψη ότι ο ρεμπέτης εντάσσει τον εαυτό του συνειδητά σε αυτήν την ομάδα περιθωρίου. Αυτοί οι ερευνητές καταλήγουν, με διαφοροποιήσεις, στην εκτίμηση ότι το ρεμπέτικο είναι τρα­γούδι των λούμπεν, μια εκτίμηση με την οποία διαφωνούμε, γιατί το ρεμπέτικο έγινε μαζικό φαινόμενο και τραγουδήθη­κε -τραγουδιέται ακόμη- από τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Άρα δεν είναι τραγούδι των λούμπεν.

Η μελέτη μας καταπιάνεται επίσης με την εμφάνιση ρεμπέ­τικων τραγουδιών με αναφορές στην εργατική τάξη, αλλά και την επίδραση της ταξικής πάλης στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αφε­νός γιατί η ταξική πάλη επιδρά στις εργατικές-λαϊκές συνειδή­σεις, άρα και στο λαϊκό πολιτισμό, τη λαϊκή καλλιτεχνική δη­μιουργία. Αφετέρου γιατί το ρεμπέτικο ως λαϊκή δημιουργία καταπιάστηκε και ανέδειξε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα που υπάρχουν σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία και μάλι­στα σε συνθήκες μιας νέας απότομης προλεταριοποίησης με­σαίων στρωμάτων, λόγω της μικρασιατικής προσφυγιάς. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από τους δημιουργούς του στην πε­ρίοδο της Κατοχής, του εμφύλιου πολέμου, αλλά και μεταπο­λεμικά, με το κράτος της πιο βάρβαρης καταστολής ενάντια στο εργατικό, στο λαϊκό κίνημα και στην οργανωμένη πολιτι­κή πρωτοπορία του, το ΚΚΕ, με εκτελέσεις, δολοφονίες, εξο­ρίες και φυλακές. Όλη αυτήν την περίοδο το ρεμπέτικο έδωσε αριστουργήματα σε τέτοιο βαθμό και μαζικότητα, που η Λο­γοκρισία τα έβγαζε παράνομα. Οι λαϊκοί δημιουργοί έγραψαν τραγούδια και για την Αντίσταση και για την πάλη του ΔΣΕ. Αλλά και στη συνέχεια, όταν η αστική τάξη έβγαλε το ΚΚΕ στην παρανομία, οι λαϊκοί δημιουργοί του ρεμπέτικου συνέχι­σαν να γράφουν τραγούδια για τις συνθήκες που δημιουργού­σε το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς.

Επίσης καταπιαστήκαμε με την εξέλιξη του ρεμπέτικου, του λαϊκού τραγουδιού, μετά από τη δεκαετία του ’50, ως τις μέρες μας.

Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια να δοθεί -όσο εί­ναι δυνατό- μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή της έρευνας που έχει γίνει γύρω από τον όρο «ρεμπέτικο». Δίνεται μια καταγραφή της συζήτησης σχεδόν όλων των απόψεων γύρω από την ετυμολογία της λέξης «ρεμπέτικο», γιατί ως συζήτη­ση έχει πλέον ιστορική σημασία και η καταγραφή της φωτί­ζει πλευρές ιστορικοκοινωνικές, που έχουν σχέση με το συ­γκεκριμένο είδος λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άρα δί­νουν συγκεκριμένες γνώσεις στον αναγνώστη, ανεξάρτητα από το αν και ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα υιοθετή­σει ή θα αποδεχτεί κάποιος ή όχι. Επίσης η προσέγγιση κά­θε ερευνητή στον όρο «ρεμπέτικο» συνδέεται με την άποψή του για το ποιες κοινωνικές δυνάμεις το δημιούργησαν και ποιες εκφράζει.

Από τη συγκεκριμένη μελέτη δε θα μπορούσε να λείπει η διερεύνηση του θέματος «το ρεμπέτικο για τη γυναίκα». Εί­ναι ένα μεγάλο και δύσκολο κοινωνικό ζήτημα, με το οποίο επίσης ασχολήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και αυτό έχει σχέ­ση με τη γυναίκα και πώς αναδεικνύουν οι λαϊκοί μουσικο-στιχουργικοί δημιουργοί το ζήτημα των διαπροσωπικών, των φυλετικών σχέσεων ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, του έρωτα, της αγάπης, της οικογένειας, αλλά και πώς βλέπουν τη θέση της γυναίκας από τις εργατικές, τις λαϊκές οικογέ­νειες στην κοινωνία. Θεωρούμε, αξιοποιώντας και μελέτες άλλων ερευνητών, μελετητών, ότι το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί ενδελεχή έρευνα και αποτελεί ξεχωριστό και μεγάλο πεδίο. Υπάρχει επίσης μια πλευρά που θα θίξουμε και που έχει σχέση με τις επικρατούσες αντιλήψεις σχετικά με τη γυ­ναίκα στην Ελλάδα, όπως επίσης και αντιλήψεις για τη γυναί­κα στη Μικρά Ασία την περίοδο πριν τη Μικρασιατική Κα­ταστροφή, αλλά και διεθνώς, κυρίως στην Ευρώπη από την εποχή του Μεσαίωνα και το πώς αντιμετωπίστηκαν οι γυναί­κες πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα το 1922. Σημαντική είναι η συμβολή της συντρόφισσας Μαρίας Λαμπρινού στη συγγραφή αυτού του θέματος.

Επιπλέον, αξιοποιήθηκαν μελέτες άλλων ερευνητών με αναφορές, προβληματισμούς, ιδέες των ερευνών τους, που «δένουν» με την προσπάθεια ανίχνευσης συγκεκριμένων πτυχών σε αυτήν εδώ την εργασία -πιστεύω δημιουργικά- ακόμη και στα σημεία στα οποία γίνεται καλόπιστη κριτική από τη σκοπιά μας. Η συμβολή αυτών των ερευνών ενισχύ­ει την όσο γίνεται συλλογική πληρότητα στο θέμα. Άλλωστε υπάρχουν πολλές εκδόσεις από μελετητές του ρεμπέτικου, οι οποίες στηρίζονται σε άλλες έρευνες και μελέτες με εκτε­νείς αναφορές σε αυτές. Με μια έννοια θεωρώ ότι έχουν και άλλοι συμβολή σε αυτήν εδώ την εργασία για το ρεμπέτικο. Οι έρευνες και οι μελέτες, ακόμη και αν είναι ατομικές εργα­σίες, έχουν ιστορικό-κοινωνικό υπόβαθρο, εδράζονται πάνω σε εργασίες και άλλων ερευνητών, τουλάχιστον δύο αιώνων πριν. Δε γίνονται εκ του μηδενός.

Πολύτιμη και δημιουργική είναι η συμβολή της συντρό­φισσας Αλέκας Παπαρήγα, οι σκέψεις και οι προτάσεις της οποίας συνέβαλαν τα μέγιστα στην τελική μορφή και διάρ­θρωση αυτής της μελέτης, όπως επίσης και η συμβολή της συντρόφισσας Ελένης Μπέλλου.

Πρακτική συμβολή στη διαμόρφωση ορισμένων χειρό­γραφων σε ηλεκτρονική μορφή είχαν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι: Αμαλία Γακοπούλου, Βανέσσα Καραγεώργη, Νάντια Κυριαζίδου, Παναγιώτης Ντεγιάννης και Ορέστης Μπορμπότης.

Μια προτροπή που εκπληρώθηκε

Η προτροπή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν του αξέ­χαστου συντρόφου μας Μάκη Μαΐλη. Η πρόταση έγινε το 1995, την περίοδο που δίναμε τη μάχη για την πρώτη φάση της διάσωσης του Ιστορικού Αρχείου του ΚΚΕ από την πλημμύρα, προτείνοντάς μας, μαζί με την Καίτη Φειδάκη, να καταπιαστούμε με την έρευνα του συγκεκριμένου θέμα­τος, η οποία να καταλήξει να γίνει βιβλίο. Η Καίτη Φειδάκη, βαθιά ευαίσθητος άνθρωπος, με απέραντη φροντίδα για τους συντρόφους της, με την ανεπανάληπτη φωνή, το ιδι­αίτερο, ξεχωριστό, μοναδικό της ηχόχρωμα, τραγουδούσε μ’ ένα μοναδικό, ξεχωριστό, δικό της τρόπο ρεμπέτικα τρα­γούδια, «πατώντας» πάνω στις πρώτες εκτελέσεις. Και τρα­γουδούσε το ίδιο αλάθητα πατώντας πάνω στη μελωδία και με ορχήστρα και χωρίς ορχήστρα. Είχε ασχοληθεί επίσης με την ιστορία του ρεμπέτικου, τους δημιουργούς του και το σινάφι τους, με αναζητήσεις σε διάφορες πηγές. Είχε άλλωστε μικρασιατική ρίζα.

Δε μας ξάφνιασε το γεγονός ότι ο Μάκης Μαΐλης είχε την ιδέα να γραφτεί βιβλίο για το ρεμπέτικο, και μάλιστα να το αναλάβουν δύο στελέχη του ΚΚΕ. Ο Μάκης Μαΐλης ήταν ένας σπουδαίος σύντροφος, παράδειγμα για εμάς, για εμέ­να προσωπικά. Ήταν πολύπλευρο και πολυτάλαντο στέλεχος του ΚΚΕ, με ευρυμάθεια, ολόπλευρη γνώση, πάντα δημιουρ­γική και κοφτερή σκέψη, με ικανότητα να σου μεταλαμπα­δεύει απεριόριστα τις γνώσεις του, να συζητά νηφάλια μαζί σου, έχοντας στόχο να διαπαιδαγωγεί και να συμβάλλει στη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική άνοδο των στελεχών, των κομματικών μελών, των συνομιλητών του, και να μας γεμί­ζει με θεωρητική πληρότητα, αλλά και με την πείρα της πρα­κτικής δράσης που ο ίδιος είχε κατακτήσει προσωπικά, αλλά και συλλογικά, στο ΚΚΕ. Αυτή του η αβίαστη διάθεση στη­ριζόταν τόσο στην πολύπλευρη πείρα του όσο και στη βαθιά γνώση της διαλεκτικής, συνολικά της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και της ιδεολογίας μας. Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω κάποια μικρά-αλ­λά χαρακτηριστικά- αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στην κομματική εκδήλωση για τον ένα χρό­νο από το θάνατό του, που δείχνουν την ανάπτυξη των πολύ­πλευρων ικανοτήτων του μέσα από την πολύπλευρη ενασχό­λησή του σε τομείς δουλειάς, αλλά και ενδιαφερόντων, δεί­χνοντας ταυτόχρονα πώς σκεφτόταν και γιατί μας πρότεινε να κάνουμε έρευνα και να γράψουμε για το ρεμπέτικο. Ανα­φέρει χαρακτηριστικά:

«Ο Μάκης (...) ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες χρεώσεις του, δεν παρέλειπε να παίρνει άμεσα μέρος στις κινητοποιήσεις, στην ταξική πάλη. Η συνένωση της διανοητικής και πρακτικής δου­λειάς στο πρόσωπό του συνοδευόταν και από τη σταθερή ατο­μική αυτομόρφωση έως τη μελέτη λογοτεχνικών και ποιητικών έργων. Έτσι απέκτησε τη δυνατότητα η στοχοπροσήλωσή του στα γενικά και ειδικά κομματικά καθήκοντα να είναι σταθερή, να βαθαίνει, να είναι απαλλαγμένη από τις αρνητικές συνέπειες της μονομέρειας (...). Πίσω από το αυστηρό καμιά φορά βλέμ­μα του, αλλά και το πλατύ χαμόγελο και το χιούμορ που διέθετε, κρύβονταν πολλές ευαισθησίες και μεγάλος κύκλος ενδιαφερό­ντων (...) ήταν διακριτή η θέλησή του να μαθαίνει, ώστε να μπο­ρεί και να επικεντρώνει και να γενικεύει.»

Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη κάθε λαϊκή δημιουργία τού ήταν γνωστή και οικεία, όπως το ρεμπέτικο τραγούδι, το δη­μοτικό, αλλά και πολλά είδη μουσικής και τραγουδιού, όπως η επτανησιακή μουσική, οι λαϊκές καντάδες της παλιάς Αθή­νας κ.ά. Και θεωρούσε την ενασχόληση με αυτά, όπως και γε­νικότερα με την τέχνη, ζήτημα σημαντικό για την κομματι­κή δράση, αφού συμβάλλει τόσο στην πολύπλευρη μόρφω­ση των κομμουνιστών όσο και στην ικανότητά μας να συμ­βάλλουμε στο ανέβασμα της μόρφωσης και της συνείδησης της εργατικής τάξης. Ήταν άνθρωπος γεμάτος φροντίδα για όλους τους συντρόφους όπως και για τους ανθρώπους του μόχθου. Χαιρόσουν να συνεργάζεσαι μαζί του, να κάνεις πα­ρέα μαζί του, είτε συζητώντας είτε γλεντώντας, πολύ περισ­σότερο αν ήσουν τυχερός να τον έχεις καθοδηγητή ή συνερ­γάτη σε τομείς της κομματικής δουλειάς, και πάντα είχε τον τρόπο του να σου μεταδίδει γνώσεις και χωρίς ακόμη να το προσπαθείς, να σε κάνει να ρουφάς σα σφουγγάρι αυτό που σου μετέδιδε. Επιπλέον, ο Μάκης Μαΐλης αγαπούσε το ρε­μπέτικο ως λαϊκή δημιουργία.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε δειλά-δειλά να γίνεται πράξη η προ­τροπή του συντρόφου Μάκη σ’ ένα δύσκολο εγχείρημα, χω­ρίς όμως χειροπιαστό αποτέλεσμα τότε. Η Καίτη το θεωρού­σε εγχείρημα με βουνό δυσκολίες για την ίδια -όπως έλεγε- και είχε δίκιο. Δεν είναι απλό πράγμα ν’ ασχοληθείς με το λα­ϊκό τραγούδι, όπως νομίζουν κάποιοι, αν πράγματι θέλεις να μελετήσεις πολύπλευρα αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν δύσκολο βεβαίως και για μένα. Άρχισα μια πρωτόλεια δου­λειά που έδωσε τα πρώτα μικρά κείμενα, αλλά δεν προχώ­ρησε τότε παραπέρα. Ξανάρχισα ουσιαστικά να ξαναγράφω την περίοδο εορτασμού των 100 χρόνων του ΚΚΕ, με αφορ­μή κομματικές εκδηλώσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι, ξαναδουλεύοντας παλιότερες κρίσεις, σχολιασμούς και προσεγγί­σεις, απορρίπτοντας πολλές από αυτές που είχα γράψει από το 1995 και μετά.

Ο Μάκης Μαΐλης δεν είναι πια μαζί μας για να δει την προτροπή του πραγματοποιημένη. Ούτε η Καίτη Φειδάκη εί­ναι πια μαζί μας για να συμβάλει με τις γνώσεις της, τις πα­ρατηρήσεις της, και αυτό είναι έλλειψη για μένα. Είναι όμως και οι δύο μαζί μας για ό,τι έκαναν πριν «φύγουν», επιμένοντας να πραγματοποιηθεί αυτό το καθόλου εύκολο εγχείρη­μα, αλλά και για τη συμβολή τους στο ξεκίνημα το 1995, που τελικά ευοδώθηκε έστω και μετά από 27 χρόνια. Άλλωστε η συνολική τους δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ ως άξια στελέχη του πάντα θα μας συντροφεύει.

 

«Η συμβολή ενός κομμουνιστή, ενός στελέχους του ΚΚΕ. δεν τελειώνει με το θάνατο» _Ριζοσπάστης, 5-6.2.2022.

                                                                        Στέφανος Λουκάς



[1] «Η συμβολή ενός κομμουνιστή, ενός στελέχους του ΚΚΕ. δεν τελειώνει με το θάνατο», Ριζοσπάστης, 5-6.2.2022.