Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η μάχη της Δημητσάνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η μάχη της Δημητσάνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Αυγούστου 2025

ΔΣΕ: Η μάχη της Δημητσάνας

Η μάχη για την κατάληψη του τότε ισχυρότερου οχυρού στην Πελοπόννησο _αυτού της
Δημητσάνας, στις 30.08.1948 (σχέδιο επίθεσης είχε γίνει παράλληλα και για την Μεγαλόπολη, ενώ τα Καλάβρυτα είχαν ήδη χτυπηθεί και “χαθεί” στις 11.04.1948), αποτελεί την αρχή μιας σειράς ενεργειών του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου που σκόπευε στον εξαναγκασμό της αστικής κυβέρνησης να μεταφέρει όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στην Πελοπόννησο, έτσι ώστε να μειωθεί η πίεση του ΔΣΕ στην βόρεια Ελλάδα, με εκκαθάριση της υπαίθρου και ταυτόχρονα στον εγκλωβισμό των κυβερνητικών δυνάμεων στα μεγάλα αστικά κέντρα της Πελοποννήσου. Τις ίδιες μέρες είχαμε την τρομερά αιματηρή και καθυστερημένη κατάληψη του Γράμμου από τον κυβερνητικό αστικό στρατό, μετά από επιτυχή ελιγμό του ΔΣΕ (20–21.08.1948) από τον Γράμμο στο Βίτσι_δείτε Μουργκάνα _ ο “Μικρός Γράμμος . Θυμίζουμε πως χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος _μέχρι τις 29 Αυγούστου του 1949, όταν το σύνολο των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) περνούσε στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έχοντας φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την εξουσία της αστικής τάξης στη διάρκεια της τρίχρονης πάλης του_ δείτε Ριζοσπάστης λήξη της τρίχρονης ένοπλης ταξικής αναμέτρησης (1946 - 1949) και αναλυτικότερα Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου

Περισσότερες πληροφορίες συνοπτικά για την πολιτική γενικά και την στρατιωτική κατάσταση στην βόρειο Ελλάδα το καλοκαίρι του 1948 μπορεί ο αναγνώστης να βρει στο βιβλίο: Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (Νίκου Κυρίτση εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2003).

Η εκλογή του στόχου “Δημητσάνα” αποφασίστηκε στην σύσκεψη αξιωματικών του ΔΣΕ Πελοποννήσου στο Βελιμάχι στις 25.08.1948, από την διοίκηση της 3ης Μεραρχίας του (μέραρχος Γκιουζέλης, πολιτικός επίτροπος Ρογκάκος). Πληροφορίες στα βιβλία τους οι δυο βασικοί συγγραφείς της ιστορίας του ΔΣΠ (Ταγματάρχης Αρίστος Καμαρινός και Ανθυπολοχαγός με καθήκοντα διοικητού λόχου Κώστας Παπακωνσταντίνου η Μπελάς). Υπέρ της εκλογής του στόχου από στρατιωτικής πλευράς συντέλεσε το γεγονός ότι η κωμόπολη βρισκόταν μακριά από τους χώρους στους οποίους είχαν στρατοπεδεύσει ισχυρές κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούσαν να κινηθούν για την υποστήριξη των αμυνόμενων (Τρίπολη, Λεβίδι, Βυτίνα, Μεγαλόπολη, κλπ). Οι δυνάμεις αυτές ήταν σχετικά εύκολο να εμποδιστούν σε μια γρήγορη προσπάθεια υποστήριξης των αμυνόμενων με την εγκατάσταση ενεδρών σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής. Συμπερασματικά: Οι δυνάμεις του ΔΣΠ θα είχαν περισσότερο χρόνο στην διάθεση τους (περίπου 7 ώρες) να καταλάβουν την κωμόπολη, στόχο πλέον εφικτό από οποιονδήποτε άλλον.

Από αστική φυλλάδα της εποχής
Στον δρόμο για την Ζάτουνα είχε εγκατασταθεί διμοιρία του ΔΣΠ με διοικητή τον Μπελά για την ασφάλεια της αποστολής. Η επίθεση ορίστηκε τελικά για την 30.08.1948 ώρα 05:00. Από την μεριά του ΔΣΠ θα γίνονταν ως εξής: (Βλέπε σχεδιάγραμμα στο βιβλίο Κ. Παπακωνσταντίνου _Μπελάς): Η Νεκρή Μεραρχία 1η Έκδοση, σελ. 748-749).

·       _1. Στο οχυρό της Αγίας Παρασκευής ένας λόχος του 1ου τάγματος Ταϋγέτου (διοικητής Κ. Ξυδέας). Η επίθεση θα γινόταν αρχικά από μια διμοιρία λόγω στενότητας χώρου. Εφεδρεία Τάγμα Αρ. Καμαρινού.

·       _2. Στον δρόμο από την Στεμνίτσα ο λόχος του Π. Σουγλάκου του 1ου τάγματος Μαινάλου (διοικητής Δ. Γιανακούρος ή Πέρδικας). Η επίθεση θα γινόταν επίσης αρχικά από μια διμοιρία και αρχικά είχε προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθεί το τάγμα Καμαρινού, αλλά ύστερα από επέμβαση του Πέρδικα στην ενημερωτική συζήτηση ανατέθηκε σε αυτόν ο τομέας.

·       _3. Κάτω από την πλατεία, από τα αμπέλια, προς το Κάστρο ο λόχος Μπελά (λόχος του 1ου  τάγματος Μαινάλου _Πέρδικα). Επίθεση με τρεις διμοιρίες.

·       _4. Ο 1ος λόχος (διοικητής Αρ. Βασιλόπουλος) του 1ου τάγματος Μαινάλου παρέμενε εφεδρεία.

·       _5. Ένας λόχος (διοικητής Πέτρος Οικονόμου) του 1ου τάγματος Ταϋγέτου παρέμενε εφεδρεία της 3ης Μεραρχίας.

·       _6. Ενέδρα στον δρόμο για την Βυτίνα θα έκανε ένας λόχος του τάγματος Κορινθίας (διοικητής Μανώλης Σταθάκης) και ένας λόχος του 2ου τάγματος αρχηγείου Μαινάλου (διοικητής Κ. Βρεττάκος).

·       _7. Ενέδρα στο γεφύρι του δρόμου από Μεγαλόπολη, Καρύταινα, Ατσίχολο θα έκανε μια διμοιρία του Αρχηγείου Μαινάλου και δυο ομάδες πολιτοφυλακής.

·       _8. Εγκατάσταση πολυβόλων, βλέπε σχεδιάγραμμα.

Για την άμυνα της πόλης είχαν παραταχθεί από κυβερνητικής πλευράς:

·       _1.Δυο λόχοι (1ος λόχος, διοικητής Αθ. Ανδρεόπουλος, 2ος λόχος Ανδρ. Ανδρικόπουλος ενός μηχανοκίνητου τάγματος χωροφυλακής. Η διοίκηση του τάγματος και οι δυο άλλοι λόχοι είχαν εγκατασταθεί στην Βυτίνα. Επιπλέον η υποδιοίκηση Χωροφυλακής με διοικητή τον υπομοίραρχο Χρ. Σεγκούνα.

·       __2. Περίπου 150 άνδρες των Μονάδων Αμύνης Υπαίθρου (ΜΑΥ-δες) (4).

·       Βασικά οχυρά άμυνας ήταν:

·       _1. Το περιμανδρωμένο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής με πολλά τσιμεντένια πολυβολεία και περίπου 50 χωροφύλακες κατά βάρδια (4).

·       _2. Το Κάστρο με 60 χωροφύλακες φρουρά, διέθετε όλμους, βαριά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα. Εκεί βρισκόταν και η διοίκηση της διλοχίας.

·       _3. Στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία, δυο φυλάκια με πολυβολεία και στο καμπαναριό της εκκλησίας ένα πολυβολείο. Αυτά στήριζαν τα οχυρά και τις αποθήκες πυρομαχικών της Καλλιθέας.

·       _4. Τρία τεθωρακισμένα οχήματα (Κάριερς).

·       _5. Φυλάκια στις περιοχές Καραδήμα, Καλλιθέας και προφήτη Ηλία.

Το σχέδιο δράσης προέβλεπε αιφνιδιαστική (πληροφορία Μπελά) επίθεση εναντίον του οχυρού της Αγίας Παρασκευής και στην συνέχεια επίθεση από την μεριά του Γυμνασίου και των αμπελιών. Ο αιφνιδιασμός εκεί πέτυχε μερικά. Η επίθεση άρχισε την ώρα 4:55, πέντε λεπτά πριν τον καθορισμένο χρόνο διότι το φυλάκιο στον προφ. Ηλία εντόπισε μια ανιχνευτική ομάδα και χτύπησε συναγερμό.

Το βράδυ της 29ης Αυγούστου δόθηκε η διαταγή της αναχώρησης. Όλες οι δυνάμεις κινήθηκαν μέχρι το Ζυγοβιστινό βουνό μαζί. Εκεί χώρισαν. Τα τάγματα Ταϋγέτου κατευθύνθηκαν προς τον στόχο “Αγία Παρασκευή”, το τάγμα Πέρδικα πήρε τον δρόμο για την Κλίνιτσα και τα αμπέλια της Αιμυαλούς. Εκεί έφτασαν μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα και περίμεναν μέχρι τις 05:00 η ώρα. Πολλοί αντάρτες κοιμήθηκαν. Αυτό το γεγονός έδωσε αργότερα την εντύπωση ότι  η επίθεση από την ανατολική (Καλλιθέα) και νοτιοανατολική (αμπέλια) πλευρά καθυστέρησε λόγω του ύπνου των ανταρτών. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν προγραμματισμένο. Το τάγμα Πέρδικα έπρεπε να περιμένει απαρατήρητο μέχρι την έναρξη της μάχης ενάντια στην Αγία Παρασκευή, όπου η επίθεση πέτυχε τον σκοπό της γύρω στις 10:00. Το ύψωμα καταλήφθηκε με σχετικά λίγες απώλειες από πλευράς του ΔΣΠ. Ο Ξυδέας μετά την κατάληψη φοβούμενος μήπως οι κυβερνητικές δυνάμεις καταλάβουν εκ νέου το ύψωμα έστειλε εκεί  δυο λόχους να παραλάβουν και μεταφέρουν το πολύτιμο πολεμικό υλικό. Την στιγμή εκείνη δέχτηκαν επίθεση με βόμβες Ναπάλμ από δυο αεροπλάνα αλλά ο ΔΣΠ κράτησε το ύψωμα μέχρι που δόθηκε το σύνθημα της υποχώρησης. Όπως αναφέρει ο Ριζοσπάστης (3 Μάη 1998) … όταν οι αντάρτες του ΔΣΕ κατέλαβαν το ύψωμα της "Αγίας Παρασκευής" που δεσπόζει της πόλης και η πτώση της ήτανε ζήτημα χρόνου, τα αεροπλάνα έριξαν βροχή βόμβες "Ναπάλμ". Τα θύματα - αντάρτες - ήτανε πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών οι διμοιρίτες Σιδερέας και Μανιάτης. Το αποτέλεσμα του βομβαρδισμού ήταν τρομακτικό. Όσοι χτυπήθηκαν καίγονταν σιγά - σιγά και μεταβάλλονταν σε μικρές μούμιες. Ο δε γύρω χώρος είχε μεταβληθεί σε αληθινή κόλαση.

Στον τομέα Καλλιθέας ο Πέρδικας _βλ. αναλυτικό βιογραφικό στο τέλος, διέταζε την μια μετωπική επίθεση μετά την άλλη. Όλες οι προσπάθειες απέτυχαν με αποτέλεσμα ο λόχος Σουγλάκου να έχει μεγάλες απώλειες. Ο διοικητής του λόχου, ο επίτροπος και ένας διμοιρίτης ήταν τραυματισμένοι. Δυο άλλοι διμοιρίτες είχαν φονευθεί. Στην τελική φάση ανέλαβε την διοίκηση του λόχου ο επίτροπος του λόχου εφεδρείας Π. Κατριβάνος από τους Γαργαλιάνους. Στον τομέα του λόχου Μπελά η αντίσταση των αμυνόμενων βοηθούμενη από δυο πολυβόλα που βρίσκονταν στην πλατεία και στο καμπαναριό της εκκλησίας έκαναν θραύση. Τα μπαζούκας (ολμοβόλα) στα οποία ο ΔΣΕ στηριζόταν για την ανατίναξη των πολυβολείων δεν μπόρεσαν, λόγω απόστασης και κυρίως της μορφολογίας του εδάφους, να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά. Ο λόχος καθηλώθηκε μακριά από την κατοικημένη περιοχή χωρίς επιτυχία και όταν ο Σαρηγιάννης διέταξε υποχώρηση βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Το μέρος υποχώρησης είχε αποκλειστεί και βρισκόταν συνέχεια κάτω από τα πυρά των κυβερνητικών δυνάμεων. Αλλά κανείς αντάρτης δεν έδινε σημασία… Οι νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι αυτού του λόχου ανήλθαν στους 55 (αρχική δύναμη 88). Κατά τις 12:00 δόθηκε σύνθημα υποχώρησης. Ο χρόνος επίθεσης που είχε καθοριστεί και οι απώλειες των λόχων Σουγλάκου και Μπελά δεν επέτρεπαν παραπέρα προσπάθεια ολοκληρωτικής κατάληψης της κωμόπολης. Στο μεταξύ υπήρχαν πληροφορίες ότι ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις (ένα τάγμα της 72ης Ταξιαρχίας και μια Μοίρα Ορεινών Καταδρομών) πλησίαζαν την Δημητσάνα και βρίσκονταν ήδη βορειοδυτικά της Καρκαλούς και στο χωριό Χρυσοβίτσι, έτσι οι δυνάμεις αποχώρησαν προς το χωριό Μάρκου χωρίς να δεχτούν άλλη επίθεση. Οι απώλειες του ΔΣΠ σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους ανέρχονται γύρω στους 180. Αναλυτικά σύμφωνα με πληροφορίες οι νεκροί ανέρχονταν σε 117 με  24 αιχμάλωτους.

Ο διοικητής των τότε κυβερνητικών δυνάμεων στη Πελοπόννησο, υποστράτηγος Αλ. Τσιγγούνης, αναφέρει στο βιβλίο του “Ο Συμμοριτισμός στην Πελοπόννησο” μια διαφορετική εκδοχή όσον αφορά τα γεγονότα στο ύψωμα της Αγίας Παρασκευής ότι _δήθεν, η κατάληψη του οχυρού έγινε στις 9:30 το πρωί και αργότερα επανακαταλήφθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτό διαψεύδεται από όλες τις άλλες πηγές. Από πλευράς των κυβερνητικών δυνάμεων, σύμφωνα με τις πληροφορίες στο βιβλίο Τσιγγούνη, οι απώλειες ανέρχονται σε 11 νεκρούς και συνολικά 55 τραυματίες.

·        _1. Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας: Βασικοί σταθμοί του αγώνα. 2η Έκδοση, Ν. Κυρίτσης, “Σύγχρονη Εποχή”.

·        _2. Η νεκρή μεραρχία: (ΙΙΙ Μεραρχία ΔΣ Πελοποννήσου), 3η Έκδοση, “Αλφειός”, Κ. Παπακωνσταντίνου  (Μπελάς) σελ. 745-775 | σελ. 439-442.

·        _3. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο 1946-1949: Εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή”, 4η Έκδοση, Αρ. Καμαρινός σελ. 466-476.

·        _4. Ο Συμμοριτισμός στην Πελοπόννησο: Υποστράτηγου Αλ. Τσιγγούνη _ Βλέπε παραπομπή στο βιβλίο  του Αρ. Καμαρινού, σελ. 475 – 476

·        _5. Ο ΔΣΕ Πελοποννήσου: Γιάννης-Λέων Λέφας Δ.Φ. / Εκδόσεις: Αλφειός, Αθήνα 1998, σελ. 320 – 332

·        _6. Εφημερίδα Αλήθεια, 21ης Νοεμβρίου 1948. Σελ. 2

30 Αυγούστου 1948
Η μάχη της Δημητσάνας

Τη νύχτα της 29 Αυγούστου του 1948 αντάρτες και αντάρτισσες των Αρχηγείων Μαινάλου Ταϋγέτου και Αργολιδοκορινθίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας κινητοποιήθηκαν με στόχο την προσβολή της φρουράς της Δημητσάνας. Μέχρι τότε ο ΔΣΕ διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Πελοπόννησο και είχε καταγάγει σοβαρές νίκες εξουδετερώνοντας μια διλοχία Εθνοφρουράς το Μάρτιο στα Τρόπαια, τη διλοχία του Γαλανόπουλου στην περιοχή της Μεγαλόπολης, και ένα Τάγμα Εθνοφρουράς στα Καλάβρυτα, ενώ είχε προσβάλει με επιτυχία και άλλους στόχους, και έτσι η κυβέρνηση με τους Αμερικάνους που οργάνωναν εξόπλιζαν και εφοδίαζαν το στρατό είχαν μετατρέψει τη Δημητσάνα που αποτελούσε πλέον τη σημαντικότερη βάση κοντά στην Τρίπολη σε ένα τεράστιο φρούριο με οχυρώσεις σε βάθος, με κύρια σημεία το Κάστρο και την Αγία Παρασκευή, με πολυβολεία από μπετόν εξοπλισμένα με βαρείς όλμους που είχαν ακτίνα δράσης πέντε χιλιάδες μέτρα, με βαριά πολυβόλα Βίκερς, πολυβόλα οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα και ντουφέκια.
Την οχύρωση συμπλήρωναν ακόμα δυο ισχυρά πολυβολεία – οχυρά προς την πλευρά της Καλλιθέας, ένα πάνω στη δημοσιά και άλλο ένα αρκετά ευρύχωρο ώστε να κινούνται πάνω από τριάντα υπερασπιστές εντός του λίγο πιο πάνω προς την Αγία Παρασκευή. Υπήρχε και άλλο ένα στην άλλη πλευρά της Δημητσάνας που έλεγχε τον δρόμο και τον τόπο προς την κατεύθυνση Ζάτουνας - Βυτίνας, κι ακόμα ένα πολυβολείο πάνω στην Αγία Κυριακή με ένα βαρύ πολυβόλο στο καμπαναριό που μπορούσε να ελέγχει την περιοχή σε μεγάλη ακτίνα. Επί πλέον δυο θωρακισμένα οχήματα κάριερς (κάριες τα λέγαμε στην πλάκα) εξοπλισμένα με μυδράλια που κινούνταν συνεχώς πάνω στο δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το φυλάκιο της Καλλιθέας προκαλώντας διαβολεμένο θόρυβο με τα μοτέρ και τις ερπύστριες τους, και κατά τη διάρκεια της μάχης ιδιαίτερα προς την πλευρά της Καλλιθέας κάνανε μεγάλη ζημιά στους επιτιθέμενους. .
Τις οχυρώσεις επάνδρωναν μια διλοχία του μηχανοκίνητου Τάγματος χωροφυλακής που η διοίκησή του με την άλλη διλοχία στάθμευε στη Βυτίνα, καμιά πενηνταριά άνδρες της Υποδιοίκησης χωροφυλακής Δημητσάνας υπό τον υπομοίραρχο Σεγκουνά, και καμιά εκατοστή Χιτομάϋδες, σύνολο περίπου 350 – 400 ανδρών, ενώ όπλα έφερε και σημαντικός αριθμός κατοίκων της Δημητσάνας, πολλοί από τους οποίους κάθε βράδυ βρίσκονταν σε επιφυλακή ή ενίσχυαν τις φρουρές στα πολυβολεία, και σε πολλά σπίτια υπήρχαν σακούλια με χειροβομβίδες για να χρησιμοποιηθούν κατά τω ανταρτών σε περίπτωση που μπαίνανε στην πόλη και άρχιζαν οι οδομαχίες.  Κι ακόμα, οπλισμένοι ήσαν πολλοί Ηραιάτες που είτε το έπαιζαν ανταρτόπληκτοι και είχαν καταφύγει στη Δημητσάνα για να εξασφαλίσουν τον άρτο τον επιούσιο και το φαγητό για την οικογένειά τους από το καζάνι της χωροφυλακής (δύσκολοι οι καιροί τότε), είτε γιατί εξ αιτίας της συμπεριφοράς και των εγκλημάτων τους σε βάρος των αριστερών πολιτών δεν τους σήκωνε το κλίμα στα χωριά τους τώρα που η ύπαιθρος βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΔΣΕ

Ο Γιώργος Κονταλώνης
Έτσι, η δύναμη των υπερασπιστών του οχυρού Δημητσάνα ξεπερνούσε τους 600 άνδρες.
Τα τμήματα του ΔΣΕ για να εξασφαλίσουν την επιτυχία της επιχείρησης στήσανε ενέδρες σε διάφορα σημεία με σκοπό να εμποδίσουν τις ενισχύσεις των κυβερνητικών που ήταν βέβαιο ότι θα σπεύδανε από Τρίπολη, Βλαχοκερασιά, Πιάνα Λεβίδι Βυτίνα, αλλά και από Μεγαλόπολη Χρυσοβίτσι Στεμνίσα, και έτσι οι δυνάμεις που προσβάλανε τη Δημητσάνα ήσαν σχεδόν λιγότερες αριθμητικά από εκείνες των υπερασπιστών, κατά παράβαση των τότε κανόνων που όριζαν ότι οι δυνάμεις των επιτιθεμένων κατά οχυρών θέσεων πρέπει να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τους αμυνόμενους. Αλλά, αυτές ήσαν οι δυνατότητές τους. 
Σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Επιτελείου του ΔΣΕ Πελοποννήσου η επιχείρηση θα άρχιζε στις 5 τα χαράματα της 30 Αυγούστου με προσβολή του οχυρού της Αγίας Παρασκευής, πέντε λεπτά όμως πριν από τις 5 καθώς οι αντάρτες πλησιάζουν το ύψωμα του Αγιολιά βορειότερα της Αγίας Παρασκευής που το θεωρούσαν αφύλαχτο γίνονται αντιληπτοί και το ντουφεκίδι ανάβει, ενώ παράλληλα χάνεται και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Φύσει και θέσει οχυρή η Δημητσάνα είναι απρόσβλητη από τα δυτικά που δεσπόζει το Κάστρο πάνω από τα απόκρημνα βράχια του Λούσιου, όπως επίσης και από τα βόρεια, γι αυτό και το σχέδιο επίθεσης έριχνε το βάρος στην επίθεση κατά των οχυρών της Αγίας Παρασκευής με ταυτόχρονη προσβολή των δυο οχυρών προς Γυμνάσιο – Καλλιθέα
Τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής υπερασπίζουν 56 χωροφύλακες με βαριά όπλα, πολυβόλα Βίκερς και όλμους, οπλοπολυβόλα ατομικά αυτόματα ντουφέκια και χειροβομβίδες, ενώ λίγο πιο μπροστά από τις οχυρώσεις υπάρχει και μαντρότοιχος από ξερολιθιά ύψους 1 περίπου μέτρου που πρέπει να υπερπηδήσουν οι αντάρτες οι οποίοι υπολόγιζαν να ισοπεδώσουν τη μάντρα και τα πολυβολεία με τα μπαζούκας, αλλά δοκιμάζουν πικρή απογοήτευση καθώς διαπιστώνουν ότι τη νύχτα είναι πολύ δύσκολη η σκόπευση με αυτό το όπλο, και δεν έχουν βλήματα για να τα ρίχνουν στην τύχη. Επί πλέον για να σκοπεύσει ο χειριστής του όπλου πρέπει να στέκεται όρθιος, πράγμα που με τις χιλιάδες σφαίρες ανά λεπτό που πέφτουν κατά των επιτιθεμένων σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, αποκλείεται από την αρχή η έφοδος των υπό τον Κονταλώνη επιτιθεμένων τμημάτων που καθηλώνονται, και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τα τμήματα του Πέρδικα που φθάνουν μπροστά στα πολυβολεία που βλέπουν προς την Καλλιθέα .όταν έχει αρχίσει η μάχη στην Αγία Παρασκευή και καθηλώνονται όχι μόνο από τους υπερασπιστές των πολυβολείων αλλά και από τα δυο θωρακισμένα που έχουν σπεύσει μπροστά στο πολυβολείο της δημοσιάς και σκορπίζουν το θάνατο. Ούτε και αυτά τα τμήματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μπαζούκας κατά των πολυβολείων και των αρμάτων μάχης.
Με το φως της ημέρας τα πράγματα δυσκολεύουν για τα αντάρτικα τμήματα που πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα πυρά των οχυρών που βρίσκονται μπροστά τους. Καθώς το μέτωπο είναι περιορισμένο από τη δημοσιά προς το Γυμνάσιο μέχρι το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, το οχυρό του Κάστρου με τους όλμους και τα βαριά πολυβόλα του καθώς και το πολυβολείο του καμπαναριού της Αγίας Κυριακής σαρώνουν όλη τη νότια πλευρά της πόλης, Μπολιάνα – Καλλιθέα μέχρι επάνω την Αγία Παρασκευή. Κι επί πλέον καθώς οι ώρες περνούν, πλακώνουν και δυο μαχητικά αεροπλάνα που με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς χτυπούν τα αντάρτικα τμήματα που επιτίθενται στην Αγία Παρασκευή, στην περιοχή προς Καλλιθέα, στο πολυβολείο της δημοσιάς αλλά και δυτικότερα προς την Πολιάνα.

Οι επιθέσεις στην Αγία Παρασκευή συνεχίζονται με πείσμα για να σπάσουν τα οχυρά, αλλά και χαμηλότερα στη δημοσιά ο Πέρδικας παρόλο που τα τμήματά του ματώνουν κι έχουν πολλές απώλειες επιμένει με συνεχείς επιθέσεις να γαντζωθεί στα πρώτα σπίτια, αλλά μια διμοιρία από 24 μαχητές που καταφέρνει να φθάσει ως εκεί αιχμαλωτίζεται.
Ο τόπος που είναι φρύγανο τέτοια εποχή από τις ξερές καλαμιές και τα υπολείμματα από το θερισμό ανάβει από τα πυρά που τον γαζώνουν, και πολλοί αντάρτες τσουρουφλίζονται στις θέσεις που καλύπτονται από τις φλεγόμενες καλαμιές.

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση με τα εμφύλια πάθη εκείνη την εποχή οι υπερασπιστές της πόλης δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα τους.

Αξιόλογη δύναμη πυρός συγκροτούν και οι χίτες του Θανάση Ντοροβίτσα, οι χίτες από τα διάφορα χωριά της Ηραίας που έχουν γδύσει πολλά νοικοκυριά αριστερών οικογενειών και έχουν σηκώσει ολόκληρες προίκες κοριτσιών. Σκορπισμένοι μέσα στην πόλη πολεμάνε και τούτοι γιατί ξέρουν πως αν μπούνε οι αντάρτες θα πληρώσουνε για τα εγκλήματά τους.

Οι πολίτες πάλι που από την κρατική προπαγάνδα είναι πεπεισμένοι ότι τα στίφη των ανταρτών εκεί έξω έρχονται για να τους σφάξουν, να πάρουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να βιάσουν τις κόρες τις μανάδες τις αδελφές και τις γυναίκες τους, όσοι μπορούν να κρατήσουν όπλο πολεμάνε υπέρ βωμών και εστιών  όπως τους προτρέπει και ο παπά Βώβος  που με τον σταυρό στο στήθος του και ένα ντουφέκι στο χέρι περιέρχεται γειτονιές σπίτια και πολυβολεία και ευλογεί τον αγώνα τους.

 Το σπίτι της οικογένειας Κολοκούση σε ευθεία ντουφεκιού απέχει περίπου 200 μέτρα από το πολυβολείο της δημοσιάς, ο Τάκης όμως έχει προωθηθεί εκεί και μάχεται με τους χωροφύλακες. Σε κάποια από τις εφόδους των ανταρτών πετάγεται έξω από το πολυβολείο και πιάνεται στα χέρια, για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι παλεύει με αντάρτισσα. Ο Κολοκούσης πέφτει εκεί πολυτραυματίας (αργότερα η μάνα του μας επιδεικνύει το παντελόνι του διάτρητο στη λεκάνη από θραύσματα χειροβομβίδας) και τη γλυτώνει στο νοσοκομείο, ενώ με τη λήξη της μάχης θα βρεθούν εκεί βαριά τραυματισμένες οι αντάρτισσες Δήμητρα Σαρλά από του Λώτι και Τασία Σαραντοπούλου από Τριφυλία που θα τις σφάξουν σαν αρνάδες οι νικητές για να, στα ελάχιστα δευτερόλεπτα ως που να πεθάνουν καθώς βλέπουν τα μαχαίρια να μπήγονται στο λαιμό τους, συνειδητοποιήσουν καλά ποιοι είναι οι νικητές, και θα μεταφέρουν τα κεφάλια τους μαζί και άλλων βαριά τραυματισμένων να τα επιδείξουν στην πόλη ως τρόπαια και να τα χλευάζουν.

Ο φανατισμός και το μίσος όμως δεν εξαντλούνται μόνο στους ζωντανούς. Ο Λιάς Λιακόπουλος από του Ψάρι πατέρας 3 παιδιών παλιός ΕΛΑΣίτης βρίσκεται βαριά τραυματισμένος στη χαράδρα του Λούσιου με τη λήξη της μάχης και τον εκτελούν επί τόπου. Στο σημείο που συγκεντρώνουν τους νεκρούς αντάρτες για την ομαδική ταφή, ένας κοντοχωριανός Χίτης αναγνωρίζει το νεκρό Λιακόπουλο και αφού ρίχνει κάποιες κλωτσιές στο κουφάρι του (την ιστορία αυτή την συζητάνε ακόμα στη Λυσσαρέα), του φυτεύει δυο τρεις σφαίρες φωνάζοντας: «παλιοκερατά Κ…(το παρατσιοούκλ του Λιά), δεν σε βρήκα ζωντανό να σε σκοτώσω, σε σκοτώνω πεθαμένο)! 
Εφτά ώρες μετά την έναρξη της επιχείρησης γύρω στις 12 που είναι και ο επιτρεπόμενος χρόνος για τη διάρκειά της (ΩΧΕ), τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής πέφτουν και όσοι χωροφύλακες είναι ακόμα ζωντανοί κουτρουβαλούν στα βράχια προς το εσωτερικό της πόλης, ενώ δυο λόχοι των ανταρτών απλώνονται στα εγκαταλειμμένα οχυρά και φορτώνονται βαριά όπλα και πυρομαχικά να τα βγάλουν από εκεί και να ανεφοδιαστούν τα τμήματα. Τα πυρά των υπερασπιστών από το Κάστρο και τα καμπαναριά χτυπούν συγκεντρωμένα το ύψωμα για να αναχαιτίσουν την προέλαση των ανταρτών μέσα στην πόλη, κι εκείνη τη στιγμή πλακώνει η αεροπορία με βόμβες ρουκέτες και πολυβολισμούς αλλά και με εμπρηστικές οβίδες και βόμβες ναπάλμ που ρίχνονται για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και ο τόπος λαμπαδιάζει. Σε δευτερόλεπτα σκοτώνονται οι μισοί τουλάχιστον αντάρτες έτσι όπως τους πετυχαίνουν φορτωμένους, 6 λαμπαδιάζουν από τις ναπάλμ, κι εκείνη τη στιγμή σκάνε στον ουρανό και οι δυο φωτοβολίδες που είναι το σύνθημα της άμεσης υποχώρησης λόγω εξάντλησης του ΩΧΕ, του ωφέλιμου χρόνου επιχείρησης.
.Αξιωματικοί και μαχητές που βλέπουν ότι αφού έπεσε η Αγία Παρασκευή σε λίγο η πόλη θα είναι δική τους, δεν μπορούν να πιστέψουν ότι πρέπει να την εγκαταλείψουν, κάποιοι πιστεύουν ότι κάποιο λάθος έχει γίνει, αλλά η διαταγή είναι αμετάκλητη και εγκαταλείπουν τη Δημητσάνα.
Τέλος, παρόλο που από πολλά χρόνια η πολιτεία έχει ξεκαθαρίσει ότι ο Εμφύλιος ήταν εσωτερική υπόθεση της χώρας και ότι πρέπουν τιμές και στις δυο παρατάξεις που συγκρούστηκαν, στον ομαδικό τάφο κάπου ανάμεσα Αη Γιώργη και Καλλιθέα (;)που βρίσκονται θαμμένοι οι 110 - 120 νεκροί του ΔΣΕ που δώσανε τη ζωή τους για Εθνική Ανεξαρτησία, Εθνική Αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη και Δημοκρατία, δεν υπάρχει ένα λιτό μνημείο που να θυμίζει τη θυσία τους, ούτε καν το σημείο που είναι θαμμένοι.

Δημήτρης Γιαννακούρας - Πέρδικας

Σχετικά με τη δράση του Πέρδικα και την προσφορά του στο Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου, χρήσιμες πληροφορίες δίνει το σύντομο βιογραφικό του που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού, που προαναφέραμε.

Ο Δημήτρης Γιαννακούρας (αυτό ήταν πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Βάγγου Αρκαδίας. Το ψευδώνυμο Πέρδικας το κληρονόμησε από τον πατέρα του, στον οποίο οι συγχωριανοί του είχαν «κολλήσει» αυτό το παρατσούκλι, από τα παιδικά του χρόνια, επειδή αρεσκόταν να κυνηγάει πέρδικες. Ο Πέρδικας τελείωσε δυο τάξεις του «Σχολαρχείου» (αντιστοιχεί στη ΣΤ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου) και ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες (αγρότης, κτηνοτρόφος, καρβουνιάρης, κ.ά.). Όταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα μας, υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και πολέμησε τους Γερμανοφασίστες, όταν κι αυτοί εισέβαλαν στη χώρα μας, τον Απρίλη του 1941. Τον Αύγουστο του 1941 οργανώθηκε στην Αντιστασιακή Οργάνωση «Νέα Φιλική Εταιρεία» και το Νοέμβρη του 1941, μετά τη συγχώνευση της οργάνωσης αυτής με το ΕΑΜ, έγινε μέλος του. Στις αρχές του 1942 έγινε μέλος του ΚΚΕ, του οποίου στέλεχος καθοδηγητικό, στην Επαρχία Μεγαλόπολης, ήταν ο αδερφός του Κώστας. Ο Πέρδικας ήταν ανταρτοΕΠΟΝίτης, στο 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, όταν οι αντιΕΑΜίτες αντάρτες του ΕΣ (Ελληνικός Στρατός), με επικεφαλής το λοχαγό του προπολεμικού στρατού Τηλέμαχο Βρεττάκο, που καθοδηγούνταν από τους αξιωματικούς της Αγγλικής Αποστολής (είχαν πέσει με αλεξίπτωτα στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου, με κύριο στρατηγικό σκοπό να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ, ακόμα και ένοπλα, επειδή ήταν δημιούργημα του ΚΚΕ) και κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του ΕΣ δεν έριξαν ούτε μια τουφεκιά κατά των κατακτητών, σκότωσαν με μπαμπεσιά τον αδελφό του Κώστα, απόφοιτο της Μέσης Εκπαίδευσης και τον γαμπρό του Νίκο Χρόνη.
Μετά από το γεγονός αυτό, ο Πέρδικας, πικραμένος από το αποτρόπαιο έγκλημα και αποφασισμένος να τιμωρήσει τους καθοδηγούμενους από τους Εγγλέζους εγκληματίες, έφυγε από το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Έπειτα από λίγες βδομάδες, κατάφερε να ανακαλύψει έναν από τους δολοφόνους, τον αξιωματικό του προπολεμικού στρατού Θανάση Οικονομόπουλο (ήταν κρατούμενος του ΕΛΑΣ μετά την αιχμαλωσία του στην τελική σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τον ΕΣ, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της αντάρτικης αυτής οργάνωσης, του ΕΣ), ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Στρατοδικείου που καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του και το γαμπρό του. Αιφνιδιάζοντας τους φρουρούς του «κρατητηρίου» (ένα Εκκλησάκι στην περιοχή του χωριού Γερδίκι Μεσσηνίας) τον σκότωσε και αμέσως παρουσιάστηκε σε τμήμα του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας.

Στο Μαίναλο με τον ΔΣΕ

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, ο Πέρδικας δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και, με πρωτοβουλία του, κατέφυγε στο βουνό Μαίναλο, όπου έζησε σ' όλη τη διάρκεια του Μονόπλευρου Εμφυλίου, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης (Γιάννης Πετρόπουλο ή Μαυρόγιαννη, Ηλία Γιαννακούρα, Π. Κυριακόπουλο ή Πιπίνο, Ηλία Μάνδρο, Κώστα Παναγόπουλο, κ.ά.). Στην περίοδο αυτή (Μάρτης 1945 - Ιούλης 1946), τα μέλη της ομάδας αυτής των καταδιωκόμενων, αντιμετώπιζαν φοβερές δυσκολίες, ζούσαν κυριολεκτικά σαν αγρίμια μέσα στο δάσος. Γι' αυτό, κάπου κάπου, παραβίαζαν την κομματική γραμμή της παθητικής αυτοάμυνας και, με πρωτοπόρο πάντοτε τον Πέρδικα, που επέμενε «να αντιμετωπίσουμε επιτέλους την τρομοκρατία της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης με αντιτρομοκρατία, γιατί αλλιώτικα θα μας σκοτώσουν όλους οι ταγματασφαλίτες», χτύπησαν ένοπλα τους Χιτοσυμμορίτες του χωριού Παλιομοίρη και μια ομάδα χωροφυλάκων στην περιοχή του χωριού Τρίλοφο Μεγαλόπολης.

Φωτογραφία, έξω από το αστυνομικό τμήμα Μεγαλόπολης
μπροστά στο νεκρό σώμα του Πέρδικα
Στη μέση ο μοίραρχος Χαραλαμπόπουλος
Για τη δράση τους αυτή, οι Πέρδικας, Μαυρόγιαννης, Πιπίνος και Μάνδρος επικηρύχθηκαν από τη μοναρχοφασιστική κυβέρνηση της Αθήνας με ποσά από 20 έως 25 εκατομμύρια δραχμές για τον καθένα. Το Μάρτη του 1947, η ομάδα αυτή των καταδιωκόμενων αγωνιστών - «Ομάδα Πέρδικα», που είχε πάρει μέρος στη μάχη της Σπάρτης (13/02/1947), αποτέλεσε τον πυρήνα της δημιουργίας του Αρχηγείου Μαινάλου του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, με στρατιωτικό διοικητή τον Μανώλη Σταθάκη, αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ. Το καλοκαίρι του 1947, ο Πέρδικας ήταν διοικητής λόχου. Το Φλεβάρη του 1948 ονομάστηκε ταγματάρχης του ΔΣΕ, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου, και ανέλαβε διοικητής Τάγματος. Τον Οκτώβρη του 1948, ανέλαβε διοικητής του Αρχηγείου Μαινάλου.

Ο Πέρδικας συγκέντρωνε όλα τα χαρίσματα του λαϊκού στρατιωτικού ηγέτη. Τον διέκρινε επιθετικό πνεύμα, ήταν ψύχραιμος, αποφασιστικός, τολμηρός στις αποφάσεις του στη διάρκεια της μάχης , κατείχε άριστα την αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε με αριστοτεχνικό τρόπο στη διάρκεια της μάχης . Το κυριότερο, όμως, χάρισμά του ήταν η ικανότητά του να προσαρμόζεται εύκολα σε κάθε χώρο που θα βρισκόταν το τμήμα του, πραγματοποιώντας τους απαραίτητους ελιγμούς πάντοτε με επιτυχία, γιατί ήταν γνώστης της μορφολογίας του εδάφους όλων των ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα του Ανατολικού και Δυτικού Μαινάλου.

Το νεκρό σώμα του Πέρδικα, δεμένο πάνω σε μια πόρτα,
εκτίθεται σε δημόσια θέα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ο Πέρδικας πήρε μέρος σε πολλές μάχες (Σπάρτης, Δάρα, Διάλυση της διλοχίας Γαλανόπουλου, Τροπαίων, Καλαβρύτων, Λεχαινών, Ζαχάρως, Χαλανδρίτσας, Βλασίας, Πιάνας, κ.ά.), στις οποίες διακρίθηκε για την προσωπική του παλικαριά και τις διοικητικές του ικανότητες. Μετά τη μάχη της Δημητσάνας , ανέλαβε διοικητής των Ομάδων Ελεύθερων Σκοπευτών. Σκοτώθηκε σε ενέδρα χωροφυλάκων στις 16 Αυγούστου 1949, όταν πλησίασε σε μια γιάφκα, στην τοποθεσία «Συνέσοβα» του Μαινάλου και, αντί να συναντήσει εκεί τον ανθυπολοχαγό με τον οποίο είχε το «ραντεβού», έπεσε πάνω στους χωροφύλακες... Στον αγώνα του λαού μας για Λευτεριά, Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό έδωσαν τη ζωή τους και τα αδέλφια του Κώστας, Αλέξανδρος, Παναγιώτα και Γιαννούλα, καθώς και ο γαμπρός του Ν. Χρόνης.

Παναγιώτης Κουλουκάς ή Κουλουκάκος.
Από τα καλύτερα παλικάρια του Συγκροτήματος Ταϋγέτου. Στο βουνό ήταν γνωστός ως «λοχίας Κουλουκάκος». Κατά την επίθεση του τάγματος στο ύψωμα της Αγίας Παρασκευής, όρμησε στο οχυρό των χωροφυλάκων, έπιασε από την κάννη το πολυβόλο και το έσυρε έξω μαζί με τον χειριστή του. Αργότερα στον σταθμό επίδεσης πάνω στο ύψωμα χτυπήθηκε από εμπρηστική βόμβα της κυβερνητικής αεροπορίας. Πέθανε από τα εγκαύματα μια από τις επόμενες νύχτες και οι σύντροφοί του τον έθαψαν κάπου στην αρκαδική γη.