Τον αγώνα μετέδωσε για την τηλεόραση ο λαϊκός καλλιτέχνης της ΕΣΣΔ και της Γεωργίας Κοτέ Μαχαράτζε, οι μεταδόσεις του οποίου στο παρελθόν, με τη χαρακτηριστική του γεωργιανή προφορά, είχαν δημιουργήσει ένα θρύλο γύρω από το όνομά του, με τους θεατές να παραληρούν, αποθεώνοντας τους παίκτες που τίμησαν τη φανέλα με το σοβιετικό εθνόσημο. Στη συνάντηση έδωσαν το “παρών” όλα τα μεγάλα αστέρια της δεκαετίας του ’80, ο Αρμένιος Αγκανεσιάν, οι Γεωργιανοί Σουλακβελίτζε, Τσιβάτζε, Κιπιάνιν, Σεγκέλια, οι Ρώσοι Γαβρίλοφ, Χιγκιατούλιν, Τσερενκόφ, οι Ουκρανοί Τσάνοφ, Μπλαχίν, Μπεσόνοφ, Μιχαϊλιτσένκο, Ντεμιανένκο, Ζαβάροφ, Προτάσοφ, Ρατς, Μπελάνοφ, Μπούριακ και Κουζνιετσόφ: έλειπε ο μεγάλος Λιέβ (Ιβάνοβιτς) Γιασίν (Лев Иванович Яшин)
Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αθλητές όλων των εποχών, που προπορεύτηκε της εποχής του, ο κορυφαίος ‑των κορυφαίων- τερματοφύλακας στον κόσμο για τον 20ο αιώνα και ίσως ο μεγαλύτερος στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Έφυγε πρόωρα από τη ζωή (μόλις στα 60 του χρόνια) στις 20 Μάρτη του 1990, αφήνοντας στη μνήμη των φίλων του ποδοσφαίρου μερικές από τις ομορφότερες στιγμές του αθλήματος και το όνομά του χαραγμένο με χρυσά γράμματα στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.
Ο επονομαζόμενος «μαύρη αράχνη» των γηπέδων ―εξαιτίας της εξ ολοκλήρου μαύρου χρώματος εμφάνισής του και της ικανότητάς του να «αιχμαλωτίζει» τις φάσεις μέσα στην περιοχή του και να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του επιθετικούς―
Λιέβ Γιασίν: γεννήθηκε στη Μόσχα στις 22-Οκτ-1929, από γονείς βιομηχανικούς εργάτες και σε ηλικία 12 ετών, κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου, όταν ολόκληρος ο σοβιετικός λαός έχει ριχτεί στη μάχη ενάντια στον γερμανικό φασισμό, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού, ενώ παράλληλα παίζει ποδόσφαιρο και ξεδιπλώνει το ταλέντο του στην τοπική κοινωνία, ώσπου σε μια διοργάνωση αγώνων μεταξύ ομάδων εργοστασίων, θα τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων της Ντιναμό Μόσχας και θα πάρει μεταγραφή στη μεγάλη ομάδα.
Η πρώτη του ποδοσφαιρική «επίσημη» εμφάνιση θα γίνει το 1949, σε έναν αγώνα που θα ήθελε να ξεχάσει για πάντα, αφού εξαιτίας της κακής απόδοσής του στάθηκε αφορμή να παροπλιστεί για τέσσερα ολόκληρα χρόνια: αλλά δεν το έβαλε κάτω, αντίθετα ασχολήθηκε ‑σε υψηλό επίπεδο με το χόκεϊ επί πάγου και μάλιστα με την ομάδα χόκεϊ της Ντιναμό κατέκτησε το πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης το 1953!
Όμως, γεννημένος για το ποδόσφαιρο, καμιά άτυχη στιγμή, καμιά κακή απόδοση σε έναν αγώνα δεν θα μπορούσε να ανακόψει μια μεγάλη πορεία που θα κρατούσε 22 ολόκληρα χρόνια και στη διάρκεια της οποίας θα προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον αθλητισμό της πατρίδας του και ο ίδιος θα κέρδιζε με το σπαθί του την ψηλότερη θέση στην κορυφή της παγκόσμιας αναγνώρισης και καταξίωσης.
Ο Γιασίν είχε την ικανότητα να «διαβάζει» τις κινήσεις του αντίπαλου επιθετικού, να αντιδρά με μεγάλη ταχύτητα και να αποτρέπει τον κίνδυνο από την εστία του, ενώ γινόταν φόβος και τρόμος στις ―για σεμινάριο― εξόδους του μακριά από το τέρμα και στις μονομαχίες «ένας εναντίον ενός». Έλεγε ο Βλαντίμιρ Πιλγκούι, αναπληρωματικός του Γιασίν στη Δυναμό Μόσχας: «Δεν θυμάμαι άλλον τερματοφύλακα στην ιστορία που να καταλάβαινε και να “διάβαζε” έτσι το παιχνίδι, με το που άρχιζε από κάποια πλευρά η επίθεση του αντιπάλου, ο Λιέβ έδινε ήδη οδηγίες στους αμυντικούς για το σημείο που αυτοί πρέπει να καλύψουν στον αγωνιστικό χώρο»
Έμεινε στην ιστορία η περίφημη «πάσα Γιασίν» όταν, αφού αποσοβούσε τον κίνδυνο μπροστά στην εστία του, πετώντας την μπάλα με το χέρι τροφοδοτούσε με μοναδική ακρίβεια τις αντεπιθέσεις της ομάδας του. Με μεγάλη επιτυχία υπερασπιζόταν τα δίχτυα του και στη διαδικασία του πέναλτι, έχοντας αποκρούσει περισσότερα από 150 στην καριέρα του.Το 1956 κέρδισε στους Ολυμπιακούς Αγώνες το χρυσό μετάλλιο και το 1960, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ σαν μέλος της Σοβιετικής αποστολής πήρε μέρος στις διοργανώσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 (αποκλείστηκε στον προημιτελικό από την Σουηδία), 1962 (αποκλείστηκε στον προημιτελικό από την Χιλή), και 1966 (τέταρτη θέση) ενώ το 1970 ταξίδεψε στο Μεξικό ‑40 ετών πλέον για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του την έκανε το 1963 ως μέλος της Μικτής Κόσμου απέναντι στην Εθνική Αγγλίας στο στάδιο Γουέμπλεϋ κάνοντας απίστευτες αποκρούσεις. Το τελευταίο του παιχνίδι το έδωσε στις 27-Μαΐ-1971 σε ένα συμβολικό αγώνα στο στάδιο Λένιν της Μόσχας όπου μπροστά σε περισσότερους από 100.000 θεατές οι παίκτες της Ντιναμό αντιμετώπισαν τη Μικτή Κόσμου (Εουσέμπιο, Μπόμπι Τσάρλτον, Γκερντ Μύλλερ κα.) σε ένα ματς που τελείωσε ισόπαλο 2–2. Το 1963 γίνεται ο πρώτος και μοναδικός, μέχρι σήμερα, τερματοφύλακας στον κόσμο που κέρδισε το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Η ΦΙΦΑ, για να τον τιμήσει, καθιέρωσε το βραβείο «Λιέβ Γιασίν» για τον καλύτερο τερματοφύλακα σε κάθε τελική διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου.
Τίτλοι _ διακρίσεις
Στην καριέρα του αγωνίστηκε συνολικά σε 812 παιχνίδια, 320 από τα οποία βασικός στη Ντιναμό Μόσχας. Έγινε 78 φορές διεθνής ‑δέχτηκε 70 γκολ. Συμμετείχε σε 13 αγώνες Παγκοσμίου Κυπέλλου (4 παιχνίδια χωρίς να δεχτεί γκολ) και δυο φορές στη Μικτή Κόσμου (το 1963 κόντρα στην Αγγλία – 1968 κόντρα στην Βραζιλία). Σε 480 παιχνίδια κράτησε ανέπαφη την εστία του.
Αφίσα
του Μουντιάλ 2018, όπου φιγουράρει ο Λιέβ, ο παίκτης-θρύλος |
Ο άνθρωπος Λεβ Γιασίν
Ο Γιασίν δεν ήταν μόνο μεγάλος ποδοσφαιριστής. Όσοι τον γνώρισαν μιλούσαν με θαυμασμό για τον χαρακτήρα και την ανθρώπινη συμπεριφορά του. Ο αθλητικός σχολιαστής Βλαντίμιρ Μασλατσένκο (τερματοφύλακας, συμπαίκτης του Γιασίν και διεθνής με την εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ), λέει σχετικά:
«Ο Λεβ ήταν σπουδαίο παιδί. Εξαιρετικά πρόσχαρος, δημιουργούσε καλές σχέσεις με τους γύρω του. Είχε τεράστιο κύρος. Στο εξωτερικό το σοβιετικό ποδόσφαιρο ήταν γνωστό μόνο χάρη στο όνομα Λεβ Γιασίν. Συναγωνιζόμασταν καλά και ήμαστε καλοί φίλοι. Ορισμένες φορές ζούσαμε στο ίδιο νούμερο (δωματίου). Όμως συνήθως διέμενε στον τόπο παραμονής και προπονήσεων της ομάδας, ή στις υπηρεσιακές αποστολές με τον Ιγκόρ Νέττο (μεγάλο χαφ, ο οποίος για δέκα χρόνων ήταν αρχηγός της Εθνικής). Ο ένας ήταν της «Σπαρτάκ», ο άλλος της «Δυναμό» — και οι δυο φανατικοί εκπρόσωποι των ομάδων τους, όμως στην Εθνική δεν τσακώνονταν ποτέ.
Στο γήπεδο υπάρχει μια ομάδα. Δεν είναι τυχαίο που η Εθνική Σοβιετικής Ένωσης αναδείχτηκε Ολυμπιονίκης και πρωταθλήτρια Ευρώπης. Πραγματικά, ήταν εποχή λαμπρών παικτών, ένας από τους οποίους ήταν ο Λεβ Γιασίν. Έχω τις δικές μου αρχές και απόψεις για τη ζωή, για την ποδοσφαιρική τέχνη. Όμως όταν άκουσα δυο φορές τον Λεβ Γιασίν να λέει ότι «σήμερα ο καλύτερός μας τερματοφύλακας είναι ο Βλαντίμιρ Μασλατσένκο», όταν τέτοιος άνθρωπος εκφράζεται με τέτοια λόγια για σένα, δεν είναι μόνο όπως το βάλσαμο για την ψυχή, είναι αναγνώριση των δημιουργικών υπηρεσιών και της τέχνης και ικανότητας να δουλεύεις. Τέτοιος ήταν για μένα ο Γιασίν».
Ο αναπληρωματικός του Γιασίν, Ολέγκ Ιβανόφ, διηγήθηκε ότι μια φορά τον αντικατέστησε σε ένα ματς 20 λεπτά πριν από το τέλος και δέχθηκε ένα ανόητο γκολ. Εκείνη την ώρα ο Γιασίν, που καθόταν πίσω από την εστία του με ένα τσιγάρο στο χέρι (ο Γιασίν κάπνιζε πολύ, ανάβοντας τσιγάρο ακόμη και στο ημίχρονο των αγώνων), είπε στον Ιβανόφ: «Αύριο θα κάνουμε προπόνηση». Παρ’ ότι κανονικά μετά τους αγώνες δεν γινόταν προπόνηση, ο Λεβ Γιασίν την επόμενη μέρα πήγε στις εγκαταστάσεις της Δυναμό και επί ώρες μάθαινε στον νεότερο συνάδελφό του μυστικά της θέσης του τερματοφύλακα.
Παρά τους πολλούς τίτλους και την παγκόσμια αναγνώριση ο Λεβ Γιασίν ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος στην επικοινωνία, προσιτός, και αγαπητός. Ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Ρωσίας Αλεξέι Σμέρτιν αναγνωρίζει ότι ο Γιασίν τον δίδαξε ότι «ένας διάσημος άνθρωπος πρέπει να είναι μεγαλόφρων και καλόψυχος». Όπως λέει ο Σμέρτιν, όταν ήταν μικρός, το 1989, είχε βρεθεί στο γήπεδο στον αγώνα προς τιμήν των 60 χρόνων του Λεβ Γιασίν. «Ο Γιασίν ενώ καθόταν στη θέση του στην εξέδρα, έδινε αυτόγραφα σε όλους όσους τον πλησίαζαν, παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι βρισκόταν σε εξέλιξη. Αυτό συνεχιζόταν και στα δυο ημίχρονα, αλλά εκείνος δεν χάλαγε το χατίρι σε κανέναν φίλαθλο, αν και κανονικά θα έπρεπε να παρακολουθεί το παιχνίδι που διεξαγόταν για τον ίδιο».