Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πως δενότανε το ατσάλι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πως δενότανε το ατσάλι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Ιανουαρίου 2023

Β·λ‑α·δ‑ι-μ-η‑ρ _Ι-λ-ι-τ‑ς·

Το 1924 έμπαινε φέρνοντας έναν παγωμένο χειμώνα, που λυσσομανούσε μέσα στη χιονισμένη χώρα… με διαρκείς ανεμοστρόβιλους και καταιγίδες.

Τις νοτιοδυτικές σιδηροδρομικές γραμμές τις είχε σκεπάσει το χιόνι. Οι άνθρωποι παλαίβανε με τα- θεριεμένα στοιχεία. Καθαρίζανε τούς δρόμους, πού τούς σκέπασε βουνό το χιόνι, για να περάσουν τα τραίνα. ’Απ’ την παγωνιά και τους χιονοστρόβιλους κοβόντανε τα ξεπαγιασμένα σύρματα του τηλεγράφου κι άπ’ τις δώδεκα γραμμές δούλευαν μόνο τρεις: ο ινδοευρωπαϊκός τηλέγραφος και δύο απευθείας γραμμές.

Στο τηλεγραφείο τού σταθμού Σεπετόφχα τρεις συσκευές μορς συνέχιζαν το αδιάκοπο μουρμουρητό τους, που μόνο ένα πεπειραμένο αφτί μπορούσε να καταλάβει. Οι τηλεγραφήτριες είναι νέες, το μάκρος της κορδέλας που χτυπήσανε απ΄ την πρώτη μέρα της δουλιάς τους, δεν ξεπερνάει τα είκοσι χιλιόμετρα, ενώ ό γέρος συνάδερφός τους άρχισε πια την τρίτη εκατοντάδα χιλιομέτρων. Αυτός όταν διαβάζει, συνδυάζοντας τα δύσκολα γράμματα και τις φράσεις δε ζαρώνει σαν και δαύτες το μέτωπό του.

Αντιγράφει στο χαρτί λέξη με λέξη, ακούγοντας το χτύπο της συσκευής. Παίρνει με τ’ αφτί: «Σ’ όλους, σ’ όλους, σ’ όλους!».

Ο τηλεγραφητής γράφει και σκέφτεται: «ως φαίνεται, πάλι καμιά εγκύκλιος για ξεχιόνισμα». Έξω χιονοστρόβιλος, ό άνεμος πετάει στα παράθυρα χούφτες το χιό¬νι. Τού φάνηκε πώς κάποιος χτύπησε το παράθυρο, γύρισε το κεφάλι και άθελα καμάρωσε την ομορφιά του σχέδιου, που ζωγράφισε ή παγωνιά στά τζάμια. Κανένα

Ανθρώπινο χέρι δε θα μπορούσε να δουλέψει τέτοιο λεπτό κομψοτέχνημα από φύλλα και μίσχους.

Απορροφημένος άπ’ αυτό το θέαμα, έπαψε ν’ ακούει τη συσκευή κι όταν αποτράβηξε το βλέμμα άπ’ το παράθυρο και πήρε στην παλάμη την κορδέλα, για να διαβάσει τις λέξεις πού τού ξέφυγαν, ή συσκευή μετάδινε:

«Στις …στις έξι και πενήντα… βράδυ»… 

Ο τηλεγραφητής τα έγραψε γρήγορα αφού πέταξε την κορδέλα, ακούμπησε το κεφάλι, στο χέρι του κι άρχισε ν’ Ακούει: «χτες στο Γκόρκι, πέθανε…» ο τηλεγραφητής έγραφε αργά. Πόσες φορές στη ζωή του άκουσε χαρούμενες και τραγικές ειδήσεις.
Πρώτος μάθαινε τον ξένο, πόνο και την ευτυχία. Από πολύν καιρό πια έπαψε να μπαίνει στο νόημα των μετρημένων ξεκομμένων φράσεων, τις έπαιρνε με τ’ αφτί και μηχανικά τις έγραφε στο χαρτί, χωρίς να σκεφτεί το περιεχόμενό τους.

Να, τώρα κάποιος πέθανε, κάποιον ειδοποιούν γι’ αυτό.

Ο τηλεγραφητής είχε ξεχάσει την επικεφαλίδα:

«Σ’ όλους, σ’ όλους, σ’ όλους!».

Η συσκευή χτυπούσε.

Β·λ‑α·δ‑ι- μ‑η-ρ _Ι-λ-ι-τ‑ς, μετέφραζε ο γέρο-τηλεγραφητής τα χτυπήματα τού μικρού σφυριού σε γράμματα.
Καθόταν ήσυχα, λίγο κουρασμένος.
Κάπου πέθανε κάποιος Βλαδίμηρ Ίλιτς.

Σε κάποιον θα γράψει σήμερα τραγικά λόγια, κάποιος θα θρηνήσει μ΄ Απόγνωση και λύπη, αλλά γι’ αυτόν αυτό είναι ξένο, αυτός είναι ένας ουδέτερος μάρτυρας.
Η συσκευή χτυπάει τελείες, παύλες, ξανά τελείες, ξανά παύλες, κι αυτός άπ’ τούς γνωστούς ήχους έχει πια συνθέσει το πρώτο γράμμα και το έγραψε στό χαρτί,—«Λ» ύστερα το δεύτερο «Ε», δίπλα με προσπάθεια έγραψε «Ν» . Δυο φορές ξανάγραψε, την πλάγια γραμμή το Ν …Ανάμεσα στις δύο κάθετες, αμέσως πρόστεσε το «I» κι αυτόματα πια συνέλαβε το τελευταίο —«Ν».

Η συσκευή χτυπούσε παύση κι ο τηλεγραφητής, για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, σταμάτησε το βλέμμα του ατή λέξη πού έγραψε.

ΛΕΝΙΝ.

Η συσκευή εξακολουθούσε να χτυπάει, αλλά ή σκέψη, πού τυχαία σκόνταψε στο γνωστό όνομα, ξαναγύρισε σ’ αυτό.
Ο τηλεγραφητής κοίταξε ακόμα μια φορά την τελευταία λέξη —«
ΛΕΝΙΝ».

Τί; ο Λένιν; Στο φακό του ματιού του καθρεφτίστηκε σ’ όλη του τη συνέχεια το κείμενο του τηλεγραφήματος. Κάμποσες στιγμές ο τηλεγραφητής κοίταξε το χαρτί και για πρώτη φορά στα τριάντα δύο χρόνια της δουλιάς του δεν πίστεψε το γραμμένο.

Τρεις- φορές διέτρεξε· βιαστικά τις σειρές, αλλά οι λέξεις, πεισματικά, μέναν οι ίδιες:

«Πέθανε ό Βλαδίμηρ Ίλιτς Λένιν».

Ο γέρος τινάχτηκε όρθιος, σήκωσε την κορδέλα και κόλλησε τα μάτια του πάνω της. Η κορδέλα, πού ήτανε δύο μέτρα, επιβεβαίωσε αυτό πού του φάνηκε απίστευτο! 0 τηλεγραφητής γύρισε προς τις συντρόφισσές του το νεκρωμένο του πρόσωπο κι αυτές Ακούσανε την τρομαγμένη του κραυγή!

—Πέθανε ο Λένιν!

Η είδηση για το μεγάλο χαμό γλίστρησε άπ’ το τηλεγραφείο στην ολάνοιχτη πόρτα και με γρηγοράδα θυελλώδικου Ανέμου στριφογύρισε στο σταθμό, όρμησε μέσα στη χιονοθύελλα, στροβιλίστηκε στις γραμμές και στα κλειδιά και χύθηκε σαν παγωμένο ρεύμα προς τη μισάνοιχτη σιδερένια αυλόπορτα του μηχανοστάσιου.

Στο μηχανοστάσιο, στο πρώτο συνεργείο, οι εργάτες μικροδιορθωτές, γιατρεύανε μιαν Ατμομηχανή. Ο γέρο Πολιτόφσκι τρύπωνε ο ίδιος κάτω άπ’ τη μηχανή και έδειχνε στους τεχνίτες τ’ αρρωστημένα μέρη. Ό Ζαχάρ Μπρουζάκ ίσιωνε μαζί με τον Αρτιόμ τα καμπουριασμένα σίδερα της σκάρας. Ο Επρουζάκ την κρατούσε πάνω στ’ αμόνι κι ο Αρτιόμ χτυπούσε με το σφυρί.

Ο Ζαχάρ είχε γεράσει τα τελευταία χρόνια. Τα όσα έζησε χάραξαν μια βαθιά αυλακιά στο μέτωπό του, κι ασήμωσαν τα μηνίγγια του. Καμπούριασε ή ράχη του και στα μάτια του πού βαθούλωσαν, βασίλευε το φώς.

Στο φωτισμένο άνοιγμα της πόρτας του μηχανοστάσιου γλίστρησε ένας άνθρωπος, που τον κατάπιαν αμέσως οι βραδυνοί ίσκιοι. Τα χτυπήματα των σφυριών πνίξανε την πρώτη κραυγή, αλλά όταν ο άνθρωπος έφτασε κοντά τους, ο Αρτιόμ έμεινε με σηκωμένο το σφυρί στο χέρι.

Σύντροφοι! Πέθανε ό Λένιν!

Το χέρι του Αρτιόμ αργογλίστρησε άπ’ τον ώμο κι ακούμπησε το σφυρί αθόρυβα στο τσιμεντένιο πάτωμα.

—Τι είπες; —και το χέρι του άρπαξε σαν τανάλια το πετσί του κοντογονιού, αφτουνού πού ΄φερε τη φοβερή είδηση.

Καταχιονισμένος και βαριανασαίνοντας ό άλλος ξανάπε υπόκωφα και κοφτά:

Ναι, σύντροφοι, ό Λένιν πέθανε.

Κι επειδή ο άνθρωπος δε φώναζε πια, ο Αρτιόμ κατάλαβε τη φριχτή αλήθεια. και τώρα μόλις πρόσεξε το πρόσωπό του. Ήταν ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης.
Απ’ τα ορύγματα κάτω άπ’ τις μηχανές, ξετρύπωναν οι εργάτες και ακούγανε σιωπηλοί για το θάνατο εκείνου, πού τ’ όνομά του τόξερε όλος ο κόσμος.

Κοντά στην αυλόπορτα του μηχανοστάσιου τους τρόμαξε όλους το σφύριγμα της ατμομηχανής.
Στο σφύριγμα απάντησε και δεύτερο στην άκρη του σταθμού, και τρίτο …
Στο δυνατό, γεμάτο ανησυχία κάλεσμά τους, προστέθηκε το σφύριγμα του ηλεχτρικού σταθμού, υψίφωνο και διαπεραστικό. Σαν σφύριγμα οβίδας.
Με ήχο καθαρού χαλκού σκέπασε τις κραυγές τους ή γοργοκίνητη όμορφη ατμομηχανή «Σ», του επιβατικού τραίνου πού ήταν έτοιμο να φύγει, για. το Κίεβο.

Ο στρατιώτης της Γκεπεού τρόμαξε απ’ τ΄ αναπάντεχο, όταν ο μηχανοδηγός της πολωνικής ατμομηχανής, πού εκτελούσε την κατευθείαν συγκοινωνία Σεπετόφχα- Βαρσοβία, μαθαίνοντας την αίτια του συναγερμού, αφού για ένα λεφτό αφουγκράστηκε, ύστερα αργοσήκωσε το χέρι και τράβηξε προς τα κάτω την αλυσίδα, που άνοιγε τη δικλείδα της σειρήνας.

Ήξερε πώς σφυρίζει για τελευταία φορά, ότι γι’ αυτό θα τον πάψουν, αλλά το χέρι του δεν αποτραβήχτηκε άπ’ την αλυσίδα, και το ούρλιασμα της ατμομηχανής ξεσήκωνε άπ’ τούς μαλακούς καναπέδες του κουπέ τούς ξαφνιασμένους πολωνούς ταχυδρομικούς και διπλωμάτες.

Το μηχανοστάσιο γέμιζε ανθρώπους.

Μπαίναν κι απ’ τις τέσσερεις πόρτες κι όταν το μεγάλο χτίριο ξεχείλισε, μέσα στη θλιβερή σιωπή ακούστηκαν τα πρώτα λόγια.
Μιλούσε ό γραμματέας του κόμματος της επαρχίας Σεπετόφκα, ο παλιές μπολσεβίκος Σαράμπριν.

—Σύντροφοι ! Πέθανε ο ηγέτης του παγκόσμιου προλεταριάτου, ο Λένιν. Ανεπανόρθωτη ή απώλεια για το κόμμα μας. Πέθανε εκείνος πού δημιούργησε και διαπαιδαγώγησε το Μπολσεβίκικο Κόμμα, Αδιάλλαχτο προς τούς εχθρούς 

Ο θάνατος του ηγέτη του Κόμματος και της Εργατικής τάξης, καλεί τα καλύτερα παιδιά του προλεταριάτου στις γραμμές μας…

Ήχοι του πένθιμου εμβατήριου, εκατοντάδες ξεσκούφωτα κεφάλια, κι ο Αρτιόμ, που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν είχε κλάψει, ένιωσε ν’ ανεβαίνει στο λαρύγγι του ένας λυγμός, κ’ οι γεροί ώμοι του τραντάχτηκαν.

Νόμιζε κανένας πώς οι τοίχοι της λέσχης των σιδηροδρομικών δε θα βαστάξουν την πίεση της ανθρώπινης μάζας. Έξω ανυπόφορη παγωνιά, τα δύο έλατα στην είσοδο ντυμένα στο χιόνι, αλλά στην αίθουσα ήτανε πνιγερή ζέστα απ’ την πυρωμένη σόμπα κι απ’ την ανάσα των εξακόσιων ανθρώπων, πού τρέξανε να πάρουν μέρος στην πένθιμη συνέλευση της κομματικής οργάνωσης.

Τώρα δεν ήταν ό συνηθισμένος θόρυβος κι οι ομιλίες. Το μεγάλο πένθος έπνιγε τις φωνές, οι άνθρωποι μιλούσανε σιγανά και σ’ ολονών τα μάτια μπορούσε κανένας να διαβάσει τη θλιβερή έγνοια, θάλεγε κανένας πώς εδώ μαζεύτηκε το πλήρωμα του βαποριού, πού έχασε το δοκιμασμένο τιμονιέρη του μέσα στη φουρτούνα της θάλασσας.

Αθόρυβα πήρανε τις θέσεις τους τα μέλη του προεδρείου. Ο ρωμαλέος Σιροτένκο σήκωσε το κουδούνι προσεχτικά, μόλις πού κουδούνισε· και το ξανάφησε στο τραπέζι.

Ήταν αρκετό, και λίγο-λίγο μια καταθλιπτική ησυχία βασίλεψε στην αίθουσα.

(…)

Πώς δενότανε τ’ ατσάλι \ (κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν 88+ χρόνια)
«Το πιο ακριβό στον άνθρωπο είναι η ζωή.
Αυτή του δίνεται μια φορά και πρέπει να τη ζήσει κανείς έτσι που να μη τον βασανίζει ο πόνος για τα χρόνια που τα ‘ζησε άσκοπα, για να μην τον καίει η ντροπή για το πρόστυχο και το τιποτένιο παρελθόν και να μπορέσει πεθαίνοντας να πει:
Όλη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνάμεις τις έδωσα στο πιο ωραίο ιδανικό του κόσμου — στον αγώνα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας

Έτσι όπως ο ίδιος γράφει, έζησε τη ζωή του ο Νικολάι Οστρόφσκι. Έγινε σύμβολο ηρωισμού και ακλόνητης πίστης στα ιδανικά της λευτεριάς και της δικαιοσύνης, αγαπήθηκε απ’ όλον τον κόσμο και πέρασε στην αθανασία.

Ο ήρωάς του, ο Πάβελ Κορτσάγκιν, προσωποποιεί τα καλύτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γενιάς που πραγματοποίησε τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Η μοίρα του ήταν και μοίρα του συγγραφέα, που καρφωμένος στο κρεβάτι συνέχισε μέχρι την τελευταία του πνοή να υπηρετεί το κόμμα και το λαό. Το βιβλίο του Νικολάι Οστρόφσκι «Πώς δενότανε το ατσάλι» είναι το χρονικό μιας εποχής, σελίδες απ’ την ιστορία ενός λαού, αφιέρωμα στους απλούς ανθρώπους, εργάτες κι αγρότες, που άλλαξαν την όψη του κόσμου κι άνοιξαν το δρόμο για το φωτεινό μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.

«ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ ΔΕΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ & ΣΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΨΥΧΟΣ.

Τότε γίνεται ΔΥΝΑΤΟ και ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΦΟΒΑΤΑΙ !!