Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13 Ιανουαρίου 2024

Memento mori: θυμηθείτε τον θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια...

Ο θάνατος, αιώνες πριν, σε εποχές με πολλών ειδών φόβους (κοινωνικούς, θρησκευτικούς, οικονομικούς, πολιτικούς), όταν οι λαοί μαστίζονταν από συνεχιζόμενους πολέμους, σιτοδείες και απανωτές επιδημίες πανώλης, επηρέασε καθοριστικά την τέχνη και τη λογοτεχνία. Απεικονιζόταν πότε σαν ιππότης της Αποκάλυψης που καλπάζει πάνω από πτώματα, πότε σαν αποκρουστική γυναίκα με φτερά νυχτερίδας, πότε σαν σκελετός οπλισμένος με δρεπάνι ή με τόξο και βέλη, καθισμένος σε ένα άρμα που έσερναν βόδια. Τον 14ο αιώνα εμφανίζεται η λέξη «μακάβριος» που αφορά στην εικο­νογραφία του θανάτου.

Τον Μεσαίωνα, τα ταμπλό με τον Μακάβριο Χορό (οι ζωντανοί χό­ρευαν πλάι - πλάι με τους πεθαμένους) ήταν ευρέως διαδεδομένα. Βρίσκονταν σε τοίχους νεκροταφείων, σε εκκλησίες και σε γωνίες δρόμων, για να θυμίζουν στον θεατή την παροδικότητα της ζωής και το αδυσώπητο του θανάτου. Ωστόσο, δεν στερούνταν κοινωνικής κριτικής. Ο Χορός του θανάτου είναι ένα θέμα σαρκαστικό, μια εκτό­νωση του καταπιεσμένου λαού για την φεουδαρχική τυραννία.

Με πηγή τη δημοτική παράδοση, οι λαϊκές δοξασίες που απηχούσαν τον γενικό φόβο μπροστά στην παντοδυναμία του θανάτου πέ­ρασαν στην ποίηση και τη μουσική.

Τον θάνατο, χορεύοντας,
κατάματα κοιτάμε...

Ο ελληνικός λαός φαντάζεται την επιθανάτια αγωνία σαν πάλη του ανθρώπου με το Χάρο (χαροπάλεμα), αλλά στον αγώνα αυτό η έκβαση δεν είναι αμφίβολη, αφού τελικά υποκύπτει και ο γενναιότερος των θνητών: Κι εννιά φοραίς τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω. Μ' απάνω εις τς εννιά φοραίς του Χάρο βαροφάνη. Πιάνει το νιο 'που τα μαλλιά, χάμαις τον γονατίζει. Άφις με, Χάρο, τα μαλλιά και πιάσ' μ' απού τη μέση, και τοτεσάς σου δείχνω γω πώς ειν' τα παλληκάρια. -Αποκειδά τα πιάνω γω ούλα τα παλληκάρια, πιάνω κοπέλλαις όμορφαις, κι' άντρες πολεμιστάδες,και πιάνω και μωρά παιδιά μαζί με τσοι μαννάδες." (ελληνικό μοιρολόι).

Όμως η ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει περιστατικά τα οποία φανερώνουν ότι ο θάνατος μπορεί να έλθει σαν επιλογή, όταν η συνέχιση της ζωής έχει τίμημα μεγαλύτερο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια από το οριστικό τέλος της: «...οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευτεριά... μεσ΄ στον Άδη κατεβαίνουν, με τραγούδια, με χαρά...» Παρότι το γεγονός τηε κατακρήμνισης των γυναικών του Σουλίου μπροστά στον κίνδυνο της αιχμαλωσίας από τους Τούρκους (1803) είναι ιστορικά εξακριβωμένο, η μοναδική μαρτυρία για τον περίφημο χορό του Ζαλόγγου βρίσκεται στα απομνημονεύματα του Χριστόφορου Περραιβού (1815): «αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν...»

 

Η λαϊκή μούσα έχει απαθανατίσει το τραγούδι του Ζαλόγγου, είτε οι Σουλιώτισσες έπεσαν «εν χορώ» είτε όχι. Με αυτό («Έχε γεια καημένε κόσμε/έχε γεια γλυκιά ζωή...») αποχαιρέτησε τη δική της ζωή η Σταθούλα Λεβέντη πριν την πάνε για εκτέλεση [1948], χορεύοντας γύρω από το φοίνικα των φυλακών Αβέρωφ. Την ίδια στιγμή, 19 παλικάρια τιμούσαν τη μελλοθάνατη χορεύοντας τον ίδιο χορό στις διπλανές φυλακές... Την αγωνίστρια που τόλμησε να κοιτάξει το θάνατο κατάματα, δοξάζοντας με το χορό της τη ζωή που άφηνε ώστε να γίνει δικαιότερη για όσες και όσους έμεναν πίσω, ακολούθησαν άλλες 16 αλύγιστες γυναίκες.

Ζυμωμένες με τα ιδανικά της λευτεριάς, της αξιοπρέπειας και του συλλογικού αγώνα για καλύτερη ζωή, ο χορός του Ζαλόγγου εμφα­νίζεται και σε άλλες συγκλονιστικές στιγμές της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας.

 

1944. «Ήτανε πρώτη του Μα­γιού, φως όλα μέσα κι έξω...». Την προηγούμενη μέρα είχε γίνει γνωστή από τους Γερμανούς η επικείμενη εκτέλεση 200 παλικαριών από τις φυλακές Χαϊδαρίου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής: «Αυτή τη φοβερή ατμόσφαιρα προσπαθούν να τη σπάσουν με χορό και τραγούδι οι Ακροναυπλιώτες. Πιάνουν τις κιθάρες και ο Φώτης ο Σαντομοίρης με το βιολί του, ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. “Στη στεριά δε ζη το ψάρι, ούτ' ανθός στην αμμουδιά...". 0 Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο ο Νικολόπουλος ο Γεωργακούνης, ο Κωτσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλ­λοι φτεροπόδαροι Κρητικοί... χορεύουν και τραγουδούν...»

Πρωτομαγιά εκτελέστηκαν. Και οι 200.Όλοι, με τα μάτια λυτά για να χαρούν «τον ήλιο που ανατέλλει», χόρεψαν νοερά τον Πυρρί­χιο, τον ποντιακό πολεμικό χορό, αφού όλοι πήγαν στη μάχη, όπως έγραψε στο τελευταίο του σημείωμα ο Ηπειρώτης Κώστας Τσίρκας. Με τον θάνατό τους θριάμβευσε η ζωή!... Την είχαν πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει...

«Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μον' ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. _Και πρώτος άρχος του χο­ρού, δυο μπόγια πάνου απ' όλους / κι από το χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος./ Κι' είναι από τότε Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω...» (Πρωτομαγιά του 1944, Κώστας Βάρναλης)

Μια πορεία καθημερινής αναμέτρησης με το θάνατο. Με αμέτρητες, καθημερινές μάχες, με κάθε λογής, μικρούς και μεγάλους "ηράκλειους άθλους" των κομμουνιστών. Ο ατρόμητος Κώστας Βιδάλης δολοφονείται εν ψυχρώ από φασιστικές συμμορίες, μετά τη Βάρκιζα. Οι Τάκης Φίτσιος και Γιώργης Στράγγας, σκοτώνονται στον εμφύλιο, ο Πάνος Κορνάρος, ο Αριστοτέλης Τσουρτσούλης και ο Μήτσος Καραντώνης εκτελούνται, οι δύο πρώτοι από τους χιτλεροφασίστες κατακτητές και ο τρίτος στη διάρκεια του εμφυλίου. Κι ακόμη, ο Θανάσης Κλάρας, ο Μήτσος Μαρουκάκης, η Ηλέκτρα Αποστόλου, ο Κώστας Χατζήμαλης, ο Γιώργης Τσιτήλος, ο Γιώργης Βρετάκος, ο Παράσχος Μαρμαρέλης, ο Αντώνης Παπαγγέλου, ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ο Πάνος Γώγος, ο Βασίλης Φίλιππας, ο Γιώργος Λαμπρινός, ο Γιώργος Πουλίδης, ο Αδάμ Μουζενίδης, ο Σπυριδάκης, ο Βασιλειάδης, ο μπαρμπα-Μανώλης Λυγηρός, η "ψυχή" του δικτύου διανομής του "Ριζοσπάστη" και της "Ελεύθερης Ελλάδας".

Σήμερα, αντλούμε θάρρος από το ηρωικό παράδειγμά τους, την ατράνταχτη πίστη και την αφοσίωσή τους στις κομμουνιστικές αξίες και ιδανικά, την αντρειοσύνη και τη μεγαλοσύνη τους. Αντλούμε αισιοδοξία κι ελπίδα. Νιώθουμε σιγουριά ότι μπορούμε. Όπως και τότε. Μπορούμε να νικήσουμε και τη σημερινή βαρβαρότητα της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης και των πολέμων, του δήθεν ρεαλισμού της συναίνεσης και της υποταγής στο μικρότερο κακό, της αλλοτρίωσης και της πολύμορφης χειραγώγησης των συνειδήσεων, της χυδαίας εμπορευματοποίησης των πάντων και της έκπτωσης των αξιών και ιδανικών. Μπορούμε. Πατώντας στέρεα πάνω στα ίδια θεμέλια, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την πολιτική του. Παλεύοντας ακούραστα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού μας. Για να λάμψει η αλήθεια και να φτάσει παντού, όπως στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ακόμη περισσότερο σήμερα που το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο – η ταξική πατρίδα κάθε εργάτη – λύγισε κάτω από το βάρος της αντεπανάστασης και η πατρίδα που έχτισαν οι ηρωικοί μπολσεβίκοι, η πατρίδα του Λένιν, του Στάλιν, του Σταχάνοφ, του Ζούκωφ, του Γκαγκάριν, του Σοστακόβιτς, η πατρίδα του σοβιετικού λαού μετατράπηκε σε λάφυρο της νέας, αστικής Ρωσίας που αναδύονταν από το βούρκο της περεστρόικα.

Όπως και οι εκατοντάδες χιλιάδες, τα εκατομμύρια Πάβελ Κορτσάγιν που «έδεναν το ατσάλι» μαζί με το τιτάνιο ιστορικό οικοδόμημα που "γέννησε" τον άνθρωπο της νέας κοινωνίας του πρώιμου και ανολοκλήρωτου σοσιαλισμού.  Οι μυλόπετρες της αντεπανάστασης, υποστηριζόμενες από τα γρανάζια του διεθνούς ιμπεριαλισμού, συνέτριβαν τα πάντα, στην πραγματικότητα όμως ο θάνατος των παραπάνω είναι κατά βάση μόνο βιολογικός. Γιατί ακόμα σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά και σ΄όλο τον κόσμο συνεχίζουν να εμπνέουν αυριανούς επαναστάτες για το τσάκισμα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, την απελευθέρωση της ανθρωπότητας και την κομμουνιστική προοπτική.

Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες,  δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες, δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.
Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;

Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις, θα μείνεις ξαπλωμένος.
Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: “έγινε επανάσταση, τα εργοστάσια σε περιμένουν”.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν, είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.

Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες. δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.
Λες: πολύν καιρό ήλπιζες,δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;

Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του, οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη

Memento mori: καλλιτεχνικό ή συμβολικό τροπάριο που λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου του θανάτου. Η έννοια έχει τις ρίζες της στους φιλοσόφους της κλασικής αρχαιότητας και του Χριστιανισμού και εμφανίστηκε στην ταφική τέχνη και αρχιτεκτονική από τη μεσαιωνική περίοδο και μετά

Ed è subito sera _Και είναι αμέσως το βράδυ _
Salvatore Quasimodo

Όλοι στέκονται στην καρδιά της γης,
τρυπημένης από μια ακτίνα ηλιοφάνειας:
και έρχεται αμέσως βράδυ.

Ο καθένας είναι ακίνητος και ακίνητος, μόνος του, στην ψευδαίσθηση ότι είναι το κέντρο της γης, φωτίζεται (αλλά επίσης τραυματίζεται) από μια ακτίνα ηλιοφάνειας: και ξαφνικά φτάνει το βράδυ (απροσδόκητος θάνατος).Ένας από τους πιο σημαντικούς και εκφραστικούς στίχους του Quasimodo. Μόνο τρεις ελεύθερες γραμμές για να εκφράσουν κάποιες βασικές έννοιες της ύπαρξης και της κατάστασης του ανθρώπου: η κατάσταση της μοναξιάς του, ο αγώνας του για επίτευξη φευγαλέας ευτυχίας, η παράδοσή του στο θάνατο. Ο καθένας είναι μόνος στην καρδιά της γης, αφού κάθε άνθρωπος είναι τραγικά μόνος, και ακόμα κι αν πιστεύει ότι βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου (στην καρδιά της γης), αφού υφαίνει σχέσεις με άλλους και ίσως παντρεύεται και έχει παιδιά και ως εκ τούτου προφανώς ζει τη ζωή του πλήρως, ωστόσο είναι μόνος του και επιπλέον διαπερνιέται από μια ακτίνα ηλιοφάνειας, όπως αναφέρει ο Quasimodo. Η ζωή στην πραγματικότητα δίνει στον άνθρωπο ένα νήμα ζεστασιάς και ελπίδας, ευτυχίας, σαν μια ακτίνα ηλιοφάνειας, αλλά ταυτόχρονα τον πληγώνει σαν σπαθί, τον τρυπά, κάνοντάς τον να υποφέρει.
Και αυτός ο αγώνας τελειώνει σύντομα, καθώς είναι αμέσως βράδυ, η ανθρώπινη ύπαρξη εξαντλείται σε μια στιγμή. Η ίδια η συντομία της σύνθεσης και το μήκος των γραμμών που κατεβαίνουν από το πρώτο έως το τελευταίο, μας δίνει αυτό το συναίσθημα, δηλαδή για το πώς η ζωή είναι επισφαλής και βυθίζεται προς το βράδυ, προς το θάνατο που έρχεται γρήγορα.


Στη φωτο κεφαλίδας
Ο θρίαμβος του θανάτου, νωπογραφία, 15ος αιώνας, palazzo Scalfari Palermo _Ιταλία και μαζί η νεκροκεφαλή με το τσιγάρο που καίει του Vincent van Gogh

               Με πληροφορίες και από την ατζέντα της ΟΓΕ 2024

Με σύντροφο την τέχνη βρισκόμαστε
ανυποχώρητα στις επάλξεις του αγώνα,
μαθαίνοντας από το χθες, παρεμβαίνοντας στο σήμερα,
παλεύοντας συλλογικά για το αύριο που μας αξίζει…

Η έβδομη σφραγίδα

Η Έβδομη Σφραγίδα _ Det sjunde inseglet θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της 7ης Τέχνης. Βαθιά φιλοσοφικό και αλληγορικό, με αρκετή δόση χιούμορ τολμάει για πρώτη φορά στο παγκόσμιο σινεμά να θέσει το αιώνιο ερώτημα “Υπάρχει Θεός; “. Αυτό το ερώτημα, μαζί με τον φόβο του θανάτου, βασανίζουν εκείνη την περίοδο και τον ίδιο τον Bergman, σηματοδοτώντας την έναρξη του υπαρξιακού σινεμά και την ώριμη, “μέση“ περίοδο του σκηνοθέτη.

·        Χρησιμοποιώντας κάποιους φυσικούς, εξωτερικούς χώρους και ελάχιστα εφέ, ο Bergman γύρισε την ταινία μέσα σε 35 ημέρες στα Rasunda Film Studios, με αρκετά χαμηλό προϋπολογισμό. Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται σε εξωτερικούς χώρους, το σκηνικό δεν είναι νατουραλιστικό. Η ασπρόμαυρη, με μεγάλες αντιθέσεις του φωτός, κινηματογράφιση δημιουργεί μία εξπρεσιονιστική οπτική. Ο σκηνοθέτης δεν πέφτει στην παγίδα της εξεζητημένης σκηνοθεσίας, η τεχνική του διαπνέεται από απλότητα, κάνοντας συχνά κοντινά πλάνα στους ήρωες της ιστορίας, ώστε να αναδειχθούν τα συναισθήματά τους. Οι διάλογοι είναι αρκετά θεατρικοί και ποιητικοί, σε αντίθεση με το παραδοσιακό σινεμά, αλλά πειστικά αληθινοί.

·        Το όνομα της ταινίας είναι από το όγδοο εδάφιο της “Αποκάλυψης”, το οποίο ακούγεται στην αρχή, αλλά και στο τέλος του έργου : “Και όταν άνοιξε την Έβδομη Σφραγίδα, έγινε σιωπή στον ουρανό μέχρι μισή ώρα. “

Σύνοψη

Η Έβδομη Σφραγίδα διαδραματίζεται στη Σουηδία το 14ο αιώνα, στην εποχή του Μεσαίωνα . Ο Antonius Block (Max Von Sydow) , ένας απογοητευμένος ιππότης που έχει χάσει την πίστη του και ψάχνει να βρει απαντήσεις , γυρίζει μετά από 10 χρόνια από τις Σταυροφορίες μαζί με τον κυνικό ιπποκόμο του Jons (Gunnar Bjornstrand) , ενώ η Μαύρη Πανώλη μαστίζει τη Σκανδιναβία. Όταν, ξαφνικά, ο Θάνατος (Bengt Ekerot) εμφανίζεται για να τον πάρει μαζί του, ο Block νιώθοντας ότι πρέπει να κάνει μία τελευταία σημαντική πράξη, του προτείνει να παίξουν μία παρτίδα σκάκι, ώστε να παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του όσο το παιχνίδι συνεχίζεται. Στο δρόμο συναντά ένα ζευγάρι περιοδευόντων ηθοποιών, τη Mia (Bibi Andersson) και τον Jof (Nils Poppe), μαζί με τον γιό τους Mikael και τους προσκαλεί να ταξιδέψουν μαζί τους μέχρι το κάστρο του για να αποφύγουν την Πανώλη. Μέχρι το ταξίδι τους να ολοκληρωθεί, ο Block έχει μάλλον βρει απάντηση σε κάποια από τα ερωτήματα που τον ταλάνιζαν, χορεύοντας κάπως πιο πρόθυμα τον τελευταίο άγριο χορό του Θανάτου.

Συμβολισμοί

Το αριστούργημα του Bergman είναι γεμάτο από πληθώρα συμβολισμών, ξεκινώντας από την πιο εμβληματική σκηνή του έργου, Το παιχνίδι σκακιού με τον Θάνατο, το οποίο συμβολίζει τη γνώση του τέλους της ζωής. Η εποχή του Μεσαίωνα, και συγκεκριμένα ο 14ος αιώνας που καθορίστηκε από την πανδημίας της Πανώλης, θυμίζει στον Bergman, την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Μια μεταπολεμική εποχή που οδεύει προς την αποκάλυψη. Οι χαρακτήρες των Jof και Mia και ο γιος τους Mikael αντιπροσωπεύουν την “Αγία Οικογένεια “, την αγάπη, την ελπίδα και τη χαρά και είναι αυτοί που κάνουν τον πρωταγωνιστή να καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής. Επιπλέον, οι φράουλες και το γάλα που προσφέρει το ζευγάρι στους συνδαιτυμόνες τους, συμβολίζουν τη μετάληψη , όχι όμως ως “Θεία Κοινωνία “, αλλά ως αγάπη κι ελπίδα. Στην τελευταία σκηνή, ο μακάβριος χορός του Θανάτου στην ποπ κουλτούρα είναι μία υπενθύμιση πως ο Θάνατος μας ενώνει όλους. Οι συμβολισμοί έχουν πολύ σημαντική θέση σ’ αυτό το αλληγορικό έργο του Bergman, που βρίθει από αυτούς, κάνοντας αναφορές στην Ιστορία της Τέχνης και χρησιμοποιώντας σύμβολα του θανάτου δημοφιλή στη Μεσαιωνική τέχνη την περίοδο της Πανώλης.
Σκηνοθεσία
: Ingmar Bergman _1957 _97λ
Max Von Sydow, Bengt Ekerot, Bibi Andersson, Gunnar Bjornstrand, Inga Landgre, Ake Fridell, Nils Poppe

Οι "φράουλες" άργησαν να ωριμάσουν

Ένας απολογισμός μιας ζωής, μιας ζωής μεγάλης σε διάρκεια και μικρής από αισθήματα μας. Μια ταινία που θεωρήθηκε σταθμός στην 7η τέχνη και την υπέγραψε ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Αναφερόμαστε στο αριστούργημα "Άγριες Φράουλες" (Smultronstället) που γυρίστηκε στα 1957 και θεωρήθηκε ως ένα έργο με πλούσια σκηνοθετικά ευρήματα και διακρίθηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας και Βερολίνου το 1958. Ένας ηλικιωμένος καθηγητής απολογείται στον ίδιο του τον εαυτό, εικονογραφεί τις αναμνήσεις του, φωτογραφεί τις τύψεις που βασανίζουν, εντελώς ξαφνικά, το γεμάτο ρυτίδες ανέκφραστο, αλλά συνάμα και τόσο εκφραστικό πρόσωπό του. Το παρόν τινάζεται προς τα πίσω και δίνει τη θέση του στο παρελθόν. Ο καθηγητής βγάζει μια βωβή κραυγή πόνου. Δεν είχε δείξει ποτέ τα συναισθήματά του. Είχε άραγε; Εδώ είναι το ερώτημα. Ο καθηγητής ήταν πάντα απομονωμένος, αποξενωμένος από όλους, ακόμη και από τον ίδιο του το γιο. Και εδώ που τα λέμε, ακόμη και από τον εαυτό του. Ο Βίκτορ Σγίοστρομ, που κρατά τον πρώτο ρόλο, δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ ηθοποιίας, ένα ρεσιτάλ που άφησε έκπληκτο ακόμη και τον σκηνοθέτη. Πλάι του, μεγάλοι ηθοποιοί όπως η Ινγκριντ Τούλιν, η Μπίμπι Αντερσεν, ο Μαξ Φον Σίντοφ και ο Γκούναρ Μπγιέρστραντ ερμηνεύουν εξαιρετικά, λιτά και δυνατά τους ρόλους τους, δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό κάτω από το άγρυπνο και αυστηρό βλέμμα του Μπέργκμαν.

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στα 1918. Ήταν γιος Λουθηρανού πάστορα και μεγάλωσε με μεγάλη πειθαρχία και ηθικολογία. Οι τραυματικές εμπειρίες του από την παιδική του ηλικία αποτέλεσαν και κυριότερη πηγή έμπνευσής του. Ενώ σπούδαζε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, άρχισε να σκηνοθετεί φοιτητικές θεατρικές παραστάσεις. Το 1940-42 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Βασιλική Όπερα της Στοκχόλμης. Ανάμεσα στις μεγάλες δημιουργίες του συγκαταλέγονται: "Καλοκαίρι με τη Μόνικα", "Η έβδομη σφραγίδα", "Το Χειμωνιάτικο Φως", "Φθινοπωρινή Σονάτα". "Κραυγές και Ψίθυροι", "Περσόνα", "Σκηνές από ένα γάμο" και άλλα.