Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bertolt Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bertolt Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Φεβρουαρίου 2024

Εγώ ο Bertolt Brecht από τα μαύρα δάση, ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να ΄ρθουν

Σαν σήμερα 10 Φλεβάρη 1898, γεννήθηκε ο Γερμανός κομμουνιστής ποιητής και δραματουργός Bertolt Brecht (Μπέρτολτ Μπρεχτ) _έφυγε από τη ζωή στις 14-Αυγ-1956.

Δραματουργός και θεωρητικός της σκηνής, ένας από τους σκαπανείς του σύγχρονου θεάτρου με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα και παραγωγή να συμβαδίζει πάντα με την αγωνιστική του παρουσία στις συνταρακτικές εξελίξεις της εποχής του. Το 1918, μετά την εμπειρία του στον πόλεμο, εντάχθηκε στο μαρξιστικό κίνημα και πήρε μέρος στην εργατική επανάσταση. Από τότε έθεσε όλη του την πνευματική δημιουργία στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του κινήματος για την απελευθέρωσή της.

Τα έργα του, εμπνευσμένα από τους αγώνες της εργατικής τάξης, μπαίνουν στο στόχαστρο των Ναζί (όπως και ο ίδιος) μετά την άνοδό τους στην εξουσία. Έτσι ο Μπρεχτ εγκαταλείπει την Γερμανία για σχεδόν 15 χρόνια. Επιστρέφει στη Λαοκρατική πια Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR_ΓΛΔ) το 1949. Το 1950 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε επίσης με το Εθνικό Βραβείο της ΓΛΔ το 1951 και το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Η επίδραση του Μπρεχτ στο παγκόσμιο μεταπολεμικό θέατρο στάθηκε τεράστια, καθώς οι επαναστατικές του θεωρίες βρήκαν ζωηρή απήχηση στους προοδευτικούς θεατρικούς κύκλους. Τα θεατρικά του έργα, παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρούν την ποιητική τους εμβέλεια, έργα έξοχης δραματικής έμπνευσης και μορφής, γνήσιας αγωνίας για τη «μοίρα» του ανθρώπου και εξέγερσης για την πολλαπλή αλλοτρίωση και καταπίεσή του. Πέθανε το 1956.

Η ακατανίκητη επιγραφή

Zur Zeit des Weltkriegs
In einer Zelle des italienischen Gefängnisses San Carlo
Voll von verhafteten Soldaten, Betrunkenen und Dieben
Kratzte ein sozialistischer Soldat mit Kopierstift in die Wand:
          Hoch Lenin!

Την εποχή του παγκόσμιου πολέμου
Σ’ ένα κελί της ιταλικής φυλακής Σαν Κάρλο
Γεμάτο από κρατούμενους στρατιώτες, μεθυσμένους και κλέφτες
Έγραψε ένας σοσιαλιστής φαντάρος στον τοίχο απάνω με μολύβι:
          ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!

Πολύ ψηλά στο μισοσκότεινο κελί, ίσα-ίσα να φαίνεται, μα
Με πελώρια γράμματα γραμμένο.
Μόλις το είδανε οι δεσμοφύλακες, στείλανε έναν μπογιατζή μ’ έναν κουβά ασβέστη
Κι αυτός με μια βούρτσα με μακρύ κοντάρι ασβέστωσε την απειλητική επιγραφή.
Μα μόνο της γραφής το χαρακτήρα, με τον ασβέστη του άλλαξε
Και τώρα έστεκε ψηλά μες στο κελί μ’ ασβέστη:
         ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!

Και δεύτερος μπογιατζής έβαψε από πάνω την επιγραφή με μια μεγάλη βούρτσα
Έτσι που εξαφανίστηκε για ώρες, μα κατά το πρωί
Που στέγνωσε ο ασβέστης, ξεπρόβαλε από κάτω η επιγραφή ξανά:
         ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!

Τότε στείλανε οι δεσμοφύλακες ενάντια στην επιγραφή έναν οικοδόμο
Με ένα μαχαίρι. Κι αυτός την έξυσε γράμμα προς γράμμα, για μια ώρα
Και όταν τελείωσε, φάνταζε μέσα στο κελί ψηλά, άχρωμη πλέον
Μα βαθιά μέσα στον τοίχο χαραγμένη, η ανίκητη επιγραφή:
        ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!

Τώρα ρίξτε τον τοίχο! είπε ο φαντάρος.

Εγώ ο Bertolt Brecht
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα `ναι ως το θάνατό μου.

Έχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνά.

Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι.

Απ’ αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει,
τ’ αδειάζει.

Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ’ την πίκρα να μου σβήσει.

Εγώ ο Bertolt Brecht
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.

Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.
από το Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου
     —Μ. Μπρεχτ

 Τραγούδι για τη μητέρα μου

Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της
αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της
απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της – το βλέπω ακόμα κείνο το
χέρι να σαλεύει.

Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχαν
σωσμό, κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωσε. Και τότε πέθανε,
και το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.

Στο δάσος είχε μεγαλώσει.
Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει βλέποντάς
την τόσο καιρό να ξεψυχάει. Τη συγχωρέσαμε που έτσι
βασανίστηκε, μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού
να σβήσει ολότελα.

Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε.
Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε
μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε.
Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, τόσο αναμασούσαμε τ’
ασήμαντα.

Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,
και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις,
σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν,
και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.

Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η μητέρα μου! Και δε
μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!
_1920 - Μτφ Μάριου Πλωρίτη

 

 

24 Φεβρουαρίου 2022

Εγώ ο Bertolt Brecht, είμαι από τα μαύρα δάση...

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ
θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαί.
Ο λόγος; Έχουνε
κι όλας φάει.

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
χωρίς να ‘χουνε δοκιμάσει
κρέας της προκοπής.

Πως ν’ αναρωτηθούν πουθ΄έρχονται
και που πηγαίνουν; Είναι,
τα όμορφα δειλινά,
τόσο αποκαμωμένοι.

Το βουνό και την πλατιά τη θάλασσα
δε τα ‘χουνε ακόμα δει
όταν σημαίνει η ώρα τους.

Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί
γι αυτό που είναι ταπεινό
ποτέ δε θα υψωθούν.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΕ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ.
Οι μήνες όλοι, όλες οι ημέρες
είναι ακόμα ανοιχτές. Κάποια απ’ αυτές
θα σφραγιστεί μ’ ένα σταυρό.

ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΓΙΑ ΨΩΜΙ.
Οι έμποροι φωνάζουν γι’ αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν. Τώρα
πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Τα χέρια που ήταν σταυρωμένα, σαλεύουν πάλι:
Φτιάχνουν οβίδες.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΐ ΑΠ’ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
κηρύττουν τη λιτότητα.
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
ζητάν θυσίες.

Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους
για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν.
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
είναι πάρα πολύ δύσκολη
για τους ανθρώπους του λαού. 

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ:
                            ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.
Όμως η ειρήνη τους κι ο πόλεμος τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από τη μάνα.
Έχει τα δικά της
απαίσια χαρακτηριστικά.

Ο πόλεμος τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο
η ειρήνη τους.

ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
ο απλός λαός ξέρει
πως έρχεται ο πόλεμος. 

Όταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο
οι διαταγές για επιστράτευση έχουν υπογραφεί.

ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, ΜΕ ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ:
«Θέλουνε πόλεμο».
Αυτός που το ‘χε γράψει
έπεσε κι όλας. 

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ:
Να ο δρόμος για τη δόξα.
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε:
Να ο δρόμος για το μνήμα.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ
δεν ειν’ ο πρώτος. Πριν απ’ αυτόν
γίνανε κι άλλοι πόλεμοι.

Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος,
υπήρχαν νικητές και νικημένοι.
Στους νικημένους, ο φτωχός λαός
πέθαινε από την πείνα. Στους νικητές
ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο.

ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ,
                     ΠΟΛΛΟΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ
πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους.
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
είναι του εχθρού τους η φωνή.

Κι εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
είναι ο ίδιος τους ο εχθρός.

ΝΥΧΤΑ
Τ’ αντρόγυνα
ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους. Οι νέες γυναίκες
θα γεννήσουν ορφανά.

ΣΤΡΑΤΗΓΕ, ΤΟ ΤΑΝΚ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται οδηγό.

Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει
βάρος πιο πολύ.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται πιλότο.

Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.

από το Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου
—Μ. Μπρεχτ

 


Νοέμβρης 2012
Από την εμφάνιση του Θάνου Μικρούτσικου με την Ρίτα Αντωνοπούλου
στην μουσική σκηνή Ρυθμός
σε μια παράσταση ανήμερα του Πολυτεχνείου αφιερωμένη στο πολιτικό τραγούδι

 

Εγώ ο Bertolt Brecht
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα `ναι ως το θάνατό μου.

Έχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνά.

Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι.

Απ’ αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει,
τ’ αδειάζει.

Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα ‘ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ’ την πίκρα να μου σβήσει.

Εγώ ο Bertolt Brecht
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.

Καθώς οι πολιτείες μας
ερείπια είχανε γίνει

Καθώς οι πολιτείες μας ερείπια είχανε γίνει
Ρημαγμένες από του φονιά τον πόλεμο
Αρχίσαμε την ανοικοδόμηση ξανά
Μέσα στο κρύο, την πείνα, την αδυναμία.

Τα σιδερένια κάρα με τα μπάζα
Σέρναμε οι ίδιοι, όπως την παλιά εποχή.
Με τα γυμνά μας χέρια ξεθάβαμε τα τούβλα
Τα παιδιά μας σε ξένο ζυγό να μην ξεπουληθούνε.

Μετά για τούτα τα παιδιά μας κάναμε
Θέση στα σχολειά και τα σχολειά παστρέψαμε
Και καθαρίσαμε τη γνώση των αιώνων
Απ’ την παλιά βρωμιά, καλή γι’ αυτά να γίνει.

Ποιος είναι ο εχτρός σου;

Τον πεινασμένο, που σ' άρπαξε
το τελευταίο ψωμί, σαν εχτρό τον αντιμετωπίζεις.
Μα τον κλέφτη, που δεν πείνασε ποτέ τουδεν ορμάς ν' αρπάξεις από το λαρύγγι.

Η αρχή του πολέμου

Όταν η Γερμανία μέχρι τα δόντια εξοπλιστεί
θα της συμβεί μια σοβαρή αδικία
και ο τυμπανιστής θα κάνει τον πόλεμό του.
Κι εσείς τη Γερμανία θα υπερασπίσετε
σε ξένες χώρες, άγνωστες σε σας
κι ενάντια θα πολεμήσετε σ' ανθρώπους που όμοιοί σας είναι.

Ο τυμπανιστής θα φαφλατίζει περί απελευθέρωσης
μα χωρίς προηγούμενο μέσα στη χώρα η καταπίεση θα 'ναι.
Και μπορεί όλες τις μάχες να κερδίσει
εκτός από την τελευταία.
Σαν ο τυμπανιστής τον πόλεμό του χάσει
θα κερδίσει η Γερμανία τον δικό της πόλεμο.

Ο θεός του πόλεμου

Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ' ένα βάλτο ανάμεσα
σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ' εφήβους έδειχνε τ' αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι.
Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.

Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε
στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.

Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν
γλάρους και κοράκια.

Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ
λίγο από το χρόνο τους.

Λόγος μιας προλετάριας μάνας στους γιους της
με το ξέσπασμα του πολέμου

Τώρα που φεύγετε λοιπόν για να εκτελέσετε
των κυρίων σας το αιματοβαμμένο έργο - μπροστά σας
τα όπλα του εχτρού, πίσω σας
του αξιωματικού σας το πιστόλι - τούτα τα
λόγια μου να μην ξεχνάτε:

 

Των κυρίων σας η ήττα
δεν είναι ήττα δικιά σας. Έτσι και η νίκη τους
δεν είναι δική σας νίκη.

Ο πόλεμος βγάζει κακό όνομα

Όπως ακούω, στους καλύτερους κύκλους συζητιέται
πως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος από ηθική άποψη
δε στάθηκε στο ύψος του Πρώτου. Η
Βέρμαχτ
οφείλει τη λύπη της να εκφράσει για τις μεθόδους που μ' αυτές
οι Ες-Ες διεξήγαγαν την εξολόθρευση ορισμένων λαών. Οι
καπιταλιστές του Ρουρ
λέγεται ότι καταγγέλλουν το ματοβαμμένο ανθρωποκυνηγητό
που γέμισε τα ορυχεία και τις φάμπρικές τους με σκλάβους - εργάτες, οι
διανοούμενοι
ακούω πως κατηγορούν τη ζήτηση σκλάβων – εργατών
απ' τη μεριά των
βιομηχάνων, καθώς επίσης και την άδικη μεταχείρισή τους.

Οι ίδιοι οι επίσκοποι
αποσυνδέουνε τον εαυτό τους απ' αυτό τον τρόπο διεξαγωγής πολέμου
εν συντομία κυριαρχεί
παντού τώρα η αίσθηση πως οι Ναζί δυστυχώς στην πατρίδα
κακές υπηρεσίες προσφέρανε και πως ο πόλεμος
αυτός καθαυτός φυσικός κι αναγκαίος, μ' αυτό τον
πάνω απ' όλα ακραία χωρίς φραγμούς και οπωσδήποτε απάνθρωπο
τρόπο, που αυτή τη φορά τον διεξήγαγαν, για κάμποσο καιρό
από 'δω και πέρα

Ατιμασμένος θα 'ναι.


Μονάδα τεθωρακισμένων, χαίρομαι

Μονάδα τεθωρακισμένων, χαίρομαι να βλέπω
να γράφεις και να κάνεις για την ειρήνη προπαγάνδα.
Και χαίρομαι που εσείς, γράφοντας
και κάνοντας για την ειρήνη προπαγάνδα, θωρακίζεστε.

 

Πέντε δυσκολίες…

Υπάρχουν δυσκολίες, τις οποίες, όπως έγραφε ο Μπρεχτ, θα πρέπει να ξεπεράσουμε για να γράψουμε την αλήθεια. 

«Όποιος σήμερα θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες… Πρέπει να έχει
το θάρρος να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν·
την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού·
την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη σαν όπλο• την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θα αποχτήσει δύναµη·
την πονηριά να τη διαδώσει ανάµεσά τους.

Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ΄το φασισμό, υπάρχουν όµως και γι΄ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόμα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας».

Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.

Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: “Μ’ αρέσει ο νόμος τους”.
Τον κόσμο αντίκρυσα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.

Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν “Σε διασκεδάζει;”, είπα: “Πολύ!”

Κι από την ώρα εκείνη, λέω “Ναι” σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.

Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
“Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!”
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: “Σταματήστε!”

Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: “Ζήτω! Προχωρήστε!”
Δεν μου αρέσει η φτήνεια κι η κακομοιριά.

Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να' ρθούν