09 Απριλίου 2023

Δημήτρη Ραβάνη Ρεντή _Τα δώδεκα σπίρτα


Υπάρχουν άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών, που “το ‘χουν στο αίμα τους” να θορυβούν περί τον εαυτό τους και την τέχνη τους, ακόμη κι αν στο ενεργητικό τους έχουν ελάχιστα, ή και αμφιλεγόμενα έργα τους _ακόμη και τίποτε.

Υπάρχουν, όμως, και Δημιουργοί Σπουδαίοι, με πλουσιότατο και ποσοτικά έργο, που αντίθετα “έχουν στο αίμα τους” σεμνότητα τόση, που σιωπούν οι ίδιοι σχετικά με το έργο τους. Αφήνουν να “μιλήσει” το ίδιο.
Να “λέει” αυτό τα πάθη και τους πόθους τους, το όραμά τους για τον άνθρωπο, τον τόπο τους και τον κόσμο.

Τέτοιος ήταν ο κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης — Ρεντής. Όταν η κουβέντα έφτανε στο έργο του, «λίγα και όχι σπουδαία» χαρακτήριζε τα πολλά, πολύτιμα και θαυμαστά που πρόσφερε.

Αλλά υπάρχει “καθαρή” λογοτεχνία; Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν «ωραία, ανώφελα πουλιά» για τις «σκάλες των αιώνων» όπως έγραφε ο Ρίτσος – παίρνουν στην πραγματικότητα θέση.
Ηθελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα, καθώς συμβάλλουν στην καλλιέργεια της κοινωνικής παθητικότητας και της αδράνειας απέναντι στην ταξική βία και καταπίεση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βολικό για την αστική εξουσία.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά:
«Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν».
Ο δε Μπρεχτ έγραφε με το γνωστό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστράτευτοι, είναι στρατευμένοι στην άρχουσα τάξη.

Το ίδιο και για τις_τους εικαστικούς: Οι περισσότερες_οι –σχεδόν όλες_οι, ακολουθούν την αστική πεπατημένη της «καθαρής» – «ελεύθερης» (βλ αταξικής) θεώρησης της  της τέχνης –που όταν τολμά να θίξει την ιερότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος και μάλιστα καλώντας σε ανατροπή του, τότε «μιαρά δεσμευμένη» είναι μόνο για «το πυρ το αιώνιον και το σκότος το εξώτερον».

Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής & Εύα Μελά,
συναντώνται …στα δώδεκα σπίρτα

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα πλήθος στοιχείων από ευρωπαϊκά, ανατολίτικα και ελληνικά παραμύθια, για να περιγράψει τις περιπέτειες των ηρώων του και κυρίως του Καλόκαρδου.

Γενναιόδωρος, δίκαιος, φιλότιμος, με ευγενικούς και λεπτούς τρόπους, γενναίος, έντιμος, τρυφερός, ρομαντικός.
Κάτι σαν αυτοπαρουσίαση του Δημήτρη Ραβάνη Ρεντή, του φίλου και συντρόφου, που όταν κάποτε του είχα παραπονεθεί  _δίκην και “παρατήρησης” για κείνο το “Ελλάδα τέλος, από κει (κη) και πέρα τίποτα”… μου χε απαντήσει: έχεις λίγο δίκιο σ.φε μου, αλλά “καπάκι” ακολούθησε “ο δρομάκος με την πιπεριά” …
« Στις πέντε του Γενάρη το βράδυ, τους φώναξαν στη διοίκηση και τους είπαν πως πρέπει ν’ αφήσουν την Αθήνα γιατί, έτσι που πήγαιναν, οι “σύμμαχοι” δε θ’ άφηναν τίποτα όρθιο. Οι μαχητές δεν πολυκατάλαβαν. – Δηλαδή; – Τι δηλαδή; Φεύγουμε! – Πώς φεύγουμε; Δεν ήθελε κανείς να το πιστέψει. Εκείνο το βράδυ κιόλας θ’ άρχιζε σύμφωνα με τη διαταγή η εκκένωση της Αθήνας. Ως το πρωί τα τμήματα έπρεπε να βρίσκονται έξω από την πόλη. Θα πιάνανε θέσεις στο Τατόι. Σε δύο ώρες φύγανε κιόλας οι πρώτες ομάδες από το τμήμα του Νώντα. Άλλα τμήματα θα ‘μεναν να καλύψουν τους οπισθοχωρούντες σε περίπτωση που θα τους έπαιρναν χαμπάρι οι Εγγλέζοι. Το σχέδιο ήταν να φύγουν αθόρυβα, έτσι που το πρωί ο εχθρός να βρει τα οδοφράγματα άδεια. Σκίσαν ένα σεντόνι και γράψανε με ντοματοπελτέ: ΖΗΤΩ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ

Το μόνο που του λείπει _πάντα έλειπε από τον σ.φο Δημήτρη, είναι το χρήμα μα, στις περισσότερες κοινωνίες, όποιος δεν έχει χρήμα βρίσκεται μακριά από την εξουσία…

Μια δημιουργία ενός ξεχωριστού λογοτέχνη και αγωνιστή, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του «δεμένη» με τις γεμάτες ζωντάνια και παραστατικότητα ζωγραφιές της Εύας Μελά.
Ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ξέρει καλά πως το παραμύθι, τέχνη κυρίως λαϊκή, είναι το καθρέφτισμα της ζωής.

Το πρώτο σπίρτο _ ο Καλόκαρδος

Στο σκουπόξυλο καβάλα,
πήρα τα βουνά πιλάλα,
με τ’ονείρου το φτερό,
μια φορά κι έναν καιρό…

Τα παλιά τα χρόνια, τότες,
που λαλούσανε οι κότες,
κι είχε αβγά ο πετεινός
και πλεξούδες ο σπανός,
τότε που ’χανε μιλιά
τα λουλούδια, τα πουλιά,
ο αγέρας, το φεγγάρι,
ήταν ένα παλικάρι…

Για να είναι όμως το παλικάρι, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Κάποτε, λοιπόν, σ’ ένα χωριό ζούσε ‑όπως σ’ όλα τα παραμύθια, όπως σ’ όλη τη ζωή- ένας γέρος και μια γριά. Κι ήταν η χαρά τους το μονάκριβο αγόρι τους, ο Καλόκαρδος. Ένα παλικάρι όπως το θέλει ο κάθε γονιός, όπως το θέλει κι ο δικός σου, εσένα, που διαβάζεις τώρα. Κι όσο για το δικό μου, θαρρώ, δεν πολυπρόκοψε μ’ ελόγου μου!

Ο Καλόκαρδος είχε έναν πόθο: Να δουλέψει και να χτίσει για τους γέρους του ένα σπιτάκι. Να μην έχει υγρασία, γιατί ο πατέρας του πόναγε από τα ρευματικά. Να ’ναι τρεχάμενο νερό κοντά: Για να μην κουβαλάει η δόλια η μάνα του από δεν ξέρω πόσο μακριά τις στάμνες. Και να ’χει κι έναν κήπο μ’ ελιές, για το λαδάκι, και με μια λεμονιά, λεμονάκι για το φασκόμηλο.

Να τος, λοιπόν, ένα πρωί, σηκώνεται ο Καλόκαρδος και λέει:
Μανούλα μου κι εσύ πατέρα, να που ’ρθε κι η στιγμή να χωριστούμε. Θα πάω πέρα απ’ τα βουνά και πέρα απ’ τις θάλασσες να δοκιμάσω τα χέρια μου και το νου μου! Θα μάθω μια τέχνη για να τα βγάζω πέρα. Γιατί, που λέει ο λόγος:

Μάθε μια τέχνη κι άσ’ τηνε κι όταν πεινάσεις πιάσ ’ τηνε.

Μόλις τ’ άκουσαν οι δικοί του, πιάσανε το κλάμα. Και λέγανε πως: «Δεν έχουμε ζόρι μήτε από σπίτι, μήτε από κήπο κι ούτε πηγάδι θέμε…»  Κι έλεγαν ακόμη πως: «Για μας και κήπος και σπίτι και νεράκι είσαι συ, γιε μας! Εσύ ’σαι το μόνο μας βιος και μας φτάνει, δόξα σοι ο Θεός!»  Όταν είδαν πως δε βολεί να τ’ αλλάξουν τη γνώμη, τι να κάνουν, άρχισαν να τον ετοιμάζουν για δρόμο. Σαν έφτασε κι η ώρα εκείνη, η ώρα που δεν την θέλει κανείς ‑του χωρισμού- του ’δωσε η μητέρα του ένα δισάκι και του ’πε: ‑Άλλο τίποτα δεν έχω, γιε μου, παρά αυτό το δισάκι με ψωμί και τυρί. Να δώσει ο Θεός να σου φτάσει και να σου περσέψει ‑τόσο γρήγορα να σε δούμε κοντά μας. Σου ’βαλα και μια φούχτα απ’ τη γη μας, για να σου θυμίζει το καλύβι μας.

Μίλαγε και τρέχανε τα μάτια της και νοτίζανε το δισάκι με το ψωμοτύρι και το χώμα.

Ο πατέρας του, πάλι, του ’φτιαξε ένα ραβδί απ’ αγριλιά για να κρεμάσει στον ώμο το δισάκι του και ξεκίνησε ο Καλόκαρδος και μπήκε στο δρόμο του, χωρίς να ξέρει πού θα τον βγάλει.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, μέρες και νύχτες περπάταγε. Πόσο δεν ξέρω. Αλλοι λένε ένα μήνα, άλλοι λένε ένα χρόνο, εγώ, για να μην πω ψέματα, λέω πως περπάτησε τόσο όσο για να φτάσει στο Μεγάλο Δάσος. Κι είπε να μείνει εκεί να περάσει τη νύχτα του. Είπε και να κολατσίσει λίγο, μα, σαν άνοιξε το δισάκι του, θυμήθηκε πως δεν έχει τίποτ’ άλλο από αυτό το ψωμοτύρι και σκέφτηκε να τ’ αφήσει γι’ άλλη φορά που θα πεινούσε περισσότερο. Έβαλε το δισάκι προσκέφαλο και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος.

Κοιμήθηκε πόσο κοιμήθηκε, μα σα ν’ άκουσε ένα βογκητό. Στον ύπνο του; Στον ξύπνιο του; Πετάγεται επάνω και ξανακούει το βογκητό: «Αχού, πόσο κρυώνω η δόλια! Ωχ, Θεούλη μου, κρύο που κάνει

Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε κανέναν. Ύστερα του φάνηκε πως η φωνή ερχότανε απ’ ένα δέντρο. Πλησιάζει και βλέπει μια κυρούλα ζαρωμένη στην κουφάλα του.

·  Ε, γιαγιούλα, τι τρέχει; έκανε το παλικάρι.

·  Τι να τρέχει, λεβέντη μου, είπε τρέμοντας η κυρούλα. Παγώσανε τα κοκαλάκια μου!

·  Αυτή να ’ναι όλη σου η στενοχώρια! είπε το παλικάρι.

Κι άρχισε να κόβει ξερόκλαδα για ν’ ανάψει φωτιά.

Έκοψε ξερόκλαδα, αλλά με τι ν’ ανάψει φωτιά; Έψαξε τις τσέπες του, έψαξε το δισάκι, τίποτα. Ήταν και κουρασμένος, που ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Πιάστηκε τότε να τρίβει τα ξερόκλαδα αναμεταξύ τους. Έτριψε κι έτριψε, με υπομονή και με δύναμη, ώσπου πέτυχε να τ’ ανάψει. Ύστερα έβγαλε την κυρούλα απ’ την κουφάλα και την έφερε αγκαλιά κοντά στη φωτιά.

·       Καλό να ’χεις, γιε μου, για το καλό που μου ’κανες! είπε η κυρούλα σαν ένιωσε τη ζεστασιά στα κοκαλάκια της.

Ύστερα, πήγε η κυρούλα στην κουφάλα του δέντρου και ξαναγύρισε μ’ ένα κουτί σπίρτα. Όταν είδε ο Καλόκαρδος τα σπίρτα, παραλίγο να θυμώσει. Παιδεύτηκε τόσο για ν’ ανάψει τη φωτιά! Η κυρούλα το κατάλαβε και του λέει:

·      Δε σου τα ’ δωσα νωρίτερα, γιατί είναι μαγικά τούτα τα σπίρτα. Φτάνει ν’ ανάψεις ένα σπίρτο, να πεις έναν πόθο σου ‑και να γίνει!
Σκέψου καλά μονάχα πριν ζητήσεις τι θα ζητήσεις, γιατί είναι μόνο δώδεκα σπίρτα και μονάχα δώδεκα πεθυμιές σου θα πεις!

Χάρηκε ο Καλόκαρδος, τι να σας πω! Τώρα μπορούσε να χτίσει το σπιτάκι για τους γονιούς του και να γίνει τ’ όνειρο πραγματικότητα. Του ’δωσε ύστερα η κυρούλα το δισάκι του πίσω και του ’πε τα ίδια που του είχε πει και η μάνα του.

Αυτά είπε ο Μακρυχέρης κι αναστέναξε απ’ τα φυλλοκάρδια του, γιατί βέβαια δεν μπορείς να πεις ότι είναι βολικό να απλώσεις το χέρι σου να πάρεις κάτι κι εκείνο να μακραίνει, να μακραίνει ‑ασυμμάζευτο!

Κάθισαν τότε ο Καλόκαρδος κι ο Μακρυχέρης να φάνε κάτι. Έβγαλε ο Καλόκαρδος απ’ το δισάκι το ψωμοτύρι, γιατί ήρθε η ώρα του και το δίνει στον Μακροχέρη να το μοιράσει. Ύστερα κάνει να κλείσει πάλι το δισάκι, μα τι να δει! Το ψωμοτύρι πάλι στο δισάκι. «Θες να μην το ’βγαλα;», αναρωτιέται, αλλά βλέπει το ψωμοτύρι στα χέρια του Μακροχέρη. Ρίχνει μια ματιά στο δισάκικι εκεί ψωμοτύρι! Το παίρνει κι αυτό από το δισάκι κι άλλο ξεφυτρώνει στη θέση του!

Τότε κατάλαβε ο Καλόκαρδος την ευχή της μάνας του, αλλά και της κυρούλας που αντάμωσε στο δάσος κι έδωσε το κουτί με τα σπίρτα: «Να μη σου λείψει ποτέ ό,τι έχεις στο δισάκι

Φάγανε κι οι δυο ώσπου χορτάσανε για τα καλά κι ανέβηκαν σ’ ένα δέντρο να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξαπλώσει ο Καλόκαρδος, όταν βλέπει κοντά του ένα φίδι. Αλλά όχι, δεν ήταν φίδι. Έμοιαζε μόνο. Δε φαινότανε ούτε κεφάλι, ούτε ουρά! Δεν τα χάνει ο Καλόκαρδος, αρπάζει το τσεκούρι να το χτυπήσει, αλλά τον προλαβαίνει η φωνή του Μακρυχέρη.

·       Μη, Καλόκαρδε! Μη χτυπάς! Αυτός είναι ο αδερφός μου! 

o   Την (δια στιγμή, το φίδι, που ήταν λαιμός, άρχισε να κονταίνει και φάνηκε ανάμεσα στις φυλλωσιές ένα κεφάλι.

·       Καλώς σας βρήκα! φώναξε το κεφάλι του Μακρυλαίμη. Πού ’σαι, αδερφούλη μου, και ψάχνω να σε βρω; Μια στιγμούλα να φέρω και το σώμα μου κοντά σας.

Μόνο που η στιγμούλα δεν ήταν στιγμούλα, αλλά μερικές ώρες, γιατί ο Μακρολαίμης είχε μακρύνει πολύ το λαιμό του στέλνοντας το κεφάλι του να βρει τον αδερφό του κι έτσι το σώμα του βρισκότανε πολύ μακριά. Ο Καλόκαρδος είχε βαρεθεί να περιμένει, γι’ αυτό κοιμότανε όταν ανταμώσανε τα δυο αδέρφια. Είχε πέσει και ψύχρα, στο μεταξύ τ’ αδέλφια κρυώνανε και ψάξανε στα πράγματα του Καλόκαρδου να βρουν κάτι ν’ ανάψουν φωτιά. Την ώρα που ο Μακρυχέρης άναβε ένα από τα σπίρτα που είχε δώσει η κυρούλα στον Καλόκαρδο, μουρμούρισε:

και να ’ χαμε δυο κάπες να ζεσταινότανε το κοκαλάκι μας!

Τι ήταν και το ’πε; Τα δώδεκα σπίρτα πηδήσανε έξω από το κουτί και μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα μαστόρους, σιδεράδες, μ’ όλα τους τα σύνεργα, που ρίχτηκαν στη δουλειά. Τότε ξύπνησε κι ο Καλόκαρδος κι ήταν έτοιμος να τα βάλει με τα δυο αδέρφια, αλλά σκέφτηκε πως, στο κάτω- κάτω, δεν είχαν από πού να ξέρουνε πως είναι μαγικά τα σπίρτα του.Έτσι άφησε το θυμό και περίμενε κι αυτός να τελειώσουν οι δώδεκα μαστόροι τις κάπες. Έτσι κι έγινε. Τα δώδεκα σπίρτα-δώδεκα μαστόροι- φτιάξανε δυο κάπες όλο από σίδερο. Ύστερα ο μεγαλύτερος από αυτούς φύσηξε και γίνανε κάπες γούνινες. Τότε γύρισε και ρώτησε:

·       Άλλο τίποτα;

Ο Καλόκαρδος απάντησε:

·       Όχι, σας ευχαριστώ πολύ!

Οι δώδεκα μαστόροι γίνανε δώδεκα σπίρτα (το ένα με το κεφάλι καμένο) και ξαναμπήκαν στο κουτί.
Έτσι έχασε το πρώτο του σπίρτο ο Καλόκαρδος, αλλά δεν πολυστεναχωρήθηκε, γιατί είχε άλλα έντεκα. Θα του φτάνανε, έτσι νόμιζε, για να φτιάξει το σπιτάκι για τα γονικά του.

Και ξεκίνησαν πρωί-πρωί, ο Καλόκαρδος μετά δυο αδέρφια, τον Μακρυχέρη και τον Μακρυλαίμη, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού για το χωριό του Καλόκαρδου. Μα χάσανε όμως το δρόμο και βρέθηκαν σ’ άλλον τόπο. Εκεί που περπατούσανε, ακούνε ένα μοιρολόγι ένα παράπονο, μα τι παράπονο;

Δώσε μου λίγο νερό, δώσε μου, να σε χαρώ, σκάσανε τα πέταλά μου, και τα φύλλα πέσαν χάμου, ως τη ρίζα μου βαθιά δεν υπάρχει ούτε γουλιά!

Πήγαν κατά κει που ακουγότανε το παράπονο και βλέπουν… Το τι βλέπουν…

…είναι ιστορία άλλη, άλλο σπίρτο κι άλλη ζάλη!


 11+1
Τα υπόλοιπα σπίρτα στα βιβλιοπωλεία της  Σύγχρονης Εποχής

Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής

Γεννήθηκε στις 24 Δεκέμβρη του 1925 και πέθανε στις 21 Μάρτη του 1996.
Κομμουνιστής λογοτέχνης, δημοσιογράφος, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης.

Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του, στην υπόθεση του αγώνα για μια καλύτερη, ανθρώπινη ζωή, για το σοσιαλισμό.

Τα χρόνια της δημιουργίας του τα μοίρασε ανάμεσα στην Αθήνα και το Βουκουρέστι, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας από το 1949 ως το 1968, οπότε επαναπατρίστηκε. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το στίχο και την ποίηση, έως το θέατρο και το σενάριο. Έγραψε αστυνομικά, παιδικά, έγραψε στίχους που έχουν τραγουδήσει εκατομμύρια Έλληνες, χωρίς να ξέρουν ότι αυτός είναι ο δημιουργός τους.

Δικοί του είναι οι στίχοι στα τραγούδια «Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», «Σαν ατσάλινος γίγας», «Ο Μπελογιάννης ζει» κά. Έγραψε σενάρια, έγινε κινηματογραφκός καλλιτεχνικός διευθυντής, γύρισε δική του ταινία με τίτλο Οι δρόμοι έχουν αναμνήσεις, που είχε μεγάλη επιτυχία και απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία. Επί Χούντας δούλεψε στη διαφήμιση κι έγραφε με ψευδώνυμο. Παρά την τεράστια ποικιλία του γραπτού έργου του, παρά τις χρονικές αποστάσεις μεταξύ των έργων του, όλα έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Φέρουν τη σφραγίδα της φιλοσοφίας του δημιουργού τους, έχουν στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, τη λευτεριά και την πρόοδο. Όλα διέπονται από την ίδια ουμανιστική ευαισθησία και την ίδια συγκινησιακή ένταση.

Ο Ραβάνης είναι μαχητής μιας ιδέας. Η τέχνη του φοράει άρματα. Είναι στρατευμένη στην υπόθεση του λαού του. Έχει νεύρο, αποπνέει δυναμισμό, βάθος, κινείται σε υψηλά επίπεδα.

Εκδόθηκαν από τη Σύγχρονη Εποχή:

1. 0 δρομάκος με την πιπεριά (μυθιστόρημα για τις ανακατατάξεις που έφερε ο πόλεμος και η Κατοχή σ' ένα μικρό δρόμο της Αθήνας, 11η έκδοση, 2007)
2. Οι Αργοναύτες (επικό ποίημα για παιδιά, δύο εκδόσεις: 1979-1984)
3. Πώς έγινε, πώς; (σάτιρα από τη μυθολογία για παιδιά, δύο εκδόσεις: 1979-1984)
4. Παραμύθι-μύθοι: Το πρώτο κυνηγητικό ατύχημα (σάτιρα από τη μυθολογία για παιδιά, 1981)
5. Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη (16 ποιήματα για το Πολυτεχνείο, με σχέδια του Γιώργη Βαρλάμου. 3η έκδοση, 1995)
6. Παιδιά της Αθήνας (μυθιστόρημα από την Αντίσταση για παιδιά, 3η έκδοση, 2012)
7. Δέκα ατέλειωτες ώρες (κατοχική περιπέτεια, 3η έκδοση, 2011)
8. Προσφορά (ποιητική σύνθεση, 1984)
9. Η σφηγκοφωλιά (μυθιστόρημα, δύο εκδόσεις: 1987,1988)
10.Ένα κομμάτι ουρανός (μυθιστόρημα, 1988).

Από άλλους εκδοτικούς οίκους:

1. Κι η θάλασσα, ήταν τόσο κοντά.... (διηγήματα από την Κατοχή για παιδιά)
2. Τα δώδεκα σπίρτα, (παραμύθι-σύνθεση)
3. Το ημερολόγιο της προσφυγιάς ενός αντάρτη (σχέδιο για μυθιστόρημα)
4. Το φιμωμένο φως (διήγημα από τον Εμφύλιο και την αναγκαστική ξενιτιά)
5. Το πιο παράξενο ταξίδι (σάτιρα-φαντασία για παιδιά)
6. Το προκομμένο ραφτάκι (σατιρικά παραμύθια)
7. Το πουλί της Γνώσης (λυρικά παραμύθια)
8. Διπλός χρόνος (ποιήματα)
9. 0  Μπελογιάννης  ζει  (ποιητική σύνθεση)
10. Τούτη τη γη τη λεν Ελλάδα (ποιητική συλλογή)
11.Τα δύο τάγματα (νουβέλα).

Συνολικά, έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό 40 πρωτότυπα έργα του.

Δείτε _ “Ριζοσπάστης” Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής

Πλήρης άνθρωπος και δημιουργός
Η διαθήκη του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή \ Κληρονόμος του έργου του, το ΚΚΕ

Ονομάζομαι Δημήτριος Ραβάνης, του Χαραλάμπους και της Ανθής, το γένος Κασιέρη, γεννήθηκα στην Αθήνα στις 25 Δεκέμβρη του 1925 και μένω τώρα στην Καλλιθέα, οδός Κρέμου 118.

Αποφάσισα σήμερα, να συντάξω αυτή τη Διαθήκη για να εξασφαλίσω έγκαιρα αυτά που έχω στο μυαλό μου.

Γράφω με το ίδιο μου το χέρι αυτή τη Διαθήκη και επειδή θεωρώ πως αν κατάφερα να δημιουργήσω κάτι το χρωστώ στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας,επειδή από τα 15 μου χρόνια οι κομμουνιστές - μαζί με τους γονείς μου που τους επηρέαζαν - ήταν εκείνοι που μου δείξανε τον εαυτό μου και τη ζωή,

·  επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ήταν αυτό που με οδήγησε στο δρόμο του αγώνα για τη Λευτεριά και την Ανεξαρτησία της χώρας μας, για το σοσιαλιστικό μέλλον του λαού και του τόπου,
·  επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με έμαθε πως ένας δημιουργός δεν μπορεί να μένει κλεισμένος στους τέσσερις τείχους, παρατηρητής και "κριτής", αλλά πρέπει να αγωνίζεται στα πεζοδρόμια, τον ίδιο αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού,
· και επειδή μέσα σ' αυτούς τους αγώνες, πλάι στους συντρόφους μου, τους αγωνιστές και αγωνίστριες, πάλεψα και ζυμώθηκα, και ωρίμασα, και από αυτούς τους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών άντλησα ζωή και θέματα, ή άμεσα με τα αντιστασιακά μου έργα, ή έμμεσα σαν στάση ζωής σε άλλα βιβλία μου, κύρια παιδικά,

για όλους τους παραπάνω λόγους,

Αφήνω στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας την αποκλειστική κυριότητα και εκμετάλλευση όλων των βιβλίων που έχω γράψει και εκδώσει μέχρι σήμερα και που είναι πάνω από τριάντα, καθώς και όσα προλάβω ακόμη να εκδώσω στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε χώρα, και όλα μου τα ανέκδοτα έργα από όλους τους τομείς που έχω ασχοληθεί - πεζογραφία, ποίηση, θέατρο και άλλα.

Δηλώνω πως σε κανέναν εκδοτικό οίκο, ή εταιρία, ή άτομο δεν έχω παραχωρήσει δικαιώματα των έργων μου, εκτός από την περιορισμένη παραχώρηση για τη συγκεκριμένη έκδοση και μέχρι την εξάντληση του συγκεκριμένου "τιράζ".

Αφήνω επίσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας όλα μου τα χειρόγραφα που βρίσκονται στο διαμέρισμα που μένω, και όλα όσα βρεθούν από τα παλιά χαμένα στο εξωτερικό.

Υπόδειγμα ανθρώπου, αγωνιστή, δημιουργού Αριστούλα Ελληνούδη
Η ζωή του "ένα κομμάτι ουρανός"

 

 

 

05 Απριλίου 2023

Night & the City👀 _Η νύχτα και η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται

 

Χτες Τρίτη 4-Απρ η ΕΡΤ2 μας έκανε τη χάρη να μας δείξει μια πολύ αξιόλογη ταινία _μπορείτε να τη δείτε μέσα από το Ertflix –έως Τρ. 11-Απρ.

Αρχές δεκαετίας 1990. Είναι η εποχή που ο πλέον έχει χτίσει τεράστια φήμη ερμηνεύοντας ρόλους που σχετίζονται με τον υπόκοσμο, με την Τζέσικα Λάνγκ να ενσαρκώνει τη σοφιστικέ πλευρά της θηλυκότητας στο σινεμά.

Πρόκειται για μια αμερικανική νεο-νουάρ αστυνομική ταινία του 1992 ριμέικ του ομώνυμου _ανώτερου κατά τη γνώμη μας, φιλμ του 1950 που είχε σκηνοθετήσει ο, στην ίδια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Τζέραλντ Κερς του 1938 (διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη από τους Όστιν Ντέμπστερ, Γουίλιαμ Ε. Γουότς και Τζο Άισινγκερ), με πρωταγωνιστές τους Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζιν Τίρνεϊ και Γκούγκι Γουΐδερς Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέραλντ Κερς,

Ο Χάρι Φάμπιαν είναι ένας πολυλογάς δικηγόρος από τη Νέα Υόρκη που συχνάζει στο μπαρ Boxers που ανήκει στον Φιλ και την σύζυγό του Έλεν. Ο Χάρι έχει σχέση με την Έλεν, που ονειρεύεται να στήσει το δικό της μπαρ και να αφήσει τον άντρα της.

Ενώ χάνει μια υπόθεση από έναν τοπικό μαφιόζο ο Φάμπιαν μυρίζει το μέλλον του σε ένα γυμναστήριο πυγμαχίας και αποφασίζει να γίνει ιμπρεσάριος. Για προστασία από τον μαφιόζο, στρατολογεί τον μεγαλύτερο αδερφό του αφεντικού ως συνεργάτη, κλείνει αίθουσα, παραγγέλνει αφίσες. Σύντομα χρωστάει και περιμένει τη μεγάλη βραδιά για να πάρει τα μετρητά. Η αγαπημένη του θέλει να αφήσει τον άντρα της, γι’ αυτό χρειάζεται τη βοήθεια του Φάμπιαν. Ο μαφιόζος προκαλεί μπελάδες. Μπορεί ο Φάμπιαν να τα καταφέρει όλα;

Σκηνοθεσία: Ίρβιν Γουίνκλερ
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Τζέσικα Λάνγκ, Τζακ Γουόρντεν, Άλαν Κινγκ, Ρίτσαρντ Πράις, Κλιφ Γκόρμαν


Η Νύχτα και η Πόλη
Night and the City_1950

Ο Χάρι Φέιμπιαν (Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ) είναι ένας τζογαδόρος με φιλόδοξα σχέδια τα οποία ποτέ δεν πραγματοποιούνται. Ο Χάρι συζεί με την υπομονετική φιλενάδα του Μαίρη (Τζιν Τίρνεϊ), στην οποία υπόσχεται γάμο όταν πιάσει την καλή.

Όταν κάποια μέρα συναντά το διασημότερο παλαιστή ελληνορωμαϊκής πάλης, τον Έλληνα Γκρεγκόριους (Στανισλάου Μπίζκο) καταστρώνει ένα σχέδιο με βάσει του οποίο θα μπορέσει να συγκεντρώσει δύναμη στα χέρια του, ώστε να αναλάβει τον έλεγχο της πάλης στο Λονδίνο. Καταφέρνει λοιπόν να κερδίσει την εμπιστοσύνη του καλόκαρδου γέρου, ο οποίος είναι απογοητευμένος με τον τρόπο με τον οποίο ο γιος του Κρίστο (Χέρμπερτ Λομ) προωθεί την πάλη στην Αγγλία. Ο Φέιμπιαν θα πρέπει να υπερβεί πολλά εμπόδια ώστε το σχέδιο του να πετύχει, ανάμεσα σε αυτά είναι ο Κρίστο και τον Φίλιπ Νόζρος (Φράνσις Λ. Σάλιβαν), το αφεντικό του στο νυχτερινό κέντρο το οποίο εργάζεται που τον ζηλεύει λόγω του γεγονότος ότι η σύζυγός του Έλεν (Γκούγκι Γουίδερς) είναι ερωτευμένη μαζί του.

Κάποια στιγμή η τύχη φαίνεται να ευνοεί τον Χάρι μέχρι τη στιγμή που ένα αναπάντεχο γεγονός πρόκειται να φέρει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Σωστό είναι να ξεκινήσουμε με τους φωτισμούς! Δε θέλω να πω πως είναι το άλφα και το ωμέγα της ταινίας, σίγουρα, όμως, είναι ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της τα οποία την κάνουν να απαιτεί το σεβασμό μας. Από το «Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι» (1919), του Ρόμπερ Βίνε, μέχρι τις μέρες μας, ο εξπρεσιονισμός, όσες φορές χρησιμοποιήθηκε σωστά στο κινηματογράφο, έφερε θαυμάσια αποτελέσματα. Δημιούργησε έναν εξαιρετικά εκφραστικό κόσμο, προσέφερε δυνατά συναισθήματα.
Η ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Η Νύχτα και η Πόλη» (1950) με τη βοήθεια, βέβαια, του εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας Μουτζ Γκρινμπάουμ, παρουσιάζει ένα «φανταστικό» Λονδίνο (υποκειμενικό) το οποίο, όμως, είναι βαθιά «πραγματικό» (αντικειμενικό), αφού φαίνεται το «εσωτερικό» του, φαίνεται η «ψυχή» του.

Δείτε την κριτική του Ριζοσπάστη

Φιλμ νουάρ βασισμένο _όπως είπαμε, στο ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γκέραλντ Κερς, που θεωρείται από πολλούς ως το πρώτο μεγάλο αριστούργημα του Ζυλ Ντασέν.

Η ταινία γυρίστηκε σε μια περίοδο που ο σκηνοθέτης αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στις Η.Π.Α., της οποίας η κυβέρνηση και ο γερουσιαστής ΜακΚάρθι είχαν ξεκινήσει το κυνήγι των μαγισσών, βάσει του οποίου γίνονταν ανακρίσεις στο χώρο του θεάματος και μη προκειμένου να αναγνωριστούν άτομα τα οποία είχαν αριστερές πεποιθήσεις ή αποτελούσαν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος.


Γνωστή η ιστορία με τον Ελία Καζάν που “αναγκάστηκε” να καταδώσει ακόμη και άσχετους με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μάλιστα βάσει των μαρτυρίες του και άλλων θεσπίστηκε η μαύρη λίστα του Χόλιγουντ και όσοι συμπεριλαμβάνονταν σε εκείνη αποκλείονταν από κάθε εργασία στον κινηματογράφο και τα θέατρα, οδηγούμενοι στην επαγγελματική και προσωπική εξόντωση.

Ο Ντασέν που ήταν ένας από τους υπόπτους, πριν ακόμη ξεκινήσει το κυνήγι, προειδοποιήθηκε από το διευθυντή της 20th Century Fox Ντάριλ Ζάνουκ ο οποίος για να τον βοηθήσει να αποφύγει τις ανακρίσεις τον έστειλε στην Αγγλία για να γυρίσει τη διάσημη και τελευταία αμερικανική του ταινία. Χρόνια αργότερα ο Ντασέν αποκάλυψε σε συνέντευξή του ότι δεν διάβασε το μυθιστόρημα στο οποίο βασιζόταν η ταινία, επίσης είπε ότι αναγκάστηκε να αναθέσει τον ρόλο της Μαίρη στην Τζιν Τίρνεϊ, ως εκδούλευση στην 20ty Century Fox και τον Ζάνουκ, ο οποίος ανησυχούσε για την κατάσταση της ψυχικής της υγείας (προβλήματα στην προσωπική της ζωή την είχαν φέρει στα πρόθυρα της τρέλας και μερικά χρόνια αργότερα η Τίρνεϊ επρόκειτο να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική).

Η ταινία γυρίστηκε στο Λονδίνο (τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στα στούντιο Shepperton), με διαφορές στη μουσική και στο τέλος της.