07 Μαρτίου 2024

8η Μάρτη: Chantel–Maeva–Selena–Cho–Lilou–Darcy–Charilyn–Maid-Μονμάρτη _κι ο νους στην ΟΓΕ

ΟΓΕ 8 Μάρτη_
“Τα δικαιώματα των γυναικών
δεν χωράνε
στην Ευρωπαϊκή Ένωση
των επιχειρηματικών ομίλων
και των πολέμων.
Παλεύουμε ασυμβίβαστα
για τη γυναικεία ισοτιμία”

Με πολύμορφη αγωνιστική δράση και πρωτοβουλίες με οργάνωση της διεκδίκησης τιμούν αύριο Παρασκευή 8 Μάρτη η ΟΓΕ, σωματεία και φορείς την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ — Σύλλογοι & Ομάδες
Παλεύουμε συλλογικά
ενάντια στην εκμετάλλευση, στην καταπίεση, στην ανισοτιμία

«Τα δικαιώματα των γυναικών δεν χωράνε στην Ευρωπαϊκή Ένωση των επιχειρηματικών ομίλων και των πολέμων. Παλεύουμε ασυμβίβαστα για τη γυναικεία ισοτιμία»: Με το σύνθημα αυτό η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), οι Σύλλογοι και οι Ομάδες της σε όλη τη χώρα εντείνουν την αγωνιστική τους δράση μπροστά στην 8η Μάρτη, Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας.

«Το μήνυμα της Παγκόσμιας Μέρας της Γυναίκας παραμένει ζωντανό και επίκαιρο. Γιατί ατομικά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Γιατί μόνο συλλογικά μπορούμε να παλέψουμε ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, ενάντια στην αιτία της γυναικείας ανισοτιμίας, που αποκτά σήμερα νέες μορφές», σημειώνει η ΟΓΕ.

Κινητοποιήσεις αύριο από το πρωί και εκδήλωση το απόγευμα

Οι Σύλλογοι και οι Ομάδες της ΟΓΕ στην Αττική οργανώνουν αύριο Παρασκευή 8 Μάρτη τις εξής πρωτοβουλίες: Προχωρούν σε κινητοποίηση στις 8 π.μ. στο υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής (Δραγατσανίου 8, πλατεία Κλαυθμώνος). Συμμετέχουν στις 12 μ. στο πανελλαδικό συλλαλητήριο που οργανώνουν οι φοιτητικοί σύλλογοι, κλιμακώνοντας την πάλη ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και στην ολομέτωπη επίθεση στα μορφωτικά δικαιώματα.

Στην κινητοποίηση στο υπουργείο και στο συλλαλητήριο στα Προπύλαια καλούν σωματεία από μια σειρά κλάδους, αξιοποιώντας και τη στάση εργασίας που έχουν προκηρύξει το Εργατικό Κέντρο Αθήνας (11 π.μ. έως 3 μ.μ.) και η ΑΔΕΔΥ (11 π.μ. έως λήξη ωραρίου).

Επίσης, καλούν σε εκδήλωση, στις 6 μ.μ., σε συνεργασία με τον Σύλλογο Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας, τα Σωματεία Καθαριστριών Αττικής και Πειραιά και το Συνδικάτο Επισιτισμού — Τουρισμού — Ξενοδοχείων Αττικής στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» (Ακαδημίας 3, Αθήνα), στην οποία θα παρουσιαστεί η θεατρική παράσταση «Οι Καθαρίστριες», από τη θεατρική ομάδα «Η Πρόοδος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσαγκαράκη.

«Σήμερα, τον 21ο αιώνα, η επιστημονική πρόοδος και η ψηφιακή τεχνολογία μπορούν να εξασφαλίσουν σε όλες μας: Σταθερή δουλειά με σταθερό ωράριο και λιγότερες ώρες εργασίας, με Συλλογικές Συμβάσεις, με αξιοπρεπείς μισθούς που θα καλύπτουν τις ανάγκες μας, με κατοχυρωμένη κυριακάτικη αργία, με μέτρα υγείας και ασφάλειας, ουσιαστικής προστασίας της μητρότητας και του γυναικείου οργανισμού στον χώρο εργασίας. Σύγχρονες, αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες για την Υγεία, την Παιδεία, την Πρόνοια, την Προσχολική Αγωγή για την προστασία των γυναικών, των παιδιών και της οικογένειας από την πολύμορφη βία των εκμεταλλευτών μας. Φραγμός και εμπόδιο για να ζήσουμε όπως μας αξίζει μπαίνει η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης που υλοποιούν οι κυβερνήσεις και στηρίζουν όλα τα κόμματα που βαδίζουν στις ράγες της. Η Ευρωπαϊκή Ενωση συνθλίβει τα δικαιώματα των γυναικών του μόχθου, γιατί είναι ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων», αναφέρει μεταξύ άλλων η ΟΓΕ στην ανακοίνωσή της.

Πρωτοβουλίες Συλλόγων και Ομάδων της ΟΓΕ

  • Ο Σύλλογος Δημοκρατικών Γυναικών Πάτρας καλεί αύριο Παρασκευή 8 Μάρτη, στις 7 μ.μ., σε εκδήλωση με θέμα «Τα δικαιώματα των γυναικών δεν χωράνε στην Ευρωπαϊκή Ένωση των επιχειρηματικών ομίλων και των πολέμων. Παλεύουμε ασυμβίβαστα για τη γυναικεία ισοτιμία», στον Πολυχώρο της «Ιχθυόσκαλας». Θα ακολουθήσει προβολή της ταινίας «3.000 νύχτες», της Mai Masri. Στο μεταξύ, συνεχίζει τις περιοδείες του την Παρασκευή, στις 10.30 π.μ. στη λαϊκή αγορά στα Προσφυγικά και στις 11.30 π.μ. στο κέντρο της Πάτρας με τραπεζάκι στη συμβολή των οδών Γεροκωστοπούλου και Ρήγα Φεραίου.
  • Σε συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία του Πύργου, τιμώντας την 8η Μάρτη, αύριο Παρασκευή στις 7 μ.μ., καλεί η Ομάδα Γυναικών της πόλης από κοινού με το Σωματείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ηλείας.

·        Έκθεση εικαστικών έργων γυναικών από τη Λοκρίδα οργανώνει η Ομάδα Λοκρών της ΟΓΕ. Η έκθεση λειτουργεί έως και τις 8 Μάρτη καθημερινά, από τις 6 μ.μ. έως τις 8 μ.μ., στο Πολιτιστικό Κέντρο Οπουντίων Αταλάντης (Εθνικής Αντιστάσεως 19). Στον ίδιο χώρο οργανώνονται επίσης και εκδηλώσεις — συζητήσεις.

Σε σχετικό Φυλλάδιο αναφέρεται σχετικά:

Η ΟΓΕ τιμά την 8 Μάρτη και απευθύνεται σε όλες τις γυναίκες του μόχθου:

  • Στις εργαζόμενες και τις αυτοαπασχολούμενες //
  • στις μισθωτές & αυτοαπασχολούμενες επιστημόνισσες
  • στις αγρότισσες // στις φοιτήτριες // στις νέες μητέρες //
  • στις συνταξιούχους // στις μετανάστριες & πρόσφυγες

Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας 
είναι αφιερωμένη σε όλες εσάς, 
που είστε αγωνίστριες της ζωής

Οι μεγάλοι γυναικείοι εργατικοί αγώνες των προηγούμενων αιώνων φωτίζουν και σήμερα το δρόμο του αγώνα και της συλλογικής δράσης για να διεκδικήσουμε όλα όσα είναι αναγκαία και μπορούν να εξασφαλίσουν την ισοτιμία και τη χειραφέτησή μας

Σήμερα τον 21ο αιώνα, η επιστημονική πρόοδος και η ψηφιακή τεχνολογία μπορούν να εξασφαλίσουν σε όλες μας:

  • Σταθερή δουλειά με σταθερό ωράριο και λιγότερες ώρες εργασίες,
  • με Συλλογικές Συμβάσεις, με αξιοπρεπείς μισθούς που θα καλύπτουν τις ανάγκες μας,
  • με κατοχυρωμένη Κυριακάτικη αργία,
  • με μέτρα υγείας και ασφάλειας, ουσιαστικής προστασίας της μητρότητας και του γυναικείου οργανισμού στο χώρο εργασίας.
  • Σύγχρονες αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες 
    • για την Υγεία,
    • την Παιδεία,
    • την Πρόνοια,
    • την Προσχολική Αγωγή
    • για την προστασία των γυναικών, των παιδιών και της οικογένειας από την πολύμορφη βία των εκμεταλλευτών μας.

Φραγμός και εμπόδιο για να ζήσουμε όπως μας αξίζει μπαίνει η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης που υλοποιούν οι κυβερνήσεις και στηρίζουν όλα τα κόμματα που βαδίζουν στις ράγες της.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνθλίβει τα δικαιώματα των γυναικών του μόχθου γιατί είναι ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων. Γι αυτό:

·        Για να αυξήσουν τα κέρδη τους τα μονοπώλια εκμεταλλεύονται άγρια τη γυναικεία εργατική δύναμη, μας υποχρεώνουν να εργαζόμαστε με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, χωρίς εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, κάνουν τη ζωή των γυναικών λάστιχο, εξαφανίζοντας τον ελεύθερο χρόνο μας.

·        Λογαριάζουν ως κόστος για το κράτος τις ανάγκες μας και μας υποχρεώνουν να χρυσοπληρώνουμε για να τις καλύψουμε.

·        Για να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί οι όμιλοι, η ΕΕ σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ σπέρνει τον πόλεμο σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σκορπώντας το θάνατο, τη φτώχεια και την προσφυγιά.

Το μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, παραμένει ζωντανό και επίκαιρο

  • Γιατί ατομικά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας.
  • Γιατί μόνο συλλογικά μπορούμε να παλέψουμε ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, ενάντια στην αιτία της γυναικείας ανισοτιμίας, που αποκτά σήμερα νέες μορφές.

ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ

Αντιπαλεύουμε την πολιτική της ΕΕ που στο όνομα “συμφιλίωσης οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων” εντείνει την ανισοτιμία εξουθενώνοντας τις εργαζόμενες με νέες μορφές εκμετάλλευσης στις συνθήκες της “ψηφιακής” οικονομίας, με αποτέλεσμα να χάνεται κάθε διάκριση μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου, να αυξάνεται η εντατικοποίηση.

Την ίδια στιγμή ρίχνει στις πλάτες των γυναικών και των οικογενειών τους την ευθύνη της φροντίδας των βρεφών, των νηπίων, των ηλικιωμένων, των ΑμΕΑ, υποχρεώνοντας τες να βάζουν βαθειά το χέρι στην τσέπη για να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές.

∆εν ανεχόμαστε η ΕΕ να καταδικάζει τις αυτοαπασχολούμενες να φυτοζωούν πνιγμένες στα χρέη, ανασφάλιστες, χωρίς προστασία της μητρότητας, εγκλωβισμένες ακόμα και τις Κυριακές για να θησαυρίζουν τα μεγαθήρια. Ούτε συμβιβαζόμαστε οι αγρότισσες στην ύπαιθρο να ξεκληρίζονται καθώς βλέπουν τους καρπούς του κόπου τους να πουλιούνται για ένα κομμάτι ψωμί.

Γιατί η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ ευνοεί τους μεγαλέμπορους, τους μεσάζοντες, τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων, τις “πράσινες μπίζνες”.

∆εν δεχόμαστε την πολιτική της ΕΕ που μας αφήνει απροστάτευτες απέναντι στην εργοδοτική βία, τη βία μέσα στην οικογένεια, στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Την ίδια στιγμή την αντιμετωπίζει ως κόστος για το κράτος και τους ομίλους. Γι αυτό οι κακοποιημένες γυναίκες δεν έχουν την αναγκαία στήριξη του κράτους με δωρεάν δομές και υπηρεσίες στις οποίες θα μπορούν να καταφύγουν για να έχουν βοήθεια οικονομική, νομική, ψυχολογική γι αυτές και για τα παιδιά τους.

Αποκαλύπτουμε ότι οι διακηρύξεις της ΕΕ περί “συμμετοχής των γυναικών στα Κέντρα Λήψης Αποφάσεων”, η εκλογή της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και 13 γυναικών ως μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορούν να την εξωραΐσουν, δεν βελτίωσαν τη ζωή των γυναικών μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου στη χώρα μας, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό που ενδιαφέρει την ΕΕ και προωθεί την συμμετοχή των γυναικών στα ∆Σ των ομίλων είναι η συμβολή στην αύξηση των κερδών τους και η αποτελεσματικότητά των γυναικών στελεχών στο ξεζούμισμα των εργαζομένων τους.

∆εν συμβιβαζόμαστε με την εμπορευματοποίηση της Υγείας, ακόμα και της αναπαραγωγικής υγείας, της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, για να γιγαντώνονται τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων της Υγείας. Αντιπαλεύουμε μια από τις ακραίες μορφές εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος και εκμετάλλευσης της γυναίκας, την εμπορική “παρένθετη μητρότητα”.

∆εν παζαρεύουμε το δικαίωμα της νέας και του νέου στις δημόσιες και δωρεάν σπουδές, για πτυχία με αξία και όχι με βάση την τσέπη των γονιών τους.

Υψώνουμε τη φωνή μας μαζί με το φοιτητικό και μαθητικό κίνημα ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στην ευρωπαϊκή κανονικότητα της εμπορευματοποίησης της μόρφωσης των παιδιών μας.

∆εν αποδεχόμαστε η ΕΕ σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ να σπέρνει τον πόλεμο σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σκορπώντας το θάνατο, τη φτώχεια και την προσφυγιά, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί οι ευρωπαϊκοί όμιλοι.
Απαιτούμε “Καμία εμπλοκή της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Να γυρίσουν πίσω η ελληνική φρεγάτα, οι Ένοπλες ∆υνάμεις που βρίσκονται σε ΝΑΤΟϊκές αποστολές εκτός συνόρων. ∆ε θα δεχτούμε ως μανάδες τα παιδιά μας να θυσιάζονται για τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών μας”.

ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΙΣΟΤΙΜΙΑ

Στήνουμε φραγμό απέναντι στον “ατομικό δικαιωματισμό”, που ισοπεδώνει τα κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών του μόχθου. Απορρίπτουμε τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κυβερνήσεων που αποκόπτουν το ατομικό δικαίωμα από το κοινωνικό του περιεχόμενο, από την αντικειμενική κοινωνική πραγματικότητα, από την κοινωνία της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών διακρίσεων.

Με προμετωπίδα τον “ατομικό δικαιωματισμό” προβάλλουν την ατομική επιθυμία του καθενός και της καθεμιάς ως υπέρτατη αξία, πάνω από κάθε κοινωνική ανάγκη, πάνω από κάθε κοινωνικό δικαίωμα που πρέπει να προστατευτεί. ∆εν δεχόμαστε πλούσια ετερόφυλα ή ομόφυλα ζευγάρια να χρησιμοποιούν ευάλωτες, φτωχές γυναίκες ως παρένθετες μητέρες, να προχωρούν στην ακραία αυτή εκμετάλλευση της γυναίκας, του σώματός της, της αναπαραγωγικής διαδικασίας για να πραγματοποιήσουν την ατομική τους επιθυμία.

Δυναμώνουμε τη συλλογική μας πάλη για το δικαίωμα στην σταθερή εργασία- στο σταθερό ωράριο- στην προστασία της μητρότητας και του γυναικείου οργανισμού- στο δημιουργικό ελεύθερο χρόνο.

Έλα μαζί μας να δυναμώσουμε τον κοινό αγώνα γυναικών και ανδρών της βιοπάλης ενάντια στην κοινωνία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης για να διεκδικήσουμε ότι είναι σύγχρονο και αναγκαίο για μας και τις οικογένειές μας 

Chantel

Καθηγήτρια πια, κατηφόριζε με αργά σταθερά βήματα από τη Σορβόνη,
ένα χάος πληροφοριών ένιωθε πως δεν μπορούσαν να βρουν τη θέση τους,
πάντα κάτι άλλο ξεγλιστρούσε, τρύπωνε βασανιστικά στη σκέψη της, ανεμπόδιστα,
κάνοντας κατάληψη με επιδεξιότητα
άναβε ένα κομμάτι ασετιλίνη κι έστελνε σπίθες μνήμης ανείπωτες.

Άφησε το φλιτζάνι τού καφέ στην άκρη στο στηθαίο μάρμαρο τού κήπου,
μετά βάλθηκε να παρατηρεί κάθε λογής λεπτομέρειες,
όπως το περίτεχνο γείσο στα μεγάλα παράθυρα, ή τα κουμπιά στα σακάκια
και τους σελιδοδείχτες στα βιβλία των περαστικών,
τα κουδούνια των ποδηλάτων,
τα μουσικά όργανα στο κιόσκι, τις γραβάτες των ξεναγών,
τα καλάθια των πλανόδιων μικροπωλητών,
τα ανοιχτά πουκάμισα, τις χρυσαφένιες αιχμές της τεράστιας καγκελόπορτας,
τα πούπουλα που άφηναν τα πουλιά στο πέταγμά τους.

Θα ήθελε να μπορούσε να τις αγγίξει, τις λεπτομέρειες, με τ’ ακροδάχτυλα,
να γράψει πάνω τους με την αφή ένα δικό της σημάδι.

Σκεφτόταν διάφορα ώσπου το βλέμμα της
έπεσε πάνω στο πρόσωπο μιας γυναίκας, ηλικιωμένη έδειχνε,
την είχε προσέξει και άλλες φορές στον κήπο του Λουξεμβούργου,
ένα πρόσωπο περιποιημένο οπωσδήποτε, μα βουτηγμένο στη θλίψη,
τόσο οικείο και τόσο ξένο ταυτόχρονα.

Στα χέρια της κρατούσε ένα μπισκότο, το περιεργαζόταν, το μύριζε,
κάπου – κάπου το έφερνε κοντά στο αυτί,
το κουνούσε σαν κουδουνίστρα, ως να περίμενε ν’ ακούσει κάτι,
ύστερα το ξανακοίταζε πιο προσεκτικά,
διάβαζε τα ανάγλυφα γράμματα πάνω του, και ξανά από την αρχή.

Ξαφνικά ο αέρας, μαζί με το μαντίλι έφερνε και μια ανάλαφρη μυρωδιά,
η στιγμή, είχε αρχίσει να παίρνει χρώμα και άρωμα,
«θα μπορούσε ν’ αποκτήσει άγγιγμα και σημασία, ή να γίνει αιτία διαλόγου…»

Πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη,
μ’ ένα πρωτόγνωρο αίσθημα συμπάθειας
πλησίασε την άγνωστη γυναίκα στο αναπηρικό αμαξίδιο.

«Πριν κάνεις αυτό το βήμα, έπρεπε να δοκιμάσεις τη γη,
να δεις αν θα σε σήκωνε με το βάρος της τελευταίας εντύπωσης, Chantel»,
αναγνώρισε τη φωνή, η δασκάλα του χορού, Chantel κι εκείνη.

Μια βαριά κουρτίνα σαν οθόνη άνοιξε στο μυαλό της,
ο χρόνος είχε αλλάξει χώρο, πίσω από τα βλέφαρα άρχισε η παρέλαση,
μικρά λεπτά ποδαράκια με κόκκινα σατέν πουέντ,
ο χρόνος εφιαλτικά την οδήγησε στη σκάλα,
ξανάζησε την πτώση, το βελούδινο χαλί είχε προδώσει τα βήματα,
είδε την όμορφη δασκάλα της…
θυμήθηκε με οδύνη την τελευταία παράσταση,
αυτή που η μικρή Chantel είχε χορέψει δακρυσμένη, χωρίς τη δασκάλα της,
ο φόβος δεν θα την άφηνε ποτέ πια.

Έκλεισε τα μάτια,
είχε χαθεί στην απόκοσμη λάμψη που την τύλιγε από το παρελθόν,
άκουσε πρώτα το χειροκρότημα,
μετά την σειρήνα του ασθενοφόρου φευγαλέα, και φωνές,
η κουΐντα του θεάτρου τυλίγεται στο σώμα της, μπερδεύεται, πέφτει,
τα καταφέρνει,
μέσα στην άγονη αναπόληση σηκώνεται, γλιστράει, φεύγει στ’ αριστερά,
η σειρήνα πιο ξεκάθαρη τρυπάει τα μελίγγια της,
τρέχει, τρέχει, δεν θέλει να χορέψει, ποτέ πια χωρίς τη δασκάλα μου,
φωνάζει με λυγμό, κατεβαίνει την ίδια σκάλα,
την βρίσκει ακόμη εκεί, ξαπλωμένη, την αγκαλιάζει,
κλαίγοντας της χτενίζει με τα μικρά της δάχτυλα τα μαλλιά,
της ψιθυρίζει στ’ αυτί, δήλωση αρχέγονη το, «σ’ αγαπώ κυρία»,
ανοίγει τα μάτια,
«υπάρχουν και βήματα που σε προδίδουν μικρή Chantel, καμιά φορά
αυτά που φαίνονται πιο εύκολα και πιο σίγουρα…»

        Ζωή Δικταίου / Παρίσι, Ιούνιος του 2022

                     Maeva

Από το κεφαλόσκαλο στη Μονμάρτη ρεμβάζει το Παρίσι,
πιο λαμπερό μετά την ξαφνική βροχή,
το ριχτό μακρυμάνικο πουκάμισο σκεπάζει τις μελανιές
και τα παράσημα που άφησε το χειρουργείο.

Η αξία μιας βόλτας, όχι μόνο για ό,τι βλέπει,
μα περισσότερο για όσα σημαίνουν,
σύντομες στιγμές αναπόλησης σε παλιές ευτυχισμένες μέρες,
κανείς και τίποτα δεν έχει φύγει, είναι όλα εκεί, στις αναμνήσεις,
μ’ αυτές σώζεται
καθώς ο ήλιος δύει και χιλιάδες ψυχές αποχαιρετούν την ομορφιά.

Τα μάτια μαύρα τριαντάφυλλα,
όλη η ζωή της, μια λανθάνουσα υπόσχεση στο τελευταίο σκαλοπάτι.

Ένα σύννεφο στο βάθος του ορίζοντα χρυσώνει τον πύργο του Άιφελ,
πλάι της ένας jongleur αναστατώνει διασκεδαστικά τον κόσμο,
χαμογελάει, «είμαι καλά» , σαν ψίθυρος πανικού ακούστηκε,
το ξέρει, κι όμως το επαναλαμβάνει
λαχανιασμένη πια, έχει τόσο πολύ ανάγκη να το πιστέψει.

Η Maeva, μια γυναίκα με κέρινο πρόσωπο, ωραίες καμπύλες,
μεγάλα μάτια μυστηριώδη, ευαίσθητα νεύρα,
κλονισμένη υγεία και πάθος για ζωή,
η Maeva, πρώτα αφήνεται στο φιλί του ανέμου, ύστερα
αγκαλιάζει με τα χέρια τους ώμους της,
μια μοναχική ακρογιαλιά η ψυχή της, μα όχι έρημη,
στα βράχια της χτίζουν φωλιές οι αλκυόνες
κι η θάλασσα δεν έπαψε να τη στολίζει δαντέλες.

Βγάζει την περούκα,
η αλήθεια τσακίζει τον άντρα απέναντί της,
εκείνον που έτρεξε πρώτος στο ραντεβού,
σαστίζει, μπερδεύει τα λόγια του,
πόσο εύκολα η φλυαρία του φλερτ
μετατρέπεται σε μονοσύλλαβους ακατανόητους ήχους.

Ένας ίσκιος, θαρρείς δραπετεύοντας από το σώμα του
χάνεται πίσω της στους κόκκινους ιβίσκους, κι όμως,
λίγα λεπτά πριν, ήταν αυτός
που πρότεινε μια βόλτα με Citroën 2CV,
και την ήθελε εκείνη τη βόλτα, η Maeva,
την ήθελε πολύ, την περίμενε πολύ,
από όταν ήταν νέα, τότε που πίστευε πως, η βόλτα μ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο
δε μπορεί παρά να σε βγάζει πάντα στον προμαχώνα του έρωτα.

«Όταν τα πράγματα δείχνουν να έχουν χάσει το νόημα τους
και μένει μόνο ένα άδειασμα,
όταν το άβυθο σκοτάδι σού έχει ανοίξει διάπλατα την πόρτα,
δεν είναι απαραίτητα η αίσθηση της παρακμής που δείχνει το τέλος,
δεν …»
δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκέψη της,
της φάνηκε μάταιο, ανόητο, δεν περίσσευε χρόνος για αναλύσεις.

Τακτοποίησε την περούκα ξανά στο κεφάλι της,
«δεν είναι και το ακάνθινο στεφάνι» αυτοσαρκάστηκε
έλεγξε διακριτικά τις γάζες γύρω από το στήθος της,
μετά έβγαλε το μικρό καθρεφτάκι,
διόρθωσε το κοραλλί κραγιόν στα χείλη και το μολύβι στα μάτια,
φρεσκάρισε την πούδρα στα μάγουλα,
ξετύλιξε μια καραμέλα, το στόμα της γέμισε μέντα και λεμόνι,
επιβιβάστηκε στο πρώτο Citroën 2CV της πλατείας,
«Νοσοκομείο Πιτιέ – Σαλπετριέρ, 13ο Διαμέρισμα» , είπε στο σοφέρ
«και η απουσία της υγείας, ένας κύκλος του χρόνου είναι,
και αυτό θα περάσει» , συλλογίστηκε και …

παίζοντας με μια μπούκλα στο λαιμό
παρατηρώντας την πόλη από το παράθυρο, χωρίς βιασύνη,
από τα άχραντα της σκέψης,
ξυπνούσε παρελθόν και έρωτα.

Παρίσι, Ιούνιος του 2022

Selena

«Η Χοντρομπαλού» του Maupassant, λάφυρο από το συρτάρι της γιαγιάς,
τρεις φορές το είχε διαβάσει,
την τελευταία στις περιπλανήσεις της στο πάρκο Bois de Boulogne,
έφηβη ακόμη, όταν περίμενε με άσπρα σοσόνια στα ραντεβού.

Στον απόηχο των δυσανάγνωστων φθόγγων του κόσμου μετά τον πόλεμο,
ένα βιβλίο είχε γίνει αφορμή,
ώστε μετά από αυτό συνήθιζε να περνά μια βόλτα
από τα στέκια της ασωτείας και του αγοραίου έρωτα,
εκεί που, οι αστικές νόρμες έπεφταν στο κενό,
εκεί που, συχνάζουν οι ανειρήνευτοι,
εκεί που, από την ταπείνωση ορίζεται η τιμή,
εκεί που, τα περιθώρια ήταν μεγάλα και τα ορυχεία της ψυχής βαθιά,
εκεί που, η Selena,
χαιρετούσε τις ιέρειες του έρωτα, ιδιαίτερα αυτές τις παχουλές γυναίκες,
με ευγένεια, με σεβασμό,
ίσως επειδή πίσω από τα βαμμένα τους πρόσωπα,
έβλεπε κι από μια αθώα, «Χοντρομπαλού»,
σίγουρη πως σ’ εκείνα τα στέκια, μια καλημέρα, μια καλησπέρα,
ένα χαμόγελο, 
στηλιτεύουν την υποκρισία,
και την πραγματική διαφθορά της κοινωνίας.

Με μια πρωτόγνωρη φλόγα στο βλέμμα
παρά το προχωρημένο της ηλικίας
μαζεύοντας και τις τελευταίες σπίθες από τις αντανακλάσεις
του ειδώλου της στον καθρέφτη της βιτρίνας,
άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί σε μολύβια, πένες, βιβλία,
περιοδικά, εφημερίδες, λευκώματα, σημειωματάρια,
επάργυρα και αλαβάστρινα presse-papier.

Λεζάντες, τίτλοι, χρωματιστά εξώφυλλα,
όλα πέρασαν γρήγορα από το κατώφλι της όρασης
διεκδικώντας να κερδίσουν μια θέση.

Βιβλία, τόσο ξένη κουλτούρα στη σύγχρονη εποχή της εικόνας,
πολλές φορές την είχε απασχολήσει αυτή η διαπίστωση,
δεν ήθελε να παραδεχτεί,
πως η πλειοψηφία των ανθρώπων τελικά
δεν είναι πλασμένοι ούτε για τη γνώση, μα ούτε και για την αλήθεια.

Ένα κυνικό γέλιο την έκανε να ταραχτεί,
το ίδιο γέλιο είχε ακούσει κάποτε, τότε που είχε κρυφτεί,
κοριτσάκι, στις κατακόμβες,
για να αποφύγει κάποιον άγνωστο με στρατιωτική στολή.

Η ανάμνηση από τα χρυσά κουμπιά,
τα βαριά βήματα της μπότας, και ο φόβος
την έκαναν να σπρώξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε
την βαριά ξύλινη πόρτα.

Κρατώντας στα ρυτιδιασμένα χέρια, φανερά σαστισμένη,
τη βρεγμένη ομπρέλα
κατευθύνθηκε στον αριστερό διάδρομο
σίγουρη πως σ’ αυτή την εποχή την περισσότερο ταραγμένη,
τη χρεωμένη με πηχτές σιωπές,
με τα αμέτρητα χρυσά κουμπιά και τους βάρβαρους ήχους,
υπάρχουν και αυτοί που χτενίζουν την αλισάχνη στα βλέφαρα
γνωρίζοντας πως,
η θεία και όχι η ανθρώπινη τάξη της φύσης
μπορεί να βρίσκεται ευανάγνωστη, μα αδιάβαστη,
στις σελίδες ενός, ή πολλών βιβλίων.

Montparnasse, Ιούνιος 2022

Cho

Σήκωσε το δεξί χέρι,
το ασημένιο δαχτυλίδι απέσπασε προσωρινά μόνο το βλέμμα της,
φέρνοντάς το στον αριστερό ώμο είχε ανάγκη να ψηλαφίσει
εκείνο το παλιό σημάδι,
βιώνοντας σιωπηλά ανατροπές, ρυτίδες, αγωνίες,
με πλάνες και αλήθειες, όλες μαζί,
από την αστυνόμευση και τη λογοκρισία εκείνης της εποχής
μέχρι τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό της σύγχρονης,
μια φάρσα, έτσι της φαινόταν, στην ενήλικη ζωή της.

Έβγαλε το πουκάμισο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
έτσι έκανε όταν άκουγε σειρήνες, πορείες, απεργίες,
όταν η διαμαρτύρηση του πλήθους οδηγούσε
αναμφίβολα σε επεισόδια και συμπλοκές.

Επέστρεφε στο δικό της σημάδι, άλλοτε με θυμό
και άλλοτε με απόγνωση,
«ο χρόνος δεν σβήνει όλα τα ίχνη καθώς φαίνεται» , μονολόγησε
καθώς παρατηρούσε για πολλοστή φορά τις αλλαγές,
αυτές, που είχε επιφέρει το νεανικό τραύμα στο δέρμα της.

Τούτο το παράσημο το είχε αποκτήσει στην εξέγερση του Μάη του 68,
πρωτοετής φοιτήτρια στη Σορβόνη, χλευάζοντας κάθε μορφή εξουσίας,
θυμόταν τον εαυτό της να τρέχει σαν παλαβή
για να μην την συλλάβουν,
ξεγλωσσισμένη μεν, ανέπνεε όμως ελεύθερα.

Έκλεισε τα μάτια,
κάποια από τα συνθήματα δεν είχαν ξεθωριάσει στις αναμνήσεις της,
«Η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους, Ούτε Θεός ούτε αφέντης,
Η Φαντασία στην Εξουσία, Ο επαναστάτης είναι ένας ακροβάτης του ονείρου,
Σ’ αγαπώ! Ω, πες το με πέτρες, Απαγορεύεται το απαγορεύεται,
Θεέ υποψιάζομαι ότι είστε αριστερός διανοούμενος,
Ζωή όχι επιβίωση»,  ψηλάφισε το σημάδι, χαμογέλασε.

Γέμισε ένα ψηλό κολονάτο ποτήρι φρέσκια παγωμένη λεμονάδα,
αυτή ήταν η μόνη πολυτέλεια που παρείχε στον εαυτό της,
ήπιε μια γουλιά, η νύχτα υγρή,
το βρεγμένο χώμα αναστάτωσε τα ρουθούνια της,
από το ανοικτό παράθυρο μαζί με τις μυρωδιές, έφταναν και οι φωνές,
πιο δυνατές τώρα, αφουγκράστηκε με προσοχή,
μπορούσε να ξεχωρίσει μία, κι άλλη μία κραυγή, μετά πιο πολλές,
στηρίχτηκε στο μπαστούνι της, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο,
μάταια, άνοιξε την τηλεόραση,
ήταν κάτι φήμες που κυκλοφορούσαν, ή μήπως όχι,
«η άνοδος της ακροδεξιάς…»,
τα μάτια, πόσο γρήγορα μετατρέπονται σε μια σχισμή,
«και οι φήμες όπλα είναι» , θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της στη φυλακή.

Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, ανάσανε βαθιά, να καθαρίσει ο νους,
βέβαιη πως με το πέρασμα του καιρού, η διανοητική ραθυμία
καταστρέφει μνήμη και στόχαση, κοίταξε προς τη λεωφόρο,
ένα αίσθημα ασφυξίας την κυρίευσε,
ο κόσμος ένα κουβάρι λαίμαργες κάμπιες που τυλίγεται και ξετυλίγεται,
τα πανό, οι λοστοί, τα συνθήματα,
δεν είχαν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όχι,
οι «σωτήρες» της δημοκρατίας,
οι νέοι φρουροί της ασφάλειας είχαν αλλάξει συνθήματα,
δεν άντεχε τα επικίνδυνα χρυσωμένα λόγια,
έσφιξε τη γροθιά,
όχι άλλοι στενόμυαλοι και στενόκαρδοι,
όχι άλλοι φανατισμένοι στα σύνορα της ηλιθιότητας,
όχι άλλοι κατευθυνόμενοι από τους ίδιους επιδέξιους σκηνοθέτες κάθε φορά,
όχι άλλοι τυφλωμένοι από το μίσος.

Ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε καπνό, «η ψυχή που ξέρει να ειρηνεύει,
ξέρει και να μάχεται, Cho…»,
αναζητώντας μια καινούργια μυρωδιά, μια μυρωδιά που να φέρνει γιατρειά
και μαζί μια καινούργια ελπίδα,
πήρε ένα κόκκινο μήλο από την κάλπη — φρουτιέρα,
το πιο μεγάλο, το πιο σφιχτό,
το δάγκωσε, απόλαυσε γεύση και άρωμά,
μετά πλησίασε ξανά στο παράθυρο,
έκλεισε το δεξί μάτι, σημάδεψε τον πιο κοντινό της στόχο,
δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, μάζεψε όλη της τη δύναμη,
το εκσφενδόνισε, με ευχαρίστηση είναι αλήθεια, στο κεφάλι του,
στο κράνος του, δηλαδή…
ποιος να ήξερε, ίσως μετά από αυτό, αύριο,
στις γαλλικές εκλογές, ο ίδιος άνθρωπος να γίνει ψηφοφόρος της ελπίδας.

Παρίσι, 12 Ιουνίου 2022

Lilou

Στη λαϊκή αγορά, αγκαζέ με τις ακίνδυνες νεοσύλλεκτες σκιές
των παιδιών και των πουλιών,
εκεί είχε μάθει να ζει,
ξόρκιζε το φόβο αναπολώντας σκονισμένα είδωλα της νιότης
αυτά που έβγαιναν από τις παλιές εφημερίδες
όταν τις έκοβε και τις έβαζε στα καφάσια
τοποθετώντας πάνω τους ροδάκινα, κεράσια, μήλα, φράουλες,
«είναι βλέπεις ευπαθή, τα περισσότερα,
όταν πληγωθεί η σάρκα τους σαπίζουν εύκολα», της είχαν μάθει.

Τύλιγε και τα λουλούδια,
μαργαρίτες, τουλίπες, μιγκέ, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, χρυσάνθεμα,
λίλιουμ, τα τύλιγε,
με βρεγμένα κομμάτια γύρω από το μίσχο, για να μη μαραθούν,
τα λουλούδια τα σχεδόν νεκρά, τα αποκομμένα από τη ζωή,
τυλιγμένα επιμελώς σε μια ψευδαίσθηση
τόσο ίδια με τη δική της.

Οι νύχτες της υποθηκευμένες, τη στοίχειωνε ο αέρας,
φυσούσε όταν την είχαν βρει, κοριτσάκι, με σκισμένο φόρεμα,
κομμένα μαλλιά,
και τα πόδια μελανιασμένα. Δεν ήταν από το κρύο,
κάποιος παλιάνθρωπος,
την είχε σύρει με το ζόρι σε μια σκοτεινή γωνιά του πάρκου,
για να χαράξει πάνω στο ανυπεράσπιστο σώμα της
τα σημάδια της τραγωδίας,
κρατούσε μαχαίρι…

Ο νους της, όλο πάνω σε αυτό σκόνταφτε,
το ξαναζούσε ως να ήταν πάντα παρόν,
και η ψυχούλα της,
ποτέ δεν κατάφερε να το ξεπεράσει,
όσο έμενε στο ίδρυμα, ταπεινωμένη, μπερδεμένη,
μόνο αυτοκαταστροφικές σκέψεις έκανε,
από ντροπή και ας μην έφταιγε,
από τον πανικό,
που της έκοβε την ανάσα κάθε φορά που άκουγε τα φύλλα να τρέμουν,
από τις στολές,
που της υπενθύμιζαν το τραύμα,
το δικό της τραύμα, που οι ενήλικες είτε υποτιμούσαν, είτε αγνοούσαν.

Έμαθε καλά πως το συνηθίζουν οι «ευυπόληπτες» κοινωνίες,
εξακολουθώντας να παρέχουν άσυλο στα σπέρματα του πρωτόγονου ενστίκτου
και της επικράτησης του ισχυρότερου,
τρελαίνουν τον αδύναμο.

Τη λύτρωνε η βροχή, τη λύτρωνε από «εκείνους» με τους έντιμους βίους,
εκείνη, μια κοινή θνητή,
στεκόταν πάνω από τους σκεπασμένους πάγκους,
φορώντας την κεντημένη ρόμπα της,
πότε έκλαιγε σα να θρηνούσε κάποιον αγαπημένο,
και πότε τραγουδούσε λες και νανούριζε μωρό.

Σαλεμένος ο νους της,
κόντευε τα σαράντα, η άκακη Lilou, ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν,
στις χάρτινες σακούλες μαζί με τα φρούτα και τα λουλούδια,
με την αφή παράχωνε και τ’ ανείπωτα,
αυτά που δεν μπορούσε πια να βαστάξει στη μνήμη της,
την ορφάνια, το ίδρυμα, τις στολές με τα αστραφτερά κουμπιά,
τη φτώχεια, τη βία…

Καμιά φορά, όταν ο χρόνος έμοιαζε ασάλευτος,
άφηνε τον πάγκο της,
έλυνε τα πυρόξανθα μαλλιά κι έτρεχε πλάι στο Σηκουάνα,
έτρεχε κυνηγώντας το φλοίσβο του νερού, τα μικρά πλοιάρια,
τις σκιές στις όχθες,
μετά αποκαμωμένη καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια,
έβγαζε από την τσέπη μια φέτα ψωμί, το έτριβε,
τάιζε ψίχουλα τα περιστέρια,
μετά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα χέρια,
κοιτάζοντας τις γέφυρες
ζύγιζε την ψυχή της,
απ’ τη μια η ψυχή, κι από την άλλη
όλα τα θρυμματισμένα γυαλιά, τα χάπια,
και τα τετριμμένα του βίου της,
και το παράπονο να βαραίνει περισσότερο,
θυμόταν να μην απαντά στην ερώτηση
«και γιατί αλήθεια νομίζεις ότι βιάστηκες»,
το έβρισκε άδικο, δεν απαντούσε γιατί ήθελε να είναι αρκετό,
το ό,τι βιάστηκε.

Έψαχνε ακατάπαυστα ένα καθαρό βλέμμα,
γι’ αυτό της άρεσε στη λαϊκή αγορά,
ο χρόνος κυλούσε ανώδυνα, από τη μελαγχολία ίσαμε τη θλίψη,
μα ανώδυνα,
οι ίριδες, κορδέλες, απαλές γάζες στην πληγή,
στη λαϊκή αγορά, εκεί κανείς δεν αμφισβητεί τις ειλικρινείς προθέσεις,
τις φωνές, τις πραμάτειες, την ανθρωπιά, το φιλότιμο,
εκεί ποτέ δεν την ρωτούσαν γιατί,
εκεί μπορούσε να ονειρεύεται, να χάνεται
σ’ εκείνο το ωραίο φως του Παρισιού που σε σπρώχνει
στο εμείς και στην αγάπη,
εκεί, ήθελε, να την βρίσκει η ξαφνική βροχή,
να νιώθει πως γεμίζει τις χούφτες της και ξεπλένει την ψυχή,
κι αυτό όχι για πολύ, για λίγο,
τόσο όσο χρειάζεται για να έχει ένα λόγο να ζει και να ελπίζει,
εκεί, η Lilou, για να γλιτώσει,
από το θέλω, πήγαινε στο μπορώ, τακτοποιώντας
τη ζωή στον πάγκο της,
στη Marche Buci.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης / Ζωή Δικταίου / Παρίσι, Ιούνιος 2022

Darcy

Από το φεγγίτη, αψηφώντας τις πιθανότητες γλιστράει μποέμικα,
τρέμει στο κρύο τζάμι το φως του φεγγαριού,
τη συμμαχία νοσταλγίας και σιωπής
τέμνουν οι λάμψεις που πάλλονται στο σαλόνι,
η Darcy, μετά την περιήγησή της στο μουσείο,
μαθητεύει στη νύχτα, στην τέχνη,
στην ειλικρίνεια που έχει το ολόγυμνο σώμα της
ακούγοντας το δίσκο  του Erik Satie,  Gymnopédies.

Μια κούπα πράσινο τσάι,
ένα κρουασάν στο κρυστάλλινο πιατάκι,
το βαζάκι πορσελάνης με τη μαρμελάδα,
η μικρή λινή πετσέτα,
όλα τακτοποιημένα πάνω στον ασημένιο δίσκο.

Άναψε το πορτατίφ,
κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα,
«Maurice Utrillo», ψιθύρισε.

Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα που είχε αγοράσει,
παρατήρησε πιο προσεκτικά τα έργα του,
καταλάβαινε γιατί είχε αγαπηθεί τόσο,
γιατί η γιαγιά της επέμενε
πως ολόκληρη η τέχνη του, είναι μια ευανάγνωστη μετάφραση
της σκέψης πολλών απλών ανθρώπων,
πως, τα τοπία του, μαζί με τα συναισθήματα που γεννούν,
σου επιβάλλουν και την ομορφιά του ταξιδιού,
ενός ταξιδιού μοναδικού στο χρόνο
φτάνει να μην είσαι μόνο φιλότεχνος, αλλά και «ολίγον οινόφιλος» ,
το δεύτερο το τόνιζε κλείνοντας το μάτι.

Σήκωσε το φλυτζάνι, απόλαυσε μια γουλιά,
γύρισε την κλεψύδρα,
η άμμος άρχισε να τρέχει, προλάβαινε,
η γιαγιά, στη φωτογραφία, καθιστή στην καρέκλα,
φορούσε πράσινη φούστα και κοντομάνικο πουκάμισο,
η μητέρα της, όρθια,
στο εμπριμέ μακρύ της φόρεμα,
μπορούσε να διακρίνει τη λεπτή μεταξωτή δαντέλα,
αυτή στις ραφές και στα βολάν,
ρομαντική υπενθύμιση μιας άλλης εποχής,
η γιαγιά ήταν εκείνη που διάλεγε τα υφάσματα και έραβε τα ρούχα της…

Χαμογελαστές και οι δύο, ίδιο χτένισμα,
τα ίδια λεπτά χείλη, τα ίδια μακριά λεπτά δάχτυλα,
διαφορετικοί όμως κόσμοι.
Θυμήθηκε τις διαφωνίες τους, τις ασήμαντες, και τις μεγάλες,
κάποτε αιτία για ένα καυγά, είχε γίνει
η «Suzanne Valadon»,
μητέρα του Maurice Utrillo, ζωγράφος και η ίδια,
«κόρη ανύπαντρης μητέρας, ερωμένη του συνθέτη Erik Satie»
τόνιζε η γιαγιά,
«παθιασμένη επαναστάτρια, μοντέλο, η Valadon, με τη ζωγραφική της
κόντρα στο κατεστημένο, έσπασε τα στερεότυπα της γυναικείας απεικόνισης»,
πεισματικά η μητέρα,
με αυτή τη φράση είχε φουντώσει η αντιπαράθεση…
μετά είχαν πάρει ένα τελάρο
και ζωγράφιζαν από κοινού στο μουσαμά,
η μία πίνοντας λευκό κρασί, και η άλλη τρώγοντας σοκολατάκια.

Γέλασε, «Χρειαζόμαστε τις φωτογραφίες» , μονολόγησε
σίγουρη πως ο χρόνος,
έρχεται κάποια στιγμή που τις βάζει σε κορνίζες,
πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης,
στο πάσο της κουζίνας,
στο μεγάλο τραπέζι, στα κομοδίνα,
ή, πεταγμένες ατάκτως στα συρτάρια,
για να σκοντάφτει το βλέμμα, να πέφτει πάνω τους,
να τις χαϊδεύει,
να αναμοχλεύεις παρελθόν και στιγμές,
πριν η λήθη σε ξελογιάσει κλειδώνοντας
ξεφλουδισμένα παράθυρα και πόρτες της θύμησης.

Δυο ρώγες δάκρυα κρεμάστηκαν στα βλέφαρα,
από την ίδια θέση που καθόταν τράβηξε στην άκρη την κουρτίνα,
έξω, μια ομίχλη πηχτή σαν γάλα χαμήλωνε στο πλακόστρωτο,
τρελαινόταν γι’ αυτή την ατμόσφαιρα,
απολάμβανε το πώς μπορούσε να μετουσιώνεται σε μυστήριο το ασαφές,
προσδίδοντας μυθικές διαστάσεις στα δέντρα, στα κεραμίδια,
στα δαιδαλώδη σοκάκια,
στους κήπους, στα εμβληματικά κτίρια, στα μικρά καφέ,
στα κιτρινισμένα φύλλα της κληματαριάς,
στην ψυχή της, ψυχή από την ψίχα της Μονμάρτης.

«Χρειαζόμαστε τις φωτογραφίες»,
ξαναγύρισε την κλεψύδρα, η Darcy,
σηκώθηκε,
αλλάζοντας θέση ο μαύρος γάτος μετακινήθηκε μαζί της,
πήρε μια παρτιτούρα από τη βιβλιοθήκη,
ζέστανε τα χέρια της στη μικρή θερμάστρα,
κάθισε στο πιάνο,

Erik Satie — Gnossienne No.1…

Μονμάρτη, Ιούνιος 2022

Charilyn

Γερνούσε, κουρασμένη, μα ήσυχη πια,
στην ασφάλεια μιας σοφίτας του έκτου ορόφου,
στο όγδοο διαμέρισμα του Παρισιού,
στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα,
επιθυμίες, όνειρα, λαχτάρες, όλα είχαν πεθάνει.

Στην πόρτα, είχε κρεμάσει μια μικρή χαλκογραφία,
κάθε φορά που πήγαινε να την ανοίξει, διάβαζε,
«τώρα επιτέλους ζήσε, ζήσε, ζήσε…»

Πάλευε να μην ξυπνήσουν τα φαντάσματα,
να μην αφήσει ν’ αναδυθούν στη μαρμαρυγή της όχθης
εκεί που έλιωνε το φως του φεγγαριού,
δεν ήθελε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην καταφρόνεση,
ούτε να βρουν τρόπο εκείνες οι σπαταλημένες μέρες,
να διεκδικήσουν μερίδιο.

Μετρούσε το έλλειμμα της αγάπης στα δύο κομμένα δάχτυλα
του αριστερού χεριού,
τα είχε κρατήσει ενθύμιο ο πρώτος εραστής και κατοπινός νταβατζής της,
θυμόταν με τρόμο την απειλή,
τα λόγια του, της τρυπούσαν ακόμη τα τύμπανα,
‑καίτοι νεκρός-
σαν από κακογραμμένη μαγνητοταινία.

Μετρούσε, στις σελίδες του ημερολογίου της,
το πικρό φλιτζάνι του έρωτα, που είχε πιει ως τον πάτο,
τις γροθιές στο στομάχι κάθε φορά που αρνιόταν,
χάπια, αλκοόλ, χασίς,
βαριά μυστικά και ανομολόγητες ιστορίες,
βγαλμένες από την υγρή και αποπνικτική ατμόσφαιρα των υπονόμων.

Μετρούσε, τη βία, σημειώνοντας πάνω στο χάρτη
τα μπουντρούμια των πληρωμένων συνευρέσεων,
μετρούσε, τη σκοτεινή πλευρά της «Πόλης του Φωτός»
στις χοντρές κηλίδες που άφηνε ο ιδρώτας και το αίμα
στα βρόμικα σεντόνια,
μετρούσε, το φόβο,
στο στοιχειωμένο παράπονο που κατάπινε μαζί με το λυγμό
κάθε φορά που την πουλούσαν, φτηνό εμπόρευμα,
κάθε φορά, που πλαγιάζοντας με κάποιον
βγάζοντας το σφικτό κορσέ με τις μπανέλες
βυθιζόταν στην άβυσσο και όχι στην ηδονή.

Μετρούσε, στους ωροδείχτες,
τις συμφορές που της είχε τάξει η μοίρα, ερήμην της,
μετρούσε, τους χάρτινους αγγέλους στα τετράδια,
και στα διπλωμένα τους φτερά, την οδύνη της να είναι γυναίκα.

Έβγαλε το κόκκινο μαντίλι,
κοίταξε στον καθρέφτη, τα ολόλευκα μαλλιά της,
μαζεμένα πίσω, σε κλασσικό σινιόν,
ως να μην παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον το πρόσωπο,
αποστρέφοντας το βλέμμα από το είδωλο της,
γύρισε την πλάτη,
σέρνοντας αργά τις χνουδωτές παντόφλες στο πάτωμα,
απομακρύνθηκε λίγα μόλις βήματα,
πλησίασε, άνοιξε το ένα μόνο φύλλο στο παράθυρο,
αφήνοντας το μαντίλι της να παρασυρθεί στον άνεμο
με την ίδια απορία που έχουν αιώνες, οι περισσότερες γυναίκες,
«γιατί να είναι τόσο σκληρή, τόσο άδικη η ζωή…», ψιθυριστά,
θαρρείς και φοβόταν πως κάποιος που όριζε ακόμη την τύχη της
μπορούσε να ακούσει,
έτριψε αμήχανα τα οκτώ δάχτυλα στα χέρια,
χάιδεψε με συμπόνια εκείνα του αριστερού χεριού,
μετά, αφέθηκε, ακολουθώντας με το βλέμμα το φευγιό του μαντιλιού.


Το έβλεπε να πετάει από σοφίτα σε σοφίτα και από μπαλκόνι σε μπαλκόνι,
να μπερδεύεται στις ζαρτινιέρες με τα γεράνια και τις πρασινάδες,
να περνά ανάμεσα από κάγκελα και κεραίες,
ύστερα να τινάζεται πιο ψηλά, πάνω από τις καπνοδόχους,
και πάνω από τις στέγες,
ψηλά, πολύ ψηλά,
ώσπου με μια ξαφνική ριπή, αφού στροβιλίστηκε κάμποσο,
περνώντας ξυστά από το γλυπτό διάζωμα της Μαντλέν,
χαμήλωσε, αγκάλιασε έναν από τους 52 κίονες στο περιστύλιο,
δεν ήταν γραφτό, γλίστρησε απαλά στο επόμενο φύσημα,
και τέλος, προσγειώθηκε στο φανοστάτη.

Αλλάζοντας αστραπιαία το κίτρινο της λάμπας σε αμυδρό κόκκινο,
έκανε τους περαστικούς, τουρίστες και μη,
να σταθούν καχύποπτα, με περιέργεια,
δεν άκουγε τι έλεγαν,
υπέθετε όμως από τις χειρονομίες
ποιες μπορεί να ήταν οι σκέψεις τους.

Πώς λοιπόν να μη φέρει στο μυαλό της τη Ραχάμπ,
διάσημη εταίρα της Ιεριχούς,
αυτή πρώτη, μετά από προειδοποίηση του διαδόχου του Μωυσή,
είχε κρεμάσει ένα σκοινί βαμμένο σε χρώμα άλικο, στην εξώπορτα,
σημάδι, για να γνωρίζουν
ποιο σπίτι δεν έπρεπε να παραδώσουν στις φλόγες οι Ισραηλίτες,
κάπου το είχε διαβάσει, αδιάφορο οπωσδήποτε,
το σκέφτηκε όμως,
θαρρείς και ο ναός, ή, η ίδια η Μαντλέν,
κινδύνευαν από την είσοδο κάποιων,
οπότε αυτό το διαφορετικό,
το δηλωμένο ως φως των οίκων ανοχής και ενοχής,
ίσως και να τους εμπόδιζε…

Ένα ρίγος που διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, την ανάγκασε
να κουμπώσει τα φιλντισένια κουμπιά της ζακέτας μέχρι επάνω,
της φάνηκε τουλάχιστον αστείο,
το ότι στην προοδευτική απογύμνωση του κόσμου
και της χρεοκοπημένης αρετής,
εκείνη, η Charilyn,
η παρά τη θέλησή της πόρνη,
που την είχαν ξεγυμνώσει άγαρμπα τόσες φορές,
αισθανόταν ακόμη ντυμένη…

Parc Monceau, Ιούνιος 2022

Maid

Στον καιρό μας, καιρός των συκοφαντημένων αθώων,
τυλιγμένη στη φθινοπωρινή πάχνη, μια κουρούνα,
ρεμβάζοντας από το παρτέρι τη τζαμαρία, περίμενε το μερίδιο της
από το πρωινό της Maid.

Στη μικρή κουζίνα είχε ετοιμάσει ζεστή πικρή σοκολάτα,
τρεις κουταλιές κακάο και μια κουβερτούρα,
πρόσθεσε λίγο μέλι όσο ήταν ακόμη στο μπρίκι,
την αρωμάτισε με κανέλα,
συμπληρώνοντας λίγες σταγόνες Grand Marnier
έσκυψε πάνω από τον ατμό ανασαίνοντας βαθιά το άρωμα.

Γέμισε το μεγάλο φλιτζάνι, ενθύμιο,
μια μικρή ραγισματιά
στο χείλος, την είχε καλύψει με λιωμένο ασήμι,
κάθε φορά όμως που την άγγιζε, θυμόταν,
το σημάδι από ένα τραύμα,
‑απόρροια μιας συμπλοκής- , που είχε η γιαγιά της στα χείλη.

Έκοψε τέσσερις λοξές, πλαγιαστές φέτες από τη μπαγκέτα,
που είχε ήδη τσιμπολογήσει στη διαδρομή από το φούρνο στο σπίτι.

Ανοίγοντας το γυάλινο βάζο με το βούτυρο, «μόνο τόσο λίγο…»,
πριν προλάβει να κάνει ένα μορφασμό δυσφορίας
για το ελάχιστο του βάζου,
θυμήθηκε και πάλι τη γιαγιά,
«όσο πιο λίγο μένει, τόσο περισσότερο απλώνεται…»

Μια ματιά στο δρόμο, πρόσεξε τα φύλλα στις δεντροστοιχίες,
τόσο μικρά κι όμως λίκνιζαν τον άνεμο,
στάθηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο,
η κουρούνα εξοικειωμένη είχε πλησιάσει στο γείσο,
ανεβοκατεβάζοντας το ράμφος προτιμούσε τη βρόμη,
από τα ψίχουλα.

«Υποκλίνομαι πρώτα στα φτερά, και μετά στα θέλω σου»,
ο ψίθυρος,
το τραγούδι από την πλατεία Place du Tertre,
με τη φωνή του Yves Montand, «Le Temps des Cerises»,

ποίηση του Jean Baptiste Clément,
«ένα μόνο τραγούδι», πόσες αναμνήσεις,
και όλα τα κρίματα του θεού, στους αγώνες.

Η Maid, θα συνέχιζε να υμνεί, τη μίμηση του ωραίου ως πρέπον,
θα συντηρούσε με όποιο κόστος,
την ανάγκη της να μείνει στρατευμένη στην τέχνη,
και με αυτή, την τέχνη, ονειρευόταν,
να φτάσει σε βαθιά γεράματα με το ρολόι της ακούρδιστο,
να αφήνεται στο φως,
να διαμαρτύρεται στους δρόμους,
να μαθητεύει σε απορίες και λάμψεις περπατώντας στη βροχή,
να γοητεύεται στον αποδημητικό καιρό
από την ομορφιά του κάρβουνου και των παστέλ,
μα και των αφηρημένων σχημάτων με τα ζωηρά χρώματα,
μέχρι το ταξίδι στη μουσική,
ελεύθερη, αδέσμευτη, πίνοντας πικρή σοκολάτα,
μελετώντας ποιητές,
τους «διερμηνείς των θεών», υποστήριζε ο Πλάτωνας,
να μπορούσε να αισθάνεται την αξία της δημιουργίας,
να αγνοεί, εξουσίες και πρέπει,
να συντάσσεται με την αλήθεια, και τ’ αθέριστα στάχυα του έρωτα.

Όχι, δεν θ’ ανέβαινε ποτέ, η Maid,
στη «χρυσή καρότσα» της βασίλισσας, όχι,
φοβόταν πως ό,τι γυαλίζει οδηγεί στον κατήφορο,
έβλεπε με καθαρά μάτια και ξάστερο νου,
κι είχε ακόμη ο κόσμος, πολλές, «καρότσες και βασίλισσες»,
εξαιρετικά επικίνδυνες
όταν δοξάζονται στο όνομα της λήθης.

Οι προγονικές φωτογραφίες με τα στέμματα
είχαν τόσο, μα τόσο πολύ ξεθωριάσει, για εκείνη,
είχαν σβήσει μαζί με ένα σωρό εθιμοτυπίες, που δε σήμαιναν
τίποτα πια,
αυτό, το φανταχτερό παρελθόν της χλιδής των εστεμμένων,
που πατούσε σε χιλιάδες εγκλήματα και ανοχύρωτες ψυχές,
αυτή η αλαζονεία της απληστίας,
που άνοιγε πληγές,
δεν την άγγιζε,
ούτε καν της κέντριζε την περιέργεια,
ήξερε όμως καλά, πως και στη σύγχρονη εποχή
υπήρχαν αφοσιωμένοι,
κάποιοι, όταν ξυπνούσαν από το αρρωστημένο τους εγώ,
σερνόταν πίσω από τη «χρυσή καρότσα», νέοι και γέροι,
άντρες και γυναίκες,
με τα κίνητρα της κίβδηλης ευημερίας,
για μια δήθεν ειρήνη σε σαθρό υπόστεγο μέλλον,
αγνοώντας πως η πραγματική δύναμη του ανθρώπου,
είναι στο πνεύμα,
και ναι,
ομολόγησε στον εαυτό της,
γοητευμένη από τα άχραντα του φθινοπώρου του βίου της,
«δεν είναι πάντα η εποχή των κερασιών».

 

06 Μαρτίου 2024

Δήμος Μούτσης _ et preterea censeo Carthago delenda est

🎈ΚΚΕ: Αποχαιρετά με συγκίνηση
  τον εμπνευσμένο μουσικοσυνθέτη

Τα ειλικρινή του συλλυπητήρια στην οικογένεια του μουσικοσυνθέτη Δήμου Μούτση, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, εκφράζει το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ. Συγκεκριμένα, αναφέρει:

Αποχαιρετούμε με συγκίνηση τον Δήμο Μούτση, έναν εμπνευσμένο μουσικοσυνθέτη που με το υψηλής ποιότητας έργο του άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη στο ελληνικό τραγούδι συμβάλλοντας σοβαρά στην εξέλιξή του. Με το εμβληματικό έργο του ”Άγιος Φεβρουάριος” του 1971, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και με ερμηνευτές τους Δημήτρη Μητροπάνο και Πετρή Σαλπέα, άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική δισκογραφία.

Ο Δήμος Μούτσης αντιμετώπιζε με ταπεινότητα, μέτρο και αυτογνωσία τη δημιουργία του. Αρνούμενος την επανάληψη αναζητούσε πάντα να φέρει κάτι νέο και πρωτότυπο στη μουσική του. Αυτή του η δημιουργικότητα είναι που του επέτρεψε να κατοχυρώσει ένα εντελώς προσωπικό στίγμα.

Τα πασίγνωστα τραγούδια του ‑συχνά με στίχους σπουδαίων στιχουργών μας- πολυαγαπιούνται από το μεγάλο λαϊκό κοινό, τραγουδιούνται όχι μόνο στις παρέες, αλλά και στις εργατικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Δίπλα σ’ αυτά ο Δήμος Μούτσης μας αφήνει και ένα έργο υψηλών απαιτήσεων με εξαιρετικές μελοποιήσεις σε έργα κορυφαίων ποιητών μας. Αξέχαστος θα μας μείνει κι αυτός και τα τραγούδια του.

Το ΚΚΕ εκφράζει τα ειλικρινή του συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του».

Παιδί μιας παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά (σσ. το 1938), που το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης ο Δήμος Μούτσης, στα επτά του χρόνια «απαίτησε» να μάθει μουσική, κάτι αδιανόητο για ένα παιδί της εποχής που δεν ήταν ούτε πλούσιο, ούτε καν ζούσε σε περιβάλλον που νάχε σχέση με τα μουσικά πράγματα! Όμως η «προηγμένης τεχνολογίας μάνα» τον έγραψε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο». Ξεκινώντας λοιπόν από κει, κάνοντας βιολί με τη γνωστή ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλία Ιατρίδη που ήταν και δασκάλα βιολιού και τελειώνοντας αργότερα τις μουσικές του σπουδές απ’ το Ωδείο Αθηνών μ’ ένα πρώτο βραβείο παμψηφεί, ο Δήμος Μούτσης ξεκίνησε την περιπετειώδη ανήσυχη και δημιουργική του διαδρομή στην ελληνική μουσική, προς τα τέλη της δεκαετίας του 60, εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς.

Ύστερα από μια ολόκληρη ιστορία μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, 50 περίπου τον αριθμό, σε δίσκους 45 στροφών με συμμετοχή γνωστών, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς – Γαλάνη) φτάνει στο 1971, όπου με τον «Άγιο Φεβρουάριο», ένα πολύ σημαντικό έργο, τελειώνει νοηματικά και μορφολογικά, όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα μ’ αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στη μετέπειτα Ελληνική δισκογραφία. Ακολουθούν ακόμα 2 δίσκοι με λαϊκά τραγούδια, ο «Συνοικισμός Α» κι οι «Στροφές» και το ’74 με τη μεταπολίτευση, ένα ακόμα σημαντικό L.P. οι «Μαρτυρίες» με διάφορα σπουδαία τραγούδια, “κομμένα” μέχρι τότε από τη λογοκρισία.

Το 1975 επιχειρεί την «Τετραλογία», με πρωτοεμφανιζόμενη την Α. Πρωτοψάλτη, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, αποφασίζοντας να αναμετρηθεί με θηριώδη κείμενα της ελληνικής ποίησης (Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο). Εδώ, έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούσει κανείς αυτό το έργο, και στην ορχηστρική του εκδοχή. Αν αφαιρούσαμε δηλαδή τις φωνές, ίσως και να παιρνε, μιάν άλλη διάσταση. Τίποτα απ’ όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν στον «πολύπαθο χώρο» της μελοποιημένης ποίησης δε μοιάζει μαζί του. Η εντυπωσιακή ενορχήστρωση (κι εδώ αποδεικνύεται ο σπουδαίος μουσικός) πολύπλοκη και πολύχρωμη, σε κάνει συχνά, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, να ξεχνάς αυτούς τους στίχους, που είναι απ’ τους καλύτερους που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση, και να επικεντρώνεσαι μόνο στη μουσική. Και αυτό το μεγάλο επίτευγμα του Μούτση ελάχιστοι το τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι το κατάφεραν. Ίσως γι’ αυτό σ’ όλες τις λίστες, που κατά καιρούς γίνονται από διάφορους ειδικούς μελετητές κι’ ερευνητές της ελληνικής μουσικής, το απίστευτο αυτό έργο, κατέχει -δικαίως- μια απ’ τις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη των σημαντικότερων κύκλων.

Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία» μουσική απ’ το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», και το ’79 το «Δρομολόγιο». Όμως παρ’ όλα τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιέχονταν στους δυο αυτούς κύκλους, και τις ενορχηστρωτικές εκπλήξεις της» Εργατικής συμφωνίας», για όσους γνωρίζουν καλά τον Μούτση και την μέχρι τότε δουλειά του, θα καταλάβουν πως εδώ, και για διαφορετικούς λόγους, σα να μην είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Κατ’ αρχήν, η πρώτη μεγάλη παύση (3 ολόκληρα χρόνια), κι ύστερα μια χαλάρωση, που κανείς δεν την περίμενε, και που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δείξει ο Μούτσης. «Φοβάμαι ότι θ’ αρχίσω να επαναλαμβάνομαι», είχε πει κάποτε, «Φοβάμαι και δεν το θέλω καθόλου»

Και να το «Φράγμα» 1981 με τον Τριπολίτη. Μια στροφή 180 μοιρών, θα λεγε κανείς : «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», κι ένας Μούτσης απ’ την αρχή. Μια ιδεολογική μουσική κι’ αισθητική πρόταση, που σ’ όλα τα επίπεδα είχε να προτείνει κάτι φρέσκο και νέο, και το πέτυχε. Και δικαιώθηκε στο χρόνο, και δημιούργησε «σχολή» ανοίγοντας συγχρόνως στον εαυτό του το δρόμο, γι’ αυτή την τόσο πολυσυζητημένη μετέπειτα, μοναχική του πορεία.

Για τους πάρα πολλούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο του Δήμου Μούτση, τη στάση του που θυμίζει το «Όσο μπορείς» του Καβάφη, ακόμα και την «Ηχηρή» σιωπή του που ανά πάσα στιγμή περιμένουμε να σπάσει και να μας αποκαλύψει το επόμενο του αριστούργημα, οι στίχοι του, η δραματικότητα και αγωνία στην ερμηνεία του, η μουσική που έγραψε στην προσωπική του τριλογία ΕΝΕΧΥΡΟ – ΝΑ…! – ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΛΟΙΠΟΝ! , όλα αυτά μαζί και ιδιαίτερα, αποτελούν μιαν αρκετά ικανοποιητική εξήγηση για το ΓΙΑΤΙ έχει τόσα χρόνια να μας δώσει ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών. Αυτό βέβαια καλύπτει τη μισή αλήθεια. Ίσως η άλλη μισή να κρύβεται σε μια παλαιότερη δήλωση του, που δείχνει την ταπεινότητα, το μέτρο και την αυτογνωσία με την όποια αντιμετωπίζει το έργο του: «Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί μου γίνεται πιο συνειδητή, ίσως γιατί από τιμιότητα, χρειάζομαι περισσότερες διευκρινήσεις»
                     Σταύρος Καρτσωνάκης

Δήμος Μούτσης
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει _
Εκδόσεις
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ _Σελίδες 83

Το βιβλίο περιέχει άπαντες τους στίχους του γνωστού τραγουδοποιού. Στην καλαίσθητη έκδοση, ο αναγνώστης θα βρει συγκεντρωμένα τους στίχους των δίσκων "Ενέχυρο" (1983), "Να!" (1987), "Ταξιδιώτης" (1990) και "Για πούλημα λοιπόν" (1994), μαζί με φωτογραφικό υλικό και χειρόγραφα του δημιουργού. Ο λόγος του Μούτση, φορτισμένος ιδεολογικά και ποιητικά, λειτουργεί σαφώς και έξω από τη μουσική του, ως αυτοτελές ποιητικό έργο. Σε μια εποχή όπου η ελληνική στιχουργική περνάει βαθιά κρίση, θα ήταν χρήσιμο σε κάθε ακροατή και ειδικά στους νέους και τις νέες να προσεγγίσουν αυτά τα κείμενα. Τα τραγούδια του Μούτση που περιλαμβάνονται στη συλλογή αποτελούν κορυφαία δείγματα ευαισθησίας ενός μεγάλου δημιουργού της Αριστεράς.

Από το βιβλίο "Μια φυσαρμόνικα που κλαίει", αναδημοσιεύουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Πρόλογο του Σταύρου Καρτσωνάκη:
Τελευταία στριφογυρίζει στο μυαλό μου διαρκώς μια στροφή του Δήμου Μούτση: "Κι ειν' οι φωνές μας στον αέρα. Αλήθεια:-Ποια 'ναι η αλήθεια. / Έτσι που ζεις από συνήθεια, μια μέρ' ακόμα και μια μέρα". Οι στίχοι του Μούτση υπήρξαν πάντα τυπωμένοι στα εσώφυλλα των τριών τελευταίων του έργων, των απολύτως "προσωπικών" του. Δείγμα ασφαλώς του πόσο ο ίδιος θεωρεί τους στίχους αυτούς απαραίτητους και αλληλένδετους με τη μουσική του. Ασφαλώς μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως αυτονομημένοι, ως ποιητικά δηλαδή κείμενα. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο για κάθε ακροατή, σήμερα που ο στίχος στο ελληνικό τραγούδι δεινοπαθεί, να σκύψει πάνω σ' αυτά τα κείμενα και οπωσδήποτε θα βγει πολλαπλά κερδισμένος. Οι πρώτες λέξεις που έρχονται αμέσως στο νου και στην καρδιά όταν ακούς ή διαβάζεις αυτούς τους στίχους (δηλαδή τη σκέψη) του Μούτση είναι: λιτότητα, ελληνικότητα, ευαισθησία, αξιοπρέπεια, δηκτικότητα, μοναχικότητα, τρυφερότητα, άμυνα, ευγένεια και απογύμνωση. Αυτό δηλαδή που αποπνέουν και τα τραγούδια του αγαπημένου του Μάρκου. Είμαι ευτυχής που θα έχουμε τη χαρά να (ξανα)διαβάσουμε συγκεντρωμένους στην έκδοση αυτή τους στίχους ενός τόσο σημαντικού δημιουργού. Μακάρι να ακολουθήσουν κι άλλοι στίχοι, κι άλλα τραγούδια, κι άλλα έργα. Μακάρι το βιβλίο αυτό να γίνει κάποτε λίγο μεγαλύτερο. Δήμο Μούτση, όπως κάποτε έγραψες στους στίχους σου "Ο απέναντι μ' ακούει, με κοιτάζει και μετά / μου θυμίζει κάτι λόγια - κάτι λόγια γνωστά - ωραία κι αληθινά". Τα δικά σου τα λόγια...
           Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης

Οι στίχοι του Δήμου Μούτση υπήρχαν πάντα τυπωμένοι στα εσώφυλλα των τριών τελευταίων του έργων, των απολύτως «προσωπικών» του. Δείγμα ασφαλώς του πόσο ο ίδιος θεωρεί τους στίχους αυτούς απαραίτητους και αλληλένδετους με τη μουσική του. Ασφαλώς μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως αυτονομημένοι, ως ποιητικά δηλαδή κείμενα. Θα ήταν χρήσιμο για κάθε ακροατή, σήμερα που ο στίχος στο ελληνικό τραγούδι δεινοπαθεί, να σκύψει πάνω σ' αυτά τα κείμενα και οπωσδήποτε θα βγει πολλαπλά κερδισμένος. Οι πρώτες λέξεις που έρχονται αμέσως στο νου και στην καρδιά όταν ακούς ή διαβάζεις αυτές τις λέξεις (δηλαδή τη σκέψη) του Δήμου Μούτση είναι: λιτότητα, ελληνικότητα, ευαισθησία, αξιοπρέπεια, δηκτικότητα, μοναχικότητα, τρυφερότητα, άμυνα, ευγένεια και απογύμνωση _οπισθόφυλλο του βιβλίου

Δισκογραφία

·       Μια φυσαρμόνικα που κλαίει \ Δήμος Μούτσης

·       Κάποιο καλοκαίρι   1968

·       Ένα χαμόγελο   1969

·       Άγιος Φεβρουάριος   1972

·       Συνοικισμός Α’   1972

·       Στροφές   1973

·       Πρώτη Εκτέλεση   1973

·       Μαρτυρίες   1974

·       Τετραλογία   1975

·       Εργατική συμφωνία   1976

·       Το δρομολόγιο   1979

·       Φράγμα   1981

·       Ενέχυρο   1983

·       Να!   1987

·       Ταξιδιώτης του παντός   1990

·       Για πούλημα λοιπόν   1994

Επανακυκλοφορίες-Συλλογές

·       Ηρώδειο, Ζωντανή Ηχογράφηση   1999

·       Οι 100 μεγάλες ηχογραφήσεις του αιώνα – Τετραλογία   2000

·       Τα τραγούδια του Δήμου Μούτση (remasters)   2006

·       Ταξιδιώτης του παντός – 4 δεκαετίες τραγούδια (Κασετίνα)    2009

Τα 45άρια του

·       Κάποιο Καλοκαίρι

·       Ένα Χαμόγελο

·       Άγιος Φεβρουάριος

·       Συνοικισμός Α’

·       Στροφές

·       Πρώτη Εκτέλεση

·       Μαρτυρίες

·       Τετραλογία

·       Εργατική συμφωνία

·       Το δρομολόγιο

·       Φράγμα

·       Ενέχυρο

·       Να!

·       Ταξιδιώτης του Παντός

·       Για πούλημα λοιπόν

·       Μεγάλες Ερμηνείες

·       Χρυσές επιτυχίες

·       Ηρωδειο

·       Οι 100 μεγάλες ηχογραφήσεις του αιώνα – Τετραλογία

·       Τα τραγούδια του Δήμου Μούτση

Γεννήθηκε στον Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 - 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, σε ένα καφέ - ζαχαροπλαστείο που ήταν παλιό στέκι καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου σύχναζαν και οι δύο.

Το 1967 άρχισε ο Νίκος Γκάτσος να δίνει στίχους του στον Μούτση και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός». Είχε γράψει πρώτα αυτός την μουσική και ρώτησε ευγενικά τον Γκάτσο αν ήθελε να βάλει τους στίχους, όπως και έγινε. Το τραγούδι αυτό το ερμήνευσε ο Σταμάτης Κόκοτας. Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 με το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια»).

Το 1970 ανέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διεύθυνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με ερμηνεία απο τον Μητσιά.

Ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, που έγραψε ο Μούτσης, ερμηνευμένων από παλαιούς και νέους τραγουδιστές, όπως ο Μητσιάς και η Γαλάνη και τα άλμπουμ «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο», φτάνει στο «Άγιος Φεβρουάριος», που ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1971 και κυκλοφόρησε αρχές του 1972. Στους στίχους ο Μάνος Ελευθερίου και ερμηνευτές οι Δημήτρης Μητροπάνος και Πετρή Σαλπέα. Ένα πολύ σημαντικό έργο που σφραγίζει όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα με αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στην Ελληνική δισκογραφία. Στον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» εκτός από το ομώνυμο τραγούδι θα ακούσουμε κι άλλα μεγάλα τραγούδια όπως: «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά», «Η σούστα πήγαινε μπροστά», «Άλλος για Χίο τράβηξε» και άλλα.

Το 1972 ο «Συνοικισμός Α» με στίχους κυρίως των: Γιάννη Λογοθέτη (που είχε και το ψευδώνυμο Γιάννης Μιχαηλίδης) αλλά και Γκάτσου, Ελευθερίου και Βαρβάρας Τσιμπούλη. Ερμηνευτές τους Αντώνης Καλογιάννης και Βίκυ Μοσχολιού (μουσική απ το θεατρικό έργο «50 χρόνια δάκρυα 50 χρόνια γέλιο»). Στο «Συνοικισμός Α» θα ακούσουμε αρκετές μεγάλες επιτυχίες όπως το πασίγνωστο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», «Έτσι ειν' η ζωή» με την Μοσχολιού, «Στο παράθυρο αγναντεύοντας» με τον Καλογιάννη, το λαϊκό ορχηστρικό «Ο χορός της λεβεντιάς» κλπ. Το 1973 κυκλοφορούν οι «Στροφές», άλλη μια λαϊκή και συνάμα πολύ μελωδική δίσκογραφική δουλειά του Δήμου Μούτση. Με μόνη ερμηνεύτρια την Βίκυ Μοσχολιού και στίχους Πυθαγόρα, Λογοθέτη, Ελευθερίου, αλλά και Γκάτσου. Εκεί θα ακούσουμε επιτυχίες όπως: «Αγκαλιά και πλάι πλάι», «Και γειά χαρά», «Μια βραδιά στη Λάρισα», «Εγώ είμ' εγώ» και το ατμοσφαιρικό «Στους μπαξέδες» που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη.

Το 1974 στη μεταπολίτευση, «Μαρτυρίες», που περιλάμβανε τα τραγούδια του Μούτση που είχε κόψει η λογοκρισία της χούντας σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και τραγουδιστές το Μανώλη Μητσιά, τη Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές και το Χρήστο Λεττονό. Το 1975 κυκλοφορεί την «Τετραλογία», ένας πρωτοποριακός κύκλος μελοποιημένης ποίησης βασισμένος σε ποιήματα των Κ.Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά, τον Χρήστο Λεττονό και με την πρωτοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία». Το 1979 κυκλοφορεί το «Δρομολόγιο» πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με την ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. Στο «Δρομολόγιο» θα ακούσουμε κομμάτια όπως «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», «Μακρυνή της αγάπης ώρα», «Ελλάδα Ελλάδα», «Στ΄ Αγιον Όρος» κλπ.

Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Με τραγούδια όπως: «Δε λες κουβέντα», «Delenda est (Ερηνούλα μου) », «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Νταλίκα» κλπ. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από την μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλου με τον Δήμο Μούτση να τραγουδάει μόνο το ρεφρέν από το πασίγνωστο «Δε λες κουβέντα». Οι ηλεκτρικές μπαλάντες του δίσκου τραγουδήθηκαν από τον ίδιο τον συνθέτη. Στην ίδια δουλειά επίσης ο Δήμος Μούτσης τραγούδησε μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κουβεντούλες με τον Φρόιντ».

Το 1983 με το «Ενέχυρο» εγκαινιάζει την μοναχική πορεία. Το 1987 ακολουθεί το «Να!» που περιέχει και τα πολύ γνωστά του τραγούδια «Το όνειρο» και το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει». Το 1990 «Ταξιδιώτης του παντός» με τη Νανά Μούσχουρη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος δίσκος που έγραψε για άλλο τραγουδιστή πλην του ιδίου. Το 1994 επέστρεψε με το «Για Πούλημα Λοιπόν!» πάλι με στίχους και ερμηνεία δική του. Το 1999 ο Δήμος Μούτσης συνεργάστηκε ξανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Δήμητρα Γαλάνη σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο στην οποία τραγούδησαν μαζί παλαιότερες και νεότερες επιτυχίες του μεγάλου δημιουργού. Μια πολυαναμενόμενη δουλειά του με ερμηνεύτρια τη Χαρούλα Αλεξίου δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ!

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ (ΕΡΤ)
ΕΚΠΟΜΠΗ ΠΡΟΒΑ ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ (1987)

  Επίσημος Ιστότοπος Δήμου Μούτση

Θα σου πάρω βιολιά και ένα ντέφι γλυκό να σου παίζουν

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

Mεταξύ μας όπως βλέπεις τα περιθώρια στενεύουν

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

Τις καμμένες πόλεις, τα νεκρά παιδιά θυμάμαι και το αίμα

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

και η δικιά μου η ζωή, δίχως νόημα δίχως φωνή και μ’ άδειο βλέμμα

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

Πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα και οι μισθοφόροι που σε κυβερνούν

πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα, οι ίδιοι αύριο θα σε δικάζουν

και "Χαίρε, Καίσαρα μελλοθάνατε" θα σου πουν

αυτά που λες, "et preterea censeo Carthago delenda est"

Με τρομάζεις σαν των γηπέδων τις φωνές και τις σημαίες

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

φοβισμένος σε κοιτάζω διπλωμένες κρατώντας τις κεραίες

Αχ Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

Πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα και οι μισθοφόροι που σε κυβερνούν

πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα, οι ίδιοι αύριο θα σε δικάζουν

και "Χαίρε, Καίσαρα μελλοθάνατε" θα σου πουν

αυτά που λες, "et preterea censeo Carthago delenda est"

(σσ. και επιπλέον, θεωρώ ότι η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί)

Ξεκινάς να με βρεις κι όλο πέφτεις θαρρείς σ’ ένα τοίχο

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου…
και ερωτεύεσαι εκεί δίχως χρώμα, δίχως οσμή και δίχως μύθο

Αχ Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου

Πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα και οι μισθοφόροι που σε κυβερνούν

πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα, οι ίδιοι αύριο θα σε δικάζουν

και "Χαίρε, Καίσαρα μελλοθάνατε" θα σου πουν

αυτά που λες, "et preterea censeo Carthago delenda est"

Αλλά εγώ Θα σου πάρω βιολιά και ένα ντέφι γλυκό να σου παίζουν

Ερηνούλα μου, Ερηνούλα μου...