Χριστούγεννα 1974, χρονιά σημαδιακή για την αστική διαχείριση στη χώρα μας _ “εναλλαγής” όπως από την πρώτη στιγμή τόνισε το Κόμμα, είμαστε επικεντρωμένοι στο στήσιμο κομματικών οργανώσεων ΚΚΕ και ΚΝίτικων…17 Νοέμβρη είχαν γίνει οι εκλογές _εμείς “Ενωμένη Αριστερά” τότε, σημεία των καιρών και όλα “ήταν αλλιώς”
Λίγο πριν από την πτώση της δικτατορίας “Ταμπούρι” και “Λημέρι” στην Πλάκα συναγωνίζονταν …εμείς και στα δύο πηγαίναμε _ το “Ταμπούρι” μάλιστα ήταν εκείνο που 19-Σεπ-1975 άνοιξε τις εκδηλώσεις για το 3ήμερο πρώτο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, στο γήπεδο του Ζωγράφου. Οι μπουάτ τότε _χώρος πολιτισμού της 10ετίας του 1960, είχαν αναδειχτεί σε πόλους προοδευτικής μάζωξης και βρίσκονταν μόνιμα στο στόχαστρο του αστικού κράτους. Στο Αντάρτικο Λημέρι Πάνος Τζαβέλλας μαζί με την σύντροφο και συνοδοιπόρος του τραγουδούσαν Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, κλέφτικα, “διεθνιστικά” (μαύρα μαλλιά …) και πότε πότε πετάγανε και κανένα αντάρτικο.
Κάθε βράδυ πραγματικά μυσταγωγία με δυο παραστάσεις σε μια κατάμεστη αίθουσα, νεολαίοι πολλοί σαν τον υποφαινόμενο, ανάμεσα σε ένα πλήθος προοδευτικών ανθρώπων, πολιτικά στελέχη, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, μαζί με μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές του ΕΑΜ. Ήταν πριν την “αναγνώριση” της Εθνικής Αντίστασης από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως “ενιαίας” και όχι ΕΑΜικής _σημεία των καιρών κι αυτό. Το πολιτικό τραγούδι αποτελούσε συνεκτικό ιστό που συνέδεε ψυχοσυναισθηματικά και πολιτικά ετερόκλητο πλήθος με την μπουάτ του Τζαβέλλα (και όχι μόνο) τόπο συνάντησης ανθρώπων που ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο και κάποιοι αγωνίζονταν για την πραγμάτωσή του. Το 1975 μεταφέρθηκε στη Λήδρα (Πλάκα).
Πάνος Τζαβέλλας
Τα τραγούδια κι η ζωή ενός αγωνιστή
·
Βίντεο
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Πάνο, μπορείτε να καλέσετε τη Νατάσσα Παπαδοπούλου στο 6973-545397
Πάνος Τζαβέλλας
Δημιουργός
πασίγνωστων και αγαπημένων τραγουδιών σε δικούς του στίχους όπως
“Κυρ-Παντελής”, “Ξυπνήστε”, “Μάη μ’ Μάη μ‘”(Χαρούλα Αλεξίου) κλπ. αλλά και του
κομμουνιστή προλετάριου ποιητή Φώτη Αγγουλέ (“Πορεία μέσα στη νύχτα”), ο Πάνος
Τζαβέλλας υπηρέτησε την τέχνη του με σεβασμό, αγωνιστικό παλμό και αγάπη. Γεννήθηκε
το 1925 στην Κοζάνη. Σε ηλικία 18 ετών εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος στον
Εμφύλιο και το 1949 τραυματίστηκε και συνελήφθη. Το 1961 πήγε στη Σοβιετική
Ένωση, όπου παρέμεινε μέχρι το 1964 για θεραπεία, ενώ παράλληλα σπούδασε
μουσική. Το 1965 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να παίζει κιθάρα σε μπουάτ
και καπηλειά.
Μετά την επιβολή της δικτατορίας συνελήφθη, βασανίστηκε στη Νέα Ιωνία και
καταδικάστηκε για την αντιδικτατορική του δράση σε είκοσι χρόνια κάθειρξη.
Αποφυλακίστηκε τρία χρόνια αργότερα, λόγω ανηκέστου βλάβης υγείας.
Από το 1971 μέχρι το 1974 συνεργάστηκε με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή.
Το 1974 άρχισε να τραγουδά τα Αντάρτικα τραγούδια στην Πλάκα, στο μαγαζί Λήδρα.
Και τη δεκαετία του 1980 σε κέντρο της οδού Σόλωνος. Έχει γράψει τα βιβλία ΑΝΤΑΡΤΟ-ROCK,
Εκδ. Ελεύθερος Διάλογος, 1992, Ζιγκ-Ζαγκ στο Δάσος του Θανάτου, Εκδ. Παπαζήση,
2002.
Πέθανε από καρκίνο στις 27 Ιανουαρίου 2009 στην Αθήνα
Ειδικά αφιερωμένο
Κι ήθελε ακόμη πολύ
φως να ξημερώσει. Όμως
εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω Πόσες
φωλιές νερού
να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας
σα σημαία Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το
εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά,
σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο __
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω
Περί Παντελήδων μακριά από κόμματα μην βρουν μπελά “Πατρίς, Θρησκεία και Φαμελιά”…
Ακολουθούν αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ANTAPTO-ROCK και συνεχίζουμε:
«Στις
φυλακές έπεσα νωρίς, απ’ το 1945. Τις καταδίκες όμως σε θάνατο τις άρπαξα όταν
πιάστηκα βαριά τραυματισμένος σαν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας,
τον Ιούλη του 1949.
Προχωρούσαμε κατά μήκος του Αλιάκμονα, στα νότια της Κοζάνης και δυτικά των
Σερβίων. Στόχος μας το αεροδρόμιο. Η νύχτα μάς είχε τυλίξει για καλά κι όλα
ήταν ήσυχα. Κι άξαφνα:
— “Αλτ! Τις ει”;
— “Εσείς τι είστε”;.
— “Εθνικός στρατός”.
— “Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης”!
Πυρά καταιγιστικά κι από τις δυο πλευρές. Σύγκρουση ολιγόλεπτη και άγρια.
Ξαφνικά χάνομαι… Όταν συνέρχομαι νομίζω πως βγαίνω από όνειρο. Νύχτα απαλή
γεμάτη ψίθυρους και μάγια. Ψηλά, αμέτρητα αστέρια, χαμηλά ο Αλιάκμονας που
κελαρίζει, τα αηδόνια ξετρελαμένα, όλα γύρω να μοσχοβολούν κι από καιρό σε
καιρό το απαλό αεράκι να φέρνει στ’ αυτιά μου έναν ουράνιο ήχο από μυριάδες
αλογοκούδουνα. Νιώθω υπέροχα, σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Κάνω να σηκωθώ. Τίποτα.
Κάτι με γαργαλάει στο δεξί μου πόδι. Απλώνω το χέρι μου και ψάχνοντας, πέφτω
στην πληγή. Τα δάχτυλά μου γεμίζουν αίμα. Κάνω το πουκάμισό μου επιδέσμους και
προσπαθώ να δέσω την πληγή. Αδύνατον. Το αίμα τρέχει ποτάμι. Η θέση μου είναι
δεινή. Με πιάνει αγωνία. Αρχίζω να σέρνομαι πάνω στα βράχια που κόβουν σαν
ξυράφια. Λιγοθυμώ, συνέρχομαι. Πάλι αυτή η αίσθηση του ονείρου και της μαγείας.
Σέρνομαι πάλι και πάλι. Λιγοθυμώ, συνέρχομαι. Ακόμα μια ύστατη προσπάθεια.
Σβήνω, χάνομαι… Ώστε αυτό είναι ο θάνατος. (Αργότερα «πέθανα» άλλες τρεις
φορές).
Με το χάραμα με βρήκαν από τα ίχνη του αίματος μέσα σ’ ένα θάμνο, μισόγυμνο και
καταματωμένο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δυο ήλιοι έλαμψαν: ο ένας που ανέβαινε
ψηλά από τον Όλυμπο και ο άλλος που άστραψε από την κάνη του πιστολιού του
ανθυπολοχαγού —πρώην χωροφύλακα στην Κοζάνη— που ήρθε και σφηνώθηκε δίπλα στ’
αυτί μου. Πρόλαβε ο λοχαγός και του κλώτσησε το χέρι.
“Ας
τον σκοτώσουν οι στρατοδίκες”, ούρλιαξε, “όχι εμείς”. Όπως κι έγινε.
_Με μετέφεραν στην έδρα της διοίκησης, έξω από τα Σέρβια.
_Με απόθεσαν σε
μια μεγάλη σκηνή.
_Απέναντί μου ο
διοικητής, ο γείτονας και φίλος Γιάννης Βαγιάτης.
— “Εγώ”.
— “Δεν παραδόθηκα”.
— “Θα γράψω ότι παραδόθηκες”.
— “Θα ελαφρύνεις τη θέση σου”.
— “Δεν θέλω να ελαφρύνω τη θέση μου”.
— “Μην είσαι χαζός”.
— “Δεν είμαι χαζός”.
Ύστερα
ήρθε κοντά μου, μου έσιαξε τις γάζες στο τραύμα μου, μου ’βρεξε με νερό το
πρόσωπο και βγήκε από τη σκηνή για να μην τον ιδώ που δάκρυσε. Αργότερα ο ίδιος
με μετέφερε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Κοζάνης. Είναι μεγάλη δουλειά να κρατάς
την ανθρωπιά σου σ’ έναν εμφύλιο σπαραγμό, όπου ο φανατισμός, το μίσος και τ’
άγρια πάθη θεριεύουν. Ας είναι αυτή η αναφορά, ένας φόρος τιμής σ’ όλους τους
«εχθρούς», τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μας αντιπάλους, που μέσα σ’ αυτή τη
λαίλαπα κράτησαν την ανθρωπιά τους ακέραιη. Η κατάρα της Ελλάδας είναι οι
ξένοι, που ευθύνονται για όλους τους εθνικούς διχασμούς.
Αν είχα παραδεχθεί πως παραδόθηκα, θα είχα απολυθεί ως «αυθορμήτως
παρουσιασθείς» λίγο καιρό μετά, σύμφωνα με τα μέτρα «περί ειρηνεύσεως» της
κυβέρνησης Πλαστήρα. Άλλα όμως είχα στο μυαλό μου κι άλλα μου ’γραφε η μοίρα
μου.
Απ’ το στρατιωτικό νοσοκομείο με μετέφεραν στη σοφίτα ενός στρατώνα. Τέλεια
απομόνωση. Τώρα μπορούσα να ουρλιάζω από τους πόνους και τα βασανιστήρια.
Κανείς δεν μ’ άκουγε. Βρισκόμουν στα χέρια του Α2 του Γ΄ Σώματος Στρατού και
της Ασφάλειας Κοζάνης. Στα χέρια σαδιστών βασανιστών κι αδίστακτων φονιάδων, με
φασιστική ιδεολογία και προπαίδεια.
Μια μέρα βλέπω ασυνήθιστη συμπεριφορά. Σκουπίζουν και σφουγγαρίζουν το πάτωμα, μου βάζουν σεντόνια, ανοίγουν τα παράθυρα και ο γιατρός μου κάνει ένεση παυσίπονη. Έχω τα χάλια μου από τα βασανιστήρια (που δεν λέγονται) κι από την πληγή που έχει κακοφορμίσει. Σε λίγο μπαίνει ένας λοχαγός. Κρατά στο δεξί του χέρι ένα μαστίγιο. Οι πρώτες του λέξεις: «Ρε Τζαβέλλα, είσαι κι ομορφόπαιδο». Είναι ο βασιλικός επίτροπος. Γύρω του σχηματίζουν ημικύκλιο ο δεσπότης Κοζάνης Κωνσταντίνος, ο δήμαρχος Κοζάνης οδοντογιατρός Τέρπου, ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Γιώργος Καρότσης κι ένας ακόμα που δεν τον θυμάμαι, ο διοικητής της Ασφάλειας Κοζάνης Κακαλιάς —φόβος και τρόμος της περιοχής— ο διοικητής του Α2 του Γ’ Σώματος Στρατού και δυο ανώτατοι αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο ένας συνταγματάρχης κι ο άλλος ταξίαρχος, ειδικώς αφιχθέντες από την Αθήνα για την περίπτωση. Μιλάει ο βασιλικός επίτροπος: «Τζαβέλλα, είσαι στα χέρια μας. Δεν μπορεί να σε γλιτώσει κανείς. Ούτε ο βασιλιάς. Απλά πράγματα: μας δίνεις τις αποθήκες που έχετε στα Χάσια για τον εφοδιασμό των δύο μεραρχιών σας του κλιμακίου της Νότιας Ελλάδας και εμείς σου χαρίζουμε τη ζωή». Γύρισε το κεφάλι του στην ομήγυρη. Όλοι συγκατένευσαν. Δεν απάντησα. Είπε μετά κι άλλα. Μίλησαν κι οι άλλοι. Βουβός εγώ, οπότε με πλησιάζει ο δεσπότης —παλιός ενωμοτάρχης— χαμογελώντας. «Έλα Μπανανή (αυτό ήταν το ψευδώνυμό μου) παιδί μου, άσ’ τους αυτούς. Πες τα σ’ εμένα να γλιτώσεις το κεφάλι σου. Είσαι τόσο νέος…». Και μου άπλωσε το χέρι του να του το φιλήσω. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό το χέρι. Δάχτυλα ολόλευκα, μακριά και παχουλά, νύχια περιποιημένα, άρωμα φίνο. Χέρι κοκότας πολυτελείας. Βάζω σημάδι το μικρό του δαχτυλάκι και το δαγκώνω μ’ όση δύναμη μου απέμενε. Έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή. Οι άλλοι όρμησαν καταπάνω μου «Βούλγαρε, αμετανόητε κομμουνιστή, θα πεθάνεις…».
— «Ο λαός…», τόλμησα να πω.
— «Χα, χα, θα πεθάνεις για το λαό
σου», κι έφυγαν ουρλιάζοντας, ίδια λυσσασμένα σκυλιά.
Ύστερα
από λίγο στέλνουν ένα ασθενοφόρο και με παίρνουν. Τρεις βασανιστές πίσω μαζί
μου και δυο μπροστά. Κατηφορίζουμε κατά τα Σέρβια. Σ’ εκείνα τα χωράφια έπαιζα
μικρός. Τώρα ξέπνοος μπροστά στον τάφο. Ο αρχιβασανιστής λοχίας κρατάει το
πιστόλι του στο χέρι και από καιρό σε καιρό, του «πέφτει» δήθεν, αλλά… πάνω στο
τραύμα μου! Πόνος αφόρητος. Λιγοθυμώ. Μου ρίχνουν νερό. Συνέρχομαι. Ύστερα
παίρνουμε την ανηφόρα προς Σαραντάπορο. Ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες. Καθώς
τραντάζομαι, τα σπασμένα κόκαλα του ποδιού μου τρίβονται μεταξύ τους. Πόνος,
πόνος, πόνος. Πάλι λιγοθυμιές και νερά και πάλι το παιχνίδι του λοχία με το
πιστόλι. Έχω παραισθήσεις. Βλέπω ήλιους να λαμπυρίζουν και να χάνονται. Βλέπω
πορτοκαλιές να γέρνουν απ’ το βάρος των καρπών. Απλώνω το χέρι μου να κόψω ένα
πορτοκάλι να δροσίσω τα χείλια μου. Επιτέλους φτάνουμε. Με κατεβάζουν με το
φορείο και μ’ ακουμπάνε στο πεζοδρόμιο.
Μπροστά μου μια πλατεία. Κόσμος πολύς κόβει βόλτες βουβός και τρομαγμένος. Τα
μεγάφωνα στη διαπασών, «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», «των εχθρών τα φουσάτα
πέρασαν» κι άλλα τέτοια κι από πάνω συνθήματα φασιστικά. Νομίζω πως όλα είναι
της φαντασίας μου. Τα βλέπω ανάμεσα σε πορτοκαλιές και ήλιους που χάνονται και
ξανάρχονται. Βάζουν τον κόσμο στην ουρά σε ημικύκλιο. Μένουν έτσι κάμποση ώρα.
Τέσσερις βασανιστές με παίρνουν με το φορείο και με ξαπλώνουν λίγο μπροστά από το ημικύκλιο. Γύρω στρατά, με τις κάνες προτεταμένες, σπρώχνουν τον κόσμο προς τα μένα. Αρχίζουν να με φτύνουν. Άλλος με μίσος, άλλος με πόνο, άλλος γελώντας κι άλλος κλαίγοντας, άλλος με συμπόνια και άλλος με φόβο. Ο καθένας καταπώς ένιωθε. Ξαφνικά μια γριά ξεφωνίζει: «Ο Χριστός! Είναι ο Χριστός!» Ο κόσμος λακίζει, γίνεται χλαλοή, οι φαντάροι πυροβολούν στον αέρα. Ξαναμαζεύουν τον κόσμο και το μαρτύριο ξαναρχίζει. Κλείνω τα μάτια και υπομένω. Πόσο κράτησε αυτή η «παρέλαση»;
Χάνομαι σε δικές μου φαντασιώσεις και παραισθήσεις. Με γέμισαν μύξες και σάλια. Με μεταφέρουν πάλι στο ασθενοφόρο. Ακούω τη φωνή του διοικητή του Α2. «Και τώρα πήγαινε να πεθάνεις για το λαό». Και πήγα.
_Η
δίκη άρχιζε με την κλασική ερώτηση του προέδρου – στρατοδικη:
«Κατηγορούμενε, αποκηρύσσεις το ΚΚΕ και τις παραφυάδες αυτού, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ –
ΕΠΟΝ;»
«ΟΧΙ» ίσον θάνατος. «ΝΑΙ» σήμαινε αθώος. Ακροατήριο, αγορεύσεις δικηγόρων,
απολογία κατηγορουμένων κ.λπ., ήσαν πολυτέλειες.
Μετρούσε το ΟΧΙ ή το ΝΑΙ. Με δίκασαν δυο φορές σε θάνατο παμψηφεί. Μετά από λίγες μέρες, με
πήραν για εκτέλεση. Νύχτα ακόμα μ’ οδήγησαν στο «συνήθη τόπο των εκτελέσεων»,
δίπλα στους στρατώνες. Στρατά, κλαγγές όπλων, πηγαινέλα, διαταγές και οι
μηχανές των αυτοκινήτων να μουγκρίζουν, με τους προβολείς στραμμένους καταπάνω
μου να με τυφλώνουν. Στηρίζομαι σε μια μαγκούρα γιατί μου ’χουν κόψει ήδη το
δεξί μου πόδι. Προσπαθώ να είμαι αξιοπρεπής. Το φόβο μου τον κρύβω βαθιά στα
φυλλοκάρδια μου. Γι’ αυτούς ετοιμάζω ένα τραγούδι και την κραυγή μας τη στιγμή
της ομοβροντίας: «Ζήτω το Κόμμα», «Ζήτω ο Λαός».
Είχε καθιερωθεί την ώρα της εκτέλεσης, οι σύντροφοι να χορεύουν τον αρχαίο συρτό τραγουδώντας «στη στεριά δεν ζει το ψάρι μήτε ανθός στην αμμουδιά και oι Έλληνες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά». Εγώ, όμως, μέσα μου τραγουδάω το «κάποια μάνα αναστενάζει». Αυτό αναβλύζει από την ψυχή μου.
Μυστήριο πράγμα ο άνθρωπος. Το μυαλό μου δουλεύει ρολόι. Όλη η ζωή μου περνά μπροστά μου μ’ αστραπιαία ταχύτητα. Θυμάμαι πολύ τα παιδικά μου χρόνια, τους συντρόφους μου, τη μάνα μου. Η σκέψη μου σκαλώνει σε μια αστεία ιστορία. Πρωτοχρονιά 1942. Κατοχή, πείνα, παγωνιά, σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, το χιόνι να μπαίνει στο δωμάτιο. Ψωμί δεν υπάρχει. Έπρεπε, όμως, να κόψουμε… τη βασιλόπιτα. Έτσι, για το έθιμο. Η μάνα μου οικονόμησε λίγο αλεύρι. Έκανε τέσσερις μικρές τηγανίτες και τις τηγάνισε με… βαμβακόλαδο. Τις άπλωσε γύρω – γύρω σ’ ένα ταψί. Στην πιο μικρή έβαλε το νόμισμα. Στριφογύρισε τρεις φορές το ταψί. Και πριν προλάβει να σταματήσει, ορμάμε και τα τρία αδέρφια στη μεγαλύτερη τηγανίτα. Τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος, στο τέλος πλακωθήκαμε. Η μάνα μου να κλαίει. Γυρίζει κατά τον ουρανό το πρόσωπό της, υψώνει τα χέρια της σε ικεσία και παρακαλεί: «Αχ, Αγιάννα μου κάνε το θαύμα σου». Τακ-τακ η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου Μάρκος Κανδύλης —γιος βιομηχάνου— με μια καλαθάρα μ’ όλα τα καλούδια, κρεατόπιτες. μπουρεκάκια, βασιλόπιτες, κασέρια, ψωμιά. Άντε τώρα να πεις στη μάνα μου πως δεν υπάρχει Θεός…
Η ώρα περνάει, κοντεύει να ξημερώσει. Ο βασιλικός επίτροπος αργεί. Όμως η εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει χωρίς να διαβάσει ο ίδιος την απόφαση του στρατοδικείου. Αχνοφέγγει. Η εκτέλεση πρέπει να γίνει ακριβώς με την ανατολή του ήλιου. Αγωνία. Ακόμα λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα ίσως, και πάντα η ελπίδα μες στην ψυχή. Πώς να πεθάνεις στα 23 σου χρόνια, όταν είσαι γεμάτος ζωή και όνειρα; Και νάτος ο ήλιος, ανεβαίνει γελαστός και περήφανος. Αυτός ο ίδιος ήλιος, που έπρεπε να είναι ο τελευταίος της ζωής μου. Η εκτέλεση αναβάλλεται. Ξανά στην απομόνωση. Τα μαλλιά μου άσπρισαν. Πέφτω στο τσαμασίρι εξουθενωμένος. Παίξαν με την αγωνία μου. Παιχνίδι σκληρό του θανάτου για να ’χεις εφιάλτες στην υπόλοιπη ζωή σου. Τρία χρόνια μετά, προσπάθησαν να με σκοτώσουν με δίκη-παρωδία στο τακτικό στρατοδικείο Χανίων. Δεν τα κατάφεραν…»
Δούλεψα σε καμπαρέ, σε ταβέρνες, σε σκυλάδικα, σε κάθε είδους στέκια. Γνωρίστηκα με τους συνθέτες του Νέου Κύματος και συνεργάστηκα με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Έτσι ανέβηκα στην Πλάκα, όπου χτυπούσε η καρδιά της καλλιτεχνικής Αθήνας κι ήταν σχολείο για τους νέους καλλιτέχνες και χώρος για να εκφραστούν. Εκεί έκαναν την εμφάνισή τους οι μπουάτ, στέκια των νέων: Εννέα Μούσες, Κατακόμβη, Πέμπτη Εποχή, Εσπερίδες, κ.α., όπου οι νέοι κοινωνούσαν τη θεία τέχνη. Όνειρο και μαγεία. Και ξαφνικά, δικτατορία.
Απρίλης 1967. Άιντε πάλι απ’ την αρχή. Παρανομία, κυνηγητά, σύλληψη το 1968. Καταδίκη 20 χρόνια καταναγκαστικά και ξανά στις φυλακές Αβέρωφ κι ύστερα στον Κορυδαλλό. Καινούργιοι φίλοι και σύντροφοι, προπαντός νέοι. Η πρώτη μου φροντίδα ήταν να βρω κιθάρα. Απευθύνομαι στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Πού ξέρεις, μπορεί να γίνει κανένα θαύμα! Μου απορρίπτουν την αίτηση. Επανέρχομαι, αναφέροντάς τους ότι είμαι επαγγελματίας κι άρρωστος βαριά και θέλω την κιθάρα για εξάσκηση κι όχι για ψυχαγωγία. Μου απαντούν πώς θα ενοχλώ τους συγκρατούμενούς μου και την απορρίπτουν. Τρίτη αίτησή μου: να μου επιτρέψουν κιθάρα χωρίς ηχείο και να παίζω σε χώρους όπου δεν θα υπάρχουν συγκρατούμενοι μου, π.χ. στα πλυσταριά. Εγκρίνεται η αίτησή μου. Αρχίζω τη μελέτη στα πλυσταριά, μες στην υγρασία, τα τσιμέντα, τις αναθυμιάσεις και την ψύχρα. Τούτη τη φορά έχω κιθάρα στα χέρια μου, έστω και χωρίς ηχείο. Μελετάω σε βάθος τους ρεμπέτικους δρόμους, το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή μουσική. Το Νέο Κύμα και τα έργα του Μίκη και του Μάνου τα γνώριζα καλά. Πώς να γράψεις ελληνικό τραγούδι, όταν δεν έχεις αφομοιώσει ό,τι δημιούργησε η ελληνική ψυχή στην πορεία των αιώνων; Ανακαλύπτω καινούργια μονοπάτια. Πίνω από γάργαρες πηγές. Παράλληλα, καταγράφω τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης και τα μαθαίνω στους νέους. Μαζί οργανώνουμε μια μπουάτ σι ένα πατάρι της φυλακής. Εξασκούμαι για να είμαι έτοιμος, όταν βγω. Και ήμουν έτοιμος. Το Ι971 αποφυλακίζομαι προσωρινά με το νόμο «περί ανηκέστου βλάβης». Γραμμή για την Πλάκα. Στήνω το Λημέρι μου. Τώρα το τραγούδι είναι αγώνας. Πρέπει ν’ ακουστεί το προοδευτικό τραγούδι, που ξυπνάει τις συνειδήσεις, να τονώσουμε το ηθικό του κόσμου που είναι πεσμένο και προπαντός να ξαναβρεθούμε για να ξαναχτίσουμε τις οργανώσεις, που είχαν σμπαραλιαστεί απ’ τα χτυπήματα της Ασφάλειας. Αυτή ήταν η εντολή.
Το τραγούδι μας έπεσε σαν τη βροχή σε καψαλισμένη γη. Τα τραγούδια των πρωτοπόρων συνθετών και του Νέου Κύματος δόνησαν ξανά τις καρδιές και τις συνειδήσεις των Αθηναίων. Τραγουδάω και δικά μου τραγούδια, το «κυρ-Παντελής», «Ξυπνήστε» κλπ. Κι ύστερα έπρεπε ν’ αναστήσουμε τον αγωνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ απ’ τις μελωδίες μας. Κάπου - κάπου, πετάμε και κανένα αντάρτικο. Μας τραβούσαν στην ασφάλεια, μας προπηλάκιζαν, μας έδερναν, προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Δεν κάναμε πίσω. Η μπουάτ άρχιζε να γεμίζει. Να και το μεροκάματο. Ποιος όμως λογάριαζε τα λεφτά; Έπρεπε να ξαναβρεθούμε και ξαναβρεθήκαμε. Έπρεπε το αντάρτικο τραγούδι να επιστρέψει στο δημιουργό του το λαό και να γίνει κτήμα της νέας γενιάς κι έγινε.
Με την πτώση της χούντας έγινε το σώσε. Ξαφνικά βρεθήκαμε στην κορυφή του κύματος. Ζήσαμε στιγμές ανεπανάληπτες. Ο λαός μας αντάμειψε με την παρουσία του. Μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες και καπεταναίοι, αγωνιστές που άσπρισαν στην πάλη για κοινωνική πρόοδο και δικαιοσύνη, με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, γέμιζαν τη μπουάτ κι όχι πια με σκυμμένο κεφάλι μα περήφανοι για τα κατορθώματα τους και τους αγώνες τους κι από γύρω οι νεολαίοι κι όλοι μαζί να τραγουδάμε, να χορεύουμε, να κλαίμε και να γελάμε, να χαιρόμαστε. Και τ’ αντάρτικα τραγούδια μας, αρκετά χρόνια απαγορευμένα, να τραντάζουν τα θεμέλια της αντίδρασης, του δοσιλογισμού και της υποτέλειας. Είχε έρθει η ώρα της δικαίωσης. Ο λαός είχε ξαναβρεί την αισιοδοξία του, τα συκοφαντημένα ιδανικά του, την ιστορία του.
Φίλε, μην απελπίζεσαι. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό απ’ τη θέλησή σου, όταν η καρδιά σου και το πνεύμα σου φλογίζονται από υψηλά ιδανικά και υπηρετείς υψηλούς στόχους. Κι εμείς απ’ τον τάφο ξεκινήσαμε. Κι ύστερα από προσπάθειες κι αγώνα, βγήκαμε στο φως.
Ήταν μια ιστορική στιγμή και μια ευκαιρία να ενώσουμε μέσα απ” τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης ξανά το λαό (...)
Ποιοι επωφελήθηκαν; Οι απόντες. Μικροαστοί λαοπλάνοι, γυμνοσιάλιαγκες κι αδίστακτοι πολιτικάντηδες, μπόρεσαν να παρασύρουν τον «πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο›› ελληνικό λαό, να ληστέψουν τα όνειρα και τις ελπίδες του, να θερίσουν το αίμα, τους αγώνες και τις θυσίες των κομμουνιστών και να τα κάνουν γκόμενες, κονόμα και υπουργιλίκια. Κι όλα έγιναν συντρίμμια. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Κουφάλες! ______________________________________
2019_ Αφιέρωμα
στον Πάνο Τζαβέλλα _Ριζοσπάστης
Τραγουδούν οι Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιάννης Ζουγανέλης, Νατάσσα Μποφίλιου,
Καλλιόπη Βέττα, Λάκης Χαλκιάς, Πάνος Μπούσαλης, Ηλίας Λογοθέτης, Νίκος
Μποφίλιος, Σταύρος Ξένος, Νατάσσα Παπαδοπούλου - Τζαβέλλα, Νίκος Λόλης και
Γιώτα Γιάννα. Απαγγέλλει η Μαρία Ζαχαρή.
Τους ερμηνευτές συνοδεύει το Μουσικό Σύνολο «Ρωμιοσύνη».
Συμμετέχουν φιλικά οι Νίκος Φιλιππίδης (κλαρίνο), Κώστας Φιλιππίδης (λαούτο),
Μάνος Αβαράκης (φυσαρμόνικα), Πέτρος Μπεράτης (πιάνο), Λευκοθέα Φιλιππίδη
(τραγούδι) και Αλίκη Ζωγράφου (τραγούδι). Την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει
αναλάβει ο Τεό Λαζάρου.
Τραγούδησαν για τον Πάνο Τζαβέλλα
Το αφιέρωμα
παρακολούθησε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, που βρέθηκε στη
μουσική σκηνή μαζί με τον Γιάννη Πρωτούλη, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και υποψήφιο
περιφερειάρχη Αττικής, την Λουίζα Ράζου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ, τον Θανάση
Παφίλη, μέλος της ΚΕ και κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΚΚΕ και την Ελένη
Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματός της.
2021:
συζήτηση με τη Νατάσσα Παπαδοπούλου
«Από
μικρός έπαιζα κιθάρα κι αγαπούσα πολύ αυτό το όργανο. Μου ‘λειπε στη φυλακή όσο
τίποτε άλλο. Πελέκησα λοιπόν ένα ξύλο κι έκανα το μπράτσο, χάραξα τα διαστήματα
με μαθηματικούς υπολογισμούς, χάλασα μια καραβάνα κι έκανα τα τάστα κι εκεί
πάνω τέντωσα έξι σύρματα. Έτσι κρατούσα επαφή με τον ήχο. Στις γιορτές της κόλλαγα
και μια ρεγγόκασα για ηχείο. Αυτή ήταν η κιθάρα μου στις φυλακές, όταν οι
συνθήκες το επέτρεπαν. Είχε πλάκα. Τη δουλειά της όμως την έκανε». Αυτά ήταν τα
δικά του λόγια, όπως τα έγραψε στο ΨΗΦΙΔΩΤΟ του, ότι απόμεινε από την
καταστροφική πυρκαγιά το Νοέμβρη του 2008, που κατάστρεψε τις περισσότερες από
τις αναμνήσεις του. Στις 27 του Γενάρη, σχεδόν δυο μήνες μετά, έφυγε κι αυτός…
«Νεαρούλης ήταν σύνδεσμος της ΕΠΟΝ με τη Θεσσαλονίκη. Να σου πω μια ιστορία με
τον Τσιτσάνη. Την είχαμε πει και στην κόρη του, τη Βικτωρία κι έκλαιγε. Τότε ο
Πάνος που ακόμη αρτιμελής, πήγαινε στη Θεσσαλονίκη να βρει τους συντρόφους του
και στα κλεφτά άκουγε τον Τσιτσάνη στο «Ουζερί Τσιτσάνης». Χόρευε πολύ ωραίο
ζεϊμπέκικο και ο Τσιτσάνης του φώναζε: «Έλα να χορέψει το παλικαράκι». Ήταν και
πολύ ωραίο αγόρι ο Πάνος, αδύνατος, πολύ ψιλός. Την κόρη του, που τότε θα ήταν
πέντε χρονών, ο Τσιτσάνης την ανέβαζε πάνω σ’ ένα τραπέζι και τη μάθαινε να
χορεύει». Εκείνη την περίοδο δεν είχε ακόμη ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, πέρα
από το ότι: «Μ’ ένα φίλο του πιάνανε τις κιθάρες και πηγαίναν να κάνουν καντάδα
στους φυλακισμένους! Έτσι έφαγε και το πρώτο του ξύλο, τον συνέλαβαν που
τραγουδούσε σε κρατούμενους!».
Βγαίνει στο βουνό, εντάσσεται με τον ΕΛΑΣ και αργότερα με τον Δημοκρατικό Στρατό. Στο βουνό τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Συλλαμβάνεται και ξεκινά ο δρόμος για τις φυλακές. Μετά από δίκες καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο.
«Γίνεται ο Εμφύλιος και είναι αντάρτης με το Δημοκρατικό Στρατό. Στο βουνό ήταν μαζί με τους γονείς του Σπύρου του Χαλβατζή. Επειδή η μάνα του Σπύρου κουραζόταν, την αδερφή του, μωρό, την έδινε στον Πάνο να την κουβαλάει στις πεζοπορίες στο βουνό. Φανταστείτε, στις βουνοκορφές με τα τουφέκια στον ώμο νάχουν αγκαλιά το μωρό και να του κλείνουν και το στόμα για να μη φωνάζει…Ο Πάνος τραυματίζεται. Τον πιάνουν και τον πάνε στην Κοζάνη. Θα μπορούσαν απλά να του έβγαζαν τη σφαίρα και να μην του έκοβαν το πόδι, αλλά του το κόψανε! Να είσαι 23 ετών, να βράζει το αίμα σου και να σου κόβουν το πόδι, ενώ μπορούσαν να το σώσουν. Δεν ήταν να πεις ότι είχε πάθει γάγγραινα…»
Όπως γράφει και ο ίδιος στο ΨΗΦΙΔΩΤΟ: «Στις φυλακές έπεσα νωρίς, από το 1945. Τις καταδίκες όμως σε θάνατο τις άρπαξα όταν πιάστηκα βαριά τραυματισμένος σαν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας τον Ιούλη του 1949».
Ξεκινάνε οι φυλακίσεις. Γύρισε όλες τις φυλακές και μάλιστα σε όλες τύγχανε «ιδιαίτερης περιποίησης». Στους μεγάλους σεισμούς της Κεφαλονιάς βρισκόταν στη φυλακή που κατέρρεε. Οι κρατούμενοι ζητούσαν να βγουν από τη φυλακή, ο κόσμος απέξω φώναζε να βγουν οι κρατούμενοι κι ένας αρχιφύλακας τους απαντούσε «Θα το σκάσετε». Πήραν λοιπόν σύρμα οι κρατούμενοι κι έφτιαξαν ένα συρματόπλεγμα για να του δείξουν πως δεν έχουν πρόθεση να το σκάσουν. Ελάχιστα λεπτά μετά η φυλακή κατέρρευσε από μετασεισμό, σα χάρτινος πύργος.
Στη Σοβιετική Ένωση
Το
1958 αρρωσταίνει βαριά. Προσβλήθηκε από τη νόσο του Buerger και το 1961 με τη
βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στην Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί νοσηλεύεται τρία
χρόνια και θεραπεύεται από την ασθένεια που υπέστη στις φυλακές. Παράλληλα εκεί
του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική και γνώρισε τον σπουδαίο συνθέτη
Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
«Καταδικασμένος τρεις φορές σε θάνατο, αρρώστησε σοβαρά αλλιώς δεν θα έβγαινε
το ’59. Μέχρι εκείνη την στιγμή ζούσε μέσα στην αγωνία, όποτε άνοιγε η πόρτα
του κελιού αφού δε γνώριζαν ποιον θα πάρουν για εκτέλεση. Μεγάλη η αγωνία του
θανάτου. Από τις πολλές κακουχίες έκλεισαν οι αρτηρίες του. Κινδύνευε να του
κόψουν όλα τα μέλη του. Τους έλεγε ότι πονάει, ήταν ανήμπορος να περπατήσει.
Σερνόταν… Το ’59 τον πετάνε έξω, για να μην πεθάνει μες τη φυλακή. Μόνος και
αβοήθητος. Πού να πήγαινε σε τέτοια κατάσταση στην Αθήνα, που δεν είχε κανέναν;
Τον βλέπουν απ’ απέναντι οι γυναίκες πολιτικές κρατούμενοι απ’ του Αβέρωφ και
φωνάζουν τους συντρόφους: «Ελάτε να τον μαζέψετε»! Τον πηγαίνουν στον «Άτλαντα»
στη Σοφοκλέους, στον αριθμό 30. Εκεί το ΚΚΕ πήγαινε για περίθαλψη τους άπορους
κομμουνιστές ή αυτούς που ήταν ολομόναχοι στην Αθήνα. Έκατσε εκεί μερικούς
μήνες παρέα με τους φρικτούς του πόνους. Λίγο πριν φύγει για τη Σοβιετική
Ένωση, έζησε και σε μια σπηλιά στα Τουρκοβούνια. Ένας φίλος του από την Κοζάνη
τον πήγε εκεί, του έδωσε μια κιθάρα και του πήγαινε φαγητό. Ένιωθε ελεύθερος ο
Πάνος, έβλεπε ήλιο, του άρεσε. Όταν ο φίλος του επρόκειτο να φύγει του ζήτησε ο
Πάνος να τον πάει στη θάλασσα, στη Βάρκιζα. Ήταν η καλύτερή του. Όλη μέρα ο
Πάνος κολυμπούσε, διάβαζε. Εκεί, λοιπόν, του ανακοινώθηκε ότι εγκρίθηκε η
αίτηση του για να πάει στη Σοβιετική Ένωση το ’61». Στη Σοβιετική Ένωση ο Πάνος
Τζαβέλλας παρέμεινε τρία χρόνια. Για την αντιμετώπιση του προβλήματός του
απαιτήθηκαν πολλές εγχειρήσεις και μπόρεσε και κρατήθηκε. Η συγκεκριμένη νόσος
είναι ανίατη. Έγινε καλά κατά 60%, μεγάλο ποσοστό για την εποχή.
Τη γλώσσα την γνώριζε άριστα, γιατί την είχε μάθει στις φυλακές. Ακόμη και ιδιωματισμούς! Κάποιες φορές για να ζήσει έκανε και μεταφράσεις. Τρία χρόνια έμεινε εκεί και μάλιστα του πρότειναν να μείνει εάν ήθελε. «Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα μου» έλεγε ο Πάνος. Μια άλλη οικογένεια Ρώσων ήθελε να τον υιοθετήσει, γιατί έμοιαζε πολύ στον γιο τους που είχε αυτοκτονήσει από ερωτική απογοήτευση! Οι Ρώσοι αγαπούσαν πάρα πολύ την Ελλάδα! Ένας του φιλούσε τα πόδια, γιατί ¨Τα πόδια αυτά πατούσαν την Ακρόπολη¨!»
Για το πώς γνώρισε τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, η Νατάσσα Παπαδοπούλου λέει: «Ο Πάνος κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, δεν ήταν όλη μέρα στο κρεβάτι. Τον έβγαζαν έξω με το αναπηρικό αμαξίδιο, έπαιζε κιθάρα και μαζεύονταν οι νοσοκόμες. Δεν καταλάβαιναν τους στίχους του, αλλά κλαίγανε και πιθανώς νόμιζαν ότι κι αυτός ήταν ένας σπουδαίος Έλληνας μουσικός. Μια μέρα του λένε: «Θα έρθει εδώ ένας συνάδελφος σου»… «Ας έρθει, μιλάω και τα ρώσικα, θα ανταλλάξω κάποιες ενδιαφέρουσες κουβέντες με κάποιον», σκέφτηκε ο Πάνος που ούτε περνούσε από το μυαλό του αυτό που τελικά συνέβη. Εμφανίζεται ο «συνάδελφος», ο Πάνος τον γνώρισε από φωτογραφίες της εποχής. «Είμαι ο Σοστακόβιτς» του είπε, άφωνος ο Τζαβέλλας! Μίλησαν, αντάλλαξαν απόψεις και κράτησαν αλληλογραφία τα επόμενα χρόνια. Δυστυχώς οι επιστολές του κάηκαν όταν κάηκε το σπίτι. Δεν έμεινε τίποτα».
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1965
Ξεκινά
την πρώτη του καλλιτεχνική δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας. Γνωρίζει στο «Καφενείο
των μουσικών» τον Αντώνη Γιατράκο και αρχίζει να τραγουδά για πρώτη φορά με
αμοιβή 20 δραχμές στα «Παγωνάκια». Δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες, σκυλάδικα και
σε κάθε είδους στέκια. Γνωρίζεται με τους συνθέτες του Νέου Κύματος και
συνεργάζεται με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Η δικτατορία του 1967
κλείνει τις μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρίσκεται ξανά στη φυλακή, κατηγορούμενος
για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα. Το 1968 καταδικάστηκε ξανά, σε
είκοσι χρόνια φυλάκιση στις φυλακές Αβέρωφ και ύστερα στον Κορυδαλλό Στην
ασφάλεια, οι δεσμώτες αδιαφορώντας για την κακή κατάσταση της υγείας του, τον
υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια.
Ύστερα από αλλεπάλληλες αιτήσεις κατορθώνει να του δοθεί η άδεια για μία
κιθάρα. Ωστόσο, ο όρος είναι να παίζει στα πλυσταριά χωρίς ηχείο. Γνώριζαν καλά
ότι το τραγούδι γεμίζει με σθένος τους κρατούμενους. Παρόλα αυτά, μελετάει τους
ρεμπέτικους δρόμους, το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή μουσική. Στον
Κορυδαλλό φτιάχνει χορωδία με τους νέους συγκρατούμενούς του, στήνει θεατρικές
παραστάσεις και κυρίως καταγράφει τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης, τα οποία
θεωρούσε χρέος του να τα διαδώσει στους νέους.«Μπροστά μου έχω τις μορφές των
αγωνιστών που έπεσαν για να χαρούν όλοι οι άνθρωποι την ομορφιά της ζωής. Γι’
αυτούς τραγουδώ, μ’ αυτούς είμαι πάντα συντροφιά, αυτοί με εμπνέουν, αυτοί μου
δίνουν δύναμη να συνεχίσω τον αγώνα τους, με το τραγούδι και την κιθάρα, για
έναν κόσμο πιο ανθρώπινο».
Το 1971 είναι η χρονιά που γνωρίζει τη συνομιλήτριά μας μετέπειτα σύντροφό του. «Ήμουν 21 ετών, σπούδαζα στην ΑΣΟΕΕ. Γνώρισα τον Πάνο από τον Κώστα Μανταίο, τον αδερφό του Πέτρου. Ως νεολαίος είχε κάνει φυλακή επί χούντας με τον Πάνο κι αυτός. Εγώ ούτε καλή μαθήτρια ήμουν, ούτε τίποτα. Ήθελα να παίζω θέατρο και να τραγουδάω. Τότε μου είπε ο Μανταίος: «Θες να σε πάω να σ’ ακούσει ένας φίλος μου που γράφει τραγούδια και που μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή;». Ντρεπόμουν, αλλά δέχτηκα. Πήγαμε στην Κυψέλη που έμενε τότε, σε ένα πλυσταριό. Τη στιγμή που τον πρωτοείδα δε θα την ξεχάσω ΠΟΤΕ! Είχε κοντά μαλλιά τότε και ήταν καθισμένος σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι με την κιθάρα του. Υπήρχε μόνο μια καρέκλα με κάτι ρούχα κρεμασμένα. Πάμφτωχος ήταν ο άνθρωπος, δεν είχε στον ήλιο μοίρα… Επειδή εργαζόμουν τα πρωινά στο φούρνο του μπαμπά μου και μετά πήγαινα στον Πάνο, του πήγαινα παξιμάδια, ψωμί, διάφορα. Η μαμά μου τον αγαπούσε πολύ, γιατί είχε τρεις εκτελεσμένους αδερφούς! Ο ένας, ο Γιώργος, ήταν δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη και οι άλλοι δύο είχαν επίσης εκτελεστεί. Η μαμά μου τον ένιωθε σαν αδερφό τον Πάνο, γιατί είχαν πάνω – κάτω και την ίδια ηλικία. Ο Πάνος ήταν 25 χρόνια μεγαλύτερος μου». Έχοντας μαζέψει το υλικό απ’ όλα τα Αντιστασιακά τραγούδια και με δικές του συνθέσεις, στήνει στην Πλάκα «Το Αντάρτικο Λημέρι».
Το
1972, έγινε η πρώτη συναυλία με δικά του πολιτικά τραγούδια και ο χώρος ήταν
γεμάτος ασφάλεια.
Τη διετία 1973-1974, παίζει στην μπουάτ «Πέμπτη Εποχή» με το Θωμά Μπακαλάκο,
τον Μάνο Αβαράκη που έπαιζε φυσαρμόνικα και με το Νικόλα Άσιμο. Με τον Άσιμο,
μάλιστα, τους συνέδεσε μία φιλία ως το τέλος, αφού ήταν και οι δυο από την
Κοζάνη. Το 1973 έγραψε δυο πολύ ωραία λαϊκά, τα «Πάρε με φεγγάρι μου» και
«Ροδακινιά ξανθή» τα οποία κυκλοφόρησαν με το Γιώργο Νταλάρα το 1974.
Πάρε
με φεγγάρι μου στην ασημί αγκαλιά σου,
άνοιξε τα φτερά σου να φύγουμε από δω,
για να βρω τη χαρά μου
και να σου τραγουδώ...
Ροδακινιά
ξανθή γιατί πικραίνεσαι
μη σου 'κλεψαν το φως
και μου μαραίνεσαι και μου πικραίνεσαι
μη μου μαραίνεσαι μη μου πικραίνεσαι
Η πτώση της Χούντας το 1974 βρίσκει τον Τζαβέλλα στη μπουάτ Λήδρα, που ελεύθερος πια μαζί με τη σύντροφο στη ζωή και το τραγούδι, Νατάσα Παπαδοπούλου και την ορχήστρα του συνεχίζει να τραγουδά τα τραγούδια του και έτσι αρχίζει και η πρώτη του δισκογραφική δραστηριότητα όπως ο πρώτος του δίσκος ζωντανά γραμμένος, «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΛΗΜΕΡΙ». Τα τραγούδια του και από τους επόμενους οκτώ δίσκους του, ζωντανεύουν και μέσα από συναυλίες, που δίνονται σε ανοικτά γήπεδα και πανεπιστήμια σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, όπως στη Γερμανία, Σουηδία κ.α.
Κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του δίσκου αυτού είναι ο Μπεζεντάκος, Μάημ’ Μάημ’, Ο Κυρ Παντελής, Ο Φρούραρχος Της Καστοριάς \ το «Μάημ’ Μάημ’»
Μάη,
Μάη, χρυσομάη, τί μας άργησες -
Μάημ- και δε φάνηκες;
Να μας φέρεις τα Λουλούδια και την Άνοιξη
σήκω λούσου κι άλλαξε
«Ξυπνήστε»…
Ήμασταν ζωντανοί νεκροί
μας δίνανε μ' ανταλλαγή
τη μπόμπα την ατομική
Το Ισραήλ για να σωθεί
ακόμα ο στόλος ναυλοχεί
γεμάτη πόρνες η ακτή
κι αν φύγανε οι Γερμανοί
ήρθαν οι Αμερικανοί
καινούρια πάλι κατοχή
Ξεκινά και η καλλιτεχνική του παρουσίαση από ξένες τηλεοράσεις, όπως η Βουλγαρική, Γερμανική, Σουηδική. Και λίγο στην Ελληνική τηλεόραση. Το 1976 κυκλοφόρησαν δυο, παντελώς άγνωστα, λαϊκά τραγούδια του Πάνου Τζαβέλλα, με στίχους του Διονύση Τσιτομενέα. Ήταν το χασαποσέρβικο «Οι Καλαμαριώτες» και το ζεϊμπέκικο «Στην παλιά μου γειτονιά», που τραγούδησε η λαϊκή ερμηνεύτρια Βάκια Βάλβη και εντάχθηκαν στον πρώτο και μοναδικό προσωπικό της δίσκο, που κυκλοφόρησε, με τίτλο το όνομά της, από τη Sonora.
Το 1977 ο Πάνος Τζαβέλλας μελοποίησε μια σειρά ποιημάτων του Φώτη Αγγουλέ, με αποτέλεσμα το δίσκο «Πορεία μες τη νύχτα», που κυκλοφόρησε από τη Sonora, με τη συμμετοχή, σε τέσσερα τραγούδια, της Νατάσας Παπαδοπούλου. Ο δίσκος αφιερώθηκε «στους συντρόφους που δεν γυρίσανε πίσω». Πιο γνωστά τραγούδια Μείνε, Το στίγμα, Μην καρτεράτε, Πένθιμο εμβατήριο, Λύτρωση
Κι
ίσως μια μάννα, ένα παιδί!
κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ, θα μένεις πάντοτε
ξένος σε χώρα ξένη
κι η μνήμη σου που της ζωής
το νόημα θα λερώνει,
θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές,
μέσ` στο κατάσπρο χιόνι...
Το 1978 κυκλοφορεί ο δίσκος «Για σε πατρίδα μας Ελλάδα». Κι εδώ πολλά τα γνωστά τραγούδια, με πιο χαρακτηριστικά Μαλλιά σγουρά, Λόρδος Μπάιρον, Λαέ Σκλαβωμένε, Το Χαϊδάρι, Για σε πατρίδα μας Ελλάδα, το θρυλικό παραδοσιακό τραγούδι «Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ».
Σύρε
πες στην μάν μ’ τη μπαμπόγρια
και στην αδερφή μου την καλόγρια
Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί,
μένα με σκοτώσανε στο Γκιουλ Μπαξέ…
Μαζί
με το “Μαύρα μαλλιά”
Εγώ Άη Στράτη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή μια Ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά
Το 1980
κυκλοφόρησαν, από τη μικρή εταιρεία Venus – Tzina «Τα τραγούδια της Κατοχής»,
με δώδεκα σατιρικά πόλεων, φυλακής και εξορίας, αντάρτικα και δημοτικά, με το
αίτημα -στο σημείωμα του δίσκου- της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης.
Τραγούδησαν κι εκεί ο Πάνος Τζαβέλλας με την Νατάσα Παπαδοπούλου και χορωδία.
Τα πιο γνωστά τραγούδια, Είμαστε εμείς Ελλάδα, Γιούπι για για, Ελλάδα μας
Ελλάδα μας, Τραγούδι για την Ειρήνη.
Σκύβει
η μάνα στην κούνια του παιδιού της,
του χαμογελάει γλυκά
και του λέει πόλεμο δε θα γνωρίσεις,
δεν θ’ αφήσουμε ν’ ανάψει πια φωτιά.
Είμαστε
εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου
οργανωμένα σε πόλεις και χωριά
και για εσένα και για τη λευτεριά σου
θ' αγωνιστούμε όλοι με καρδιά.
1981 δυο δίσκοι: Ο πρώτος κυκλοφόρησε με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ, με τίτλο «Μωραΐτικα τραγούδια της Αντίστασης», με δώδεκα αντάρτικα και δημοτικά τραγούδια που διασκεύασε ο Πάνος Τζαβέλλας και τραγούδησαν ο ίδιος, η Νατάσα Παπαδοπούλου, ο Γιάννης Γιαννόπουλος, ο Χρήστος Ζούκας και Χορωδία. Μερικά από τα τραγούδια είναι, Καλάβρυτα, Ψηλά τη σημαία, Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά, Η μάνα του αντάρτη.
Μια μάνα μια λεβέντισσα: Αναφέρεται στη μάχη στο Μονοδένδρι στις 13 Μάρτη 1944. Στις 23 Οκτώβρη 1943 οι Γερμανοί κατακτητές, με κουκουλοφόρους συνεργάτες τους γνωστούς στη Σπάρτη ως ομάδες Βρεττάκου που υπέδειξαν τα σπίτια των πατριωτών, χτύπησαν τις πόρτες της Σπάρτης και συνέλαβαν επιστήμονες, επαγγελματίες, εργάτες και αγρότες. Συνολικά 450 μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μεταφέρθηκαν την επόμενη μέρα με καμιόνια στις φυλακές της Τρίπολης. Το Νοέμβρη, εκτέλεσαν τους 118 στο Μονοδένδρι Λακωνίας, σε αντίποινα για ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γερμανοί. Στο Μονοδένδρι, που βρίσκεται στο δρόμο Σπάρτης – Τρίπολης, έγιναν ενέδρες ενάντια σε Γερμανούς και στον εμφύλιο, αλλά και εκτελέσεις από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο δίσκος «Λευτεριά παντάνασσα» με δώδεκα τραγούδια του Πάνου Τζαβέλλα σε στίχους Πέτρου Ανταίου και Στέφανου Τηλικίδη. Τραγούδησαν ο Πάνος Τζαβέλλας και η Νατάσα Παπαδοπούλου, συμμετείχε τιμητικά η Δάφνη Σκούρα και έπαιξε μπουζούκι ο Χρήστος Νικολόπουλος. Από τη Venus – Tzina κυκλοφόρησε το 1983 ο δίσκος «Θρήνοι κι αναστάσιμα», με δώδεκα λαϊκά τραγούδια του Πάνου Τζαβέλλα, με ερμηνεύτρια την Καίτη Γκρέυ. Μια συνεργασία έκπληξη, όσον αφορά την μέχρι τότε πορεία τόσο του δημιουργού, όσο και της λαϊκής ερμηνεύτριας. Μπουζούκι έπαιξε κι εδώ ο Χρήστος Νικολόπουλος.
Μάνα
και γιός \ Θρήνος για τον Μανόλη Σιγανό
Σε διαφορετικό μήκος κύματος, κυκλοφόρησε το 1986, από το label Arioso της
μικρής εταιρείας Intersound, ο «Επαναστατικός ρομαντισμός», με δέκα σύγχρονα
τραγούδια του Πάνου Τζαβέλλα για τη μετανάστευση και την Αθήνα του νέφους,
καθώς και δυο επανεκτελέσεις του «Κυρ – Παντελή» και του «Ξυπνήστε».
Αθήνα του νέφους του άγχους και της αντιπαροχής _ Από την Αrioso κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και ο δίσκος «Στ’ άρματα», με τον Πάνο Τζαβέλλα να τραγουδά δώδεκα από τα δημοφιλέστερα αντάρτικα τραγούδια, με τη συμμετοχή της χορωδίας «Ελεύθεροι Τροβαδούροι».
Ο Πάνος Τζαβέλλας τη δεκαετία του’80, βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, στα Εξάρχεια, όπου εκεί είναι συγκεντρωμένα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, πανεπιστήμια, Ακαδημίες, Πολυτεχνείο, κέντρο δηλαδή, του φοιτητικού και προοδευτικού επαναστατικού κινήματος. Η καλλιτεχνική του πορεία συνεχίστηκε λίγα ακόμη χρόνια σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας και του Πειραιά. Όπως ο ίδιος έλεγε: «Μετά από αυτά τα γεγονότα εγώ πέρασα στην περιοχή των Εξαρχείων. Στην αρχή στην οδό Αραχώβης, στην μπουάτ “Κλωθώ”, μετά στην οδό Μεθώνης στην “Περεστρόικα” και μετά στην Εταιρεία Σκηνοθετών της οδού Τοσίτσα. Εκεί τραγουδούσα πλέον τα δικά μου τραγούδια. Όταν έκλεισε αυτός ο κύκλος, πέρασα στου Ψυρρή, στο καφενείο “Τάκη 13”. Στήσαμε εκεί ένα καινούργιο πρόγραμμα με βάση το ρεμπέτικο και ό,τι πιο ποιοτικό υπήρχε στο λαϊκό και στο έντεχνο τραγούδι. Όταν του Ψυρρή έπηξε από τα μαγαζιά και άρχισε το τσιφτετέλι πάνω στα τραπέζια, τότε πήραμε τα όργανα και φύγαμε και από ‘κεί. Η διαδρομή που σου περιέγραψα αποτυπώνεται στους 9 δίσκους που έχω κάνει συνολικά. Οι έξι τελευταίοι είναι σε μικρές εταιρείες, δεν περιέχουν σουξέ, απευθύνονται σε σκεπτόμενους ανθρώπους, δεν είναι εμπορικοί. Διότι δεν είμαι επαγγελματίας, ερασιτέχνης ήμουν και παραμένω».
Το 2008 κάηκε το σπίτι τους
«Από το ’78 είχαμε ένα σπιτάκι, ένα δώμα 35 τετραγωνικά πάνω στη θάλασσα, στην Πειραϊκή. Όταν ήταν άρρωστος ο Πάνος στη Σοβιετική Ένωση, του λέγανε οι γιατροί: «Εσύ θα είσαι μπροστά στη θάλασσα, θα κολυμπάς και θα βρεις και μια νέα γυναίκα»… Όλα τα βρήκε (εδώ γέλασε η Νατάσσα). Κολυμπούσαμε μαζί χειμώνα – καλοκαίρι. Μέχρι που το 2008 κάηκε ολοσχερώς το σπίτι. Ήμουν _συνεχίζει η Νατάσσα στην αδερφή μου, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Με ειδοποίησαν πως καίγεται το σπίτι. Ο Πάνος ήδη 84 και είχε αρχίσει να ξεχνάει. Είχε δυο λάμπες και όλη νύχτα διάβαζε. Η μία λάμπα έσκασε και το σπίτι λαμπάδιασε. Γλύτωσε αφού σύρθηκε μέχρι την ταράτσα. Τον ψάχναμε και δεν τον βρίσκαμε. Σπάσαμε την πόρτα της ταράτσας και τον βρήκαμε αγκαλιά με την κιθάρα του. Αργότερα στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν με καρκίνο στο στομάχι, έλεγε χαρακτηριστικά: «Με κυνηγούσαν οι φλόγες»! Σκέφτομαι πως ο Πάνος πέρασε από φωτιές και στα νιάτα του και στα γεράματά του. Χάθηκαν όλα… Τα σοβιετικά βιβλία του, τρεις επιστολές του Σοστακόβιτς που τον είχε γνωρίσει, τις παρτιτούρες του, δεν έμεινε τίποτα… Το σπίτι ξαναφτιάχτηκε μέχρι τα τέλη του 2009, αλλά ο Πάνος δεν πρόλαβε να το δει. Το σχεδίασε απ’ την αρχή η φίλη μας, ηθοποιός και καλή αρχιτεκτόνισσα Γεωργία Ζώη, που είχαμε γνωρίσει στην ταινία «Το κόκκινο τραίνο» με το τραγούδι του Πάνου στους τίτλους σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το έκανε πολύ όμορφο.» Λίγες μέρες μετά, στις 27 του Γενάρη, μάζεψε τα μπογαλάκια του κι έφυγε για να πάει εκεί που προσπάθησαν πολλές φορές να τον στείλουν οι δεσμώτες και βασανιστές του. Έκλεισε τα μάτια του και ταξίδεψε για πάντα.
Μόνο που κάποιοι δε μπορούν να φύγουν. Έχουν αφήσει γερές ρίζες με το έργο τους, στην ψυχή, στην μνήμη, στην τέχνη την ίδια. Όταν γνωρίζεις έναν τέτοιο καλλιτέχνη γύρω στα 16 σου, δε σβήνεται με καμία δύναμη το πάθος της ερμηνείας του, η φλόγα στα μάτια του, η φωνή του που διαπερνούσε το είναι μου και ο ρυθμός που έδινε σε όλο το ακροατήριο.
Κλείνω με κάτι που αρέσει, έχει πολυερμηνευτεί ...θα το ακούσουμε από τον ίδιο.
Ξέρεις
πως δώσανε, κυρ Παντελή,
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ' όνειρο φέτα ψωμί
να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;
Κι εσύ
τι έδωσες, κυρ Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ' αυτή τη γη.
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά.
Έντιμε
άνθρωπε, κυρ Παντελή,
έντρομε, άβουλε, συ φασουλή,
βρώμισες τ' όνειρο και την ψυχή,
άδειο πετσί χωρίς πνοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"