Την
αριστουργηματική ταινία “Ρασομόν” (ελληνικός τίτλος “Η
γκέισα και ο σαμουράι” ιαπωνικά σημαίνει “πύλη της κόλασης”) του
μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα την είδαμε και την
ξανάδαμε και κάθε φορά _ανεμολάμνοντας, όλο κάτι νέο ανακαλύπταμε Το μνημειώδες
«whodunit» του Κουροσάβα, κάτοχος Χρυσού Λέοντα Βενετίας και Τιμητικού
(Διεθνούς σήμερα) Όσκαρ, σε αποκατεστημένη 4Κ επανέκδοση (η οποία, ωστόσο
_μάλλον δεν έχει αυτή την απόδοση στα θερινά) _διανέμεται από τη NewStar
Η δράση της
ταινίας τοποθετείται στον ιαπωνικό μεσαίωνα κάπου κοντά στο Κιότο. Στην Ιαπωνία
του 16ου αιώνα τέσσερα άτομα συλλαμβάνονται για τη δολοφονία ενός άνδρα και το
βιασμό μιας γυναίκας. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι αφηγούνται τα όσα συνέβησαν, ο
καθένας από τη δική του οπτική γωνία, αποκαλύπτοντας όλο και περισσότερες
λεπτομέρειες που έρχονται όμως σε σύγκρουση. Κανείς δε γνωρίζει ποια μαρτυρία
είναι αληθινή και αν υπάρχει αληθινή μαρτυρία, παρότι όλες μοιάζουν πως είναι
αληθινές. Το αινιγματικό αριστούργημα του Κουροσάβα έχει μείνει στην ιστορία του
παγκόσμιου κινηματογράφου για πολλούς λόγους. Ηταν η πρώτη ιαπωνική ταινία που
έγινε γνωστή στο δυτικό κόσμο και καθιέρωσε τόσο τον Κουροσάβα όσο και τον
πρωταγωνιστή της Τοσίρο Μιφούνε. Ενα μυστηριώδες φιλμ που
πλέκει στον ιστό της ιστορίας του ζητήματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη
μοίρα _ακολουθεί η κριτική του Ριζοσπάστη, που προσυπογράφουμε.
Η ταινία
γυρίστηκε το 1950! Το γεγονός ότι παίζεται ακόμα και ακόμα προκαλεί συζητήσεις,
σημαίνει πως η αξία της είναι διαχρονική. Μιλάμε για ένα αληθινό έργο τέχνης.
Δε συμφωνώ με πολλές απόψεις που ακούστηκαν, πως η ταινία, τάχα, δε δέχεται την
αντικειμενικότητα της αλήθειας και γέρνει πως την εκδοχή της σχετικότητάς της. Όποιος
διαβάζει έτσι την «Πύλη της Κολάσεως» (Ρασομόν) αδικεί τον μεγάλο Γιαπωνέζο
δημιουργό και την ίδια την ταινία.
Αφορμή αυτής της «παρεξήγησης» στέκεται το θέμα της ταινίας. Τέσσερα άτομα
έζησαν την ίδια ιστορία την οποία, όμως, ο καθένας τη διηγείται διαφορετικά! Η
αλλοίωση της αλήθειας από τους ήρωες - αφηγητές δε γίνεται γιατί η αλήθεια έχει
πολλές εκδοχές! Γίνεται, γιατί ο κάθε ήρωας - αφηγητής για προσωπικό του
συμφέρον θέλει και παρουσιάζει τη δική του αλήθεια. Αυτή που τον εξυπηρετεί.
Αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τη σχετικότητα της αλήθειας! Είναι μια
πράξη συνειδητή και, βέβαια, συμφεροντολογική.
Πράξη συνειδητή
και συμφεροντολογική θεωρώ, επίσης, και την κακοποίηση της ταινίας από αυτούς
που έβαλαν σε συζήτηση αυτό το θέμα. Η ταινία δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Ούτε
καν λέει αυτό που, ως ένα σημείο, θα ήταν «λογικό» να πει. Οτι η αντικειμενική
αλήθεια, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και διαφορετικές προϋποθέσεις, μπορεί
να «κατανοηθεί» διαφορετικά. Αυτό, βέβαια, δε θα έκανε λιγότερο αντικειμενική
την αντικειμενική αλήθεια. Αλλο, λοιπόν, η κατανόηση της αλήθειας και άλλο η
ύπαρξή της. Αυτοί που ελπίζουν ακόμα στον καπιταλισμό, για παράδειγμα, και δεν
είναι αυτοί που έχουν συμφέρον να ελπίζουν, καταλαβαίνουν λάθος την «αξία» του
και λάθος την εκτιμούν. Αυτό δε σημαίνει πως ο καπιταλισμός είναι διαφορετικός
από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, γιατί κάποιοι, με λειψές γνώσεις και
λειψές πληροφορίες, τον εξέλαβαν σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Μια τέτοια συζήτηση, ίσως, θα είχε κάποιο νόημα. Γιατί, ενώ η αντικειμενική
αλήθεια είναι καθαρή και τετράγωνη, πολύς κόσμος την αντιλαμβάνεται λαθεμένα;
Ομως, ούτε αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Ο Κουρασάβα θέλει να δείξει πως ένα
αντικειμενικό γεγονός, μια δολοφονία και ένας βιασμός, παρουσιάζεται με
τέσσερες διαφορετικούς τρόπους, γιατί οι εμπλεκόμενοι δε λένε την αλήθεια.
Δεν πρέπει να
μας διαφεύγει, δε διαφεύγει από τον Κουρασάβα, ότι ο άνθρωπος ενεργεί έτσι ή
αλλιώς, είναι μικρός ή μεγάλος, όχι γιατί είναι στη «φύση» του, αλλά γιατί
διαμορφώθηκε να ενεργεί έτσι ή αλλιώς. Πράττει σύμφωνα με το χρόνο και το χώρο.
Ενεργεί ανάλογα με τον πολιτισμό του και την ταξική του θέση. Οι ήρωές του
Κουρασάβα δεν έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα, ούτε τους ίδιους σκοπούς επιδιώκουν.
Αλλιώς αντιδρά ο ευγενής, αλλιώς ο ληστής, αλλιώς η γυναίκα! Και αυτό είναι
φυσικό, γιατί το περιβάλλον έχει επιδράσει διαφορετικά στον καθένα.
Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας - μελέτης δεν είναι κολακευτικά για τον
άνθρωπο της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, του συγκεκριμένου γεγονότος.
Ωστόσο ο Κουρασάβα, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, λέει πως «παρ' όλα αυτά,
εγώ εμπιστεύομαι τον άνθρωπο! Είναι ικανός για το καλό. Και εκεί ποντάρω»! Η
σκηνή στο τέλος του φιλμ, όταν ο ένας από τους εμπλεκόμενους, το ίδιο
αναξιόπιστος με τους άλλους, πιάνει το μωρό στην αγκαλιά και το παίρνει μαζί
του, βαδίζοντας αυτός και το μωρό προς ένα καλύτερο μέλλον, είναι το αισιόδοξο
μήνυμα της ταινίας. Τα πράγματα θα αλλάξουν. Τα ψέματα θα τελειώσουν. Η
αλήθεια, τελικά θα ειπωθεί ολόκληρη και όπως ακριβώς είναι. Ο άνθρωπος, και
μέσα από τις αδυναμίες του, θα ανταποκριθεί, τελικά!
Η «Πύλη της Κολάσεως» ή η «Πύλη των Δαιμόνων» είναι η πύλη που μας οδηγεί
στο «εσωτερικό» μας. Εκεί που κρύβουμε τη δύναμή μας και την αδυναμία μας. Στην
ταινία η κεντρική πύλη, μεταφορικά, είναι η πύλη της παλιάς πρωτεύουσας της
Ιαπωνίας, Κιότο. Εκεί, λοιπόν, στην πύλη αυτή, στην πύλη Ρασομόν,
διαδραματίζεται ολόκληρη η ταινία. Η οποία με «φλας μπακ» μας παρουσιάζει τις
τέσσερες διαφορετικές εκδοχές του ενός και του αυτού γεγονότος. Με το τέλος των
αφηγήσεων η τραγωδία ολοκληρώνεται. Ολοι οι εμπλεκόμενοι έχουν υποστεί τις
συνέπειες. Η κάθαρση έρχεται με την παραδοχή... Πέρα από το υψηλό περιεχόμενο,
φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η ταινία διαθέτει και το
ίδιο υψηλή φόρμα. Ακόμα και σήμερα, αλλά οπωσδήποτε για την εποχή που
γυρίστηκε, παραδίδει μαθήματα αφήγησης. Αλλού με γρήγορο πλανάρισμα, χωρίς να φαίνεται
σπασμωδική, και αλλού με επιμονή στο ίδιο πλάνο, χωρίς να νιώσεις ότι αργεί,
κρατάει το θεατή σε μια διαρκή αναστάτωση. Και αυτό καταδείχνει τη δύναμη του
δημιουργού, γιατί στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια «μικρή ιστορία», ένα φόνο
και ένα βιασμό. Η επανάληψη είναι εκεί και καραδοκεί!
Καραδοκεί για
κάποιον που δεν ξέρει να κάνει το κάθε πλάνο, την κάθε εικόνα σημαντική. Αυτό,
φυσικά, δεν ισχύει για τον Κουρασάβα. Η μηχανή του τοποθετείται σχεδόν πάντα
στη σωστή θέση (κάδρο), κινείται σχεδόν πάντα με το σωστό τρόπο (τράβελινγκ,
πανοραμίκ, «τιλ» πάνω - κάτω κλπ). Και τα κάνει όλα αυτά προσχεδιασμένα. Τίποτα
τυχαία. Η ταινία είναι πλούσια στις επιλογές της. Ούτε σε μια στιγμή δε νιώθεις
να επαναλαμβάνεται. Παρότι χρησιμοποιεί την επανάληψη (τέσσερες διαφορετικές
αφηγήσεις πάνω στο ίδιο θέμα) σαν δραματουργικό στοιχείο. Κάθε φορά, κάθε
αφήγηση, έχει τη δική της εκφραστική. Το δικό της αφηγηματικό τρόπο.
Πέρα από την αφηγηματική ποικιλία, που έτσι και αλλιώς αξίζει ιδιαίτερης
προσοχής και μελέτης, ο θεατής θα θαυμάσει και την εσωτερική δύναμη των πλάνων.
Τη δύναμη που έχει να κάνει με το περιεχόμενό τους, αλλά και με τη χρήση της
σκιάς και του φωτός, σε κάθε ένα από αυτά. Η ταινία είναι μια πλήρης ταινία,
φορτωμένη και φορτισμένη από τη θεατρική ιαπωνική παράδοση (θέατρο Νο,
Καμπούκι). Δεν είναι τυχαία η αντοχή της στο χρόνο. Ούτε οι διακρίσεις και τα
βραβεία που κέρδισε. Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, Χρυσός Λέων Φεστιβάλ Βενετίας,
Μια από τις Δέκα Καλύτερες Ταινίες Όλων των Εποχών!
Το θέμα της
ταινίας στηρίζεται σε διηγήματα του μεγάλου Γιαπωνέζου διηγηματογράφου
Ριονοσούκε Ακουάγκαβα, ο οποίος το 1927, όταν ο Κουρασάβα ήταν 17 ετών,
αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 35 ετών. Ερμηνεύεται, δε, από θαυμάσιους ηθοποιούς.
Ένας ιερέας
κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομόν. Όταν ένας
χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη
συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε
και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Αφηγούνται στον χωρικό όσα γνωρίζουν
μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος λένε αυτά που
είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το
πνεύμα του νεκρού σαμουράι, που επίσης θα παραθέσει τη δική του εκδοχή. Στην
εποχή του, το 1950, το «Ρασομόν» εκλήφθηκε ως πείραμα. Έστω κι αν παρουσιαζόταν
σ’ ένα κοινό πολύ περισσότερο εκπαιδευμένο από εκείνο του 1916, που είχε
πιστέψει πως ο μηχανικός προβολής είχε μπερδέψει τις μπομπίνες της
«Μισαλλοδοξίας» του Γκρίφιθ. Λοιπόν, τι πραγματικά συνέβη σ’ εκείνο το δάσος
της ιαπωνικής επαρχίας του 12ου αιώνα; Ακριβώς, δεν θα μάθουμε ποτέ.
Ούτε από τους τρεις φυσικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που θα «θυμηθούν» τα
γεγονότα από θέση και κατά βούληση, ούτε και από τον αυτόπτη μάρτυρα, που το
έγκλημα μπορεί να το είδε, αλλά τα κίνητρα αποκλείεται να αποκωδικοποίησε πέραν
των επιταγών της ψυχοπαθολογίας και της μνημονικής του ικανότητας (σωστότερα,
ανικανότητας, μιας και η μνήμη πάντα ξεγελά, και κανείς μας τίποτα δεν μπορεί
να ανακαλέσει επακριβώς όπως συνέβη).
Άλλωστε, η αλήθεια,
ρευστή και μεταμορφωμένη από εκδοχή σε εκδοχή, άρα εκ των πραγμάτων
καταδικασμένη στη σφαίρα της μεταφυσικής, δεν είναι εκείνο που στα... αλήθεια
ενδιαφέρει τον Κουροσάβα. Η πηγή της εκφοράς της είναι αυτό που τον απασχολεί:
ο άνθρωπος, ένα κουβάρι ενστίκτων και απωθημένων, αδύναμο κάτω από το βάρος
τους, αλλά και θρασύ έως και επικίνδυνο όποτε θεωρεί σκόπιμο να τα εκλογικεύει.
Γι’ αυτό τον
επικίνδυνο συνδυασμό ανησυχούσε ο Κουροσάβα (αισιοδοξώντας πάντως, όπως
φαίνεται από το φινάλε), ιδιαίτερα τότε, που ο ανοικοδομούμενος μεταπολεμικά
πλανήτης ματαιοπονούσε να απαντήσει στο ερώτημα μέχρι πού θα έφθανε η
ιμπεριαλιστική Ιαπωνία αν δεν είχε γενοκτονικά ισοπεδωθεί από τους Αμερικανούς.
Κι έκανε αυτή την ανησυχία ένα δομικό φιλοσοφικό αριστούργημα, σημείο έμπνευσης
και αναφοράς για όλες τις έκτοτε κινηματογραφικές γενιές. Αμέτρητα φιλμ, μεταξύ
τους και οι εμβληματικοί «Συνήθεις Υποπτοι», χρωστούν την ύπαρξή τους στο
μνημειώδες αυτό έργο, που, εκτός από μια μελέτη της φύσης της αλήθειας,
αποτελεί και μια υπενθύμιση του πόσο περισσότερο ανεξιχνίαστη εκείνη θα
παραμένει στη μόνιμα παραισθησιογόνα τέχνη του κινηματογράφου, όσο κι αν
παλεύει να την πλησιάσει.
Γεννήθηκε 23-Μαρτ-1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του
Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος,
αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη
Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών.
Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: "Σουγκάτα
Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια ταινία δράσης που σύντομα έγινε
δημοφιλής. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και
εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται
υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά
ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή
λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια
του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ' αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της
κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή
της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ' εκείνη των εχθρών των
Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την
αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο
κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών
τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε
σημαντικότατη.
Η πρώτη ταινία του μετά τον πόλεμο ήταν το «Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας».
Το 1948, κυκλοφόρησε ο «Μεθυσμένος Άγγελος», το οποίο γνώρισε μεγάλη κριτική
αναγνώριση, και εδραίωσε τον Κουροσάβα ως έναν από τους πιο σημαντικούς νέους
σκηνοθέτες της Ιαπωνίας. Στην ταινία πρωταγωνιστούσε ο τότε άγνωστος Τοσίρο Μιφούνε, που έπειτα έγινε ένας από τους πιο γνωστούς και
αναγνωρισμένους Ιάπωνες ηθοποιούς, και πρωταγωνίστησε σε 15 ακόμα ταινίες του
Κουροσάβα.
Η διεθνής καταξίωση
Το 1950 κυκλοφόρησε η ταινία που έκανε τον Κουροσάβα γνωστό έξω από την
Ιαπωνία, «Η γκέισα και ο σαμουράι» (Ρασομόν
– Rashômon)
Η ταινία παρουσιάζει τέσσερις
διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές δολοφονίας από την οπτική γωνία
τεσσάρων διαφορετικών μαρτύρων. Η ταινία ήταν τεράστια κριτική και εμπορική
επιτυχία, και ακόμα και σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των
εποχών. Ήταν ο αναπάντεχος νικητής του Χρυσού
Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας - 1951 και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Η επιτυχία της ταινίας
οδήγησε τις δυτικές κινηματογραφικές αγορές στο να εστιάσουν για πρώτη φορά στα
προϊόντα της ιαπωνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, κάτι το οποίο οδήγησε σε
διεθνή αναγνώριση για πολλούς άλλους Ιάπωνες σκηνοθέτες.
Στην 10ετία του 1950 και στις αρχές της 10ετίας του 1960,
ο Κουροσάβα σκηνοθετούσε ασταμάτητα -ένα φιλμ την χρονιά. Σε αυτήν την περίοδο
της καριέρας του έφτιαξε μερικές από τις
πιο αναγνωρισμένες και σημαντικές του ταινίες.
Οι περισσότερες από αυτές εκτυλίσσονταν στην εποχή των Σαμουράι, και ως
αποτέλεσμα, ο Κουροσάβα είναι πλέον γνωστός για τις "jidaigeki" ταινίες του (ο Ιαπωνικός όρος για ταινίες με
Σαμουράι).
Ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες είναι τα: Γιοζίμπο (Yôjinbô 1961), μια εξαιρετικά δημοφιλής ταινία δράσης η οποία
έπειτα αποτέλεσε την βάση για το γουέστερν Για Μια Χούφτα Δολάρια, Σαντζούρο (Tsubaki Sanjûrô 1962), το σίκουελ του Γιοζίμπο, Ο Θρόνος του Αίματος Kumonosu-jô(1957), μια προσαρμογή του Μάκβεθ στην εποχή των Σαμουράι, Ο Κοκκινογένης (Akahige 1965), Το Μυστικό Φρούριο (Kakushi-toride no san-akunin 1958), το
οποίο πολλοί θεωρούν ότι αποτέλεσε την βάση για την ταινία Star Wars –ο πόλεμος
των άστρων και Οι Επτά Σαμουράι (Shichinin no samurai 1954), το οποίο πολλοί θεωρούν ως το αριστούργημα του
Κουροσάβα και μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Στην ίδια περίοδο
σκηνοθέτησε και ταινίες που εκτυλίσσονταν στο παρόν, όπως το φιλμ νουάρ The Bad
Sleep Well (Ο κακός ύπνος καλά κρατεί Warui yatsu hodo yoku nemuru 1960), μια
προσαρμογή του Άμλετ στην σημερινή εποχή, το High and Low (Ο δολοφόνος του
Τόκιο -Tengoku to jigoku 1963) ένα αστυνομικό δράμα που εξερευνά την ταξική
διαστρωμάτωση και πάλη στη χώρα του και το Ikiru (Ο καταδικασμένος 1952), ένα δράμα για έναν άνδρα που
μαθαίνει ότι σύντομα θα πεθάνει και καταλαβαίνει ότι δεν έζησε πραγματικά την
ζωή του.
Τα τελευταία χρόνια
Μετά την 10ετία του 1960, ο Κουροσάβα δεν σκηνοθετούσε πλέον ταινίες σε τόσο
τακτική βάση (μόνο 8 μετά το 1965), μα όσες έφτιαξε σε αυτήν την περίοδο συχνά
κατατάσσονται ανάμεσα στις καλύτερες του. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ήταν έγχρωμες, και ο Κουροσάβα αναγνωρίστηκε
και για την χρήση του των χρωμάτων.
Το 1970 γυρίζει (σε δικό του σενάριο) το καταπληκτικό Dodesukadenμε διάφορες ιστορίες από τις ζωές των κατοίκων της παραγκούπολης του Τόκιο,
με επίκεντρο ένα διανοητικά ανεπαρκή νεαρό αγόρι που έχει εμμονή να οδηγεί το
δικό του τραμ.
Ο χαμηλός αριθμός σε αυτήν την περίοδο, δεν οφειλόταν σε έλλειψη
δημιουργικότητας εκ μέρους του, άλλα στην αδυναμία να βρει χρηματοδότηση –καθώς
οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο σινεμά οδηγούν αποκλειστικά στο φιλμ\εμπόρευμα που οδήγησαν τον Κουροσάβα και σε μια απόπειρα
αυτοκτονίας στις 22-Δεκ-1971. Ο σκηνοθέτης ανάρρωσε γρήγορα αλλά παρέμενε
αβέβαιος για το αν θα έφτιαχνε ποτέ ξανά άλλη ταινία. Και τότε –από μηχανής θεός
εμφανίστηκε η ΕΣΣΔ που το 1973 τον προσέγγισε, προτείνοντας μια συνεργασία και
αυτό οδήγησε στην καταπληκτική Σοβιετική
ταινία του 1975 Dersu Uzala, όπου ο -ακόμα
κόκκινος στρατός στέλνει έναν εξερευνητή σε μια αποστολή στη χιονισμένη έρημο
της Σιβηρίας που κάνει φίλους με έναν έμπειρο ντόπιο κυνηγό την μόνη
μη-Ιαπωνική ταινία που σκηνοθέτησε. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης
Ταινίας και το Χρυσό Βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας.
Οι δύο πιο
αξιοσημείωτες ταινίες αυτής της περιόδου της φιλμογραφίας του Κουροσάβα ήταν οι
τελευταίες επικές ταινίες σαμουράι του, Καγκεμούσα, η σκιά του πολεμιστή (Kagemusha 1980) και Ραν(Ran 1985). Και οι δύο αυτές ταινίες κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα στο
Φεστιβάλ Καννών, προτάθηκαν για Όσκαρ και γνώρισαν διεθνή επιτυχία. Το
Καγκεμούσα αφηγείται την ιστορία του σωσία ενός ισχυρού άρχοντα σαμουράι, ενώ
το Ραν, το οποίο θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του Κουροσάβα και του
χάρισε την μοναδική του υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, είναι
μια προσαρμογή του Βασιλιά Ληρ. Το Καγκεμούσα χρηματοδοτήθηκε από Φράνσις Φορντ
Κόπολα + Τζορτζ Λούκας, οι οποίοι ήταν μεγάλοι θαυμαστές του Κουροσάβα και
είχαν επηρεαστεί πολύ από τις παλιότερες ταινίες του. Άλλοι γνωστοί Αμερικάνοι
σκηνοθέτες που θαύμαζαν τον Κουροσάβα και τον βοήθησαν στις τελευταίες του
ταινίες ήταν οι Στίβεν Σπίλμπεργκ και Μάρτιν Σκορσέζε.
Το 1990, ο Κουροσάβα σκηνοθέτησε το σουρεαλιστικό Όνειρα, Yume μια προσαρμογή αληθινών του ονείρων για την μεγάλη
οθόνη. Το 1991, σκηνοθέτησε το Ραψωδία τον Αύγουστο (Hachigatsu no rapusodî) , με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Γκήρ, που (εξ)ερευνούσε
τις συνέπειες της ατομικής επίθεσης στο Ναγκασάκι. Το 1993 κυκλοφόρησε η
τελευταία ταινία του, Madadayo, που αφηγόταν την ιστορία ενός γηραιού καθηγητή. Ο
επικείμενος θάνατος ήταν μεγάλο θέμα της ταινίας.
Ο Κουροσάβα πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου 1998, σε ηλικία 88 ετών, από ένα
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το κύκνειο άσμα του Ακίρα,
η δραματική ταινία «Ο δάσκαλος»
Το 1943, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, έπειτα από 30 χρόνια
διδασκαλίας, ο καθηγητής Ουτσίντα ανακοινώνει στους μαθητές του ότι θα
αποσυρθεί για να αφιερωθεί στο γράψιμο. Ο γέρος καθηγητής έχει πια τον τίτλο
του σενσέι, αλλά και την απεριόριστη αγάπη των μαθητών του, οι οποίοι σύμφωνα
με την παράδοση τον συναντούν κάθε χρόνο στα γενέθλιά του. Την εποχή εκείνη το
Τόκιο βομβαρδίζεται και το σπίτι του καθηγητή καταστρέφεται. Μαζί με αυτό
χάνονται πολύτιμα και σπάνια βιβλία. Η ερώτηση που του θέτουν πάντα οι μαθητές
του όταν τον συναντούν, είναι αν έχει ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι και
εκείνος κάθε φορά δίνει την ίδια απάντηση: «Όχι ακόμα» (Μανταντάγιο)...
Μια συγκινητική ταινία για τις σχέσεις μαθητών και δασκάλου, για τα
γηρατειά και το θάνατο. Με την ταινία αυτή ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης Ακίρα
Κουροσάβα αποχαιρέτησε τον κόσμο του κινηματογράφου, τον οποίο υπηρέτησε πιστά
επί μισό αιώνα. Το 1948 είχε εγκαινιάσει μια μόνιμη συνεργασία με τον ηθοποιό
Τοσίρο Μιφούνε, ενώ παγκόσμια γνωστός έγινε το 1951 με την αριστουργηματική
ταινία του «Ρασομόν». Οι ταινίες που ακολούθησαν είναι ιστορικές, διασκευές
δυτικών λογοτεχνικών έργων στην ιαπωνική πραγματικότητα του μεσαίωνα. Είναι
δημιουργός ενός μεγαλόπνοου έργου που τα χαρακτηριστικά του είναι ο ουμανισμός,
η κοινωνική κριτική, αλλά και η τραγωδία. Παίζουν οι Τατσούο Ματσουμούρα, Κιόκο
Καγκάβα, Χισάσι Ιγκάβα, Γιόζι Τοκόρο, Ακίρα Τεράο, Τακέσι Κουσάκα, Ασεϊ
Κομπαγιάσι και Χιντετάκα Γιοσόκα.
«Σιωπηλή Μαρτυρία»
Το αλληγορικό αντιπολεμικό δράμα
Η ταινία γυρίστηκε το 1949. Τρία - τέσσερα χρόνια, δηλαδή, μετά τον πόλεμο.
Η Ιαπωνία ήταν κάτω από την αμερικάνικη κατοχή. Παντού συντρίμμια. Ο αέρας
εξακολουθούσε να είναι βρώμικος και μολυσμένος από τις ατομικές βόμβες των
Αμερικανών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι!
Μέσα σε αυτό το «σκηνικό», ο Ακίρα διαλέγει ένα σύγχρονο ιαπωνικό θεατρικό
έργο και το κάνει ταινία. Το θέμα της, σε άλλο τόπο και σε άλλο χρόνο, θα ήταν
ένα τυπικό κοινωνικό δράμα. Για την Ιαπωνία του 1949, όμως, παίρνει άλλες
διαστάσεις. Είναι, γιατί όχι, και ένα ρέκβιεμ, για τα εκατομμύρια των θυμάτων,
για τις κατεστραμμένες πόλεις, για τις τεράστιες υλικές καταστροφές, για όλα
όσα συνέβησαν τα τελευταία εκείνα τα χρόνια. Επιθετικός πόλεμος και, αμέσως
μετά, ήττα και καταστροφή. Για την Ιαπωνία, λοιπόν, εκείνων των χρόνων, που
ήταν αναγκασμένη να μιλάει με συμβολισμούς, η «Σιωπηλή Μονομαχία», σε δεύτερο
επίπεδο, είναι μια καταγγελία του πολέμου. Ο οποίος πόλεμος κουβαλάει μαζί του
τη «σύφιλη»!..
Στη διάρκεια, λοιπόν, του πολέμου ένας χειρουργός (Τοσίρο Μιφούνε)
εγχειρίζει έναν τραυματισμένο φαντάρο. Ο φαντάρος (Τσιέκο Νακακίτα) είναι
φορέας σύφιλης. Ο γιατρός μολύνεται από την ασθένεια. Και μολύνεται χωρίς δική
του ευθύνη. Χωρίς «ευχαρίστηση», αφού ποτέ αυτός δεν είχε κάποια ερωτική επαφή.
Αυτός ήταν αθώος και παρθένος! Αυτός δεν είχε «καμία σχέση» με την αρρώστια,
«καμία επαφή» με τον πόλεμο. Η ζωή του, παρ' όλα αυτά, καταστρέφεται. Εκείνη
την εποχή η σύφιλη ήταν όπως είναι σήμερα το Εϊτζ. Πρέπει να κάνει μια
μακρόχρονη θεραπεία, για να θεραπευτεί, ίσως! Στο δικό του κοπιαστικό «ταξίδι»,
δε θέλει να παρασύρει και άλλους ανθρώπους. Θα αναλάβει ακέραιες τις ευθύνες,
και ας μην του αναλογούν. Αποφασίζει να ελευθερώσει τη γυναίκα που αγαπάει, για
να μπορέσει εκείνη, τουλάχιστον, να κάνει μια φυσιολογική ζωή. Τη χωρίζει
«χωρίς εξηγήσεις». Και ας πονάει! Και πονάει πολύ, γιατί την αγαπάει.
Ο γιατρός μένει μόνος του με το πρόβλημά του. Ωστόσο, γύρω του υπάρχουν και
άλλα «τραυματισμένα» πρόσωπα. Ενα από αυτά, μια χωρισμένη μητέρα, η νοσοκόμα
του, θα σταθεί δίπλα του!.. Στο μεταξύ, το πρόσωπο που τον μόλυνε, ο φαντάρος,
όχι μόνο δεν άκουσε τις συμβουλές του για να ολοκληρώσει τη θεραπεία, αλλά
δημιούργησε οικογένεια και με την άστατη και επιπόλαια συμπεριφορά του
εξακολουθούσε να μολύνει τους γύρω του! (Ο μιλιταρισμός και ο πόλεμος, που
μολύνουν, ήταν ζωντανοί ακόμα το 1949, εδώ εξακολουθούν να είναι ακόμα και
σήμερα)!
Ακόμα και σε πρώτο επίπεδο, απλοϊκά και απλουστευμένα, να διαβάσει κανείς
το φιλμ του Κουροσάβα, θα βρει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Πρώτα η ατμόσφαιρα.
Κλειστοί χώροι (σε αυτό βοήθησε και η θεατρική καταγωγή του σεναρίου), που σου
δημιουργούν μια ασφυξία. Και την ίδια στιγμή σού τονίζουν τη συνέπεια του ήρωα,
που η ζωή του είναι η επιστήμη του, το καθήκον. Μέσα στο μικρό νοσοκομείο
συμβαίνουν τα πάντα! Υστερα έρχονται οι ερμηνείες. Ολα τα πρόσωπα έχουν κύρος
και ήθος. Υπερασπίζονται τους ρόλους τους με συνέπεια και σεβασμό. Ο καθένας
ξεχωριστά είναι μια αξία. Ακολουθεί η μουσική (Βιβάλντι, διασκευασμένος από τον
Ακίρα Ιφουκούμπε). Είναι δραματική, αλλά την ίδια στιγμή τρυφερή. Και, τέλος,
οι διάλογοι. Αν κανείς προσέξει θα ακούσει (διαβάσει) διαλόγους -αποφθέγματα!
Είναι διάλογοι πολλών επιπέδων! Μικρές φράσεις, με μεγάλα νοήματα...
Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε κάτι, που έχει ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία
ακολούθησε τη γραφή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τόσο στη φόρμα όσο και στο
περιεχόμενο. Μια γραφή που πολύ κατηγορήθηκε και πολύ συκοφαντήθηκε! Ο Ακίρε
Κουροσάβα κινηματογράφησε θετικό ήρωα με κατανοητό τρόπο. Ανθρωπο που θυσίασε
το προσωπικό για το γενικό. Και λέμε έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτό συνέβη
πέρα και έξω από τη Σοβιετική Ενωση. Σε μια χώρα, και από ένα σκηνοθέτη, που
κανείς δεν μπορεί να τους «κατηγορήσει» για κομμουνιστές!
Τι, λοιπόν, ανάγκασε τον Ακίρα Κουροσάβα, να ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο
γραφής; Η ευθύνη, βέβαια! Η κοινωνία είχε, και εξακολουθεί να έχει, ανάγκη από
λαμπρά παραδείγματα. Από ανθρώπους που είναι λίγο πάνω από τον «τρέχοντα»
άνθρωπο. Ο δημιουργός έχει υποχρέωση να προβάλει τέτοιες αξίες. Οι οποίες δεν
είναι κατασκευασμένες. Μια ματιά γύρω μας, θα μας πείσει, πως υπάρχουν
χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, σαν τον γιατρό της ταινίας. Ο Κουροσάβα άπλωσε
το χέρι του, όπως πρέπει να κάνει κάθε σοβαρός και αληθινός δημιουργός, και
έβγαλε έναν απ' αυτούς, έναν θετικό άνθρωπο, το γιατρό της ταινίας στην
επιφάνεια. Τι πιο υπεύθυνο, τρία χρόνια μετά τον πόλεμο, όταν η ζωή και ο
άνθρωπος είχαν χάσει την αξία τους!
Θα συνιστούσαμε στους θεατές, για να ευχαριστηθούν περισσότερο την ταινία,
να κοιτάζουν στην οθόνη, να ευχαριστιούνται ό,τι βλέπουν με την πρώτη ματιά,
όμως ο νους τους να βρίσκεται πίσω από αυτή! Να βλέπουν τους ήρωες όχι σαν
«τρέχοντα» άτομα, αλλά σα φορείς ιδεολογιών και απόψεων. Και να μην ξεχάσουν
ούτε στιγμή, πως η Ιαπωνία, έτσι και αλλιώς, είναι χώρα των συμβολισμών. Ποτέ ο
Ακίρα Κουροσάβα, ένας τόσο μεγάλος σκηνοθέτης, δε θα έκανε μια ταινία μελό, και
μάλιστα ένα χρόνο πριν το εξαιρετικό «Ράσομον», χωρίς να θέλει κάτι βαθύτερο να
μας μεταφέρει.
Το βαθύτερο, λοιπόν, είναι το ολόψυχο δόσιμο του γιατρού στο καθήκον, στην
ηθική, στις ανθρώπινες αξίες. Με όποιο κόστος. Χωρίς συμβιβασμούς και
παζαρέματα. Ακόμα και αν ξεριζώνει την καρδιά του. Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Τακάσι Σιμούρα, Μίκι Σάνιο, Κεντζίρο Ουεμούρα,
Τσιέκο Νακακίτα, Νορίκο Σενγκόκου.
"Ραν"
Μια από τις καλύτερες και πιο σπουδαίες
κινηματογραφικές "συνθέσεις" του Ιάπωνα σκηνοθέτη
Ο Ακίρα Κουροσάβα
διασκεύασε το έργο του Σαίξπηρ "Βασιλιάς Λιρ" και το μετέφερε
αριστουργηματικά στην οθόνη, με την ταινία του "Ραν". Ενας γερο -
βασιλιάς αποσύρεται από το θρόνο του και παραχωρεί την εξουσία στους δύο
μεγαλύτερους γιους του. Αδικεί, όμως, τον μικρότερο. Μεταξύ των αδελφών θα
ξεσπάσει μια καταστροφική διαμάχη για την εξουσία. Μνημειώδεις είναι οι
πολεμικές σκηνές της ταινίας, ενώ ο σκηνοθέτης κάνει μια εκπληκτική χρήση των
χρωμάτων και του τοπίου, φθάνοντας στο απόγειο της τέχνης του με τις πλαστικές
συνθέσεις του κάδρου. Μια επιβλητική παραγωγή σ' ένα από τα μεγαλύτερα έπη της
παγκόσμιας ιστορίας του κινηματογράφου. Εξαιρετικές ερμηνείες από τους Τατσουά
Νακαντάζ, Ακίρα Τεράο και Ζινπάσι Νέζου. Υπάρχει και ένα
2ωρο ντοκιμαντέρ για τον Ακίρα Κουροσάβα, σε σενάριο και
σκηνοθεσία Adam Low -η πρώτη ολοκληρωμένη ματιά στη ζωή και στο έργο του
μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη μετά το θάνατό του. Περιλαμβάνει σκηνές από
περισσότερες από τις μισές του ταινίες, συνεντεύξεις με τους συναδέλφους του,
τα ενήλικα παιδιά του και τους ηθοποιούς Κλιντ Ιστγουντ και Τζέιμς Κόμπερν.
Αφηγείται ο Σαμ Σέπαρντ και διαβάζονται αποσπάσματα από το έργο του Πολ
Σκόφιλντ «Κάτι σαν αυτοβιογραφία».
Το ντοκιμαντέρ απέσπασε το βραβείο Cine Χρυσός Αετός 2002 και τη χάλκινη πλάκα
στο Chris Awards 2001
Αυγουστιάτικη ραψωδία
Εξω από το σημερινό Ναγκασάκι, ξετυλίγεται η ιστορία στην ταινία
"Ραψωδία τον Αύγουστο". Εκεί ζει μια ιαπωνική οικογένεια. Η
παραδοσιακή γριά μητέρα και γιαγιά, τα παιδιά που έχουν γίνει σύγχρονοι
επιχειρηματίες και με οικονομικές σχέσεις με την Αμερική και τα ανήλικα
εγγόνια. Τότε γίνεται γνωστό ότι θα φτάσει από την Αμερική όπου μεγάλωσε και
ζει ο ανιψιός της γιαγιάς. Η γιαγιά θα αρχίσει να ανατρέχει στο παρελθόν και θα
θυμηθεί τις τραγικές στιγμές, όταν έπεσε η βόμβα στο Ναγκασάκι και ανάμεσα στα
θύματα ήταν και ο άνδρας της. Η γιαγιά φαντάζεται τη στιγμή της άφιξης του
ανιψιού και είναι όλο αγωνία για το πώς θα είναι και τι θα του πει. Μια ταινία,
γεμάτη λυρισμό και ποίηση, με πρωταγωνιστές τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Σασίκο Μουράζε,
Χισάσι Ιγκάβα και Ναρούμι Καγιασίμα.
Οι εφτά Σαμουράι
Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών η επική περιπέτεια του Ακίρα Κουροσάβα.
Η ιστορία εξελίσσεται το 16ο αιώνα και αφορά μια ομάδα σαμουράι πολεμιστών,
που προσλήφθηκαν από Ιάπωνες αγρότες, προκειμένου να προστατέψουν το χωριό και
τη σοδειά τους από την επερχόμενη λεηλασία ληστών. Ανταμοιβή τους μερικά μπολ
ρύζι, το μόνο που μπορούν να διαθέσουν οι φτωχοί αγρότες. Πέρα από τις
εντυπωσιακότερες σκηνές μάχης που έχουν γυριστεί ποτέ, η ταινία εμβαθύνει
επιτυχημένα και σε πιο δραματικά επίπεδα.
Ο Κουροσάβα κάποτε δήλωσε ότι γύρισε τους «7 Σαμουράι», γιατί ήθελε να
σκηνοθετήσει μια ταινία «τόσο διασκεδαστική, ώστε να μπορεί κάποιος να τρώει
την ώρα που τη βλέπει».
Ο Ληρ
Ο
λάτρης του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, στην ταινία «Ραν»
μεταφέρει τον «Βασιλιά Ληρ». Το έργο
του Σαίξπηρ το μεταφέρει στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα, δημιουργώντας μια
θαυμάσια σύλληψη, υπέροχες σκηνές μαχών, εκπληκτική εικονογραφία, όσο και
καταπληκτικές ερμηνείες. Μια ταινία από τις καλύτερες του μεγάλου Ιάπωνα
σκηνοθέτη. Τον 16ο αιώνα ο άρχοντας Χιντετόρα αποφασίζει να αποσυρθεί και να
μοιράσει το κράτος του στους τρεις γιους του, τον Τάρο, τον Ζίρο και τον
Σαμπούρο. Ο Σαμπούρο, προβλέποντας το κακό, εναντιώνεται στην απόφαση του
πατέρα του και εκείνος τον αποκληρώνει. Ο Ζίρο δολοφονεί τον Τάρο. Στην
αποτρόπαια αυτή κίνησή του τον παρακινεί η φιλόδοξη γυναίκα του, η οποία μισεί
το γένος των Χιντετόρα.
“Μάκβεθ”, “Ο θρόνος του αίματος” (1957)
Η
ταινία μεταφέρει τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ στον ιαπωνικό φεουδαρχικό μεσαίωνα,
ακολουθώντας ωστόσο πιστά το πρωτότυπο στη δράση και στη μορφή, αφού το έργο
χωρίζεται σε πράξεις. Η ταινία αρχίζει με δύο πολεμιστές που επιστρέφουν στο
κάστρο του αφέντη τους μετά από μια νικηφόρα μάχη. Στο δρόμο της επιστροφής
ένας από τους πολεμιστές συναντά ένα πνεύμα που του λέει ότι σύντομα θα γίνει ο
αφέντης του κάστρου, αλλά ο γιος του θα του πάρει την εξουσία. Ο πολεμιστής
τότε πλημμυρίζεται από αισθήματα απληστίας και μίσους και αποφασίζει να κάνει τα
πάντα για να μην επαληθευτούν οι προβλέψεις.
Ο Κουροσάβα ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην ένταση και τη στατικότητα των
σκηνών, δημιουργώντας μία από τις καλύτερες ταινίες του.