- Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη… η Ματωμένη Κυριακή _ΑΦΙΕΡΩΜΑ
- Αφιέρωμα Αλέξης Γρηγορόπουλος
- Το ύψωμα ΝΤΙΚ εις την Κορέαν _70+ χρόνια μετά
- Otis Redding Jr.🎤 βασιλιάς ✨ της Soul
- Shabe Yalda _νύχτα της Γιάλντα __κι οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
- 33 "στιγμές" της μάχης του Δεκέμβρη 1944
- ΣΥΡΙΑ: Αναζωπύρωση συγκρούσεων με παλιούς και νέους “παίκτες” στο κουβάρι ανταγωνισμών
- Quō vādis? _ ανθρώπινα δικαιώματα ΝΑΙ! αλλά αυτά της ανθρωπότητας;
- Κυκλοφορεί η ατζέντα της ΟΓΕ 2025 _Γυναίκα & Τέχνη
- Megalopolis 🎥 ὤδινεν ὄρος καί 🐭 ἔτεκεν ?¿
18 Ιουλίου 2017
Η καπιταλιστική Ελλάδα & η αστική προπαγάνδα περί «τελευταίας Σοβιετίας»
30 Μαΐου 2017
Βασίλης Ρώτας: Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα
Η επιθυμία του -παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.
Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την
πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - κρυφός καημός» και το
1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του
Λέοντος Τολστόι.
Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο,
Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη,
την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.
Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954
και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.
- Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά
πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε
ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε
εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.
Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού. - Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.
- Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.
Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».
Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του
Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο
του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.
Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά
έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.
Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος
αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές
του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από
μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως
και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια
θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε»
και τους συμμαθητές του στο σχολείο.
Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην
Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική
Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο
και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά
και ρωσικά εντελώς μόνος του.
Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή
Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το
Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή
όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το
λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και
εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για
τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα
συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται
στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.
Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.
Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για
την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για
την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου,
αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.
Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το
Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής,
Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας
καλοκαίρι 1942-Μάρτιος 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ
και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.
Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού
Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει
κανείς ξεχωριστό βιβλίο.
Τον Μάρτιο του 1944 μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης
Ελλάδας.
Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική
ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ
Θεσσαλίας.
Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και
παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος
αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του
ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη
Ελλάδα.
Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το
περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών
του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες»
του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί
οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου
Τσάτσου.
Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.
Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.
Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.
Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.
Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.
"Έφυγε" σαν σήμερα, 30 Μάη 1977.
Τα στοιχεία προέρχονται
από το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη
"Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του
για παιδιά και εφήβους" (εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή", Αθήνα 2007).
Μας κληροδότησε το «εγερτήριο τραγούδι του»
«...
Αϊντε, σε καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης»
γράφει στο ποίημά του «Ο μπάρμπα Βασίλης ο Αβασίλευτος», ο Γιάννης Ρίτσος, γραμμένο για το θάνατο του (1-Ιουνίου-1977)
Ο Βασίλης Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου καλύτερου, πολλές φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της μειοψηφίας των κοινωνικά προνομιούχων. Ετσι και στην ποίησή του.
Αρκετά ποιήματά του είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων
αγωνιστών, όπως το ποίημα «Ηλέχτρα», κατάλληλο και για εφήβους και νέους
(ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της
Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου (...)
«Και τώρα οι δυο μας, | Ηλέχτρα. | Εμείς οι δυο | κλεισμένοι εδώ, | να η ζωή κι
ο κόσμος. | Σε λεν Ηλέχτρα, | με λεν Καθρέφτη.| Εσύ 'σαι φως | κι εγώ σκοτάδι |
και σε σβήνω. | Εσύ 'σαι θάρρος | κι εγώ 'μαι φόβος | και σε χτυπάω. | Εσύ 'σαι
ελπίδα | κι εγώ 'μαι αγκούσα | και σε δαγκώνω.
Εσύ η χαρά | κι εγώ 'μαι η θλίψη | και σε πατάω. | Εσύ ομορφιά | κι εγώ η
ασκήμια | και σε στραβώνω. | Εσύ 'σαι η αγνότη | κι εγώ 'μαι ασέλγεια | και σε
μολέβω. | Εσύ τιμή | κι εγώ ντροπή | και σε λερώνω.| - Ανόητε δούλε, | δεν
ξέρεις τι 'σαι, | ούτε τι κάνεις: | το σκοτάδι δεν μπορεί | να σβήσει το φως
(...)».
Στο ποίημα «Διακόσια παλικάρια» απεικονίζεται ποιητικά η
εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την
Πρωτομαγιά του 1942. «Μας πάνε για ντουφέκι | χαράματα, | κοιτάμε ένας τον
άλλον | κατάματα (...)
Μας είδαν οι ραχούλες | κι αντάριασαν, | μας είδανε τα ουράνια | και δάκρυσαν.|
Μας είδαν οι διαβάτες | οι πρωινοί, | λιγοθυμιά τους ήρθε | και συντριβή...
Μας είδε ένα αηδόνι, | Πρωτομαγιά, | και λάλησε για ειρήνη | και λευτεριά».
Αλλο ένα χαρακτηριστικό της προοσωπικότητάς του είναι ότι
επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία, συνελήφθη και σιδηροδέσμιος οδηγείτο στη Γυάρο.
Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα: «Ντροπή σου γέρο»! Και ο
Ρώτας του αποκρίθηκε με περηφάνια: «Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με
κρίνεις όμως δεν μπορείς»!
22 Απριλίου 2017
Τώρα ρίξτε τον τοίχο! ΖΗΤΩ o ΛΕΝΙΝ!
Σχεδόν ικανοποιημένος, (ο Λένιν;) καθώς βρίσκεται εκεί –στην έκθεση Spandau με τις τέσσερις βίδες στο κεφάλι του σαν χαρούμενο τέλος της παράλογης ιστορίας του μνημείου στο οποίο ανήκε το κεφάλι.σσ |> Όπως είναι γνωστό, μετά τις ανατροπές και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, η μανία των «νικητών» στράφηκε ενάντια σε ό,τι –μνημείο ή άλλο, θύμιζε την ιστορία των σοσιαλιστικών κατακτήσεων και φυσικά πρώτα και κύρια στο θεμελιωτή της πρώτης σοσιαλιστικής χώρα στον Λένιν.
Μεταξύ αυτών το από κόκκινο γρανίτη του διάσημου ουκρανού γλύπτη Νικολάι Τόμσκι
(Никола́й Васи́льевич То́мский), μνημειώδες, σχεδόν 19 μέτρων ύψους άγαλμα στο
Βερολίνο, όπου όλη η μανία (ο «αποκεφαλισμός» καταγράφηκε και στην ταινία
«Αντίο Λένιν» – „Goodbye Lenin“), οδήγησε στο να διαλυθεί σε
125 κομμάτια και στη συνέχεια να θαφτεί «κάπου στο δάσος» κατόπιν αιτήματος του
γερουσιαστή Volker Hassemer (CDU), «κάπου μεταξύ Müggelheim και… Landesgrenze
(εθνικά σύνορα)
Το άγαλμα είχε στηθεί στο Ανατολικό Βερολίνο (Volkspark Friedrichshain DDR)
τιμώντας τα 100χρονα του μεγάλου επαναστάτη (1970)
Όπως, καταγράφεται από τη στάση απέναντι στη ζωή, ειδικά των ανατολικογερμανών -που ήταν ακόμη νέοι όταν γκρεμίστηκε το τείχος αν και συμβολική πράξη, «τα πήραν στο κρανίο» επειδή η ΛΔΓ δεν ήταν μόνο το δικτατορικό καθεστώς (sic!), αλλά και εκείνο με ανέμελη ζωή και ακίνδυνη καθημερινότητα.
🔻 Τελικά η ζωή επέβαλε την «ανάσταση» -της κεφαλής προς το παρόν του ιστορικού αγάλματος, που εκτίθεται στην έκθεση Spandau.
Γράφει η επικεφαλής Andrea Theissen:
Είναι συγκινητικό να βρίσκεστε μπροστά σε αυτό το κεφάλι ύψους 1,70 μέτρων -3,9
τόνων …πλησιάστε! Ο κόκκινος γρανίτης από την Ουκρανία, αστράφτει στον ήλιο, οι
βίδες γερανό είναι σκουριασμένες, … γείρετε το κεφάλι σας για να κοιτάξετε τον
ηγέτη της εργατικής τάξης, βάλτε το χέρι σας στο δροσερό μέτωπο – σε ένα
ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το άγγιγμα.
«Γεια σας πάλι, Λένιν!»
Ποικίλα τα σχόλια, στο άρθρο της taz επιλέξαμε τούτο:
|> Die unbesiegbare Inschrift – Η ακατανίκητη επιγραφή
| (Bertolt Brecht)
Zur Zeit
des Weltkriegs
In einer Zelle des italienischen Gefängnisses San Carlo
Voll von verhafteten Soldaten, Betrunkenen und Dieben
Kratzte ein sozialistischer Soldat mit Kopierstift in die Wand:
Hoch Lenin!
Την εποχή του παγκόσμιου πολέμου
Σ’ ένα κελί της ιταλικής φυλακής Σαν Κάρλο
Γεμάτο από κρατούμενους στρατιώτες, μεθυσμένους και κλέφτες
Έγραψε ένας σοσιαλιστής φαντάρος στον τοίχο απάνω με μολύβι:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Πολύ ψηλά στο μισοσκότεινο κελί, ίσα-ίσα να φαίνεται, μα
Με πελώρια γράμματα γραμμένο.
Μόλις το είδανε οι δεσμοφύλακες, στείλανε έναν μπογιατζή μ’ έναν κουβά ασβέστη
Κι αυτός με μια βούρτσα με μακρύ κοντάρι ασβέστωσε την απειλητική
επιγραφή.
Μα μόνο της γραφής το χαρακτήρα, με τον ασβέστη του άλλαξε
Και τώρα έστεκε ψηλά μες στο κελί μ’ ασβέστη:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Και δεύτερος μπογιατζής έβαψε από πάνω την επιγραφή με μια
μεγάλη βούρτσα
Έτσι που εξαφανίστηκε για ώρες, μα κατά το πρωί
Που στέγνωσε ο ασβέστης, ξεπρόβαλε από κάτω η επιγραφή ξανά:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τότε στείλανε οι δεσμοφύλακες ενάντια στην επιγραφή έναν
οικοδόμο
Με ένα μαχαίρι. Κι αυτός την έξυσε γράμμα προς γράμμα, για μια ώρα
Και όταν τελείωσε, φάνταζε μέσα στο κελί ψηλά, άχρωμη πλέον
Μα βαθιά μέσα στον τοίχο χαραγμένη, η ανίκητη επιγραφή:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τώρα ρίξτε τον τοίχο! είπε ο φαντάρος.