17 Ιουλίου 2019

Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αναζήτησης και της αμφιβολίας

Το όνομα Andrea Camilleri, για όσους το έχουν ακουστά είναι σχεδόν συνώνυμο με τον επιθεωρητή Salvo Montalbano (βλ στο τέλος του σημειώματος σύντομο βιογραφικό του, πληροφορίες κλπ. καθώς και λεπτομέρειες για την ομώνυμη ιταλική τηλεοπτική σειρά). Με την ευκαιρία του θανάτου του (πλήρης ημερών και δραστηριότητας στα 93 του χρόνια) δημοσιεύτηκαν κάποια σημειώματα, που επικεντρώνοντας στην πολιτική πλευρά του συγγραφέα, μεταξύ άλλων και στο «Καμιλλέρι Κομμουνιστής», μάλλον τον αδικούν… Από κει και πέρα από κομμουνισμό των ιταλών κυριολεκτικά μπουχτίσαμε, για πολλά-πολλά χρόνια, οπότε -με πολύ σεβασμό στον πραγματικά μεγάλο Andrea Camilleri, «ευχαριστούμε αλλά δεν θα πάρουμε»! ‑κρατώντας όλα τα υπόλοιπα του μεγάλου λογοτέχνη

Εγώ στην πραγματικότητα είμαι ένας δολοφόνος …δεν αφήνω ίχνη πίσω μου: Απόλαυσα την ικανοποίηση αυτού που είπε ο Philip Roth «Καταστρέψτε τα πάντα». Το τέλος του Montalbano ήδη το έγραψα 13 χρόνια πριν γιατί δεν είναι ένα ρομάντζο αλλά «μετα-ρομάτζο» …όταν κάποιος μιλάει με τον Montalbano είναι σα να μιλάει με μένα -ο επιθεωρητής, θα φύγει μαζί μου, αλλά δε θα πεθάνει, ούτε θα βγει στη σύνταξη θα μείνει σαν λογοτεχνική γραπτή μαρτυρία. Θέλετε να μάθετε γιατί υπάρχω, αυτή τη στιγμή; Είναι γιατί 93 χρόνια μετά, έχοντας γράψει πάνω από 100 βιβλία, δημιουργώντας συνεχώς «καταστάσεις» ‑σ’ αυτή τη σιωπή γύρω μου, μου ήρθε η λαχτάρα, όχι να καταλάβω την αιωνιότητα, γιατί αυτό είναι πολύ δύσκολο αλλά τουλάχιστον να την ψηλαφίσω

Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αμφιβολίας: εγώ ήμουν πάντα ένας αμφισβητίας, το έψαχνα πολύ πριν κάνω κάτι… μοιάζω στους έξω διπλή προσωπικότητα. Για χρόνια έπινα το πρωί ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι και μετά μέχρι το βράδυ τίποτε, έτσι όσοι με γνώριζαν το πρωί με θεωρούσαν αλκοολικό και οι υπόλοιποι εγκρατή, σχεδόν ασκητή … το γεγονός ότι ζω ακόμη εξακολουθώντας να καπνίζω 60 τσιγάρα την ημέρα στα 93 μου χρόνια θα πει πως διαθέτω κάποιο ειδικό ένζυμο, δεν εξηγείται αλλιώς ‑θα έπρεπε να έχω αποδημήσει (εις κύριον)


Andrea Camilleri Η τελευταία συνέντευξη (14-Δεκ-2018 / 17-Ιουν 2019 στη Roberta Scorranese για το corriere.it) ‑οι υπογραμμίσεις δικές μας

«Θα μου επιτρέψετε να κάνω κάτι;» — «Φυσικά, κύριε»!. Ο Andrea Camilleri γέρνει λίγο από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται, απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλο μου. Στη συνέχεια, το μέτωπο και τελικά τα μαλλιά. Χαμογελάει και λέει: «Έχω μάθει να ακούω τους ανθρώπους αφού δεν τους βλέπω πια. Προσπαθώ να δώσω σάρκα και οστά σε μια φωνή, διαμορφώνοντας τις αποχρώσεις της… θα έχω ανταπόκριση άραγε; Ίσως ναι, ίσως όχι... και μερικές φορές αισθάνομαι την επείγουσα ανάγκη να αγγίξω τα μαλλιά ή το πρόσωπο αυτών που είναι μπροστά μου, αναζητώντας τα “σημάδια”».

Μιλάνο. Ένας ήλιος χλωμός σκονισμένος στα σύννεφα. Ελαφρό αεράκι ένα κομψό, διακριτικό δωμάτιο ξενοδοχείου, που το διασχίζουν επιχειρηματίες που μοιάζουν αόρατοι και γυναίκες όλες ίδιες, τακούνι και σκούρα ταγιέρ. Όλοι ψιθυρίζουν, όλοι μοιάζουν αποφασιστικοί κάνοντας κάτι «σημαντικό». Καθισμένος στην πολυθρόνα, ο Andrea Camilleri είναι μια όαση ανθρώπινης ζεστασιάς. Μιλάει με μια πολύ δυνατή και χαρούμενη φωνή — παίρνοντας την άδεια (μια από τις πολλές…) από την ηλικία των 93 του χρόνων και από μια τύφλωση που «φοράει» με λογοτεχνική κομψότητα, ως άλλος Τειρεσίας όμως πολύ καλλιεργημένος και ειρωνικά υπερβολικός.

  • Μοιάζεις με έναν ευτυχισμένο άνθρωπο.

«Είμαι. Για πολλούς λόγους. Επειδή είχα μια τυχερή ζωή, επειδή έζησα από μια δουλειά που μου αρέσει …μου άρεσε πάντα τόσο πολύ. Αλλά ξέρεις ποιο είναι ένα από τα πράγματα που με έκανε πολύ ευτυχισμένο; ”

  • Τι;

«Είχα την ευκαιρία να δω το προσωπάκι της 5χρονης εγγονής μου, της Matilda».

  • Ναι το παιδί που αναφέρετε στην αυτοβιογραφία σας «Τώρα μίλα μου για σένα» εκδόσεις Bompiani.

«Ναι. Ακούστε, όταν κάποιος είναι τόσο γέροντας όσο εγώ και έχει μικρά εγγόνια ή δισέγγονα, σκέφτεται με θλίψη ότι δεν θα μπορέσετε να ακολουθήσει το μεγάλωμά τους, τις πρώτες απογοητεύσεις και τις πρώτες κατακτήσεις τους. Και πάνω απ ‘όλα, ποτέ δεν ξέρει πως θα τον θυμούνται. Πιστέψτε με, βασανίζομαι από το γεγονός ότι, μετά το θάνατό μου, κάποιος θα μπορούσε να μιλάει άσχημα για μένα. Γι ‘αυτό εμφανίστηκα γυμνός εκεί, αποκαλύπτοντας τα πάντα, ακόμα και τα κακά του παρελθόντος μου, ακόμα και τα λάθη».

  • Θα μου πεις κανένα από αυτά;

«Για παράδειγμα, θα μπορούσα και θα έπρεπε να είχα πει ένα πιο αποφασιστικό όχι στο φασισμό, αλλά για να είμαι ειλικρινής, χρειαζόταν υπεράνθρωπο θάρρος, πάνω από τις δυνάμεις μου. Το είπα το όχι, αλλά αργά, όταν το πήρα είδηση σαν όλους τους άλλους. Κοιτάζοντας πίσω μου μοιάζω με κάποιον που την πάτησε και μου φέρνει πολύ θυμό ‑λύσσα».

  • Camilleri, είσθε ένας εξαιρετικός αφηγητής με εντυπωσιακή εξοικείωση με τη γραφή. Θα μπορούσατε να συντάξετε ένα μυθιστόρημα σε χρόνο μηδέν, αλλά διακρίνεστε από μια αυστηρή αδιαλλαξία προς τον εαυτό σας. Σαν να μην είσαστε ποτέ ικανοποιημένος.

«Αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Κάθε φορά που επιβάλω στο εαυτό μου το βασανιστήριο να ξαναδιαβάσω κάτι που έγραψα, ανησυχώ, λέω στον εαυτό μου “κοίτα καραγκιόζη, ξέχασες αυτό σου ξέφυγε τ’ άλλο, δεν έδωσες σημασία σε τούτο”. Τι φρίκη το ξαναδιάβασμα… τι φρίκη να ξαναπερνάς τη διαδρομή του “τελειωμένου”»

  • Και πώς το κάνετε;

«Απλό: Μη αφήνοντας ίχνη. Μόλις τελειώσω ένα μυθιστόρημα, πετάω τα πάντα μακριά. Σημειώσεις, σχέδια, διορθώσεις, σημειώσεις έμπνευσης. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα από την προσπάθεια, τίποτα που να μην μου θυμίζει ένα λάθος, μια έλλειψη. Ξέρετε ποιο είναι ένα από τα βασανιστήρια της ζωής μου; Όταν ένας μεταφραστής, ας πούμε στα ελληνικά, μου ζητάει να του εξηγήσω ένα απόσπασμα. Αυτό είναι παραπάνω από κατανοητό και όλοι όσοι γνωρίζουν τα βιβλία μου το ξέρουν. Αλλά σημαίνει ότι θα πάω να ξαναδιαβάσω μια σελίδα μου. Παναγία μου! τι μεγάλο ζόρι!»

  • Γράφετε πολλά.

«Ναι. Επειδή στα ενενήντα τρία μου πρέπει να κάνω πράγματα, να ακούω ανθρώπους, να γελάω. Κάθε στιγμή γίνεται πολύτιμη. Και έπειτα θέλω να γράψω στη μέση του σαματά των παιδιών, των εγγονιών και των δισέγγονων και των μικρών φίλων των εγγονιών. Η γυναίκα μου λέει ότι δεν είμαι συγγραφέας, αλλά ένας ανταποκριτής πολέμου, γιατί γράφω μέσα από κραυγές και γέλιο. Αλλά πώς μπορώ να σας εξηγήσω ότι η γραφή μου προέρχεται από το χάος της ζωής;»

  • Η μοναξιά σας φοβίζει;

«Την μισώ, την αποφεύγω, την πολεμάω με πολλή βαβούρα και με τις ιστορίες μου».

  • Με ποια έννοια;

«Είμαι γέροντας, τυφλός και λίγο βαριακούω τώρα. Αυτοί σαν κι εμένα αισθάνονται διπλά μονάχοι τους. Να σας πω τι κάνω; Λέω ιστορίες στον εαυτό μου. Σχεδιάζω ιστορίες και μυθιστορήματα μόνο για τον εαυτό μου, τα οποία δεν θα δημοσιεύσω ποτέ και τα καταστρέφω όταν παύουν να μου κρατάνε παρέα. Ανακαλύπτω καταστάσεις, κομμάτια ταινιών, παίρνω ένα χαρακτήρα και του παραμορφώνω το πεπρωμένο του, αρπάζω έν’ άλλο και διασκεδάζω να τον βλέπω να εκπλήσσετε και “να τα παίρνει” από την ανακατωσούρα που επιβάλω, στη ζωήςτου. Τι αίσθηση δύναμης δίνει η γραφή! Να το θυμάσαι».

  • Θα μου πείτε κάποια από αυτές τις ιστορίες, που ξεκινήσατε και στη συνέχεια πετάξατε;

«Θα σας διηγηθώ για το μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω και δεν έχω τελειώσει. Του έδωσα τίτλο ερημοποίηση. Όλα ξεκίνησαν με έναν προβληματισμό για τον κόσμο γύρω μας. Είναι ολοένα και πιο ερημωμένος, οι πάγοι  λιώνουν, το κλίμα αλλάζει γιατί υπάρχουν τμήματα του πλανήτη που διψούν. Και τότε είπα στον εαυτό μου: τι θα συνέβαινε αν αυτή η απερήμωση συνέβαινε στην καρδιά μιας γυναίκας; Αν, ξαφνικά, τα συναισθήματά της στεγνώσουν και οι επιθυμίες της γίνουν σαν ξηρά εδάφη

  • Μου φαίνεται μια όμορφη ιδέα. Γιατί διακόψατε το μυθιστόρημα;

«Θα μπορούσα να απαντήσω: γιατί το σημείο εκκίνησης δεν με πείθει. Ή θα μπορούσα να σας πω ότι είχα λίγο χρόνο. Αλλά θα σας πω την αλήθεια: το διέκοψα γιατί ήταν πολύ δύσκολο».

  • Λίγα πράγματα φαίνονται τόσο δύσκολα για έναν τόσο ευπροσάρμοστο συγγραφέα.

«Ωστόσο, η ειλικρίνεια με τον εαυτό μας έγκειται επίσης στην κατανόηση όταν κάτι ξεπερνά το όριο. Όχι, αυτή ήταν πολύ λυπηρή ιστορία για τον Camilleri του σήμερα, που θέλει να διασκεδάσει, να νιώσει τη ζωή γύρω του».

  • Τι σας λείπει σήμερα;

«Τα χρώματα. Χωρίς να είμαι σε θέση να δω την ακριβή απόχρωση της ημέρας όταν είναι βράδυ, το κοκκίνισμα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού, μου λείπουν εκείνα τα χρώματα που εμφανίζονται ξαφνικά και μετατρέπονται σε ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Φοβούμαι μήπως χάσω την ανάμνησή σους: πώς ήταν αυτή η βιολετί απόχρωση; Αναρωτιέμαι… Και σε ποια σκιά οριοθετούν το σκοτεινό κόκκινο; Και τότε, μέσα μου, σε μια από εκείνες τις στιγμές αυτο-απομυθοποίησης, εκπαιδεύω τον εαυτό μου να θυμηθώ τα χρώματα, ίσως να συνθέσω διαφορετικές αποχρώσεις. Και ξέρετε πού τα βρίσκω; Στα όνειρα. Έχω πολύ πολύχρωμα όνειρα, όπως ποτέ δεν είχα τον καιρό που έβλεπα καλά».

  • Μπορείτε να μου πείτε;

«Είμαι στο σταθμό του Μιλάνου, βιάζομαι ‑τρέχω να προλάβω το τρένο στην πλατφόρμα αλλά δεν μπορώ, κάτι με εμποδίζει. Τι; Κοιτάω τον εαυτό μου: είμαι ντυμένος σαν κλόουν, με μεγάλα παπούτσια, πολύχρωμες πιτζάμες, δεν μπορώ να τρέξω. Κοιτάζω προς τα πάνω και προς τα δεξιά μου βλέπω ένα σταματημένο. Αλλά είναι γεμάτο πολύχρωμους κλόουν που κοιτάζουν τα παράθυρα και φωνάζουν “έλα μαζί μας, έλα μαζί μας”. Στη συνέχεια, απογοητευμένος, γυρίζω προς τα αριστερά και βλέπω ένα άλλο τρένο γεμάτο επιβάτες. Και αυτοί στα παράθυρα, αλλά γελούν, γελούν, γελούν …».

  • Ένα όνειρο αλα Φελίνι.

«Λοιπόν, μια ζωή που την ξοδεύω με το Sciascia, την Elvira Sellerio, τον Massimo Bontempelli και πολλούς άλλους πρέπει κάποια στιγμή να γεννήσει κάτι. Όταν καλλιεργείς τη γνώση, αυτό συνεχώς μεγαλώνει και ποτέ δεν σ’ αφήνει μονάχο. Όποιος έχει την περιέργεια, τον ιό της αναζήτησης, δεν υποφέρει από μοναξιά. Είμαι πεπεισμένος ότι οι πραγματικές μεγάλες κοινωνικές διαφορές δεν είναι οικονομικές, αν και ‑για τ’όνομα του Θεού, υπάρχουν και έχουν τη σημασία τους. Νομίζω ότι η βαθύτερη ρήξη είναι μεταξύ εκείνων που είναι ικανοί να μην είναι “κατά μόνας” και εκείνων που δεν μπορούν να ζουν με τους άλλους».

  • Μήνυμα λεπτής απόχρωσης ανθρωπιάς, εκ μέρους σας.

«Μιλάω έτσι γιατί ήμουν τυχερός. Φρόντισα, ποτίστηκα. Και δεν μιλάω μόνο για τα 61 χρόνια του γάμου μου. Για μένα “νερό” είναι επίσης το αίμα μου, η γη μου, οι ρίζες μου, το ότι ανήκω σε έναν κόσμο. Αυτό δεν το έχουν όλοι. Οι περισσότεροι το χάνουν χάνοντας την επαφή με μια ταυτότητα η οποία, με τα χρόνια και με τις δυσκολίες, μπορεί να γίνει σπάνια. Αλλά δεν χάνεται για πάντα. (δυνητικά) μας τρέφει, μας σώζει ».

  • Πώς φτάνεις σε εξήντα ένα χρόνο γάμου;

«Με την αποδοχή του γεγονότος ότι ο γάμος αλλάζει, από αναγκαιότητα και, σε ότι με αφορά θα ήθελα να προσθέσω, από τύχη. Αν ενδιαφέρεστε ο ένας για τον άλλον, αν “ποτίζεστε” αμφότεροι, θα συναντήσετε την υπέροχη στιγμή, όταν ο άλλος‑η “γίνεται ακριβός‑ή σας”. Και η αίσθηση που έχετε είναι ότι ανήκεις σε ένα, στο ίδιο σώμα. Καταλήγει να μοιάζει ο ένας με τον άλλο. Τι έχει να κάνει με την αγάπη, τον έρωτα; Τίποτα και όλα!. Τα πάντα!»

  • Ποιο ζώο θα θέλατε να είστε;

«Ένας γάτος: αριβίστας, τυχοδιώκτης, εγωιστικός, εγωκεντρικός, μερικές φορές ύπουλος. Θα ήθελα, ακόμη και για μία μόνο μέρα, να φορέσω αυτά τα ρούχα και να αισθανθώ πως είναι το κακό. Και τότε, το ξέρω ήδη, θα γελάσω και θα το τελειώσω μια για πάντα».

  • Παρατηρήσατε ότι φτάσαμε στο τέλος αυτής της συζήτησης χωρίς ποτέ να αναφέρουμε τον Montalbano;

«Δεν υπήρχε ανάγκη. Τώρα ζει μόνος του και δεν με χρειάζεται».

  • Κύριε Camilleri, πώς θα θέλατε να σας θυμόμαστε;

 «Απλά ως ένα αξιοπρεπές πρόσωπο»…

Andrea Camilleri

Γεννήθηκε το 1925 στο Πόρτο Εμπέντοκλε, στη νότια ακτή της Σικελίας, όπου και μεγάλωσε περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Για μικρό χρονικό διάστημα φοίτησε σε επισκοπικό κολέγιο, απ’ όπου αποβλήθηκε γιατί πέταξε αυγά σ’ έναν εσταυρωμένο, το 1943 κατά την επιχείρηση Husky (απόβαση αμερικάνων στη Σικελία) κρύφτηκε από προσώπου γης «τρομοκρατημένος» και  το 1944 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Λογοτεχνίας, απ’ όπου δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Περίπου τότε, έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και ποιήματα. Σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης Silvio d’Amico, απ’ όπου βγήκε (βοηθός σκηνοθέτη) το 1952. Πρωτοδημοσίευσε στα περιοδικά “L’Italia socialista” και “L’Ora — (Palermo)”. Από τις πρώτες του δουλειές στο θέατρο είναι τα «ποιήματα του Majakovskij» εργάστηκε στη συνέχεια σαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος και το 1957 παντρεύτηκε την Rosseta Dello, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά

Το 1958 ο Καμιλλέρι έφερε στην Ιταλία το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ με το έργο «Το τέλος του παιχνιδιού». Τη δεκαετία του ’60 εργάστηκε στη RAI και συμμετείχε σε πολλές παραγωγές της ιταλικής τηλεόρασης. Η συγγραφική του καριέρα ξεκίνησε αργά το 1978, στα 60 του χρόνια, (με την έκδοση του μυθιστορήματος «η ροή των πραγμάτων και το 1980 εξέδωσε το «καπνός στον ορίζοντα», το πρώτο με την υπόθεση να τοποθετείται σε μια φανταστική πόλη στη Σικελία, τη Βιγκάτα). Έχει δημοσιεύσει πολλά δοκίμια για το θέατρο καθώς και έναν τόμο με τίτλο Τα μόνιμα θέατρα στην Ιταλία (1898–1918). Από το 1977 ως το 1997 ήταν καθηγητής στην Accademia “Silvio D’Amico”, κατέχοντας την έδρα σκηνοθεσίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Η άλλη άκρη του νήματος, (εκδ. Πατάκη 2019), Το ολοδικό μου, (Ελληνικά Γράμματα 2019), Η αναφορά τού Μάουρο, (εκδ. Πατάκη 2018), Το γκρι ταγιέρ, (Ελληνικά Γράμματα 2018), Η εξαφάνιση της Λάουρα, (Ελληνικά Γράμματα 2017), Θάνατος στα ανοιχτά, (εκδ. Πατάκη 2017), Ο ζυθοποιός του Πρέστον, (εκδ. Πατάκη 2017), Ο χορός των παρεξηγήσεων, (εκδ. Πατάκη 2017), Η φωλιά της οχιάς, (εκδ. Πατάκη 2016), Πυραμίδα από λάσπη, (εκδ. Πατάκη 2016), Ακτίνα φωτός, (εκδ. Πατάκη 2015), Μια φωνή τη νύχτα, (εκδ. Πατάκη 2015), Το παιχνίδι με τους καθρέφτες (εκδ. Πατάκη 2015), 3 υποθέσεις για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο (εκδ. Πατάκη 2014), Το νόμισμα του Ακράγαντα (εκδ. Καστανιώτη 2014), Το χαμόγελο της Αντζέλικα (εκδ. Πατάκη 2014), Το κυνήγι του θησαυρού (εκδ. Πατάκη 2013), Τριάντα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο (εκδ. Πατάκη 2013), O χορός του γλάρου (εκδ. Πατάκη 2012), Ο κλεμμένος ουρανός (εκδ. Καστανιώτη 2012), Προσωρινή διακοπή (εκδ. Πατάκη 2012), Η ηλικία της αβεβαιότητας (εκδ. Πατάκη 2011), Ίχνη στην άμμο (εκδ. Πατάκη 2010), Το ματωμένο χωράφι (εκδ. Πατάκη 2010), Οι έρευνες του αστυνόμου Κολλούρα (εκδ. Πατάκη 2009), Τα φτερά της πεταλούδας (εκδ. Πατάκη 2009), Το χρώμα του ήλιου (εκδ. Πατάκη 2008), Η εξαφάνιση του Πατό (εκδ. Καστανιώτη 2007), Ήλιος του Αυγούστου (εκδ. Πατάκη 2007), Πανσιόν Εύα (εκδ. Πατάκη 2007), Χάρτινο φεγγάρι (εκδ. Πατάκη 2007), Η άλωση του Μακαλλέ (εκδ. Πατάκη 2006), Η υπομονή της αράχνης (εκδ. Πατάκη 2006), Ο ζυθοποιός του Πρέστον (εκδ. Πατάκη 2005), Υποχρεωτική πορεία (εκδ. Πατάκη 2005), Εκδρομή στο Τίνταρι (εκδ. Πατάκη 2004), Καπνός στον ορίζοντα (εκδ. Καστανιώτη 2004), Λουίτζι Πιραντέλο (Μεταίχμιο 2004), Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο(εκδ. Πατάκη 2004), Το άρωμα της νύχτας (εκδ. Πατάκη 2003), Η φωνή του βιολιού (εκδ. Πατάκη 2002), Αίτηση για τηλέφωνο (Ωκεανίδα 2001), Ο κλέφτης της μεσημβρίας (εκδ. Πατάκη 2001), Η ροή των πραγμάτων (εκδ. Καστανιώτη 2000), Σκύλος από τερακότα (εκδ. Πατάκη 2000), Την εποχή του κυνηγιού (Ωκεανίδα 1999), Το σχήμα του νερού (εκδ. Πατάκη 1999), καθώς και η διασκευή που έκανε στο έργο του Νικολάι Γκόγκολ, Η μύτη (εκδ. Πατάκη 2015) — βλ & |>εδώ<|

«Απέτυχα ως Ιταλός πολίτης»

Πριν από ένα χρόνο (με Λέγκα του Βορρά & Ματέο Σαλβίνι στην εξουσία), ο Καμιλέρρι είχε εκφράσει την πικρία του και την ανησυχία του για τον αυξανόμενο ρατσισμό στις τάξεις των συμπατριωτών του (εφημερίδα Repubblica).
«Υπάρχει μια κακή συναίνεση για τις εξτρεμιστικές θέσεις του Ματέο Σαλβίνι, και μου θυμίζουν την κατάσταση του 1937» …«δυστυχώς ο ρατσισμός κάνει και πάλι την εμφάνιση του στην Ιταλία ενάντια στους μετανάστες».
«Συμμερίζομαι τις ανησυχίες του τελευταίου μου Μονταλμπάνο. Ποτέ δεν ήθελα να δω τον αντίπαλό του στην κυβέρνηση», εξήγησε ο Καμιλλέρι, κατηγορώντας τον υπουργό Εσωτερικών της Ιταλίας και ηγέτη της Λέγκας για τις θέσεις του κατά των μεταναστών.
«Ο Λεονάρντο Σάσα ‑συνέχισε- είπε ότι την παραμονή της ανόδου του φασισμού στην Ιταλία, ζήτησαν από έναν τυφλό αγρότη να πει πώς βλέπει το μέλλον. Και ο αγρότης απάντησε: Αν και είμαι τυφλός, το βλέπω μαύρο. Το ίδιο θα έλεγα και εγώ σήμερα».
Σύμφωνα με τον Καμιλερι, «ο Σαλβίνι είναι άνθρωπος της υπαίθρου, δεν γνωρίζει τη θάλασσα. Αν την γνώριζε, θα είχε περισσότερο σεβασμό για εκείνους που αναγκάζονται να επιβιβάζονται σε άθλια πλοιάρια προοριζόμενα να ναυαγήσουν». «Η συγκατάθεση των Ιταλών στις πιο ακραίες θέσεις αποκαλύπτει τη χειρότερη πλευρά μας, ξεκινώντας από τον ρατσισμό», λέει και προσθέτει: «Στα 93 μου, ευρισκόμενος σε απόσταση αναπνοής από τον θάνατο, αφήνω μια χώρα που δεν περίμενα. Και για το λόγο αυτό αισθάνομαι ότι απέτυχα ως Ιταλός πολίτης»

«Ispettore Montalbano»: Ο επιθεωρητής Montalbano είναι ιταλική τηλεοπτική σειρά, παραγωγής του 1998, που ξεκίνησε να προβάλλεται από τις 6‑Μαΐ-1999 στην τηλεόραση της Rai (παραγωγής  της εταιρείας Palomar), σαν σειρά μυθοπλασίας που αποτελείτο από έναν μικρό αριθμό αυτοτελών επεισοδίων σε κύκλους. Βασισμένη  στα μυθιστορήματα του Andrea Camilleri, αφηγείται την ιστορία του Σάλβο Μονταλμπάνο αστυνομικού διευθυντή στη φανταστική πόλη Βιγκάτα της Σικελίας, που το παλεύει σε κάθε επεισόδιο ενάντια σε εγκλήματα της μαφίας, δολοφονίες ‚απαγωγές και γενικά στην παραβατικότητα της Ραγκούζα. Ο Camilleri επέλεξε να βαφτίσει τον επιθεωρητή του Montalbano, προς τιμήν του Ισπανού ‑Καταλανού, συγγραφέα Manuel Vázquez Montalbán, εργάτη του λόγου και όχι μόνο: δημοσιογράφου, μυθιστοριογράφου, ποιητής, δοκιμιογράφου, ανθολόγου, συντάκτη προλόγων, ευθυμογράφου, κριτικού, αλλά και γαστρονόμου! Χάρη στη βαθειά του διαίσθηση και το ισχυρό ερευνητικό του δαιμόνιο, ο αντι-ήρωας Μονταλμπάνο καταφέρνει πάντα να οσφραίνεται τη σωστή πίστα. Αναγνωρισμένη από την τηλεοπτική κριτική (πχ. από τις εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας «Corriere della Sera», «Il fatto Quotidiano» κλπ), έχουν επαινέσει πολλές φορές τη μυθοπλασία κυρίως αλλά και τις τοποθεσίες, τις ιστορίες καθώς και τους χαρισματικούς χαρακτήρες, πρωταγωνιστές και μη. Στο επίπεδο της τηλεθέασης, είναι πολύ ψηλά (και το αξίζει) μεταδίδεται σε περισσότερες από 20 χώρες στον κόσμο, και το 2016, ήταν η σειρά με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση στην ιταλική τηλεόραση και ένα από τα δέκα πιο δημοφιλή προγράμματα στην Αγγλία ‑με ότι αυτό σημαίνει. Αν και σειρά, κάθε επεισόδιο γυρίζεται σαν μια αυτοτελής (τηλεοπτική) ταινία που συνδέεται με τις προηγούμενες (μέχρι σήμερα έχουν προβληθεί ~32 επεισόδια χωρισμένα σε 13 κύκλους ‑ο τελευταίος το 2019).
Υπόθεση: Ο Salvo Montalbano, δύστροπος στο χαρακτήρα, αλλά υπεύθυνος και σοβαρός στη δουλειά του και ανοικτός-φιλικός με ανθρώπους που ξέρει ότι μπορεί να εμπιστευτεί, διερευνάει τις πιο ποικίλες εγκληματικές πράξεις της περιοχής του, των οποίων – χάρη στην μεγάλη εφευρετικότητα και τη βοήθεια πολλών συνεργατών, ακόμη και έξω από το αστυνομικό τμήμα, είναι πάντα σε θέση να ανακατασκευάσει τα ακριβή γεγονότα και να βρει τη λύση. Μεταξύ των συναδέλφων του είναι ο αναπληρωτής του DomenicoMimìAugello, ο επιθεωρητής Giuseppe Fazio, ο αδέξιος αστυνομικός Agatino Catarella και άλλοι αστυνομικοί του τμήματος. Από την άλλη πλευρά μεταξύ των εξωτερικών συνεργατών του είναι η Σουηδέζα φίλη του Ingrid Sjöström που ζει στη Vigata, ο δημοσιογράφος Nicolò Zito, και πιο σπάνια, η special μαγείρισσά του  Adelina μάνα δυο παραβατικών στοιχείων ‑συχνά και πληροφοριοδότες και μόνιμα σε κόντρα με τη Livia… γιατί στην ιδιωτική του ζωή, ο Σάλβο έχει μια σχέση εξ αποστάσεως με την Livia Burlando, μια σχέση μερικές φορές θυελλώδης, αλλά όπου πάντα επικρατεί στο τέλος η αγάπη. 
Προβάλλοντας έξοχα ‑όπως και γενικά στα βιβλία του την ανθρώπινη πλευρά, με τις λεπτές αποχρώσεις ηθών, παράδοσης και καθημερινότητας της πατρίδας του της Σικελίας, το φαγητό, οι άνθρωποι ‑μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα / συνδετικούς κρίκους, το δέσιμο με τη θάλασσα ‑τον δείχνει συχνά να κολυμπάει τον Μονταλμπάνο, προς το πουθενά αλλά κυρίαρχο του νερού και της όλης κατάστασης, της λιτής ζωής με το χαρακτηριστικό σαραβαλάκι αυτοκίνητο, η «αιώνια» αρραβωνιαστικιά κλπ. Κάπως
σαν την ταινία (1972) του Billy Wilder «Che cosa è successo tra mio padre e tua madre»? (γνωστή περισσότερο ως «Avanti»!), με το κυρίως story να φαντάζει δευτερεύον, μπροστά στην καταγραφή καταστάσεων που έχουν να κάνουν με την ‑αδιανόητη για τον αμερικάνο, καθημερινότητα του ιταλού εκείνης της εποχής…

Ο «κομμουνισμός» του Andrea Camilleri

(γράφει ο ίδιος…) Ο Leonardo Sciascia με μια δόση κακίας για τους κομμουνιστές, υποστήριξε ότι ο καθολικισμός και ο κομμουνισμός ήταν δύο «κοντινές ενορίες» συγκοινωνούντα δοχεία. Στο μεταξύ, ο κομμουνισμός έλεγε και ενεργούσε προσπαθώντας να κάνει καλύτερη τη ζωή στη γη καλύτερα και όχι στη μετά θάνατον ζωή. Έτσι οι δύο ενορίες δεν ήταν τόσο ενορίες.
Εγώ ήμουν και εξακολουθώ να είμαι κομμουνιστής. Βεβαίως, το τίμημα ήταν βαρύ, σε ανθρώπινες ζωές και σε πολλά άλλα πράγματα ‑στην πρακτική εφαρμογή του, ήταν λάθος και μετατράπηκαν σε τραγικά λάθη ιδίως στη σημασία που δίνεται για την ανθρώπινη ζωή. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η φιλοδοξία για ισότητα, για ίσα δικαιώματα για όλους είναι η πιο χριστιανική υπαγόρευση που έχω ακούσει ποτέ, εγώ ένας μη καθολικός χριστιανός.
Δυστυχώς είναι μια επίγεια εφαρμογή και ως εκ τούτου προορίζεται για τεράστια λάθη και δεν ξέρω πώς θα μπορούσαν να απαλειφτούν, όταν μάλιστα πολλές από αυτές τις κοινωνικές αρχές, που αποτέλεσαν τη βάση του κομμουνισμού, έχουν μπει απροειδοποίητα σε ορισμένα οράματα του υφιστάμενου κράτους πρόνοιας. Τόσα πράγματα που δεν μπορούσαν καν να γίνουν αντιληπτά στις αρχές του εικοστού αιώνα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί γιατί είναι απαραίτητα στην κοινωνική πορεία της ανθρωπότητας.
Δεν ήταν ουτοπία. Απλά καταναλώθηκε και μετατράπηκε σε ουτοπία επειδή εφαρμόστηκε λαθεμένα.
Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κομμουνιστική επανάσταση στην Κίνα και με απόλυτη πείνα, καταφέρνουμε να δώσουμε σε όλους ένα μπολ με ρύζι, τι είναι αυτό αν όχι ένα βήμα μπροστά στη ζωή;
Ο κομμουνισμός είναι απώλεια ελευθερίας, επειδή εκδηλώνεται ως δικτατορία. Είναι δυνατόν να υποθέσουμε τον κομμουνισμό χωρίς δικτατορία; Φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν. Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι είναι (δυνατό).
Όταν, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, θα σημειωθούν τρομερές οικονομικές κρίσεις, διότι τώρα είμαστε μόνο στην αρχή μικρών κρίσεων που επηρεάζουν τα χρηματοπιστωτικά, όταν σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, θα αρχίσει να λείπει το νερό ‑ήδη ζούμε, βιώνουμε μια τερατώδη κλιματική αλλαγή, πέφτουν τεράστια μπλοκ, γίνονται παγόβουνα επειδή ο πολικός θόλος δεν αντέχει τότε θα αγωνιζόμαστε για ένα ποτήρι νερό και τότε ίσως θα βρούμε μια αλληλεγγύη που η ευημερία και ο καπιταλισμός μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε. Έχουμε καταργήσει όχι μόνο τις αρχές του κομμουνισμού, αλλά και εκείνες του Χριστιανισμού και ακόμη και της κοινωνικής ζωής (πηγή) |> Abecedario di Andrea Camilleri, Derive Approdi εκδ. 2010
Σε μια αυτοβιογραφική ιστορία που περιλαμβανόταν στον τόμο «I racconti di Nené», ο συγγραφέας εξηγεί ότι ήταν «παιδί που μεγάλωσε στο φασιστικό καθεστώς» και, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, άκουγε μαγεμένος …αιχμαλωτισμένος, τις ομιλίες του Μουσολίνι που μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα.
Τότε η πολιτική προπαγάνδα δεν γινόταν στην τηλεόραση ή στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά με την τεχνολογία εκείνου του καιρού που επέτρεψαν στον Duce (ΣΣ |> Μουσολίνι) να παρακολουθεί κάθε γωνιά της Ιταλίας, επαναλαμβάνοντας ξανά την μεγάλη ιδέα της Ιταλίας.
Για το σκοπό αυτό, οι διάφοροι φασιστικοί σύλλογοι που από τη βρεφική ηλικία οδήγησαν τους νέους ανθρώπους στις γραμμές του Φασιστικού Κόμματος, σαν κύρια ενσάρκωση της Πατρίδας στην οποία όλα ήταν — ή έπρεπε να είναι — υποταγμένα, ακόμη και η οικογενειακή, κοινωνική και συνεταιριστική ζωή, με έναν άκρατο μιλιταρισμό. Έτσι και ο νεαρός Camilleri έγινε μια «μπαλίτσα», γεμίζοντας ένα μουσκέτο με μπροστά μια ξιφολόγχη.
Ήταν στα χρόνια που η Ιταλία έβλεπε στο εξωτερικό — και κυρίως στη Μεσόγειο — ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που προσέθεταν νέα αφρικανικά κράτη στις παγκόσμιες αυτοκρατορίες τους, σαν «θέση στον ήλιο». Έτσι, το 1935, το φασιστικό καθεστώς — το οποίο είχε ήδη κατακτήσει τη Λιβύη, την Ερυθραία και τη Σομαλία — αποφάσισε να ξεκινήσει μια αιματηρή στρατιωτική εκστρατεία για να κατακτήσει την Αιθιοπία.
Ο νεαρός Camilleri, πήρε χαρτί και καλαμάρι και έγραψε στο Duce να του επιτρέψει να συμμετάσχει στον πόλεμο στην Αβησσυνία και «να πετύχει εκεί που οι προηγούμενες γενιές ιταλικών στρατιωτών είχαν ταπεινωθεί από τον βασιλιά Menelik II».
Και ο Duce απάντησε:
«Να γνωρίσετε στον νεαρό Andrea Camilleri (ήταν 14–15 χρονών τότε) πως είναι πολύ νέος για να πολεμήσει, αλλά δεν θα υπάρξει έλλειψη ευκαιριών. Υπογραφή M ‑από Mussolini ».

 

08 Ιουλίου 2019

Στη Σαϊδόνα _εκεί στην 🔴 κόκκινη κουκκίδα του Ταΰγετου

KKE 51,39%
,
💀 Βελόπουλος & Χρυσή Αυγή 0+0%

🔴   Κάποια κόκκινα κάστρα παραμένουν συμβολικά σε πείσμα των καιρών και των ανατροπών, που φέρανε τα πάνω κάτω. Πχ. στη Λέσβο, με πρωτιά της ΝΔ σε όλες τις Δημοτικές της Ενότητες, μέσα σε ένα πολύ καλό (συγκριτικά) για το ΚΚΕ αποτέλεσμα (10,04%+1 έδρα) υπάρχει πάντα το Μανταμάδο, όπου ‑όμως και εκεί έπεσαν λίγα ψηφοδέλτια, στη φασιστική Χρυσή Αυγή και στο Βελόπουλο,

αντίθετα…

Στη Σαϊδόνα της Μεσσηνιακής Μάνης, της μικρής Μόσχας της Πελοποννήσου όπως την έλεγαν, ούτε και σε αυτές τις εκλογές βρέθηκε ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής στην κάλπη της, όπως επίσης δεν βρέθηκε του επικοινωνούντος με τα πνεύματα Βελόπουλου…

Σύμφωνα με τα επίσημα τελικά στοιχεία του ΥπΕσ, τα αποτελέσματα στο «27ο εκλογικό τμήμα» (Σαϊδόνα) έχουν ως εξής:

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ  51,39% — ψήφοι 37

  • ΣΥΡΙΖΑ  22,22% ψήφοι 16
  • ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ  19,44% ψήφοι 14
  • ΚΙΝΑΛ 2,78% ψήφοι 2
  • ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ 1,39% ψήφοι 1
  • ΕΠΑΜ κλπ 1,39% ψήφοι 1
  • ΜέΡΑ 25 1,39% ψήφοι 1

Η Σαϊδόνα (54χλμ από Καλαμάτα, 13 χλμ. από Καρδαμύλη στους πρόποδες του Ταϋγέτου, στα 600μ), που πήρε το όνομά του, από την ομορφιά του τοπίου (Αϊδόνα- σαν αϊδόνα-Σαϊδόνα), έχει μακρά παράδοση αγώνων, με κορύφωση την εθνική αντίσταση, τον εμφύλιο και τη χούντα. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης, ένα από τα πρώτα χτυπήματα που δέχτηκαν οι εισβολείς του Μουσολίνι (1942) προέρχεται από το μικρό αυτό ορεινό χωριό και τα χρόνια που ακολούθησαν, οι Σαϊδονίτες συνέχισαν τον αγώνα από τις γραμμές του ΕΑΜ μέχρι και τη λήξη της κατοχής και ξαναγύρισαν -αναγκαστικά, πιστοί στον όρκο τους, στα βουνά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

Το 1984, ανήγειραν στην είσοδο του χωριού μνημείο για τα θύματά τους, όπου προστέθηκαν και τα ονόματα θυμάτων της ευρύτερης περιοχής και κάθε χρόνο, την Κυριακή πριν το 15αύγουστο, γίνεται εκδήλωση τιμής και μνήμης.


Κώστας Ξυδέας:
Ο τελευταίος καπετάνιος του ΔΣΕ στον Ταΰγετο

Συμπληρώθηκαν φέτος 70 χρόνια (13/6/1949) από το θάνατο του επαναστάτη και αγωνιστή του λαού μας Κώστα Θωμ. Ξυδέα.
Γεννήθηκε στη Σαϊδόνα της Μεσσηνιακής Μάνης το 1907, από την οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων, του Θωμά και της Χριστίτσας Ξυδέα, αποτελούμενη από 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια.
  Κατά τη μεταξική περίοδο, υπήρξε μέλος αντιδικτατορικής οργάνωσης υπό τον Κ. Κλαμπατσέα, από τη Σαϊδόνα, που εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή. Στην περίοδο του Αλβανικού Επους του λαού μας πολέμησε ως λοχίας του πεζικού.
Το θέρος του 1941 με τους Ηλία Νοέα, Θεόδωρο και Λεωνίδα Ξυδέα, έγιναν μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης “Νέα Φιλική Εταιρεία”, με έδρα την Καλαμάτα, η οποία συγχωνεύτηκε στο ΕΑΜ Μεσσηνίας. Το χειμώνα του 1942, με δική του πρωτοβουλία, συγκροτήθηκε ένοπλη ομάδα 20 ανδρών, προκειμένου να αρχίσει, στον Ταϋγετο, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. Στις 27–28 Μάρτη της ίδιας χρονιάς, η ίδια ομάδα, με αρχηγούς τους Ηλία Νοέα και Κώστα Ξυδέα, χτύπησε ιταλικό απόσπασμα στη θέση Καρδαρά — Μπούγερα της Σαϊδόνας, προξενώντας σε αυτό μεγάλες απώλειες. Η ενέργεια αυτή αποτελεί μια από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις στη χώρα μας κατά των κατακτητών.Κάτω από τις σκληρές απειλές των Ιταλών, ότι θα καταστρέψουν όχι μόνο τη Σαϊδόνα, αλλά και πολλά άλλα χωριά των γύρω δήμων, καθώς και από την πίεση που άσκησαν πολλοί παράγοντες, υπερίσχυσαν ηττοπαθείς απόψεις και έτσι το κίνημα, αντί να προχωρήσει μπροστά, υποχώρησε. Οι άπειροι αγωνιστές έδωσαν εμπιστοσύνη στις άφθονες υποσχέσεις για αμνηστία των ιταλικών αρχών κατοχής και παραδόθηκαν. Αμέσως οδηγήθηκαν στις ιταλικές φυλακές Καλαμάτας. Πέρασαν από ιταλικό στρατοδικείο και ο μεν Ηλίας Νοέας καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, ο δε Κ. Ξυδέας και οι άλλοι αντάρτες σε πολυετείς φυλακίσεις. Με την ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής, ο φασίστας Μουσολίνι χάρισε ένα μέρος της ποινής και έτσι ο Κ. Ξυδέας ελευθερώθηκε. Γύρισε, για λίγο, στο χωριό του και την οικογένειά του και στη συνέχεια κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.

Η συμφωνία της Βάρκιζας βρήκε τον Κ. Ξυδέα, από τον Ιούλη του 1944, αξιωματικό της λαϊκής πολιτοφυλακής. Δεν παράδωσε τον οπλισμό του και αρνήθηκε να λάβει μέρος στο δημοψήφισμα του 1946.
Με τους Δημ. Καστάνη, Θωμ. Κουμπαράκο, Π. Ξυπόλητο, Ν. Καστάνη, Π. Κομπότη, Γ. Ξυδέα κ.ά. κατέφυγε στον Ταϋγετο. Μετά τη δημιουργία του ΔΣΕ, ο Κ. Ξυδέας βρέθηκε έτοιμος για τον καινούριο αγώνα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες στελεχών, συναγωνιστών του και απλών ανταρτών, ο Κ. Ξυδέας συγκέντρωνε έμφυτες και επίκτητες ικανότητες σχετικές με την πολεμική τέχνη. Ιδιαίτερα διακρινόταν στη γνώση της τοπογραφίας των ορεινών όγκων της Πελοποννήσου, την οποία εκμεταλλεύονταν άριστα, κατά τις επιχειρήσεις. Ελαβε μέρος στις περισσότερες και σοβαρότερες μάχες, που διεξάχθηκαν στην Πελοπόννησο.
Χάρη στις ικανότητές του αυτές πέρασε από όλα τα στάδια αξιωμάτων του ΔΣΕ. Ομαδάρχης, διμοιρίτης, λοχαγός — καπετάνιος, ταγματάρχης με την αριθ. 18/185/3–1‑1948 (2) Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου και από τις αρχές Νοέμβρη 1948, ανέλαβε τη διοίκηση του Αρχηγείου Ταϋγέτου.

Υπήρξε πάντα ανιδιοτελής και θυσίασε όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και τις ζωές της οικογένειάς του. Μαζί του χάθηκαν η γυναίκα του Σταθούλα και τα δύο τους παιδιά Αλέξανδρος και Χρήστος — Στάλιν, 2 και 7 χρόνων αντίστοιχα. Παρά τα λίγα γράμματα που ήξερε, απόφοιτος Σχολαρχείου, κάτι σαν το Δημοτικό Σχολείο, στις ώρες της παρανομίας και μοναξιάς του διάβαζε και έγραφε. Στους αντάρτες που τον αγαπούσαν ξεχωριστά και τον θαύμαζαν, απάγγελνε συχνά ποιήματα του Κ. Βάρναλη, κερδίζοντας τα θερμά χειροκροτήματα των ακροατών του, για την καλή απόδοσή τους.
Το τέλος του Κ. Ξυδέα ήταν όμοιο με το τέλος των περισσότερων αγωνιστών του ΔΣΕ. Το κύκνειο άσμα του παίχτηκε στη θέσηΛάκκα Καρβέλι” στην περιοχή Πηγάδια Μεσσηνίας στις 13/6/1949. Περικυκλωμένος από μεικτό απόσπασμα χωροφυλακής, στρατού, ΜΕΑ και Χιτών και παρά τα κρυοπαγήματα, από τα οποία υπέφερε, αρνήθηκε να παραδοθεί και αφού, για μισή και πλέον ώρα, αντέταξε πεισματική αντίσταση, σκοτώθηκε επί τόπου με τον σωματοφύλακά του, νεαρό φοιτητή Νίκο Στυλ. Περδικέα, από το Προάστειο Καρδαμύλης.
Ο νεκρός του Κ. Ξυδέας, πάνω σε μια πρόχειρη σκάλα, οδηγήθηκε στην Καλαμάτα, όπου και διαπομπεύτηκε από τους παρακρατικούς, το στρατό, τη χωροφυλακή και φανατισμένο όχλο, πολλοί από τους οποίους είχαν οδηγηθεί βίαια για να απολαύσουν το θέαμα.

Ο Κ. Ξυδέας συνεχίζει να εμπνέει και σήμερα, με το έργο του, την καρδιά και τη συνείδηση του λαού μας 📌

σσ.
στη φωτο header βλέπουμε τον μπαρμπα Μιχάλη Ξυδέα, εν ζωή μέλος της αντάρτικης ομάδας του Νοέα, με τα εγγονάκια του, να καταθέτουν λουλούδια για τους αγωνιστές της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην περσινή εκδήλωση



01 Ιουλίου 2019

Ο αλωνάρης Ιούλης, Αηλιάτης - Εκατομβαιών - Φουσκομηνάς

Ο Ιούλης,  7ος μήνας για εμάς με 31 ημέρες, κατά το αττικό ημερολόγιο των αρχαίων ήταν ο πρώτος μήνας της χρονιάς -30 ημερών, λεγόταν «Εκατομβαιών»  και αντιστοιχούσε στο διάστημα 23 Ιούνη – 23 Ιούλη, κατά το εκκλησιαστικό είναι ο 11ος (Σεπτέμβρης), κατά το παλαιό ρωμαϊκό ο 5ος (Quintilis) κλπ. Το όνομά του συνδέεται με το ότι ο Αύγουστος Καίσαρας για να τιμήσει τον Ιούλιο Καίσαρα τον ονόμασε έτσι
Διαδέχεται τον «κερασάρη», «ορνιαστή» και κυρίως «θεριστή» Ιούνιο και είναι ο «αλωνάρης» (ή αλωνιστής) γιατί στον μήνα αυτόν γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.
Αλλά επειδή αλώνισμα χωρίς λίχνισμα, δε νοείται μπαίνει στο χορό και ο προφήτης Ηλίας που διαφεντεύει τους ανέμους, έτσι ο Ιούλιος λέγεται και Αηλιάτης ή Αηλιάς, προς τιμή της φλογερής μορφής της βίβλου, εφόρου βροχής, βροντής, κεραυνών –με τα χιλιάδες ξωκλήσια, κτισμένα στις ελληνικές αμόλυντες βουνοκορφές, εκεί που ο τόπος ήταν πάντα ιερός..
Ακόμα «Γυαλιστής» ή «Γυαλινός» (Νάξο & Χίο), επειδή σε ορισμένες περιοχές τους «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια, «Δευτερόλης» (2ος μήνας του καλοκαιριού), Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).

Παλαιότερα, που δεν υπήρχαν οι «κομπίνες» (μια ακόμη ελληνικούρα από το αγγλικό combine [harvester], ή απλά «combine» = θεριζοαλωνιστικές μηχανές) το αλώνι αποτελούσε σημείο αναφοράς και συνεύρεσης και γιορτής: σε μέρη «αψηλά» να το φυσούν οι περισσότεροι άνεμοι, ήταν ένας κύκλος ~15μ, τις περισσότερες φορές χωμάτινο (που το κατάβρεχαν συχνά και το πασπάλιζαν με ψιλοκομμένο άχυρο, που κολλούσε στη λάσπη και γινόταν σώμα) με το «στρέντζερο»… «στήχερο» ή «στρογερό» (10άδες ονομασίες ανάλογα με την περιοχή), στη μέση –ένα ξύλινο γερό κατακόρυφο παλούκι γύρω από το οποίο -ζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο έτρεχαν τα ζώα (βόιδα, άλογα, γαϊδούρια ή μουλάρια) που αλώνιζαν το στάχυ.
Πιο σπάνια ήταν στρωμένο με πέτρα ή πλάκες, για να είναι «καθαρό», αλλά αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο, γιατί το πάτημα από τις οπλές των ζώων έσπαγε πολλούς σπόρους και έτσι χανόταν μέρος της σοδειάς.Εκτός από το στάρι αλωνίζονται η βρώμη, το κριθάρι, το καλαμπόκι ακόμη και τα φασόλια, -το κάθε ένα από αυτά με το δικό του τρόπο: η βρώμη πχ., «δροσισμένη», ώστε να ξεχωρίσει ο σπόρος από τη σάλμη (καλαμιά) χωρίς να την διαλύσει, αξιοποιώντας την τελευταία για ελαφρά και υγιεινά στρώματα και μαξιλάρια, εκτός από τροφή ζώων, σκέπασμα κηπευτικών κά.

Βοηθητικά χρησιμοποιούσαν και τη λεγόμενη «δοκάνα» (είδος σβάρνας), μια πλατφόρμα από δύο σανίδες πλατιές και μακριές με ελαφρά κύρτωση στην επάνω πλευρά τους και κάτω κοιλώματα (σκαλισμένα στο ξύλο) μέσα στα οποία σφηνώνονταν πέτρες που θρυμμάτιζαν τα στάχυα.Κατόπιν με ένα φτυάρι-δικριάνι (δικράνι ή δεκρυάνι) ξεκινούσε το λίχνισμα, η διαδικασία δηλ. που ξεχώριζε τον καρπό από το άχυρο με την βοήθεια του ανέμου.
Όσο διαρκούσε το αλώνισμα, δεν μπορούσε να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος, αλλά έπρεπε να εναλλάσσεται με το παιδί και τη γυναίκα του (προσοχή όμως γιατί γυναίκα με ρόκα γνέθοντας «είναι ξωτικιά και διώχνει τον άνεμο και δεν μπορούν να ανεμίσουν (λιχνίσουν)») ενώ αυτός θα ξεκουράζεται στ’ αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι’ αυτό το σκοπό.
Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να ‘σαι καλά, Φχαριστούμε».
Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ’ ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.
Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».
Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ’ το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ’», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.
Εκτός από το να αλωνίζουν, γίνονταν κατά περιοχή και άλλες αγροτικές δουλειές, σκάλιζαν καπνά, καλαμπόκι & πατάτες, στα καπνοχώρια «ραμάτιαζαν» (περνούσαν σε κλωστή του καπνού τα φύλλα για να ξεραθούν), φυσικά ράντιζαν και θειάφιζαν τα αμπέλια, τρυγούσαν τις μελισσοκυψέλες απ’ το θυμάρι.Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.
Σε πολλά, ιδιαίτερα του Βορειοελλαδικού χώρου, συνηθίζονται τα λεγόμενα κουρμπάνια, τα οποία αποτελούν μορφή δημοτελούς θυσιαστικής εκδήλωσης και συνεχίζουν την παράδοση πανάρχαιων, αρχέγονων λατρευτικών δοξασιών και συνηθειών (ΣΣ |> «κουρμπάνι» λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η τελετουργία στο σύνολό της).
Σύμφωνα με το εθιμικό τελετουργικό, προσφέρεται στην εκκλησία ως τάμα ή αγοράζεται από την οικεία εκκλησιαστική επιτροπή κάποιο ζώο, του οποίου το κρέας, αφού μαγειρευτεί και ευλογηθεί από τον ιερέα, μοιράζεται στο εκκλησίασμα.

Από Πανηγύρια, ξεχωρίζουμε «του ταύρου» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου), προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους.
Πρόκειται για μια γιορτή – ταυροθυσία, που διαρκεί 3 ημέρες. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.
Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού.
Εκεί υπό τους ήχους μουσικής τον στολίζουν, του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη –απαραίτητη επιγραφή στο μέτωπό του, που δείχνει το όνομα του δωρητή.
Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χλμ μακριά, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.
Από τα χαράματα το Σάββατο αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας.
Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, «με την ευλογία του παπά» πάντα, τάματα κι αυτά των πιστών.
Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.
Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται σπεσιαλιτέ, το λεγόμενο «κεσκέτσι»… «Κεσκέκι» (ή Κισκέκ ή Κεσκέτσι), που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος».
Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.

Παροιμίες:

  • «Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».
  • «Αλωνάρη με τα αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».
  • «Τζίτζιρας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
  • «Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».
  • «Από τ’ Αι-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς».
  • «Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».
  • «Έτσι το ‘χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
  • «Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ’ αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
  • «Κάλλιο λόγια στο χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ’ αλώνι».
  • «Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
  • «Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
  • «Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
  • «Μικρό-μικρό τ’ αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».
  • «Ο άη-Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».
  • «Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».
  • «Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
  • «Που μουχτάει τον Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».
  • «Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
  • «Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».
  • «Τ’ Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ’ Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).
  • «Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη σταφίδα)
  • «Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».
  • «Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
  • «Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να χεις».
  • «Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».
  • «Χιόνισε μέσ΄στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».

Ο Ιούλης στην ποίηση

«…Ήτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα σταφύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιότερο λαμπάδιαζεν ο τάφος…»
Η «άγνωστη» ατιμία Κώστας Βάρναλης

Τον ΙΟΥΛΙΟ κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν…
Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Ρόδο μου ρόδο αμάραντο…”
 Άξιον εστί
ii.«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,
γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»
Εκ του πλησίον
iii.  [Γυμνός, Ιούλιο μήνα]
Οδυσσέας  Ελύτης
|                                               («Ο Μικρός Ναυτίλος»)
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Κ. Π. ΚαβάφηςΝα μείνει

Φοβάμαι τους ἀνθρώπους που ἑφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Μανώλης Αναγνωστάκης

Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν | στο λαιμό των βοδιών.
Πού πας, ομορφούλα μου, | Χιονούλα και ήλιε;
Πάω στις μαργαρίτες | του πράσινου λιβαδιού.
Δε φοβάσαι | που αλαργεύεις μόνη;
Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος | φοβίζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου, | χιονάτη κόρη.
Έχει φύγει η καρδιά μου, | για πάντα.
Ποια είσαι, λευκή κόρη, | κι από πού έρχεσαι;
Γυρίζω από τους έρωτες | κι από τις κρήνες.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν | στο λαιμό των βοδιών.
Τι έχεις στα χείλη σου | που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου | που ζει και πεθαίνει.
Τι έχεις στο στήθος σου | λεπτό κι ωραίο;
Το σπαθί του καλού μου | που ζει και πεθαίνει.
Τι λεν τα μαύρα μάτια σου, | σοβαρό και βαθύ;
Τη σκληρή απελπισιά μου | που πάντα πληγώνει.
Γιατί φοράς μαύρο | του θανάτου μανδύα;
Αλίμονο, είμαι θλιμμένη | κι άκληρη χήρα,
του κόντε της Δάφνης | της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέναν δεν αγαπάς, | τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορφου κόντε μου | της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις | άπιστη χήρα;
Σου εύχομαι να τον βρεις.
Τα άστρα του ουρανού | είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου | που ζει και πεθαίνει.
Αναπαύεται μες στο νερό, | χιονάτη κόρη
σκεπασμένος με νοσταλγίες | κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππότη περιπλανώμενε | στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγγαρόφωτη | σου χαρίζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονειροπαρμένη! | Κόρη δίχως γλύκα,
με στόματα παιδιών | λέει τις ιστορίες της.
Την καρδιά μου σου δίνω. | Μια καρδιά ήρεμη
πληγωμένη από το βλέμμα | των γυναικών.
Γενναίε ιππότη, | ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε | της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποινα μου, | κοιμισμένο ρόδο,
}εσύ πας στον έρωτα | κι εγώ πάω στο θάνατο.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν | στο λαιμό των βοδιών.
Η καρδιά μου αιμορραγεί, | κόκκινη κρήνη”.
Federico Garcia Lorca – Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου
(Ποιητικά άπαντα, εκδ. Εκάτη)
Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής.

Ο  ηλιοφόρος Ιούλιος λίγος,
ο εύγευστος Αύγουστος ελάχιστος
καὶ πότε κιόλα ο σιγαλός Σεπτέμβριος.
Προς το  κενό καλπάζοντας
να  κρατηθείς, από πού
να  φύγεις,
κλειδί—κλαδί δεν έχει ο  χρόνος λείος, απότομος
κάθε στιγμή του γκρεμός — πως να  σώσεις
την αστραπή τη  ζωή σου
—μ’ ένα ποίημα, μ’ ένα παιδί,
μ’ ένα άγαλμα στο μουσείο;
Μία, δύο και  τρεις φορές κι εκατοντάδες
κι αν έρθει ο Ιούλιος
κι ο  Αύγουστος αν έρθει πάλι
στο θάνατό σου θα  σ’ εγκαταλείψουν
που λίγο-λίγο, καθημερινός σ’ έχει κερδίσει, όσα
φιλιά  κι όσα φτερά
μέσα τους κι αν επρόφτασες να  θησαυρίσεις.
Λένα Παππά – Ιούλιος-Αύγουστος

«Κυρά κυρά θαλασσινή και στεριανή
με τα λουλουδιασμένα μάγουλα
σφίγγοντας μες στον μπούστο σου
την κάψα του αλωνάρη
πότε κρατώντας στην ποδιά σου
ένα καράβι μικροκάραβο
πότε σαν παναγιά αιγιοπελαγίτισσα
ντυμένη μ’ένα δίχτυ
να κουβαλάς στο σούρπωμα στηνκεφαλή σου
το πανέρι με τα ψάρια
Μηλί βαϊ βαϊ μηλί, μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριαντιαφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης
Σπανε τα ρόδια στη ροδιά και πεφτουν γέλια στο ποτάμι
με κουκουναρια κυνηγιουνται οι κορασιες στο περιγιάλι κι αχ, ο δραγάτης δε βαστά τέτοιο πουλί στον κόρφο του
κι αχ, δε βαστάνε οι βιολιτζήδες τ’αμπελιόυ μες στα βιολιά τους
Μηλί, βαϊ βαϊ μηλί, μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης»


Γιάννης Ρίτσος
i.Κυρά των αμπελιών (απόσπασμα)
ii [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου]
Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.
Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας-
δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα,
το πλοιάριο έφευγε,
έκαιγαν οι εφημερίδες σ’ ένα ψάθινο καπέλο
καταμεσής στο νερό.

Ιούλιος πορθητής – Μουσική Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης


Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε παϊτόνι ολόχρυσο στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού
Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό

 

30 Μαΐου 2019

Βρέχει -εκεί πίσω βρέχει, βρέχει …πάνω από την κόκκινη ραγισμένη στέγη

Τέλος άνοιξης –πάμε για κατακαλόκαιρο και παραλίγο να πούμε καλό φθι­νό­πω­ρο! με Βάρναλη Νά ῾ναι χι­νο­πω­ριά­τι­κον ἀπο­με­σή­με­ρο, ὄντας |  μετ᾿ ἄξαφνη νε­ρο­ποντὴ | χυ­μά­ει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύ­νε­φα θα­μπω­τικὰ γε­λώ­ντας | ἥλιος χωρὶς μαντύμε Jacques Prévert με το θρυλικό πλέον «Les Feuilles Mortes» Ω, ελπίζω να θυ­μά­σαι | Τις χα­ρού­με­νες μέρες όταν ήμα­σταν φίλοι | Εκεί­νη την εποχή η ζωή ήταν πιο όμορ­φη |
Και ο ήλιος είναι πιο ζε­στός από σή­με­ρα - Τα πε­σμέ­να φύλλα μα­ζεύ­ο­νταν με φτυα­ριές | Βλέ­πεις, δεν το ξε­χνάω |  Ανα­μνή­σεις και λύπες ανά­κα­τες - (Ήσουν) η σιω­πη­λή και πιστή μου αγάπη | Πάντα χα­μο­γε­λα­στή και ευ­χα­ρι­στώ τη ζωή γι αυτό… ακόμη – ακόμη το
The Green Leaves of Summer (Alamo Soundtrack του Dimitri Tiomkin)


Giuseppe Arcimboldo 1573

«Ο χει­μώ­νας είναι χα­ρα­κτι­κό, η άνοι­ξη ακουα­ρέ­λα, το κα­λο­καί­ρι ελαιο­γρα­φία και το φθι­νό­πω­ρο μω­σαϊ­κό όλων αυτών» – Stanley Horowitz …
«Αν ο χρό­νος ήταν συ­γκε­ντρω­μέ­νος σε ένα ρολόι, τότε το φθι­νό­πω­ρο θα ήταν η πιο μα­γι­κή ώρα» – Victoria Erickson…
«Και ο ήλιος έκανε ένα βήμα πίσω, τα φύλλα έπε­σαν να κοι­μη­θούν και το φθι­νό­πω­ρο ξύ­πνη­σε» – Raquel Franco …
«Ο χει­μώ­νας είναι νε­κρός, η Άνοι­ξη είναι τρελή, το Κα­λο­καί­ρι είναι χα­ρού­με­νο και το φθι­νό­πω­ρο είναι σοφό» – Mehmet Murat ildan

Ballata d’autunno
Η μπα­λά­ντα του Φθι­νό­πω­ρου

Θα δια­λέ­ξου­με σή­με­ρα κάτι –λίγο ασυ­νή­θι­στο που έχει να κάνει και με προ­σω­πι­κές μνή­μες, το «Balada de otoño» του Joan Manuel Serrat του 1969 για το άλ­μπουμ «La Paloma» (Rafael Alberti – Carlos Gustavino) και το αντί­στοι­χο Ballata d’autunno της Mina, της με­γά­λης ιτα­λί­δας τρα­γου­δί­στριας, που εμ­φα­νί­στη­κε το 1958 και ακόμη σή­με­ρα μας εκ­πλήσ­σει, στα 80 της χρό­νια, μετά από 116 album & CD‎

Ο Paolo Limiti με­τα­φρά­ζει πιστά το σαφώς πολύ όμορ­φο και με­λαγ­χο­λι­κό κεί­με­νο, όπως οι ζο­φε­ρές φθι­νο­πω­ρι­νές ημέ­ρες.
Το τρα­γού­δι πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο διπλό άλ­μπουμ- strenna «Mina 1+1»

Βρέ­χει, εκεί πίσω από το πα­ρά­θυ­ρο
βρέ­χει, βρέ­χει …
Πάνω από την κόκ­κι­νη και ρα­γι­σμέ­νη οροφή,
πάνω από αυτό το διά­σπαρ­το κομ­μέ­νο άχυρο,
πάνω από αυτά τα χω­ρά­φια βρέ­χει…

Ο ου­ρα­νός γκρί­ζος γι­γα­ντώ­νε­ται
και το έδα­φος ήδη στά­ζει φύλλα.
Μύ­ρι­σε το φθι­νό­πω­ρο.

Ο χρό­νος που λα­γο­κοι­μά­ται
μου μοιά­ζει
παιδί στον άνεμο
όπως σε ένα φθι­νο­πω­ρι­νό τρα­γού­δι.

Μια φθι­νο­πω­ρι­νή μπα­λά­ντα,
ένα λυ­πη­μέ­νο με­λαγ­χο­λι­κό τρα­γού­δι
έρ­χε­ται μετά την μέρα που δύει.

Μια μπα­λά­ντα του φθι­νό­πω­ρου,
Σαν προ­σευ­χή με θα­μπή-σβη­σμέ­νη φωνή,
σαν φύ­ση­μα θρή­νου
που τρα­γου­δά τον άνεμο.

Βρέ­χει πίσω από το πα­ρά­θυ­ρο
βρέ­χει, βρέ­χει …
Πάνω από την κόκ­κι­νη και ρα­γι­σμέ­νη στέγη,
πάνω από αυτό το διά­σπαρ­το κομ­μέ­νο άχυρο,
πάνω από αυ­τούς τους αγρούς βρέ­χει.

θα μπο­ρού­σα να σου δι­η­γη­θώ
πως καίει το τε­λευ­ταίο ξύλο στη φωτιά και τότε
από πως η φτώ­χεια μου
είναι επί­σης ένα χα­μό­γε­λο, γιατί είμαι μόνη τώρα,
αλλά εγώ μόνη μου είμαι τε­λειω­μέ­νη

Και θα σου έλεγα
ότι τα νιάτα είναι νιάτα γιατί ποτέ δεν έμα­θαν
ότι όχι! δεν είν’ η ζωή
εκεί­νο το όμορ­φο πράγ­μα που σκέ­φτο­νται,
Το ξέρω καλά αυτό.

Μα­κά­ρι να μπο­ρού­σαν
το αύριο και το χτες
να πουν αυτό που ονει­ρεύ­τη­κα.

Αλλά ο χρό­νος περνά
και σου τρα­γου­δά αργά,
με μια ολο­έ­να και πιο κου­ρα­σμέ­νη φωνή
μια φθι­νο­πω­ρι­νή μπα­λά­ντα.

Βρέ­χει, εκεί πίσω από το πα­ρά­θυ­ρο
βρέ­χει, βρέ­χει …
Πάνω από την κόκ­κι­νη και ρα­γι­σμέ­νη οροφή,
πάνω από αυτό το κομ­μέ­νο σανό,
πάνω από αυ­τούς τους αγρούς βρέ­χει
(…)


Σπάνια έως ποτέ ανα­φέ­ρο­νται στο αγα­πη­μέ­νο μας
(Πρό­λο­γος «Στὸ φῶς ποὺ καίει» του Βάρ­να­ληΝὰ σ᾿ ἀγνα­ντεύω, θά­λασ­σα)

Νά ῾ναι χι­νο­πω­ριά­τι­κον ἀπο­με­σή­με­ρο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νε­ρο­ποντὴ
χυ­μά­ει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύ­νε­φα θα­μπω­τικὰ γε­λώ­ντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.
(…)
Ξα­να­νιω­μέ­να ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκ­κι­νη πλαγιὰ χο­ρευ­τικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυ­σό­πευ­κα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μα­λα­μά­του
νὰ στά­ζουν τὰ μαλ­λιά τους τὰ μυ­ρι­στι­κά.

Το τρα­γού­δι «Les Feuilles Mortes» γρά­φτη­κε από τον Jacques Prévert.
Το 1945, ο Prévert έγρα­ψε το σε­νά­ριο ται­νί­ας «Les Portes de la Nuit» (ται­νία του Marcel Carné – 1946), από ένα μπα­λέ­το (το «Le Rendez-Vous» του Roland Petit -1945).
Οι δύο πρώ­τοι στί­χοι ενός τρα­γου­διού δί­νουν τον τίτλο: «Les enfants qui s’aiment s’embrassent debout / contre les Portes de la Nuit».
Ο Jean Gabin και η Marlene Dietrich ξε­κί­νη­σαν να παί­ξουν τους δύο χα­ρα­κτή­ρες, αλλά άλ­λα­ξαν γνώμη όταν απο­φά­σι­σαν να πά­ρουν μέρος σε άλλη ται­νία (Martin Roumagnac).
Τότε ένας νε­α­ρός άση­μος τρα­γου­δι­στής πα­ρου­σιά­στη­κε από τον Edith Piaf: ήταν ο Yves Montand που τρα­γού­δη­σε το θρυλικό πλέον «Les Feuilles Mortes».
Το ποί­η­μα δη­μο­σιεύ­θη­κε, μετά το θά­να­το του Jacques Prévert, στο βι­βλίο «Soleil de Nuit» το 1980.

Ω, ελ­πί­ζω να θυ­μά­σαι
Τις χα­ρού­με­νες μέρες όταν ήμα­σταν φίλοι
Εκεί­νη την εποχή η ζωή ήταν πιο όμορ­φη
Και ο ήλιος είναι πιο ζε­στός από σή­με­ρα.

Τα πε­σμέ­να φύλλα μα­ζεύ­ο­νταν με φτυα­ριές
Βλέ­πεις, δεν το ξε­χνάω
Ανα­μνή­σεις και λύπες ανά­κα­τες.

Και ο βο­ριάς τα πάει μα­κριά,
Στην κρύα νύχτα της λήθης.
Βλέ­πεις, δεν το ξε­χνάω

Το τρα­γού­δι που μου τρα­γού­δη­σες …
Ανα­μνή­σεις και λύπη,
(Ήσουν) η σιω­πη­λή και πιστή μου αγάπη
Πάντα χα­μο­γε­λα­στή και ευ­χα­ρι­στώ τη ζωή γι αυτό.

Σε αγα­πού­σα τόσο πολύ, ήσουν τόσο όμορ­φη,
Πώς θες να σε ξε­χά­σω;
Εκεί­νη την εποχή η ζωή ήταν πιο όμορ­φη
Και ο ήλιος είναι πιο ζε­στός από σή­με­ρα.

Ήσουν η πιο γλυ­κιά μου φι­λε­νά­δα
Αλλά δεν με­τα­νιώ­νω.
Και το τρα­γού­δι που τρα­γου­δή­σα­τε
Πάντα, πάντα θα το ακούω.

Αυτό το τρα­γού­δι μου θυ­μί­ζει, πως
Με αγά­πη­σες και σ’ αγα­πού­σα
Και ζού­σα­με έτσι και οι δύο, αλλά…

Αλλά η ζωή χω­ρί­ζει αυ­τούς που αγα­πιού­νται
Σι­γά-σι­γά, αθό­ρυ­βα
Και η θά­λασ­σα σβή­νει στην άμμο
Τα βή­μα­τα των χα­μέ­νων ερα­στών.

Αυτό το τρα­γού­δι μου θυ­μί­ζει…

30 Μάη 2019