15 Ιουλίου 2023

Γιάννης Ρίτσος: Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Ο τίτλος φέρνει στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (Όνειρο Θερινής Νυκτός) του Σαίξπηρ. Το περιεχόμενο όμως είναι γεμάτο εικόνες, τοπία, χρώματα, ήχους και μνήμες παιδικών χρόνων.

Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ένα μεγάλο ποίημα για παιδιά. Αν όμως το διαβάσει σε συνδυασμό με τη ζωή του Γιάννη Ρίτσου τότε θα διακρίνει την προσπάθεια του ποιητή να κρατηθεί ζωντανός, ακμαίος και αισιόδοξος σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του.

Είναι ποίημα «ευφάνταστο και παιδικότροπο». [1] Ενταγμένο στη συλλογή «Δοκιμασία» ( 1935 ‑1943) που δεν έχει θεματική ενότητα, αλλά ποιήματα σε άλλο ύφος σε σχέση με όσα ο Γιάννης Ρίτσος είχε γράψει πριν. Ο ποιητής ενέταξε τη συλλογή αυτή στον Α’ τόμο των Ποιημάτων του που κυκλοφόρησε το 1961.

Το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού είναι αφιερωμένο στο Βασίλη Ρώτα. Η πρώτη αυτοτελής έκδοση έγινε από τον Κέδρο το 1980, εικονογραφημένη από τη Τζένη Δρόσου.

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού το 1938. Βρισκόταν τότε άρρωστος στο σανατόριο της Πάρνηθας. Είχε χάσει τον αδελφό του και τη μητέρα του από φυματίωση, βίωσε την τρέλα του πατέρα του και της αγαπημένης του αδελφής Λούλας. Ο ίδιος έκανε αιμοπτύσεις από το 1926 για να διαγνωσθεί φυματικός το 1927 και να εισαχθεί στο Νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί, η αρρώστια του έγινε η αφορμή για να έρθει σε επαφή με μαρξιστές διανοούμενους και να συνειδητοποιηθεί ιδεολογικά. Ζει δύσκολα χρόνια. Ο αγώνας του για επιβίωση τον κάνει να δουλεύει εντατικά και σκληρά σε διάφορες δουλειές και αυτό βοηθάει στον υποτροπιασμό της ασθένειας του. Η φυματίωση τον φέρνει στο κεφαλόσκαλο του θανάτου και αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη ζωή του. Από τον Οκτώβριο του 1937 ως τον Απρίλιο του 1938 ζει στο Σανατόριο της Πάρνηθας.


Ο ποιητής βρίσκει τον τρόπο να μετατρέψει τα τραυματικά του βιώματα σε νέες μορφές ζωής, να δει μέσα από τα αρνητικά τα θετικά, να υμνήσει την ομορφιά της φύσης και της νιότης.

« …επάνω στη ζωή μου συνέπεσαν τέτοια γεγονότα – βέβαια που ευδοκίμησαν μέσα μου και μου έδωσαν τρομακτικές εμπειρίες – που τις ζηλεύει κάθε άνθρωπος, γιατί όπως είπαμε η ποίηση δεν είναι μόνο ταλέντο, δεν είναι μονάχα άσκηση. Δεν είναι μονάχα συνειδητοποίηση και γνώση , απέραντη γνώση όλης της παγκόσμιας ποίησης από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, αλλά ταυτόχρονα και τα βιώματα. Τα προσωπικά βιώματα τα οποία είναι εκείνα που ξυπνούν και τις δυνάμεις μας και που αναπτύσσουν την ευαισθησία μας.

Αυτή, ύστερα, ολόκληρη η ευαισθησία, πολιτογραφείται στη νόηση κι αυτή είναι το μεγάλο αποθησαύρισμα ολόκληρης της ζωής ενός καλλιτέχνη. Λοιπόν εμένα με ευνόησε η τύχη να έχω τρομακτικά βιώματα, να γνωρίσω αρρώστιες, να γνωρίσω θανάτους, να γνωρίσω την τρέλα από κοντά, τόσο του πατέρα μου όσο και της αδελφής μου, να είναι ταυτόχρονα κι ο ένας κι ο άλλος. Αυτά τα πράγματα όμως δε λέγονται γιατί είναι ιδιωτικές υποθέσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των βιωμάτων και οι διεργασίες τους μέσα μου , αυτά έχουν αποτυπωθεί μέσα σ’ ολόκληρο το έργο μου, όχι πια σαν προσωπικές πείρες αλλά καλλιτεχνικά αντικειμενοποιημένα. Γιατί, όπως είπαμε, για την τέχνη στο βαθμό που το υποκείμενο αντικειμενοποιείται και το αντικείμενο προσωποποιείται, σ’ αυτό ακριβώς το βαθμό αρχίζει μια ουσιαστική σχέση με τον κόσμο και με την τέχνη (…)

Σκοπός της τέχνης είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε είναι να μεταλλάζει, να μετασχηματίζει τα αρνητικά στοιχεία της ζωής σε θετικά.» [2]

Τι είναι το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού; Ανάμνηση ‚διαφυγή από την μίζερη πραγματικότητα ή επιστροφή στην παιδική του ηλικία και στην ξένοιαστη ζωή του μέσα στη φύση ;

Έχει υποστηριχθεί ότι ο Γιάννης Ρίτσος «Πάντα γειωμένος στην πραγματική πραγματικότητα, καταφεύγει στο φανταστικό όχι ως φυγή από το παρόν, περισσότερο ως ανακάλυψη της ίδιας και γνωστής ηπείρου του πρώτου πληθυντικού, είτε είναι ιστορικό γεγονός ιδεολογικά φορτισμένο είτε χειρονομία προς τα πράγματα χειραφετημένα από τη χρήση τους» [3]

Το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού γράφεται σε μια περίοδο (1937 ‑1943) που χαρακτηρίζεται από «λυρική έξαρση» ή «λυρική έκρηξη».

«Ένας μοντέρνος λυρισμός, σε ελεύθερο στίχο, όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει με τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες. Οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας πάντα στα απλά πράγματα». [4]

«Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος, τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντήλια.
Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.
Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και τα κορίτσια.
Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι μαργαρίτες να χαιρετίσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς φορτίο σκιάς και θύμησης.
Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το καπέλο, κι έλεγες μόνο στα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’ άκουγε κανένας.
Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα στην άδεια κάμαρα της ευωδιάς.
Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ» που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις.»

Σύνθεση λυρική με έντονα υπερρεαλιστικά στοιχεία και παραμυθένιες εικόνες .

«Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κ’ είτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κ’ έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι
κι όλη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν
αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.»

Σε πρώτο πλάνο τα παιδιά, ανάμεσα τους και ο ποιητής καθώς κυριαρχεί το α’ πρόσωπο αφήγησης.

«Κοιμηθήκαμε την ώρα που δε νυστάζαμε. Φάγαμε την ώρα
που δεν πεινούσαμε.
Μετρούσαμε τις ώρες μας με το ρολογάκι του χεριού που μας
χαρίσαν στη γιορτή μας, ξεχνώντας το ρολόι του κήπου
πούδειχνε καλοκαίρι.
Τώρα θέλουμε να βάλουμε μαζί το ρολογάκι του χεριού με το σφυγμό μας,
κοιτάζοντας την ώρα που δείχνουν οι ωροδείχτες των σκιών πάνου στη χρυσοπράσινη πλάκα της χλόης.
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν
τα χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.»

«Εμείς μαζεύουμε παπαρούνες και φτιάχνουμε κόκκινα ματογυάλια.
Φοράμε το χρυσό καπέλο του ήλιου, τ’ ασημένιο κολλάρο του ποταμιού
και την πράσινη γραβάτα της χλόης.
Έτσι περπατάμε στα χωράφια κάνοντας το βήμα των γερόντων
σα να κοροϊδεύουμε τους γέρους.
Οι περβολάρηδες μάς κυνηγάνε, μάς διώχνουν απ’ τα θερμοκήπια,
όπου αρρωσταίνουν απ’ τη θλίψη τα λουλούδια.
Α, πώς θέλουμε να σπάσουμε τούτα τα γυάλινα νοσοκομεία
και τις γυάλινες φυλακές για να βγουν τα λουλούδια περίπατο
στους κυριακάτικους δρόμους.
Δε ζητάμε τίποτ’ άλλο.
Εμείς με τα κόκκινα ματογυάλια μας βάφουμε κόκκινο
το μούτρο της γριάς βροχής και χτυπάμε παλαμάκια
κάθε φορά που ένα μπουμπούκι σκάει απάνου στο ξερό κλαδί.»

Μικρές καθημερινές σκηνές, αταξίες, σκανταλιές και παιχνίδια

«Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν
απ’ τα σπίτια, κυλιόνταν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα
της αλυγαριάς κι αγκάλιαζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.»

«Θα χώσουμε λοιπόν κ’ εμείς απόνα τζιτζίκι στα ρουθούνια του παππού
για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα»

«Περπατάμε ξυπόλυτοι στο ζεστό χώμα, γδυνόμαστε κάτου
απ’ τα πλατάνια και παλεύουμε, παίζουμε πετροπόλεμο, αμολάμε
χαρταϊτούς και λουζόμαστε στο ποτάμι μαζί με τα κοτσύφια
και τις πέρδικες».

Μια αίσθηση ελευθερίας και αθωότητας είναι απλωμένη παντού.

«Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου τα μάτια της.
Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το νησιώτικό χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε θα χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.»

Η αγαπημένη μορφή της μητέρας

«ΜΗΤΕΡΑ, μη θυμώνεις μαζί μας που δεν μπορούμε να κάτσουμε σπίτι.
Ο ήλιος μάς φωνάζει.
Θα σου φορέσουμε ένα φόρεμα τριανταφυλλί που το πλέκει η άνοιξη
κάτου απ’ τις μυγδαλιές με το βελονάκι της πιο μικρής αχτίνας.
Θα σε πάμε μπροστά στον καθρέπτη να κοιταχτείς, να γελάσεις
και να μας γνωρίσεις.
Τότε τα μικρά χελιδόνια θα καθήσουν στα δάχτυλά σου, μα πάλι εσύ
δε θα ξέρεις να γελάσεις πολύ.
Πώς να βγάλουμε, μητέρα , την πέτρα που φράζει την πόρτα σου;
Κι όμως στα τζάμια των παραθυριών μας λάμπει ζωγραφισμένο
το πρόσωπο της αυγής και γύρω σαν κορνίζα οι ανθισμένες μηλίτσες
της βουνοπλαγιάς.
Εμείς πηδάμε απ’ τα παράθυρα.
Ο ουρανός ανθίζει μέσα μας χαμόγελα, κι όπου στεκόμαστε
είμαστε παντού.
Μητέρα, πικραμένη μητερούλα, πάμε στον κήπο να σε μάθουμε τώρα
με τη σειρά μας να συλλαβίζεις το αλφάβητο του ήλιου και λίγο — λίγο
να διαβάζεις λουλούδια.
Θα σε βάλουμε καβάλλα στη ράχη μιας αγριόχηνας και θ’ ανεμίζει
στον αέρα το φουστάνι σου σα μια γιορταστική σημαία πάνου
απ’ τους πράσινους αγρούς.»

Πουλιά, έντομα, λουλούδια,
ήχοι και πολύ φως.

«Όλος ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.

Η επιστροφή στα παιδικά χρόνια ταυτίζεται με την επιστροφή στη φύση.

«Μήτε στιγμή δε μένουμε στο σπίτι.
Πάμε στα λιβάδια και στήνουμε το δόκανο.
Πάνου στ’ αλώνια οι θημωνιές γυαλίζουν σα γυμνά βυζιά και τ’ άλογα
αφηνιάζουν κάθε μεσημέρι, πατούν στα στάχυα και χάνουνται
καλπάζοντας μέσα στο δάσος.
Ώσπου έρχεται το βράδι, και τ’ άλογα γυρίζουν ήμερα στις αυλές
κ’ οι τεμπέλες χελώνες μαζεύουν μαργαρίτες μέσα στα σιωπηλά χωράφια.
Η ώρα μυρίζει ιδρώτα και ρετσίνι καθώς ανεβαίνει ο βραδινός καπνός
πάνου απ’ τις στέγες κ’ εμείς καθόμαστε ακόμη στο δρόμο μαζεύοντας αστέρια για να πιστέψει η μάνα μας πως κάτι κάναμε κ’ εμείς και
πως δεν πήγε κατ’ ανέμου ο μόχτος κ’ η μέρα μας.
Όμως οι μεγάλοι δεν ξέρουν πού κοιτάμε εμείς,
δεν ξέρουν το δικό μας θερισμό κι ούτε μπορούν
να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.
Ωστόσο εμείς χαϊδεύουμε τα κουρασμένα χέρια της μητέρας μας
ενώ κοιτάζουμε μακριά, τη μεγάλη άρκτο με το χρυσόμαλλο τομάρι.»

Μαγεία και όνειρο σε τοπίο ειδυλλιακό και αρκαδικό.

«Μόλις κοιμόμαστε, ξυπνούσε το μαγεμένο δάσος του μεσημεριού.
Η σκιά μας έρριχνε τ’ ανάλαφρο σεντόνι της, μα μέσα από τις τρύπες
της σκιάς έχωνε ο ήλιος τα χρυσά του δάκτυλα που άχνιζαν απ’ τη ζέστα και
μας χάιδευε τα στήθεια και τα σκέλια.
Το γυάλινο πρόσωπο του νερού γελούσε κάπου απόμακρα
και ράντιζε τις ροδοδάφνες με μικρά διαμάντια.
Γυμνές γυναίκες πέρναγαν κάτου απ’ τα δέντρα, ήρεμες και
παράξενες σα νάχαν πιεί το αμίλητο νερό.
Πίσω τους τρέχανε νιογέννητα ελαφάκια στεφανωμένα
με τριφύλλι.
Άλλες κρατούσαν ψηλά σταμνιά στον ώμο.
Άλλες χορεύανε συρτό χορό κάτου απ’ τις δυό μεγάλες λεύκες.
Τ’ άσπρα κορμιά τους φέγγριζαν στους ίσκιους, πλασμένα
με νερό και φως κι αέρα.
Θέλαμε να ξυπνήσουμε, μα πάνου στην καρδιά μας γονάτιζε το καλοκαίρι.»

Είναι γεγονός ότι η μόνη περίοδος που η ζωή του Ρίτσου ήταν χαρούμενη και ξένοιαστη ήταν των παιδικών του χρόνων. Όλη μέρα στα κτήματα της οικογένειας , μέσα στη φύση και στη θάλασσα, να παρακολουθεί τα πουλιά , τα έντομα και τα λουλούδια. Μετά παραμύθια από τη γιαγιά του.

Το σχολείο δεν του άρεσε και προτιμούσε να παίζει παρά να παρακολουθεί τα μαθήματα και να διαβάζει.

«Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» [5]

Οι τιμωρίες εντάσσονταν στην σχολική του καθημερινότητα.

«Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Θα πει ότι δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη κλίση» [6]

«Κάναμε τόπι εμείς τη σφαίρα που’ χε ο δάσκαλος για το
μάθημα της γεωγραφίας και την κυλάμε στον πράσινο κάμπο με τα
μικρά χαμομήλια.
Τη νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, εκεί στο κοιμητήρι του χωριού, πήραμε κάμποσα γυμνά κεφάλια και τα γιομίσαμε με χόρτο και λουλούδια.
Στη θέση των άδειων ματιών βάλαμε δυο τριαντάφυλλα.
Τώρα είναι όλα φωτεινά και ρόδινα.
Εμείς το ξέραμε από πριν πως γρήγορα θα’ ρχόταν το καλοκαίρι
κι ας μην το’ γραφε το ημερολόγιο.»

«Δεν αγαπάμε, αυτή την ώρα, τα βιβλία με τους λιγνούς καλόγερους των στίχων.»

«Έχουμε κρύψει στη σάκκα του σχολείου ένα κουτί χρυσόμυγες
και τις ακούμε να βουΐζουν στο μάθημα της αριθμητικής.»

«Ο λιγνός δάσκαλος που φοράει ματογυάλια από χιόνι και σακκάκι
από τσουκνίδες θα μας μαλώσει πάλι γιατί δεν έμαθε πως το φως
λουλούδισε στις αυλές απ’ τα δικά μας μόνο μάτια.
Εμείς γελάμε πάλι.
Το σκάμε απ’ το μάθημα της ιστορίας και των θρησκευτικών.
Μαζί μας το σκάει κ’ η Ρουθ κ’ η Ιουδήθ, ανασηκώνουν τα φουστάνια τους,
πηδούν το φράχτη και τρέχουν να μας βρούνε.
Πετάμε στη θάλασσα το αναγνωσματάρι, και ζωγραφίζουμε στον άμμο
με το δάχτυλο τον ήλιο που γελάει.
Έτσι του αρέσει κάποτε και του ήλιου να γελάει μην τύχει και γεράσει
κλεισμένος μές στο φως του.»

« Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ανεμπόδιστος της αθωότητας, ο παλαιός ελληνικός κόσμος της μεσογειακής συνείδησης, ο θίασος της αναίμακτης Επανάστασης, ένας εστέτ ο οποίος δεν ακκίζεται αλλά προσπαθεί να χτίσει οίκους ευγένειας σε καιρούς ανοίκειους.» [7]

«Ένα ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει
και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.»

«Μια κοπέλα καθισμένη στο κατώφλι της μέρας μαθαίνει μαντολίνο.
Μα το φως μπλέκεται στα μικρά δάχτυλά της και στάζουν λουλουδάκια
πασχαλιάς απ’ τις σπασμένες νότες.
Ο κάμπος γελάει και σαλεύουν τα πράσινα γένεια του.
Ο ήλιος μεθυσμένος με την κόκκινη μύτη του τρεκλίζει
ανάμεσα στα δέντρα και κυνηγάει τα νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλαμιές, φωνάζουμε στον ήλιο:
«Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θα σκοντάψεις
κ’ η μύτη σου θα σπάσει και θα γεμίσεις παπαρούνες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζιτζίκια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά
και ξύπνησαν το Θεό απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρίβει τα μάτια του, μας βλέπει και γελάει.»

Διάσπαρτες μέσα στους αισιόδοξους και χαρούμενους στίχους υπάρχουν στιγμές θλίψης και μελαγχολίας .

«Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
Μη χαμογελάς που’ χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπό σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν αφήνει μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο φεγγάρι.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι
που κουρεύουν τα πρόβατα.
Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου στον κάμπο».

«Όταν ξυπνούσαμε είμαστε θλιμμένοι.
Εκείνες είχαν φύγει αμίλητες έτσι όπως ήρθαν.»
«Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου
απ’ τα παράθυρά μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομή, την Κυριακή, πιασμένες δυό –
δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα – ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κ’ ευτυχισμένα.»

«…Στις χειμαρρώδεις (σε ελεύθερο στίχο πια) λυρικές συνθέσεις αυτής της περιόδου τα μηνύματα εκπέμπονται με συνωμοτική κρυπτικότητα και συμβολική εμβέλεια…» [8]

«Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.»
«Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ό,τι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.»
«Σε κανέναν μην πεις πού πηγαίνουμε.»
«Τη νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, εκεί στο κοιμητήρι του χωριού, πήραμε κάμποσα γυμνά κεφάλια και τα γιομίσαμε με χόρτο και λουλούδια.»
«Όμως οι μεγάλοι δεν ξέρουν πού κοιτάμε εμείς, δεν ξέρουν το δικό μας θερισμό κι ούτε μπορούν να φάνε απ’ το δικό μας στάρι.»

Μέσα από συμβολισμούς και υποδηλώσεις
δίνεται ο αγώνας και οι θυσίες για έναν καλύτερο κόσμο.

Ο ποιητής είναι ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1934. Οι πολιτικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες καθώς από τον Αύγουστο του 1936 είχε επιβληθεί η μεταξική δικτατορία. Ο Μάης του 1936 είχε αφήσει το αποτύπωμά του στον «Επιτάφιο» και ο Ρίτσος είχε νιώσει τη βαρβαρότητα του καθεστώτος βλέποντας αντίτυπα του έργου του να καίγονται στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

«Οι μεγάλοι μάς λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του ήλιου
πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι είναι
να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων
για να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών
με τ’ ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τα ψηλά καμπαναριά
των κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
«Άταχτα, σιωπηλά και πεισματάρικα παιδιά, που δεν ακούσαμε
ποτέ κανέναν, ακούσαμε τη σιωπή μες στη νύχτα και
μιλήσαμε αγνώριστα λόγια.
Μάθαμε κείνο πούναι πιο πολύ απ’ όλα και δε μαθαίνεται
πάνου στα θρανία, έξω απ’ τα φωτεινά σχολεία των δέντρων.
Θάταν άδικο να πεις πως δεν κάναμε τίποτα και πως αφήσαμε
το σπίτι να ρημάξει.
Κοίταξε τον κήπο και πες.
Δεν το ξέρεις τάχα πως κι αν πέσει το σπίτι, θα μείνει το φως
να μας δείξει να χτίσουμε σ’ ένα καλύτερο σχέδιο το καινούργιο σπίτι;
Κοίταξε τ’ ασημένια χέρια μας που δούλεψαν στον άλλο αγρό,
στην άλλη μέρα.
Βλέπεις πώς λάμπουν τ’ ασημένια χέρια μας μέσα στους ίσκιους
— τα χέρια μας που καμιά νύχτα δε μπορεί ποτέ να τα κερδίσει.»

Όλα κινούνται προς το φως και καλούν
με όλες τους τις δυνάμεις τον ζωντανό και ζωογόνο ήλιο

«ΕΪ, ΜΗΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ. Το μεσημέρι σαν ξυπόλυτο παιδί με πρόσωπο ιδρωμένο,
μ’ αχτένιστα χρυσά μαλλιά και με μια φυσαρμόνικα στο στόμα, στέκεται κάτου απ’ τα παράθυρα και σε φωνάζει.
Παράτα την άρρωστη μάνα σου.
Ξεγέλασε τον παράξενο παππού σου που όλη την ώρα ξύνει τη φαλάκρα του και παραπονιέται για τις μύγες.
Πήδα, λοιπόν, απ’ το παράθυρο κ’ έλα να κυνηγήσουμε ορτύκια.
Ο μόρτης ήλιος αγκαλιάζει την άνοιξη κάτου απ’ τα δέντρα
κ’ εμείς αγκαλιάζουμε τα δέντρα.
Τα περιστέρια παίζουνε πλάι στο ποτάμι, πηδάει το ένα πάνου στη ράχη του αλλουνού, κ’ έτσι δυό – δυό περπατάνε στην όχθη παραπέφτοντας σα να ζητάνε να ψηλώσουν για να δουν πιο πέρα τι γίνεται αύριο.
Αύριο είναι τα γενέθλια του ήλιου κι ο ήλιος έχει τα χρόνια μας.
Εδώ που φτάσαμε άκρη – άκρη στ’ όνειρο μας, γιορτάζουμε
μαζί με τον ήλιο την ίδια μέρα – κάθε μέρα.»

«Το χώμα ποτίστηκε με φως. Δεν ξεχωρίζεις φως και χώμα.
Εμείς είμαστε τ’ όνειρο μας.»

Γιάννης Ρίτσος,
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, Δοκιμασία, Ποιήματα, τ. 1, Κέδρος 1961

 Με πληροφορίες από Ατέχνως_ofisofi

Βιβλιογραφικές πηγές:

·         [1], [4] Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Επιμέλεια Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα. Κέδρος 2006, 7η έκδοση. Από την εισαγωγή της Χρύσας Προκοπάκη.

·         [2] Ο Γιάννης Ρίτσος συζητά με τον Γιώργο Σγουράκη. Γιάννης Ρίτσος Αυτοβιογραφία, Αρχείο Κρήτης Αθήνα 2008

·         [3], [7] Βασίλης Κ.Καλαμαράς, Από τη λυρική έξαρση στη σκηνογραφία της καθημερινότητας, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία Λέσχη Αθανάτων Γιάννης Ρίτσος

·         [5] , [6] Χρήστος Σιάφκος, Ο Άγγελος της Ποίησης, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία Λέσχη Αθανάτων Γιάννης Ρίτσος

·         [8] Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου, Οι δύο «αναγκαιότητες», άρθρο δημοσιευμένο στη Βιβλιοθήκη, ένθετο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2000, τεύχος 128.      


Οι πίνακες είναι του Ρώσου (πάλαι ποτέ Σοβιετικού) ζωγράφου Дима Дмитриев _Dima Dmitriev) _FaceBook

 

Δείτε Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος: της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...

11 Ιουλίου 2023

Το εργατικό συνδικαλιστικό και μαζικό κίνημα της Κούβας στηρίζει την Επανάσταση

«Μπροστά στα ψέματα, τις αστείες ιστορίες και την υποκίνηση μίσους και βίας της αυτοκρατορίας και των μισθοφόρων της, έχει λάμψει η απόφαση της πλειοψηφίας του Κουβανικού λαού και του προέδρου τους Miguel Mario Díaz-Canel Bermúdez να ξεπεράσουν τα εμπόδια, να προχωρήσουν και να σώσουν την Επανάσταση».

Από τις εργατικές συλλογικότητες της χώρας, τις μαζικές οργανώσεις γυναικών και νέων, το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα εκφράζεται η υποστήριξη στην επανάσταση με στρατηγικό όπλο την ενότητα των εργαζομένων ενάντια σε απειλές και επιθέσεις .

Το άρθρο αναφέρεται στο βιβλίο Cuba, un golpe blando fallido __«Κούβα, ένα αποτυχημένο “μαλακό” πραξικόπημα», του Διδάκτορα Επιστημών Manuel Hevia Frasquieri, μια καταγγελία στην οποία παρουσιάζει τις βίαιες ταραχές στους δρόμους του καλοκαιριού του 2021 ως «μια τυπική ανατρεπτική επιχείρηση που διευθύνεται κρυφά από τη CIA».

Η έρευνα του βιβλίου καθώς και άλλα στοιχεία που βγήκαν στο φως επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών φέρει άμεση ευθύνη για τις ταραχές της 11ης _12ης Ιουλίου 2021, με την εντατικοποίηση του αποκλεισμού και με την ανοιχτή χρηματοδότηση ατόμων και ομάδων με σκοπό να διαπράξουν παραβάσεις του νόμου και κρατικές καταστροφές σε ολόκληρη  την επικράτεια της Κούβας.

«Ενώ το εργοστάσιο των ψεμάτων κατά της Κούβας προμηθεύει τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα και τα διεθνή μέσα τύπου 24 ώρες την ημέρα» τονίζει το κείμενο , «η τρομοκρατική μηχανή του Μαϊάμι χρησιμοποιεί αυτό το κανάλι για να καλέσει σε χάος, βία, επιθετικότητα κατά των αρχών, τρομοκρατία και ανυπακοή»

Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του βιβλίου, όπου προέβλεψε πως CIA και ΗΠΑ θα επιμείνουν σε έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο μέσων και προπαγάνδας. Όπως ακριβώς έγινε... τις προηγούμενες εβδομάδες μέσω των ψηφιακών δικτύων.
Ο έμπειρος αναλυτής κατήγγειλε εγκαίρως ότι αυτό που συνέβη τότε ήταν μέρος μιας στρατηγικής με στόχο τη λεγόμενη «αλλαγή καθεστώτος», η οποία εξακολουθεί να ισχύει στις προσεγγίσεις, τους στόχους και τα καθήκοντά της στον τομέα, σε αντιστοιχία με περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια προγράμματα που εκτελούνται κατά της Κούβας από το 2008, εντός και εκτός της χώρας.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της, η Ουάσιγκτον κάνει έκκληση στα ψέματα και τον κυνισμό για να συμπεριλάβει την Κούβα σε οποιονδήποτε κατάλογο την δυσφημεί, την απομονώνει και της επιτρέπει να δικαιολογεί ξεδιάντροπα την πολιτική της περικύκλωσης και ασφυξίας προκειμένου να επιτύχει μια κοινωνική έκρηξη το συντομότερο δυνατό. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικές δυσκολίες και η επιδείνωση τροφοδοτούν διεθνείς συκοφαντικές εκστρατείες εναντίον της κυβέρνησης, των ηγετών της και των θεμελιωδών πυλώνων της Επανάστασης.
Ο Λευκός Οίκος προσπάθησε αδίστακτα να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν από τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας για να μας επιτεθεί με περισσότερη δύναμη, να εντείνει τα μέτρα καταναγκασμού και να προσπαθήσει να επιτύχει τους καταστροφικούς του στόχους.

Αυτή ήταν η απόπειρα του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, του μεγαλύτερου ψεύτη και του με τις περισσότερες ποινικές κατηγορίες στην ιστορία, που κατασκεύασε τον υπερσύγχρονο των «ηχητικών επιθέσεων» κατά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αβάνα για να καταστρέψει διμερείς σχέσεις.
Ήταν η ίδια κυβέρνηση που, λίγες μέρες πριν αποχωρήσει από την εξουσία, τοποθέτησε το νησί στη λίστα των χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία με σκοπό να αποκτήσει συμμάχους μεταξύ των τρομοκρατών και της ακροδεξιάς του Μαϊάμι.

Ένα εντελώς παράλογο και διεστραμμένο μέτρο, προσαρμοσμένο στα μέτρα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, στο αποκορύφωμα της μακάβριας στρατηγικής τους για τους μισθοφόρους τους από τη Φλόριντα.

Ο Μπάιντεν, με το ίδιο ανατρεπτικό σενάριο εκατομμυρίων δολαρίων, επιμένει στην ποταπή αντικουβανική εμμονή, επικυρώνοντας τη μονιμότητα του νησιού σε διαβόητες λίστες, γεμάτες αντιφάσεις και αμφιθυμίες, αλλά απόλυτη συνέχεια της επιθετικότητας και αντιγράφοντας τον προκάτοχό του στην εφεύρεση ή συνχορηγία νέων προσχημάτων για τη μη αλλαγή της φασιστικής πολιτικής.
Χωρίς σεμνότητα και με απύθμενο θράσος, εκμεταλλεύονται
fake news και προκατασκευασμένες «συνωμοσίες» για να ζητήσουν σκληρότερα μέτρα και εισβολές, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Ενώ το εργοστάσιο ψεμάτων κατά της Κούβας προμηθεύει τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα και τα διεθνή μέσα 24 ώρες το 24ωρο, η τρομοκρατική μηχανή του Μαϊάμι χρησιμοποιεί αυτό το κανάλι για να καλέσει σε χάος, βία, επιθετικότητα κατά των αρχών, τρομοκρατία και πολιτική ανυπακοή.

Μέχρι στιγμής φέτος, περισσότερες από 300 τέτοιες εκκλήσεις για μίσος και βία έχουν καταγραφεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες που παροτρύνουν να δράσουν κατά της κουβανικής κυβέρνησης, να χειραγωγήσουν τους ισχυρισμούς και τις απαιτήσεις για καταστάσεις που δημιουργούνται από τον ίδιο τον αποσταθεροποιητικό μηχανισμό, να στείλουν 10άδες απευθείας μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα από διαβόητους μισθοφόρους και κατασκευασμένα γεγονότα, όλα με στόχο τη μετάδοση της αντίληψης ενός σεναρίου που ευνοεί την επανέκδοση της απόπειρας «ήπιου πραξικοπήματος» κατά της Κούβας.

Η συκοφαντία που προωθεί ο Λευκός Οίκος, σχετικά με τα γεγονότα που υποστήριξε το 2021, χρησιμοποιούνται από αυτή την κυβέρνηση ως πρόσχημα για να διατηρήσει την πολιτική μέγιστης πίεσης κατά της Κούβας και να ενισχύσει τα μέτρα του οικονομικού, εμπορικού και χρηματοπιστωτικού αποκλεισμού, όπως σχεδιάστηκε. από την κυβέρνηση Τραμπ και καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν τα έχει εφαρμόσει αυστηρά.

Σε αντίθεση με τα ψέματα, οι κουβανικές αρχές απέδειξαν ότι όσοι συνελήφθησαν σε αυτά τα γεγονότα πριν από δύο χρόνια αποδείχθηκε ότι συμμετείχαν σε βίαιες ή βανδαλιστικές ενέργειες ενάντια στη δημόσια τάξη.

Κανένα άτομο δεν τιμωρήθηκε επειδή διαδήλωσε ειρηνικά ή για τον τρόπο σκέψης του. Ούτε επιβλήθηκαν κυρώσεις σε ανηλίκους όπως επαναλαμβάνουν οι κυβερνοτρομοκράτες.

Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίζεται. Με βάση την ίδια στρατηγική, ενώ εκμεταλλεύονται τα προηγούμενα θύματά τους για να προσπαθούν να ζεστάνουν το παρόν, η Ουάσιγκτον και οι μισθοφόροι της υποκινούν πράξεις βανδαλισμού από περιθωριακές ομάδες με σκοπό να προκαλέσουν την αντίδραση της αστυνομίας και να προβάλουν μια εκπομπή στα μέσα ενημέρωσης για να πολλαπλασιάσουν τα λανθασμένα εικόνα ακυβέρνητου, κοινωνικής αστάθειας και προώθησης της αποσταθεροποίησης.

Η Κούβα δεν οφείλει συγνώμες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε η κυβέρνηση αυτής της χώρας έχει την πολιτική ή ηθική εξουσία να την απαιτήσει. Οι πολιτικές διαφορές σε σχέση με την κυβέρνηση δεν απαλλάσσουν κανέναν από την ποινική ευθύνη για εγκληματικές πράξεις ή εγκλήματα, ούτε στην Κούβα ούτε οπουδήποτε αλλού.

Οι 3.478 Κουβανοί νεκροί και 2.099 ακρωτηριασμένοι και ανάπηροι, θύματα της κρατικής τρομοκρατίας κατά του λαού μας, μας θυμίζουν κάθε δευτερόλεπτο ποιους αντιμετωπίζουμε, ποια είναι η φύση του εχθρού που μέσω του μίσους και πιέσεων στην ένδεια του λαού μας επιδιώκει διχασμό και σφαγή, ενώ υποκινεί ανοιχτά επιθέσεις κατά της ειρήνης, των ηγετών μας, των θεσμών μας, του στρατού μας, των υπηρεσιών επιβολής του νόμου ή οποιουδήποτε πολίτη μας.

Ο Στρατηγός Ραούλ Κάστρο Ρουζ προειδοποίησε στην Κεντρική Έκθεση προς το 8ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, στις 16 Απριλίου 2021: «Ιστορικά, η ιμπεριαλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ έχει θέσει απειλή για τη μοίρα και την επιβίωση του κουβανικού έθνους. Αυτό δεν είναι νέο φαινόμενο. Συνόδευε τους Κουβανούς από την απαρχή του αγώνα της πατρίδας μας, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες επιθυμίες για κυριαρχία και ανεξαρτησία στο λαό μας"

Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, έδωσε το αντίδοτο που δεν μπορούμε ποτέ να ξεχάσουμε: «Η ενότητα της τεράστιας πλειοψηφίας των Κουβανών γύρω από το Κόμμα, και το έργο και τα ιδανικά της Επανάστασης, ήταν το θεμελιώδες στρατηγικό μας όπλο για την επιτυχή αντιμετώπιση όλων των ειδών απειλών Γι' αυτό η ενότητά μας πρέπει να προστατεύεται με ζήλο και ο διχασμός μεταξύ των επαναστατών με ψεύτικα προσχήματα μεγαλύτερης δημοκρατίας δεν γίνεται ποτέ αποδεκτός, γιατί αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα για την καταστροφή, εκ των έσω, της επανάστασης, του σοσιαλισμού και κατά συνέπεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας και πτώση. για άλλη μια φορά υπό την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Granma όργανο του ΚΚ Κούβας 10- Ιουλ-2023 (εδώ για ισπανομαθείς)

Δείτε

·       Το στρατηγικό μας όπλο ενάντια σε απειλές και επιθέσεις: Ενότητα

·       🇨🇺 ¡Hasta la Victoria Siempre! Ο κουβανικός λαός θα συνεχίσει να αντιστέκεται!

·       Άμεση κινητοποίηση μαζικών οργανώσεων και λαού στο Νησί της Επανάστασης ενάντια στο νέο ιμπεριαλιστικό σχέδιο