06 Ιανουαρίου 2025

Η Πυραμίδα του Ταΰγετου μας περιμένει

Οι εικόνες από την κορυφή του Ταΰγετου _αλλιώς “Πυραμίδα” στα 2.407 μέτρα υψόμετρο, τόσο στα λευκά όσο και στα χρυσοπράσινα είναι πραγματικά καθηλωτικές και εξάπτουν την ανθρώπινη φαντασία. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή κορυφή βουνού στην Ελλάδα και μυστηριώδη συνάμα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η απόλυτη πυραμίδα είναι άραγε ένα παιχνίδι της φύσης ή μία γιγάντια ανθρώπινη κατασκευή που ξεπερνά σε διάσταση και βαθμό δυσκολίας κατασκευής κάθε φαντασία;

Μια μεγάλη μερίδα ερευνητών υποστηρίζει πως η κορυφή του Προφήτη Ηλία, λαξεύτηκε, είτε εξ’ ολοκλήρου είτε εν μέρει, προκειμένου να αποκτήσει σχήμα πυραμίδας και να λειτουργήσει τελετουργικά και λατρευτικά. Αυτό, όπως λένε, “αποδεικνύεται από την απόλυτη κανονικότητα της πυραμίδας” (οπτικά, είναι ένα τέλειο ισοσκελές τρίγωνο) και κυρίως, “από την τεχνητή οριζοντίωση της βάσεώς της”, όπου το έδαφος είναι σχετικά πιο λείο και ομαλό και αυτή η μερίδα κάνει λόγο για ένα μεγαλιθικό μνημείο, σαν αυτά που συναντώνται σε όλη την Ευρώπη, την περίοδο 3.500 – 2.000 π.Χ. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ηλικία της πυραμίδας όσο και οι αρχικές της διαστάσεις είναι αδύνατο να υπολογιστούν με ακρίβεια

Ο Ξωχωρίτης μπάρμπα-ΛΙΑΣ - ένας επώνυμος | “ανώνυμος” της ταξικής πάλης των “πέτρινων χρόνων”.                       


              Ταΰγετος

Ταΰγετος (ή Πενταδάκτυλος επί Βυζαντινών) η υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου _2.405 μέτρα ο Προφήτης Ηλίας ή Αγιολιάς, από το ομώνυμο εκκλησάκι που κτίσθηκε κοντά στην κορυφή του. Στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Ταλετός. Η ονομασία, όπως μαρτυρά ο Παυσανίας, έχει μυθολογικές ρίζες. Προέρχεται από την Ταϋγέτη, μία από τις Ατλαντίδες, η οποία, γεμάτη ντροπή από το αθέλητο ζευγάρωμά της με τον Δία, έβαλε τέλος στη ζωή της πέφτοντας σε γκρεμό του βουνού. Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ταΰγετο "περιμήκειον", λόγω του μεγάλου μήκους της οροσειράς, ενώ ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς θεωρεί ότι το όνομά του προέρχεται από τη λέξη "ταΰς", η οποία σημαίνει "μέγας" ή "πολύς". Ο Βιργίλιος τον αναφέρει ως "Ταΰγετα", ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο λεγόταν και "Πενταδάκτυλος" , λόγω των πέντε κορυφών του κεντρικού συγκροτήματος.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας επικράτησε η ονομασία "Ζυγός του Μελιγού", από το σλαβικό φύλο των Μελιγγών οι οποίοι, μαζί με τους επίσης σλαβόφωνους Εζερίτες, κατοικούσαν εκεί. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, η οροσειρά λεγόταν "Αγιολιάς ο μακρυνός", από το μεγάλο μήκος της οροσειράς, ή ""Ψηλός Αγιολιάς" λόγω του υψομέτρου, μέχρι τελικά που ξαναπήρε το αρχαίο όνομα, "Ταΰγετος". Από τους Έλληνες ναυτικούς που βλέπουν την κορυφή του σε διοπτεύσεις, ονομάζεται "Βουνό της Μάνης".

Μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, "όρος υψηλόν τε και όρθιον" κατά τον Στράβωνα, ο Ταΰγετος είναι ένα από τα μεγαλύτερα βουνά της Ελλάδας, με μήκος 115 χλμ. περίπου, μέγιστο πλάτος 30 χιλιόμετρα και έκταση 2.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Είναι ψηλότερος από όλα τα βουνά της Πελοποννήσου και γι' αυτό του έχει δοθεί ο χαρακτηρισμός "τρούλος του Μοριά". Όμορφα χωριά, δύσβατα μονοπάτια, εύφορες κοιλάδες, διαδοχικές χαραδρώσεις που καταλήγουν στη θάλασσα, απότομες κορυφές και μεγάλα οροπέδια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Ταΰγετου. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η περιοχή της Καλαμάτας και στην ανατολική ο Μυστράς και η Σπάρτη. Η περιοχή έχει ενταχθεί στο δίκτυο βιοτόπων Natura 2000. Επίσης, η περιοχή υπάγεται στις σημαντικές για τα πουλιά περιοχές της Ελλάδας (Important Bird Areas).

Ο Ταΰγετος καταλαμβάνει εκτάσεις των νομών Λακωνίας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Στα ανατολικά, τον χωρίζει από τον Πάρνωνα ο Ευρώτας ποταμός. Στα δυτικά, οι απολήξεις του φτάνουν στη Μεσσηνιακή πεδιάδα, ενώ στα νότια προβάλλει η χερσόνησος της Μάνης μεταξύ του Λακωνικού και του Μεσσηνιακού κόλπου. Βόρεια, η λεκάνη της Μεγαλόπολης παρεμβάλλεται μεταξύ των Αρκαδικών βουνών και των βορειότερων προεκτάσεων του Ταΰγετου.

Το αντάρτικο στον Ταΰγετο

Πρωτοπόρα η Αλαγονία (1941 – 1944) τόπος που φιλοξένησε αμέσως τους νέους πατριώτες, που αυθόρμητα αντιστάθηκαν εναντίον των κατακτητών. "Η Αλαγονία ήταν τότε το κέντρο της Εθνικής Αντίστασης της Μεσσηνίας και Λακωνίας, η ανταρτομάνα του Μοριά. Ο Ταΰγετος ήταν το καταφύγιο των Ελλήνων που δεν μπορούσαν ν' ανεχθούν τη σκλαβιά. Η γεωγραφική θέση της Αλαγονίας ήταν ιδανική για ξεσηκωμό. Ολα τα αντάρτικα συγκροτήματα της Πελοποννήσου φιλοξενήθηκαν από τη φιλόξενη Αλαγονία και από τον χιλιοτραγουδισμένο Ταϋγετο. Ακόμα φιλοξενήθηκαν οι καταδιωκόμενοι από τους κατακτητές, οι συμμαχικές αποστολές, καθώς και ο Αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης. Οι Αλαγόνιοι βοήθησαν να διασωθούν οι σύμμαχοι στρατιώτες Αγγλοι και Κύπριοι που δεν πρόλαβαν να φύγουν για την Κρήτη και Μέση Ανατολή τον Απρίλη του 1941". Ο Χρήστος Αντωνακάκης συμμετέχοντας ο ίδιος στην Αντίσταση από την αρχή, είδε και έζησε πολλά και το βιβλίο του, εμπλουτισμένο και με φωτογραφικό υλικό αλλά και με συμπληρωματικές μαρτυρίες συναγωνιστών του, είναι μια ακόμα πολύτιμη πηγή ειδήσεων, για τη μεγάλη εκείνη εποχή, την οποία, στο πνεύμα μιας παράλληλης ηρωικής ανταρσίας, ταυτίζει με την εποχή της Κλεφτουριάς της Τουρκοκρατίας: "Εκεί ψηλά στις βουνοκορφές του Ταϋγέτου, Αϊ - Νικήτα, Μαλεβό, Βατσινιά, Αϊ- Ηλία, δάσος Βασιλικής κ.α., σ' όλες τις τοποθεσίες ξαναζωντάνεψαν οι παλιοί θρύλοι της κλεφτουριάς, βρόντησε το αντάρτικο τουφέκι, όπως το κλέφτικο καριοφίλι".

Στη Σαϊδόνα _εκεί στην 🔴 κόκκινη κουκκίδα του Ταΰγετου

Η εθνική αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα 1941-1944: Οι σελίδες του βιβλίου αυτού περιέχουν αυθεντικές μαρτυρίες του αγώνα εναντίον των χιτλερικών και φασιστών Ιταλών κατακτητών. Μαρτυρούν με απόλυτη ακρίβεια τη δράση του ένοπλου αντάρτικου αγώνα στα δοξασμένα βουνά και στις πόλεις του Μοριά, στον Ταΰγετο, στον Πάρνωνα, στα Καλάβρυτα, στο Μαίναλο, στη Ζίργια, πριν και μετά τον ερχομό του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη στο Μοριά (1944). Με την προσωπική μου συμμετοχή στις ένοπλες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ Ταϋγέτου, συγκεκριμένα στον 6ο  Λόχο Β' Τάγματος 9ου  Συντάγματος, έζησα στιγμή προς στιγμή το μεγαλείο της Εθνικής μας Αντίστασης. Οι εμπειρίες που καταγράφω είναι απόλυτα αυθεντικές και τεκμηριωμένες στο βιβλίο ISBN13 _9789606679018 \ Εκδότης ΑΛΦΕΙΟΣ

Μορφολογία

Η οροσειρά του Ταΰγετου μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις ευρύτερες περιοχές:

  • ·       α) τον Βόρειο Ταΰγετο που εκτείνεται περίπου από το χωριό Λεοντάρι έως τη χαράδρα της Λαγκάδας
  • ·       β) τον Κεντρικό Ταΰγετο που εκτείνεται περίπου από τη Λαγκάδα έως το Οίτυλο
  • ·       γ) τον Νότιο Ταΰγετο, που περιλαμβάνει το όρος Σαγγιά, σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο.

Η παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι απλουστευτική και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αυστηρό γεωγραφικό όριο. Αντιστοίχως υπάρχουν αρκετές ιστοσελίδες και αναφορές στην διοικητική διαίρεση των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας που χωρίζουν το βουνό σε Λακωνικό Ταΰγετο και Μεσσηνιακό Ταΰγετο. Χαρακτηριστικά της μορφολογίας του Ταΰγετου είναι η Μεγάλη Λαγκάδα που καταλήγει στο χωριό Τρύπη και τα φαράγγια του Ριντόμου, του Βυρού και της Βαρδούνιας. Εκτός από την ψηλότερη κορυφή του βουνού, αλλά και της Πελοποννήσου, υπάρχει το Σιδηρόκαστρο (2.340 μ.), το Σπανακάκι (2.024 μ.), η Νεραϊδοβούνα (2.020 μ.), τα Γούπατα (2.031 μ.), το Κουφοβούνι (1.850 μ.), το Χαλασμένο Βουνό (2.204 μ.) κα. Το μεγαλύτερο μέρος του βουνού -όπως και τα περισσότερα βουνά της Πελοποννήσου- και ιδιαίτερα η ανώτερη ζώνη του, αποτελείται από πλακώδεις κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Στο ανατολικό μέρος εμφανίζονται σχιστόλιθοι και φυλλίτες, ενώ πολλές ορθοπλαγιές σχηματίζονται από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και δολομίτες. Γεωτεκτονικά, ο Ταΰγετος ανήκει στη ζώνη των Ταλέων ορέων.

Οι ανατολικές πλαγιές του σχηματίζουν πολλές χαράδρες, οι οποίες τροφοδοτούν με νερό τον Ευρώτα, το σπουδαιότερο ποτάμι της νότιας Πελοποννήσου. Από το συγκρότημα των κεντρικών κορυφών απορρέουν τα νερά που σχηματίζουν στα δυτικά το ποτάμι της Καρδαμύλης και της Σάνταβας, το Νέδωνα και τον Πάμισσο, ενώ στα βόρεια απορρέει ο παραπόταμος του Αλφειού Καρνίων.

Το κλίμα του είναι γενικά ηπειρωτικό, με μεγάλες χιονοπτώσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από έλατα και μαυρόπευκα, ενώ έχει μεγάλο αριθμό ρεμάτων και μικρών ποταμών. Ο πετροκότσυφας (monticola saxatilis) έρχεται στην περιοχή την άνοιξη, από την Αφρική, και φωλιάζει σε βραχώδεις τοποθεσίες, στη μέση ορεινή ζώνη. Στον Ταΰγετο διακρίνονται τέσσερις ζώνες βλάστησης, που έχουν σχέση με το υψόμετρο. Στα χαμηλά, ως τα 700-800 μ., κυριαρχούν οι μεσογειακοί θαμνώνες (μεσογειακή μακία), με μεγάλη ποικιλία θάμνων και φρυγάνων. Κυρίαρχα είδη είναι τα πουρνάρια, οι χουμαριές, τα σχίνα, τα σφενδάμια, οι γκορτσιές κ.ά. Από τα 700-800 μ. ως τα 1.700-1.800 μ. βρίσκεται η ζώνη των ορεινών κωνοφόρων, με κυρίαρχα είδη το μαυρόπευκο (pinus nigra), το έλατο και τον κέδρο. Πιο ψηλά, ως τα 2.000 μ., απλώνεται η λεγόμενη υποαλπική ζώνη, όπου φυτρώνουν μόνο λιγοστά έλατα και μαυρόπευκα και το έδαφος καλύπτεται από πολυετή, νανώδη φυτά και μικρούς θάμνους. Πάνω από τα 2.000 μ. βρίσκεται πλέον η αλπική ζώνη, όπου δεν υπάρχουν καθόλου δέντρα και μόνο νανώδη, πολυετή φυτά φύονται ανάμεσα στους βράχους και στα πετρολίβαδα.

Τα πάντα στην καλή θέληση 
και στον "πατριωτισμό" των Ελλήνων

Στον Ταΰγετο παρατηρείται και η λεγόμενη αζωνική βλάστηση των ρεματιών. Κυρίαρχο είδος αυτού του τύπου βλάστησης είναι ο πλάτανος (platanus orientalis), που φυτρώνει στις όχθες των ρεμάτων και σε χαράδρες, ανεξάρτητα από το υψόμετρο. Η χλωρίδα του Ταΰγετου είναι εξαιρετικά πλούσια και περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 είδη φυτών. Από αυτά, 33 είναι ενδημικά της περιοχής και 100 είναι ενδημικά της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και είδη που, χωρίς να είναι ενδημικά, είναι πολύ σπάνια για την Ελλάδα και την Ευρώπη και έχουν ασιατική προέλευση. Ξεχωρίζουν η ακουιλέγια του Ταΰγετου (aquilegia ottonis ssp. taygeta), ο αστράγαλος του Ταΰγετου (astralagus taygeteus), η γιουρινέα του Ταΰγετου (jurinea taygetea), η καμπανούλα (campanula topoliana ssp. tordifolia) και το υπερικό του Ταΰγετου (hypericum taygeteum). Υπάρχουν επίσης πολλά ορχεοειδή, κρόκοι και καμπανούλες.

Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν στον Ταΰγετο πολύ περισσότερα είδη θηλαστικών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένα ότι στα δάση του ζούσαν αρκούδες, λύκοι, λύγκες, ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα. Σήμερα το βουνό φιλοξενεί 19 είδη θηλαστικών, όπως η αλεπού, ο λαγός, ο σκαντζόχοιρος, το κουνάβι, η νυφίτσα και ο ασβός, και ίσως το τσακάλι. Η ορνιθοπανίδα του βουνού εξακολουθεί να είναι πλούσια, ενώ περιλαμβάνει και αρκετά σπάνια είδη. Από τα 87 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί, ξεχωρίζουν αρπακτικά, όπως ο φιδαετός, η γερακίνα, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, αλλά και πλήθος στρουθιόμορφων και άλλων πουλιών, όπως κίσσες, κοτσύφια, δρυοκολάπτες, φάσες κ.α. Σημαντική είναι και η ερπετοπανίδα του Ταΰγετου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και δύο σπάνιες σαύρες: την podarcis peloponnesiaca και τη lacerta graeca, καθώς και την κρασπεδοχελώνα. Μεγάλοι πληθυσμοί από σπάνια έντομα, τρωκτικά, χειρόπτερα και εντομοφάγα συμπληρώνουν το ζωικό κόσμο του βουνού. Στον Ταΰγετο έχουν, τέλος, καταγραφεί 100 είδη πεταλούδας μ' ένα ενδημικό (polyommatus menelaos).

Ο Ταΰγετος, όπως και τα περισσότερα όρη της Ελλάδας, αντιμετωπίζει οικολογικά προβλήματα, όπως αλόγιστη υλοτόμηση, πυρκαγιές, εκχερσώσεις και υπερβόσκηση που εμπόδισαν την φυσική αναγέννηση των δασών του, αλλά και τις λατομικές δραστηριότητες, τα έργα οδοποιίας και την αυθαίρετη δόμηση που αλλάζουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον του.

Ο Ταΰγετος στη λογοτεχνία

Ο Στράτης Μυριβήλης χαρακτήρισε τον Ταΰγετο "αρσενικό βουνό", ενώ ο Κώστας Ουράνης σημειώνει: "Άλλοτε, πριν δω τον Ταΰγετο, εθεωρούσα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή, που χάθηκε από το πρόσωπο της γης χωρίς να αφήσει τίποτα για να θυμίζει τη διάβασή της: ούτε ένα ναό, ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες άφησαν ως μνημείο τους τον Ταΰγετο, γιατί εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα με αυτόν".

Ο ποιητής Κώστας Πασαγιάννης, με τη σειρά του, τον αντιμετωπίζει ως τη "μήτρα", που συμβολίζει την επιστροφή στην πατρίδα, ενώ για τον Νίκο Καζαντζάκη είναι "η σκληρή φωνή του ανήλεου θεού του γένους". Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, τέλος, τον θέλει "αγαθό γέροντα", ο οποίος "του στάθηκε όπως ο κόρφος της μητέρας" του.

Λαβομάνα στυλ _και ανθοστήλες _κράνη, πιάτα, ξιφολόγχες και αρβύλες

Λιακάδα σήμερα, ένας παραπάνω λόγος για μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας με επίκεντρο το Μοναστηράκι, όχι τόσο γύρω από την πλατεία του, αλλά περισσότερο προς τα έρημα σήμερα παπουτσάδια του Ψυρρή και κάποια άλλα μέρη _μόνο για ψαγμένους που έγραψαν ιστορία, πριν τη διάνοιξη της Ερμού το 1835 και πριν "βουλιάξουν" στην αστική "ανάπλαση" της 10ετίας του 1990.
Κλειστό το παλιό Τζαμί Τζισταράκη που έχει κατασκευαστεί το 1759 και το οποίο σήμερα στεγάζει παράρτημα του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης, καθώς και το καθολικό της παλαιάς μονής (Νικολάου Μπονεφατσή) από την περίοδο της Τουρκοκρατίας (μετόχι της Μονής Τίμιου Προδρόμου Καρέα που βρίσκεται στον Υμηττό_ _το αεί παπαδαριό...

Μανιώδης φωτογράφος ο υποφαινόμενος, τράβηξα καμιά 300αριά φωτο με κόσμο και χωρίς, προσπαθώντας να επικεντρώσω σε “σημεία γραφής” _δείτε, μαζί με το χαρακτηριστικό βίντεο αυτές που επιτρέπει το FaceBook _αν ανέβουν ήδη με μπλόκαρε δύο φορές λόγω βαθέως κόκκινου
"Δεν είναι δυνατό το ανέβασμα του ... του ... " κλπ

Το τζαμί Τζισταράκη (κλειστό κι αυτό με στατικά προβλήματα χτίστηκε από τον ομώνυμο Τούρκο βοεβόδα το 1759 με υλικό παρμένο από παλαιά κτίρια και μάλιστα για το μαρμαροκονίαμα των τοίχων, ανατινάχτηκε η 17η κολώνα του Ναού του Ολυμπίου Διός και οι παλιοί Αθηναίοι πίστευαν ότι κάτω από κάθε κίονα του ναού βρισκόταν παγιδευμένη μία κατάρα, κάτι που επιβεβαιώθηκε με το ξέσπασμα λιμού στην πόλη. Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, ο ναός του Διός θρήνησε τόσο δυνατά την καταστροφή της στήλης, που εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε στην Αθήνα. Ηρέμησε μόνο με τη δολοφονία του βοεβόδα.

Ο Σταθμός Μοναστηρακίου (του “ηλεκτρικού”) κομβικός σταθμός του μετρό της Αθήνας σήμερα (γραμμή 1), έχει ιστορία 120 χρόνων (εγκαινιάστηκε το 1895 και αρχικό όνομα του σταθμού Μοναστήριον) θαύμα αρχιτεκτονικής της εποχής εν μέρει υπαίθριος, τύπου ανοικτού ορύγματος, και εν μέρει υπόγειος, σε τοξοειδή ανάπτυξη με δύο πλευρικές αποβάθρες (η σημερινή του μορφή είναι το 2003).

Τοπόσημο κάποτε η πλατεία Αβησσυνίας, που βρίσκεται και το παζάρι _το θρυλικό "Γιουσουρούμ", παλιότερα γνωστό για τα αυθεντικά του παλαιοπωλεία. Σήμερα οι παλιατζήδες και οι μικροπωλητές εξακολουθούν με … κινέζικα προϊόντα, ως επί το πλείστον τουριστικά είδη
___________________

πλατεία Αβησσυνίας
Μουσική__Αργύρης Κουνάδης
Στίχοι Βαγγέλης Γκούφας & Μάριος Ποντίκας

Λαβομάνα στυλ και ανθοστήλες
κράνη, πιάτα, ξιφολόγχες και αρβύλες·
πήγα για να βρω καμιάν αντίκα
και τα όνειρά σου να πουλάνε βρήκα

Στην πλατεία Αβησσυνίας
μες στα παλιατζίδικα
κάτω στο Μοναστηράκι
με τα παπουτσίδικα

Όλα τα παλιά, τα περασμένα
για ξεπούλημα στο δρόμο απλωμένα·
πήρα ένα δυο σε ευκαιρία
θα πηγαίνουν στη σαλοτραπεζαρία

Στην πλατεία Αβησσυνίας
...
στα γανωματζήδικα

Τούτη τη ζωή να σου στολίζουν
περηφάνια περιττή να σε γεμίζουν·
κι όταν πας να φας να τα θυμάσαι
παχουλός και βολεμένος όπως θα ’σαι

Στην πλατεία Αβησσυνίας
...
με τα σουβλατζίδικα

Αντί επιλόγου

Αφιερωμένο στην –ακόμα ομορφούλα και τσαχπίνα Μαργαρίτα από τη Σαλονίκη, συντρόφισσα από τα παλιά –ανερχόμενο στελεχάκι στην ΚΝΕ τότε και φίλη, που της πήγα δώρο μια από τις πρώτες εκδόσεις του αγαπημένου μου βιβλίο _"Αρβυλάκια και Γόβες", τη 10ετία του ΄80, λίγα χρόνια πριν τις ανατροπές και τον ορυμαγδό.
Δε φόρεσε ποτέ το πράσινο αμπέχωνο της εποχής, ούτε αρβύλες, αλλά γόβες –κάποιες φορές και "στιλέτο", αλλά διαβάζοντας το βιβλίο ξετρελάθηκε, αναπολώντας πάντα εκείνα τα παπούτσια - τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες

Τσαγκάρης, Παπουτσής – Παπουτσάνης στα καθαρευουσιάνικα “υποδηματοποιός» -επίσημη ονομασία των τεχνιτών που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα. Σε μας τους πιτσιρικάδες έβαζαν και "πέταλα" για να αντέχουν.

Γεμάτη η περιοχή Ψυρρή  
πριν την "ανάπλαση"
με καφετέριες και ξενυχτάδικα

Για τα καινούργια παπούτσια, ο μάστορας έπαιρνε τα «μέτρα» -με τη βοήθεια του κάλφα το «στάμπο» ή «στάμπα», μάκρος,  δάχτυλα, κουντουπιέ, πασάγιο. Οι κουντουράδες όταν έπεφτε πολύ δουλειά, δούλευαν ως τα μεσάνυχτα (Πάσχα – Χριστούγεννα) -τότε έλεγαν πως "έτρωγαν της λάμπας το φυτίλι", ενώ
Η Τσαγκαροδευτέρα -από προπολεμικά, γιατί οι τσαγκάρηδες την επόμενη της Κυριακής,  επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση της αργίας.

Ο τσαγκάρης δούλευε στον πάγκο -ένα  ξύλινο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι με γύρω-γύρω ξύλινο κορδόνι και χωρισμένο στις γωνίες με άλλο, ώστε να σχηματίζονται τέσσερα τρίγωνα. Με σφυριά  και σφυράκια, τανάλιες μονταρίσματος και τις παπουτόπροκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, λίμες, κατσαμπρόκο,  διάφορα σουβλιά –σπαθάτα και πατωτικά- (για να τρύπες στα δέρματα), γάντζο για το καλαπόδι, μασάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες -για να "γλυκαθούν"), μεζούρα, σπράγκες και ξυλόπροκες. Γύρω - γύρω από τον πάγκο υπήρχαν  πέτσινες θήκες με τα βοηθητικά εργαλεία  και δίπλα η "πατούνα" (αμόνι) και τρίποδο.  
Αναπόσπαστο αξεσουάρ το καλαπόδι (ξύλινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος, του ποδιού του πελάτη επάνω στο οποίο συναρμολογούσαν τα παπούτσια –βάζοντας "τσόντες" αν χρειαζόταν: συμπλήρωμα για το μάκρος, "λόγκα" στο πίσω μέρος ή "άλτσες", προσθετικό στο πάνω μέρος για να μεγαλώνει τον κου(ν)τουπιέ. Επάνω τα "φόντια". Τις σόλες, και τα βάρδουλα τις έβρεχε στο "μαστέλο" (μεγάλο δοχείο με νερό κάτω απ’ το τραπεζάκι του). Στο μαστέλο έβαζαν τα πετσιά  για να μαλακώσουν, να χτυπηθούν, να "πισταριστούν", να ανοίξουν και να είναι εύκολα στην παραπέρα  επεξεργασία.  Το μαστέλο έπρεπε να καθαρίζεται κάθε μέρα. Η κατασκευή των παπουτσιών ήταν όλη χειροποίητη. Τα παπούτσια γίνονταν ραφτά και καρφωτά.  
Τα σκαρπίνια ήταν το επίσημο χαμηλό παπούτσι που άφηνε ακάλυπτους τους αστράγαλους.
Οι  κουντούρες ήταν παπούτσια χαμηλά, κλειστά και δερμάτινα των γεωργών.  
Οι μπότες κλειστές και ψηλές –αρχικά προνόμιο των αντρών, καλύπτοντας το πόδι συνήθως ως το γόνατο (υπήρχαν και οι «παπαδίστικες» -μέχρι την κνήμη και τα τσερβούλια (τσαρούχια με δερμάτινο πάτο).
Τα γαμπριάτικα ήταν τα πιο ακριβά και περιποιημένα -μερικοί μάλιστα ήθελαν τριζάτα σκαρπίνια.