10 Ιανουαρίου 2025

Ο φίλος μας ο λύκος _αφιέρωμα

__Η είδηση__
Οι λύκοι επέστρεψαν στον Ταΰγετο έναν αιώνα μετά \ 800-1000 λύκοι εκτιμάται ότι ζουν σήμερα στην Ελλάδα”
Φωτογραφικές παγίδες που τοποθέτησε η οργάνωση Καλλιστώ στον Ταΰγετο επιβεβαιώνουν ότι οι λύκοι επέστρεψαν στην υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου ύστερα από απουσία σχεδόν ενός αιώνα _δείτε στο τέλος της ανάρτησης

Λύκος_Γκρίζος λύκος
Eυρασιατικός (C. l. lupus)
Μέσο Πλειστόκαινο – σήμερα (700.000 έτη)
Κατάσταση διατήρησης Ανησυχίας (
IUCN 3.1)
Canis lupus (sensu lato) _Κύων ο λύκος) _
Linnaeus, 1758

__Συνειρμικά ο άνθρωπος - λύκος ISBN13 _9789600333145 _Εκδ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ \ Απρίλιος 2002 ___ Κορίτσια, έρωτες, σπουδές, αντίσταση, ξενύχτια, νεανικές παρέες και καθημερινός αγώνας για την επιβίωση στα χρόνια της δικτατορίας... Και ύστερα οι απώλειες, η μοναξιά, η εγκατάλειψη και η δύσκολη στρατιωτική θητεία κάπου στο “τριεθνές” στη Θράκη (Γκατζολία), με απαράδεκτες μεθόδους εκπαίδευσης και πειθαρχίας _ένας είναι ο εχθρός _ο κομμουνισμός _εντός_εκτός_ντο!!. Και όμως ο Μιχάλης, που στα 19 του χρόνια πίστευε ότι είχε απεριόριστες ικανότητες και ήθελε να στρατευθεί σε μια υπόθεση πανανθρώπινη για να ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ζωής, μέσα από τις δοκιμασίες και τη σύγκρουσή του με τον άνθρωπο-λύκο θα οδηγηθεί στη λύτρωση και την αυτοσυνείδηση... Μήπως όλα είναι μια πρόβα, κομμάτια ενός μεγάλου σχεδίου, για να συναντήσει κανείς τ' αγαπημένα του πρόσωπα σε μια άλλη πραγματικότητα και να ζήσει αληθινά; 

120+ χρόνια, μετά “το κάλεσμα της άγριας φύσης” (The Call of the Wild του Τζακ Λόντον) _η ιστορία αρχίζει το 1897 με τον Μπακ, έναν επιβλητικό σκύλο_λύκο, διασταύρωση ποιμενικού, ο (γκρίζος) λύκος απαντάται πλέον μόνο σε περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου, κυρίως στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη
Οι λύκοι στην Ελλάδα σήµερα υπολογίζονται γύρω στις 1.100 μονάδες, δλδ κάπου 180 αγέλες, στα βουνά της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου της Στερεάς Ελλάδας, και της Πελοποννήσου. Αντιθέτως, έχουν εξαφανιστεί από την Κρήτη, όπου ζούσαν παλιότερα.

Επειδή επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω από την ονομασία  -όπως αυτή χρησιμοποιείται υπό την κοινή/λαϊκή της έννοια- το παρόν αναφέρεται μόνον στις ταξινομικές μονάδες (taxa) _ευρασιατικοί και αμερικανικοί λύκοι. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ακόμη και ανάμεσα στους επιστήμονες που διερευνούν την ηθολογία του θηλαστικού, η γενικότερη ονομασία “λύκος” συμπίπτει με εκείνην του γκρίζου (Canis lupus=λυκόσκυλο) και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται, ακόμη και αν γίνεται για λόγους ευκολίας. Εάν υπάρχει αναφορά σε άλλο taxon, τότε τονίζεται ότι πρόκειται για είδος διαφορετικό του Canis lupus, λ.χ. ο κόκκινος λύκος (Canis rufus) ή για διαφορετικό υποείδος, όπως το ντίνγκο.

Ο γκρίζος λύκος αποτελεί το πλέον εξειδικευμένο μέλος του γένους Canis, όπως αποδεικνύεται από προσαρμογές στη μορφολογία του, το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, την πλήρως κοινωνική φύση του και την εξαιρετικά προηγμένη εκφραστική συμπεριφορά του.  Όπως και ο κόκκινος, διακρίνεται από άλλα είδη του γένους, από το μεγάλο μέγεθος και τα λιγότερο αιχμηρά δομικά στοιχεία του κεφαλιού του, ιδιαίτερα τα αυτιά και το ρύγχος και είναι το μόνο είδος του γένους Canis που έχει εξάπλωση τόσο στον Παλαιό, όσο και τον Νέο Κόσμο. Πρόκειται για κοινωνικότατο ζώο, με πυρήνα την οικογένεια, η οποία αποτελείται από ένα (1) κυρίαρχο αναπαραγωγικό ζεύγος, συνοδευόμενο από τους ενήλικους απογόνους του συγκεκριμένου ζευγαριού. Τρέφεται κυρίως με μεγάλα οπληφόρα, μικρότερα ζώα κάθε είδους (λαγούς, πουλιά κ.α.), ζώα κτηνοτροφίας _εξ ου και η μεταφορική λαϊκή ρήση “λύκος στα πρόβατά μας”.  Ο τρόπος οργάνωσης και επικοινωνίας των μελών του, με κυρίαρχα ηθολογικά στοιχεία το ουρλιαχτό και τις οσμητικές σημάνσεις, προκαλεί τον θαυμασμό ακόμη και στους διώκτες του.

Από τα ομορφότερα ζώα στην υφήλιο

Ο γκρίζος λύκος είναι, ίσως, το πλέον «πολυσυζητημένο» άγριο ζώο στον κόσμο, με περίοπτη θέση στη μυθολογία και λαογραφία, από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς και συνεχή ιστορική παρουσία στη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες, όπως και στον κινηματογράφο και τα σύγχρονα media. Έχει μελετηθεί διεξοδικά, είναι διάσημος για την ευφυΐα του, τα ιδιαίτερα μορφολογικά και ηθολογικά του χαρακτηριστικά, κυρίως για τη διαπεραστική φωνή του και τη «μυθική» κοινωνική ιεραρχία που επικρατεί στις αγέλες που σχηματίζει, όπως και για την κορυφαία θέση που κατέχει στην τροφική αλυσίδα των ενδιαιτημάτων του. Ωστόσο, η σχέση του με τον άνθρωπο, είναι εκείνη που χαρακτηρίζει αυτό το -καθ’ όλα αξιοθαύμαστο- ζώο και έχει συντελέσει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερα «εύθραυστης» ισορροπίας μεταξύ τους. Ο άνθρωπος «οφείλει» στον λύκο την προέλευση και δημιουργία του σημαντικότερου κατοικίδιου ζώου της υφηλίου, του σκύλου, δεν μπορεί όμως να τού συγχωρήσει την «εισβολή» στον κόσμο του. Ιδιαίτερα στις απόμακρες, αγροτικές περιοχές όπου -αναμφίβολα- προξενεί ζημιές και ο άνθρωπος οδηγείται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με τον λύκο, προσδίδοντάς του τον ρόλο του «κακού», η απουσία του δημιουργεί σοβαρές και απρόβλεπτες συνέπειες στην τροφική αλυσίδα του συνολικού βιοτόπου (κάνε και αναζήτηση Λύκος και άνθρωπος_Λαογραφία).

«Μέγα το μυστήριο της ζωής»

Η επιστημονική ονομασία του γένους Canis είναι η άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής «Κύων», η οποία ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα kwon-/kwn- «σκύλος». Ωστόσο, ο λατινικός όρος εμφανίζει δυσερμήνευτο -a- αντί του ινδοευρωπαϊκού -w-. Ο όρος lupus στην επιστημονική ονομασία του είδους, πιθανόν να έχει σαβινική προέλευση _ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα wļkwo-s που σημαίνει «λύκος», παρά ταύτα, είναι δύσκολη η ερμηνεία του ελληνικού όρου από αυτήν. Υπάρχουν τρεις απόψεις:

·       Ο χειλοϋπερωικός φθόγγος της ρίζας -kw-, όπως και το αρκτικό w επηρέασαν την απόδοση του ημιφώνου -ļ- σε λυ- αντί του αναμενομένου λα-.

·       Δεν αποκλείεται η ύπαρξη και ετέρου ινδοευρωπαϊκού τύπου, του lupo-, της ιδίας σημασίας με τον λατινικό, οπότε το λύκος ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα συμφυρμού των δύο θεμάτων.

·       Ίσως πρόκειται για αντιμετάθεση των επί μέρους στοιχείων της ρίζας wļkwo-s > lukwo- > λύκος.

Αλλά και ο αγγλικός όρος wolf έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα, που τη δανείστηκε η αρχαία γερμανική, ως wulfaz. Στην Αγγλοσαξωνική και Γερμανική λογοτεχνία υπάρχουν πολλές κύριες ονομασίες που έχουν τη συγκεκριμένη λέξη ως πρόθημα ή επίθημα, λ.χ: Wulfhere, Cynewulf, Ceonwulf, Wulfheard, Earnwulf, Wulfmǣr, Wulfstān, Æthelwulf, Wolfhroc, Wolfhetan, Scrutolf, Wolfgang, Wolfdregil.

Η συστηματική ταξινομική ξεφεύγει από τα όρια αυτής της ανάρτησης, πάντως τα πρώτα απολιθώματα από σαρκοφάγα που μπορούν να συνδεθούν -με κάποια βεβαιότητα- με την οικογένεια των Κυνιδών είναι οι Μιακίδες (Miacids), που έζησαν κατά το Ηώκαινο, περίπου 38-56 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι Μιακίδες, αργότερα, απέκλιναν σε Κυνόμορφα (Caniformes) και Αιλουρόμορφα (Feliformes), με την πρώτη γραμμή να οδηγεί σε γένη που έμοιαζαν με κογιότ, όπως ο Μεσοκύων (Mesocyon) του Ολιγοκαίνου (38-24 εκατ. χρόνια πριν), με αλεπούδες, όπως ο Λεπτοκύων (Leptocyon) και με λύκους, όπως ο Τόμαρκτος (Tomarctus), που κατοικούσε στη Βόρεια Αμερική, περίπου 10 εκατ. χρόνια πριν. Ο πιθανότερος, πιο πρόσφατος, πρόγονος του γκρίζου λύκου είναι ο Canis lepophagus, ένα μικρό κυνοειδές του Μειοκαίνου με στενό κρανίο, από το οποίο μπορεί, επίσης, να εξελίχθηκε το κογιότ της Βόρειας Αμερικής.

Οι σύγχρονοι, εξαφανισμένοι πλέον, λύκοι της Ιαπωνίας κατάγονται από τους μεγάλους λύκους της Σιβηρίας που αποίκησαν τη χερσόνησο της Κορέας και της Ιαπωνίας, πριν η τελευταία αποχωριστεί από την ηπειρωτική Ασία, κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου, 20.000 χρόνια πριν, ενώ οι γκρίζοι λύκοι αποίκισαν τη Βόρεια Αμερική πριν από 230.000 έτη, περίπου, πάλι δια του Βεριγγείου Πορθμού, μέσω τουλάχιστον, τριών ξεχωριστών «εισβολών», με το κάθε «κύμα» να αντιπροσωπεύεται από έναν (1) ή περισσοτέρους ευρασιατικούς κλάδους.

Οι γκρίζοι λύκοι της υφηλίου μπορούν να διακριθούν αδρά σε δύο ξεχωριστές «ομάδες»: τους λύκους του Παλαιού και τους λύκους του Νέου Κόσμου. Πολλές μελέτες έχουν εκπονηθεί για τη συστηματική ταξινομική των γκρίζων λύκων, ιδιαίτερα για εκείνους της Βόρειας Αμερικής, με την κατάσταση να παραμένει, εν πολλοίς, ρευστή. Το 1995, ο ειδικός στα θηλαστικά, Ρ. Νόβακ, αναγνώρισε 5 ευρασιατικά υποείδη, βάσει της μορφολογίας του κρανίου ενώ, γενετικές μελέτες σχετικά με τους γκρίζους λύκους στην Ιταλία αποκάλυψαν ότι, σε αντίθεση με αρκετούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς γκρίζων λύκων, εκείνοι της ιταλικής χερσονήσου δεν μοιράζονται απλοειδείς γονότυπους με γκρίζους λύκους άλλων περιοχών ή με κατοικίδιους σκύλους, και είναι -μορφολογικά- αρκετά διακριτοί ώστε να αποτελέσουν ξεχωριστό υποείδος _ C. l. italicus. Μελέτη του 2011, με φυλογενετικές συγκρίσεις αλληλουχιών μιτοχονδριακού DNA (mtDNA) μεταξύ των γκρίζων λύκων και των αφρικανικών χρυσών τσακαλιών έδειξε ότι, το αιγυπτιακό τσακάλι (C. aureus lupaster) είναι στην πραγματικότητα υποείδος του γκρίζου λύκου, και πρέπει να καταχωρηθεί ως C. lupus lupaster. Τέλος, μελέτη του 2014 έδειξε ότι, οι γκρίζοι λύκοι του Καυκάσου, του υποείδους, C. l. cubanensis, δεν είναι γενετικά αρκετά διαφοροποιημένοι για να θεωρηθούν ως τέτοιο, αλλά πιθανότατα αντιπροσωπεύουν μια τοπική οικομορφή του C. l. lupus.

Γενικά μπορούν να ειπωθούν τα εξής: οι γκρίζοι λύκοι Ευρώπης τείνουν να έχουν γούνα με λιγότερες αναμεμιγμένες, μαλακές τρίχες από τα αμερικανικά υποείδη. Τα κεφάλια τους είναι στενότερα, τα αυτιά τους μακρύτερα, ψηλότερα τοποθετημένα στο κρανίο και, κάπως, πιο κοντά το ένα με το άλλο. Οι λαγόνες τους είναι πιο λεπτές, τα άκρα τους μακρύτερα, τα πόδια τους στενότερα και οι ουρές τους πιο αραιά επενδυμένες με γούνα. Το χρώμα τους κυμαίνεται από λευκό, κρεμ, κόκκινο, γκρι και μαύρο, μερικές φορές σε όλους τους συνδυασμούς. Οι γκρίζοι λύκοι στην κεντρική Ευρώπη τείνουν να έχουν πιο πλούσια χρώματα από εκείνους στη βόρεια Ευρώπη. Επίσης, οι γκρίζοι λύκοι της ανατολικής Ευρώπης τείνουν να είναι μικρότεροι αλλά πιο γεροδεμένοι από εκείνους της βόρειας Ρωσίας. Ο γκρίζος λύκος συνήθως βαδίζει πολύ γρήγορα, με τον βηματισμό του trotting, δηλαδή τοποθετεί τα πίσω πέλματα, πάνω στα ίχνη που αφήνουν τα μπροστινά.

Θα μπορούσε, κάλλιστα, να ειπωθεί ότι η συστηματική ταξινομική του γκρίζου λύκου είναι από τις «αινιγματικότερες» που υπάρχουν σε επιστημονικό επίπεδο, όχι τόσο ως προς την πλευρά κατεύθυνσης των ερευνών, αλλά ως προς την εξαιρετικά υψηλή δυναμική της. Αρκετές από τις τοποθετήσεις των αναφερομένων υποειδών (βλ. Πίνακα) είναι πιθανόν να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον, ενώ υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για τη θεώρηση κάποιων ταξινομικών μονάδων, ως υποειδών του γκρίζου λύκου ή ως διακριτών ειδών.

Εκτός των προαναφερθέντων υποειδών, υπάρχει έντονη διχογνωμία για τρία ακόμη taxa τα οποία, άλλοι ερευνητές θεωρούν υποείδη ενώ, άλλοι, διακριτά είδη, τα εξής: Κόκκινος λύκος (Canis rufus/Canis lupus rufus), Ιταλικός λύκος (Canis italicus/C. l. italicus) και Ιβηρικός λύκος (Canis signatus/C. l. signatus).

Φυλογενετική συγγένεια με τον σκύλο

Πριν από την εμφάνιση της μοριακής βιολογίας, οι άγριοι «πρόγονοι» του κατοικίδιου σκύλου θεωρούντο, έστω και με κάποιες αμφιβολίες, ότι ήσαν το ασιατικό ντόλε (dhole) (Cuon alpinus)  και το χρυσό τσακάλι. Όμως, οι πρώτες μελέτες που διεξήχθησαν το 1993, πάνω σε μιτοχονδριακό DNA των αρτίγονων κυνιδών έδειξαν ότι, υπάρχει πολύ στενή σχέση μεταξύ των γκρίζων λύκων και των σκύλων με, μόλις, 0,2% απόκλιση. Αντίθετα, η απόκλιση μεταξύ του γκρίζου λύκου και του κογιότ ήταν 4%, περίπου. Άμεσα, ο κατοικίδιος σκύλος, από ξεχωριστό είδος (Canis familiaris), αναταξινομήθηκε ως υποείδος του γκρίζου λύκου, πλέον (Canis lupus familiaris). Λεπτομερέστερη μελέτη των μιτοχονδριακών γονιδιωμάτων, τόσο των σωζόμενων όσο και των εξαφανισμένων κυνιδών (1.000-36.000 χρόνια πριν) που εκπονήθηκε το 2013, έδειξε «ευρωπαϊκή» προέλευση για τον κατοικίδιο σκύλο που χρονολογείται πριν από 18.800-32.100 χρόνια. Τα αποτελέσματα έδειξαν, επίσης ότι, μερικά από τα πρώτα απολιθώματα «σκύλων», όπως ένα κρανίο 36.000 ετών από το Γκογιέτ (Goyet) του Βελγίου, αντιπροσωπεύουν έναν αρχαίο «αδελφικό» (sister) κλάδο για όλους τους σύγχρονους κατοικίδιους σκύλους και γκρίζους λύκους και, όχι άμεσους προγόνους των σκύλων.  Στην ίδια μελέτη υποστηρίχθηκε ότι, η «κατοικιδιοποίηση» του σκύλου συνέβη, όταν ένας συγκεκριμένος πληθυσμός των επονομαζομένων λύκων μεγαπανίδας (megafaunal wolves) (που ονομάστηκαν έτσι λόγω της εξειδίκευσής τους στο κυνήγι μεγάλων θηραμάτων κατά την Εποχή των Παγετώνων) απώλεσαν το ηθολογικό στοιχείο της εδαφικότητάς τους (δηλαδή της διεκδίκησης του ζωτικού τους χώρου, territoriality) αντικαθιστώντας το με την παρακολούθηση των ιχνών που άφηναν πίσω τους οι πρώτοι άνθρωποι, όταν κυνηγούσαν. Έτσι, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται περισσότερο μεταξύ τους, παρά με τις αγέλες των λύκων, στην κοινωνία των οποίων ανήκαν, οπότε «πυροδότησαν» την αναπαραγωγική τους απομόνωση.

Περαιτέρω έρευνες, οι οποίες βασίστηκαν στη μελέτη του Πολυμορφισμού Μοναδικού-Νουκλεοτιδίου (Single-Nucleotid Polymorphism, SNP) εντός των γονιδιωμάτων γκρίζων λύκων και σκύλων από διαφορετικές περιοχές έδειξαν ότι, οι σκύλοι δεν κατάγονται από τους γκρίζους λύκους, αλλά μοιράζονται έναν πρόσφατο κοινό πρόγονο. Δείγματα γκρίζων λύκων από την Κροατία, το Ισραήλ και την Κίνα έδειξαν ότι, οι πληθυσμοί αυτοί αποκλίνουν 13.400 χρόνια πριν, οπότε τα αρτίγονα υποείδη του γκρίζου λύκου κατάγονται από γενεαλογική γραμμή των λύκων -γενικότερα-, πιο πρόσφατη από εκείνη των σκύλων, που όμως έχει πλέον εξαλειφθεί. Ο κοινός πρόγονος και των δύο ταξινομικών μονάδων θεωρείται ότι, υπήρξε ένας ευμεγέθης «λύκος» που ζούσε στην Ευρώπη, 9.000-34.000 χρόνια, πριν.

Υπάρχει σημαντικός αριθμός διαγνωστικών χαρακτηριστικών μεταξύ γκρίζου λύκου και κατοικίδιου σκύλου. Για παράδειγμα, οι τυμπανικές κάψες είναι μεγάλες, κυρτές και σχεδόν σφαιρικές στον πρώτο, ενώ είναι μικρότερες, συμπιεσμένες και ελαφρώς πτυχωμένες στον δεύτερο. Τα δόντια των γκρίζων λύκων είναι, επίσης, αναλογικά μεγαλύτερα, με τους προγομφίους και τους γομφίους πολύ αραιότερους και με πιο σύνθετα διαμορφωμένη μασητική επιφάνεια (cusp). Οι σκύλοι δεν διαθέτουν λειτουργικό προ-ουραίο (pre-caudal) αδένα και, οι περισσότεροι, έχουν οίστρο δύο φορές το χρόνο, σε αντίθεση με τους γκρίζους λύκους με, μόνο μία (1) φορά κάθε έτος. Επίσης, οι λύκοι δεν διαθέτουν υπολοιπόμενους δακτύλους («ψευδοδάκτυλα», declaws), εκτός αν έχει υπάρξει υβριδισμός με σκύλους.

Βιομετρικά στοιχεία

Τα παρακάτω στοιχεία αφορούν μετρήσεις μέσων ατόμων, διότι έχουν καταγραφεί και ακραίες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά στο βάρος.

·       Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): 105-160 εκατοστά

·       Μήκος ουράς: (29-) 40 έως 50 εκ.

·       Ύψος στο ακρώμιο: 80-85 (-100) εκ.

·       Ύψος ωτικών πτερυγίων: 11-19 εκ.

·       Μήκος κρανίου: >20 εκ.

·       Μήκος πίσω ποδιών: 22-25 εκ.

·       Βάρος: 35-65 κιλά

Τροφή

Οι γκρίζοι λύκοι ειδικεύονται, γενικά, στα μεγάλα θηράματα και ιδιαίτερα στα ευάλωτα άτομα που υπάρχουν στα κοπάδια τους. Στην Ευρασία, πολλοί πληθυσμοί γκρίζων λύκων αναγκάζονται να επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό από το ανθρώπινο ζωικό κεφάλαιο ή/και από σκουπίδια, σε περιοχές με πυκνή ανθρώπινη δραστηριότητα, όχι όμως και στη Βόρεια Αμερική, όπου το πρόβλημα είναι πολύ μικρότερο. Βέβαια, τα άγρια, μεγάλα οπληφόρα όπως οι άλκες, τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τα αγριογούρουνα, παραμένουν οι πιο σημαντικές πηγές τροφής γι’ αυτούς, ειδικά στις αχανείς ρωσικές εκτάσεις και στις περισσότερες ορεινές περιοχές της Α. Ευρώπης. Άλλα θηράματα είναι οι τάρανδοι, το αργκάλι (Ovis ammon), το μουφλόν, ο ευρωπαϊκός βίσονας (Bison bonasus), η σάιγκα (Saiga tatarica), οι αίγαγροι (Ibex spp., Capra spp.), το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra), το πλατώνι (Dama dama) και οι μοσχέλαφοι (Moschus spp.).

Αντίθετα, στη Βόρεια Αμερική οι γκρίζοι λύκοι κατέχουν, σε μεγάλο βαθμό, ενδιαιτήματα με χαμηλή ανθρώπινη παρουσία, οπότε περιπτώσεις για λύκους που τρέφονται από σκουπίδια ή ζώα κτηνοτροφίας αποτελούν εξαίρεση. Τα προτιμώμενα θηράματα είναι το ουαπίτι (Cervus canadensis), η άλκη, το ελάφι με λευκή ουρά (Odocoileus virginianus), το μουλαροέλαφο (Odocoileus hemionus), το μπίγκχορν (Ovis canadensis), το πρόβατο του Νταλ (Ovis dalli), ο αμερικανικός βίσονας (Bison bison), ο μοσχόβους (Ovibos moschatus), και το καριμπού.

Οι γκρίζοι λύκοι εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγάλη αντοχή στην έλλειψη τροφής, ακόμη και περισσότερο από μία (1) εβδομάδα, χωρίς να εμφανίζουν απώλειες στη δύναμη και την ταχύτητά τους. Αισθάνονται άνετα το καλοκαίρι με άφθονη και έντονα διαφοροποιημένη την παρουσία τροφικών πόρων, όχι όμως και τον χειμώνα, ιδιαίτερα όταν αρχίζει η χιονοκάλυψη του εδάφους. Η χειρότερη σωματική κατάσταση των λύκων εμφανίζεται με την έλευση της άνοιξης, όταν επιτίθενται αδιακρίτως στα περιπλανώμενα ζώα, ιδιαίτερα στα μικρά τους. Στη Ρωσία, αυτήν την εποχή, ακολουθούν τα κοπάδια των οπληφόρων, με πολλά θηλυκά να είναι έτοιμα να γεννήσουν, κάτι για το οποίο καιροφυλακτούν συνεχώς.

Κυνηγετικές μέθοδοι

Ο τρόπος που κυνηγούν οι γκρίζοι λύκοι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ηθολογίας και της εξελικτικής τους πορείας, γενικότερα. Έχει μελετηθεί εκτεταμένα από επιστήμονες και ερευνητές, ενώ έχει καταγραφεί πολλάκις από τον φωτογραφικό και τον κινηματογραφικό φακό, ως παράδειγμα οργάνωσης ενός μικρού ή μεγάλου συνόλου για την επίτευξη κοινού στόχου. Παρόλο που είναι έντονα κοινωνικοί, οι γκρίζοι λύκοι μπορούν να κυνηγούν μοναχικά ή κατά ζευγάρια και, μάλιστα, έχουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας στο κυνήγι από ό,τι οι μεγάλες αγέλες. Έχουν παρατηρηθεί μοναχικά άτομα να καταβάλλουν μεγάλα θηράματα χωρίς βοήθεια. Φαίνεται περίεργο, αλλά η -οπωσδήποτε ανεπτυγμένη- αίσθηση της όσφρησης στους γκρίζους λύκους είναι, παρόλα αυτά, ασθενέστερη σε σύγκριση με εκείνην κάποιων κυνηγετικών σκύλων. Έτσι, σε αντίθεση με αυτούς, δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσουν κάποιο θήραμα που βρίσκεται μακρύτερα από 2-3 χιλιόμετρα. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ένας γκρίζος λύκος σπάνια καταφέρνει να συλλάβει κρυμμένους λαγούς ή πουλιά αν και, όπως ο σκύλος, μπορεί εύκολα να ακολουθήσει φρέσκα ίχνη. Ωστόσο, η αίσθηση της ακοής του γκρίζου λύκου είναι εξαιρετικά οξεία. Είναι ικανός να ακούσει χαμηλούς (μπάσους) ήχους μέχρι τη συχνότητα των 26 Hz, αρκετή για να αντιλαμβάνεται τα φύλλα που πέφτουν, κατά την περίοδο του φθινοπώρου. Όταν οι γκρίζοι λύκοι κυνηγούν ομαδικά, διατηρούν αξιοθαύμαστη οργάνωση και πειθαρχία, επιδεικνύοντας υψηλής ευφυίας στρατηγική. Ειδικά στις μεγάλες, ανοικτές περιοχές, όταν η αγέλη συγκεντρώνεται, ακολουθείται κάποιο είδος τελετουργικού, με την ομάδα να συνεννοείται για την έναρξη του κυνηγιού και τα μέλη της να ακουμπούν τις μύτες τους και να κουνάνε έντονα την ουρά τους. Όταν όλα έχουν «τακτοποιηθεί» αρχίζει το κυνήγι, με «μπροστάρηδες» τα κυρίαρχα ζευγάρια.


5+1 στάδια

·        Εντοπισμός της λείας: αυτό γίνεται είτε με την ανίχνευση της οσμής του θηράματος στον αέρα -για κοντινές αποστάσεις-, είτε με την καθοδήγηση από τα ίχνη στο έδαφος, είτε με τυχαία συνάντηση. Ειδικά στην πρώτη περίπτωση, όταν ένα ρεύμα αέρα μεταφέρει τη μυρωδιά του θηράματος, οι λύκοι τίθενται άμεσα σε εγρήγορση και «φερμάρουν» με τα μάτια, τα αυτιά και τη μύτη τους προς την κατεύθυνση της μυρωδιάς.

·        Κάλυψη και προσέγγιση: οι λύκοι προσπαθούν να καλυφθούν όσο το δυνατόν καλύτερα, καθώς πλησιάζουν το θήραμα. Όσο η απόσταση θηρευτή και θηράματος μικραίνει, οι λύκοι επιταχύνουν τον ρυθμό τους, κουνάνε την ουρά τους, και κοιτάζουν επίμονα, προσπαθώντας να πλησιάσουν ακόμη περισσότερο το θήραμα, χωρίς ωστόσο να τού επιτρέψουν να διαφύγει.

§  Εάν το θήραμα παραμείνει στη θέση του, αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσής του

·        Εμπλοκή: από τη στιγμή που το θήραμα αντιληφθεί τους λύκους, έχει τρεις πιθανές επιλογές: να τραπεί σε φυγή, να μείνει στη θέση του ή να στραφεί εναντίον τους. Τα μεγάλα οπληφόρα, όπως οι άλκες, τα ουαπίτι (Cervus canadensis) και οι μοσχόβοες (Ovibos moschatus), συνήθως παραμένουν στη θέση τους. Αυτό δημιουργεί αμηχανία στους λύκους, καθώς είναι «προγραμματισμένοι» να επιτίθενται μόλις το θήραμα αρχίζει να τρέχει. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι λύκοι είτε το αγνοούν, είτε προσπαθούν να το εκφοβίσουν και να το αναγκάσουν να τραπεί σε φυγή.

·        Καταδίωξη: όπως είναι φυσικό, τα περισσότερα θηράματα τρέπονται σε φυγή μόλις αντιληφθούν τους λύκους, οπότε εκείνοι αρχίζουν να τα καταδιώκουν αμέσως. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο στάδιο του κυνηγιού, διότι πολλά θηράματα τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη της αγέλης των λύκων και μπορεί να μην τα προλάβουν. Εάν υπάρχει καταδιωκόμενο κοπάδι, οι λύκοι χωρίζονται, με κάποιους από αυτούς να «κόβουν δρόμο» για να βρεθούν μπροστά, άλλοι στήνουν ενέδρα και οι υπόλοιποι καταδιώκουν. Απώτερος σκοπός είναι η απομόνωση ενός μέλους του κοπαδιού για να του επιτεθούν όλοι μαζί.  Όταν κυνηγούν μικρά θηράματα, οι γκρίζοι λύκοι προσπαθούν να καλύψουν την απόσταση, το συντομότερο δυνατόν, ενώ με τα μεγαλύτερα ζώα, το κυνηγητό είναι παρατεταμένο, προκειμένου να εξαντλήσουν το επιλεγμένο θήραμα. Παρά την αντοχή τους, οι λύκοι συνήθως παραιτούνται εάν η καταδίωξη ξεπεράσει τα 1-2 χιλιόμετρα, αν και ένας (1) λύκος καταγράφηκε να καταδιώκει ένα ελάφι για 21 χιλιόμετρα  !!. Τόσο οι γκρίζοι λύκοι της Σιβηρίας όσο και της Βόρειας Αμερικής, έχουν παρατηρηθεί να οδηγούν το θήραμα σε παγωμένες επιφάνειες, γκρεμούς, φαράγγια, πλαγιές και απότομες πλαγιές για να το επιβραδύνουν.

·        Επαφή: όταν οι λύκοι φθάσουν το θήραμα, προσπαθούν να επιτεθούν από πίσω ή από τα πλάγια και να τού προκαλέσουν σοβαρό τραύμα. Σπάνια επιτίθενται κατά μέτωπον, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μεγάλα οπληφόρα, για να αποφύγουν την πιθανότητα τραυματισμού. Οι λύκοι συνήθως στοχεύουν στα μαλακά τμήματα της περιοχής του περινέου, προκαλώντας μαζική απώλεια αίματος. Τέτοια δαγκώματα μπορεί να προκαλέσουν πληγές 10-15 εκατοστών σε μήκος και, τρία από αυτά είναι συνήθως αρκετά για να ρίξουν κάτω ένα υγιές μεγάλο ελάφι. Μεσαίου μεγέθους θηράματα όπως ζαρκάδια ή πρόβατα, αποτελούν εύκολη λεία για τους λύκους, που τα θανατώνουν με δάγκωμα στην περιοχή του λαιμού, αποκόπτοντας νευρώνες και την καρωτιδική αρτηρία και το θήραμα πεθαίνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έως ένα λεπτό. Όταν το θήραμα είναι μικρό, λ.χ. λαγοί και τρωκτικά, οι λύκοι προσπαθούν να το αιφνιδιάσουν, επιτιθέμενοι με τοξωτό άλμα και ακινητοποιώντας τη λεία με τα μπροστινά τους πόδια.

§  Μόλις το θήραμα θανατωθεί, οι λύκοι αρχίζουν να τρέφονται με βουλιμία, σκίζοντας και τραβώντας το σφάγιο προς όλες τις κατευθύνσεις και αποσπώντας μεγάλα κομμάτια του.  Τυπικά, αρχίζουν να τρέφονται με την κατανάλωση των μεγαλύτερων εσωτερικών οργάνων του θύματος, όπως είναι η καρδιά, το ήπαρ, οι πνεύμονες και το στομάχι. Τα νεφρά και ο σπλήνας τρώγονται από τη στιγμή που εκτίθενται, ενώ τελευταίο ακολουθεί το μυϊκό σύστημα. Ένας (1) και μόνον γκρίζος λύκος, μπορεί να φάει κρέας που αντιστοιχεί στο 15%-19% του σωματικού του βάρους του, με τη μία.

·        Το κυρίαρχο ζευγάρι της αγέλης διεκδικεί την πρωτιά στη σίτιση και, όταν η τροφή είναι λιγοστή, αυτό γίνεται εις βάρος των άλλων μελών της οικογένειας, ιδιαίτερα στα νεαρά άτομα που δεν είναι πλέον κουτάβια. Βέβαια, το κυρίαρχο ζευγάρι δικαιωματικά τρέφεται πρώτο, διότι έχει κάνει την περισσότερη «δουλειά» στο κυνήγι, αλλά μπορεί και να ξεκουραστεί, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης να τραφούν πρώτα. Μόλις το κυρίαρχο ζευγάρι τελειώσει το φαγητό, η υπόλοιπη οικογένεια παίρνει τα εναπομείναντα κομμάτια του σφαγίου και τα μεταφέρει σε απομονωμένες περιοχές όπου μπορούν να καταναλωθούν αργότερα.

Πλεονασματική θανάτωση: Όταν τα θηράματα είναι ευάλωτα και άφθονα, οι λύκοι μπορεί να επιδοθούν στην αποκαλούμενη πλεονασματική θανάτωση (surplus killing) ή σύνδρομο του κοτετσιού (sic) (henhouse syndrome). Τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται όχι μόνον στους λύκους, αλλά σε πληθώρα άλλων ζώων όπως τις αλεπούδες, τις νυφίτσες, τις ύαινες, τα λιοντάρια, τις λεοπαρδάλεις, τις αρκούδες, τις όρκες, τους άγριους αλλά και κατοικίδιους σκύλους και άλλα θηλαστικά. Επίσης παρατηρείται στις αράχνες, σε πολλά ζυγόπτερα έντομα, ακόμη και στο ζωοπλαγκτόν. Αυτή η πρακτική οφείλεται σε ενστικτώδη ηθολογικό μηχανισμό του ζώου, ο οποίος ωθεί τον κυνηγό να θανατώσει περισσότερα θηράματα από όσα μπορεί να καταναλώσει. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό έχει ως σκοπό, είτε προκειμένου οι θηρευτές να προμηθεύσουν με τροφή τα μικρά τους, είτε να αποκτήσουν πολύτιμη θηρευτική εμπειρία, είτε να δημιουργήσουν αποθέματα για αργότερα, όταν είναι πεινασμένοι και πάλι.
Το φαινόμενο λαμβάνει έκταση όταν τα θηράματα είναι κατοικίδια ζώα, αλλά σπανιότερα συμβαίνει στην άγρια φύση. Για παράδειγμα, οι γκρίζοι λύκοι θανατώνουν πλεονασματικά στη φύση, κυρίως κατά το τέλος του χειμώνα ή την άνοιξη, όταν το χιόνι είναι ασυνήθιστα βαθύ (εμποδίζοντας έτσι τις κινήσεις των θηραμάτων) ή κατά τη διάρκεια της περιόδου ανατροφής των κουταβιών για να εξασφαλισθεί επαρκής προμήθεια κρέατος.

Ηθολογία
Αγέλες και ιεραρχική διάρθρωση

Όταν οι γκρίζοι λύκοι μιας αγέλης δείχνουν απογυμνωμένα τα δόντια τους, αυτό είναι ένδειξη προσπάθειας κυριαρχίας για δεσπόζουσα θέση. Ο γκρίζος λύκος είναι από τα κοινωνικότερα ζώα της υφηλίου. Η βασική μονάδα αποτελείται από ένα (1) κυρίαρχο ζευγάρι, το οποίο συνοδεύεται από τους απογόνους -διαφόρων γενεών- του ζευγαριού που, όλοι μαζί, σχηματίζουν την αγέλη (pack). Μια «μέση» αγέλη αποτελείται από 5-11 ζώα (1-2 ενήλικες, 3-6 νεαρά άτομα και 1-3 μονοετή κουτάβια), αλλά μερικές φορές απαρτίζεται από δύο ή τρεις οικογένειες, οπότε μπορεί να φθάσει σε μεγάλους αριθμούς (κάποια αγέλη έφθασε τα 42 άτομα). Το κυρίαρχο αρσενικό είναι ο απόλυτος «αρχηγός» της αγέλης, εξουσιάζοντας ακόμη και το κυρίαρχο θηλυκό, το οποίο, με τη σειρά του, επιβάλλεται στα νεαρά άτομα. Σε ιδανικές συνθήκες, το κυρίαρχο ζεύγος τεκνοποιεί κάθε χρόνο, με τους απογόνους να παραμένουν στην αγέλη για 10-54 μήνες πριν τη διασπορά τους. Το έναυσμα για τον αποχωρισμό και διασπορά των νεαρών ατόμων δίνεται από την έναρξη της σεξουαλικής ωριμότητας και τον ανταγωνισμό για την τροφή. Η απόσταση κατά την οποίαν απομακρύνονται τα άτομα που εγκαταλείπουν την αγέλη, ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Μερικά μένουν στην ευρύτερη περιοχή της γονικής ομάδας, ενώ άλλα άτομα μπορεί να ταξιδέψουν πολύ μακριά (206-670 χιλιόμετρα) από τον τόπο που γεννήθηκαν.
Νέα αγέλη δημιουργείται, συνήθως, από «εργένικα» αρσενικά και θηλυκά που περιπλανώνται μαζί, προς αναζήτηση περιοχής ελεύθερης από άλλες εχθρικές αγέλες. Κάθε εγκαθιδρυμένη αγέλη, σπάνια δέχεται στους κόλπους της ξένους λύκους και, συνήθως, προσπαθεί να τους εξολοθρεύσει. Στις σπάνιες περιπτώσεις όπου «εγκρίνονται» ξένα άτομα, ο «υιοθετούμενος» είναι σχεδόν πάντοτε ένα ανώριμο ζώο (1-3 ετών), με ελάχιστες πιθανότητες να ανταγωνιστεί τα μέλη του κυρίαρχου ζευγαριού για την αρχηγία της αγέλης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιος μοναχικός λύκος «εισάγεται» στην αγέλη για να αντικαταστήσει έναν απωλεσθέντα επιβήτορα, χρήσιμο στην αναπαραγωγή της ομάδας. Κατά καιρούς, η αφθονία στους πόρους τροφής (μετανάστευση και αναπαραγωγή οπληφόρων), οδηγεί επί μέρους αγέλες να ενώσουν προσωρινά τις δυνάμεις τους στο κυνήγι.

Στο παρελθόν, επικρατούσε η άποψη ότι, οι αγέλες των γκρίζων λύκων αποτελούνταν από άτομα που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την κυριαρχία, με το κυρίαρχο ζευγάρι να αποκαλείται ως «άλφα» -αρσενικό και θηλυκό-, και τους υποτασσόμενους λύκους «βήτα» έως «ωμέγα». Αυτή η ορολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1947 από τον Rudolf Schenkel του Πανεπιστημίου της Βασιλείας, με βάση τα ευρήματά του σε έρευνα συμπεριφοράς των γκρίζων λύκων σε αιχμαλωσία. Αυτή η άποψη για την ιεραρχία των λύκων, αργότερα διαδόθηκε ευρέως από τον L. David Mech, το 1970, μέσω του βιβλίου του Ο Λύκος. Όμως, αργότερα, ο ίδιος αποκήρυξε επισήμως αυτή την ορολογία, το 1999, εξηγώντας ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στη συμπεριφορά των γκρίζων λύκων σε αιχμαλωσία που, ωστόσο αποτελούνταν από άσχετα μεταξύ τους άτομα, ένα σφάλμα που αντικατοπτρίζει την άλλοτε επικρατούσα άποψη ότι, ο σχηματισμός άγριων αγελών συμβαίνει κατά τη διάρκεια του χειμώνα μεταξύ ανεξάρτητων γκρίζων λύκων. Αργότερα, έρευνα για τους άγριους γκρίζους λύκους αποκάλυψε ότι η αγέλη, δεν είναι παρά μία (1) οικογένεια που αποτελείται από το κυρίαρχο ζευγάρι αναπαραγωγής και τους απογόνους του, από τα προηγούμενα 1-3 χρόνια.

Ζωτικός χώρος __ σηματοδότηση

Οι γκρίζοι λύκοι είναι ιδιαίτερα εδαφικά ζώα και, γενικά, υπερασπίζονται περιοχές αρκετά μεγαλύτερες από όσο χρειάζονται για να επιβιώσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν σταθερή προμήθεια τροφής. Οι αγέλες εγκαθίστανται για τα καλά σε μια περιοχή και την αφήνουν μόνον κατά τις περιόδους σοβαρής έλλειψης τροφής. Το μέγεθος της περιοχής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθέσιμη ποσότητα θηραμάτων και από την ηλικία των κουταβιών της αγέλης. Έτσι, ο ζωτικός χώρος τείνει να αυξάνεται σε περιοχές με πτωχή λεία, ή όταν τα κουτάβια ξεπεράσουν την ηλικία των 6 μηνών, έχοντας έτσι τις ίδιες διατροφικές ανάγκες, όπως οι ενήλικες. Οι αγέλες ταξιδεύουν συνεχώς προς αναζήτηση θηραμάτων, καλύπτοντας χονδρικά το 9% του εδάφους τους, κάθε μέρα (μέσος όρος διανυόμενης απόστασης 25 χλμ.). Ο «πυρήνας» του ζωτικού τους χώρου είναι κατά μέσο όρο 35 χμ², όπου περνούν το 50% του χρόνου τους. Η πυκνότητα θηραμάτων τείνει να είναι πολύ υψηλότερη στις γύρω περιοχές της επικράτειας, αν και οι λύκοι τείνουν να αποφεύγουν το κυνήγι στην παρυφές της -εκτός αν η αγέλη είναι εξαιρετικά πεινασμένη-, λόγω της πιθανότητας συγκρούσεων με γειτονικές αγέλες, που μπορεί να αποβούν θανατηφόρες.

Οπτική

Ο λύκος θεωρείται ζώο υψηλής ψυχικής έκφρασης, η οποία αποτυπώνεται έντονα, με μορφασμούς ή γκριμάτσες που δείχνουν τη διάθεσή του. Η οπτική επικοινωνία του γκρίζου λύκου, όπως αποτυπώνεται στην εκφραστική συμπεριφορά του, είναι σαφώς πιο περίπλοκη από εκείνην των πλησιέστερων συγγενών του, τού κογιότ και του χρυσού τσακαλιού, κάτι που απαιτείται λόγω της αγελαίας διαβίωσης και των θηρευτικών του συνηθειών. Αν και τα λιγότερο αγελαία σαρκοφάγα έχουν, γενικά, απλό «ρεπερτόριο» οπτικών σημάτων, οι γκρίζοι λύκοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία σημάτων, τα οποία διαφοροποιούνται ως προς την ένταση, κατά ευφυή τρόπο. Έχουν καταγραφεί, τουλάχιστον 10 μιμικές εκφράσεις στο πρόσωπό του, οι οποίες αντιστοιχούν σε ειδικές «ψυχικές» καταστάσεις. Όταν η διάθεση του ζώου είναι ουδέτερη, τα άκρα και η ουρά διατηρούνται χαλαρά, το πρόσωπο είναι φυσιολογικό, τα χείλη χωρίς σύσφιξη και τα αυτιά δεν δείχνουν σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η απλή, καθημερινή επαφή με τους άλλους λύκους της αγέλης, διέπεται από ποικιλία εκφράσεων του προσώπου, διάφορες θέσεις της ουράς και ανόρθωση των τριχών. Όταν υπάρξει αντιπαράθεση μεταξύ δύο μελών, το κυρίαρχο άτομο δείχνει επιθετική διάθεση, που εκφράζεται με αργές, υπολογισμένες κινήσεις, ορθή στάση του σώματος και ανόρθωση των τριχών στον τράχηλο και τη ράχη του. Αντίθετα το υποτασσόμενο άτομο κρατάει το σώμα του χαμηλά, το τρίχωμα μη-ανορθωμένο και διατηρεί τα αυτιά και την ουρά του χαμηλωμένη.  Γενικά, ο λύκος σε κατάσταση ηρεμίας κρατάει την ουρά του πάντοτε χαμηλά και την κινεί πολύ λίγο, αλλά σε καταστάσεις διέγερσης ή στις κοινωνικές του επαφές, την κινεί όπως ο σκύλος, αν και, ποτέ στον βαθμό που το κάνει εκείνος. Ωστόσο, όταν φοβάται ή δηλώνει υποταγή, τη βάζει «κάτω από τα σκέλια» του, ακριβώς όπως ο σκύλος. Όταν ένα κυρίαρχο αρσενικό αναπαραγωγής συναντήσει ένα δευτερεύον μέλος της οικογένειας, μπορεί να τον κοιτάει έντονα και ακίνητος, πάντοτε σε ορθή στάση και έχει την ουρά του οριζόντια, παράλληλα με το έδαφος.

Έκφραση φόβου

Δύο μορφές «υποτακτικής» συμπεριφοράς αναγνωρίζονται: η παθητική και η ενεργητική. Η παθητική εμφανίζεται, συνήθως, ως αντίδραση στην προσέγγιση ενός κυρίαρχου μέλους, με τον υποτασσόμενο λύκο να ξαπλώνει εν μέρει ανάσκελα και επιτρέποντας στον κυρίαρχο να οσφρανθεί την περιοχή του ανώτερου γεννητικού συστήματός του. Η ενεργητική, ως μια μορφή «χαιρετισμού» από το υποτασσόμενο μέλος, και περιλαμβάνει την προσέγγιση με χαμηλωμένο το σώμα και γλείψιμο του προσώπου τού κυρίαρχου μέλους.  Όταν υπάρχει «ισοτιμία» μεταξύ των μελών, οι γκρίζοι λύκοι, συνήθως ακουμπούν και σπρώχνουν τις μύτες τους, εμπλέκουν τα σαγόνια τους, τρίβουν τα μάγουλά τους και αλληλογλείφουν τα πρόσωπά τους. Όταν, απλώς, ακουμπάνε τα ρύγχη τους, αυτό είναι φιλική χειρονομία, ενώ όταν τα κρατάνε σφιγμένα με απογυμνωμένα δόντια, αυτό είναι ένδειξη προσπάθειας κυριαρχίας για δεσπόζουσα θέση.

Φωνήματα

Οι λύκοι -πέραν του ουρλιαχτού- αρθρώνουν πολλά και ποικίλα φωνήματα, που μοιάζουν πάρα πολύ με του σκύλου και, συνήθως, χωρίζονται σε «Γρυλίσματα» («growls»), «γαβγίσματα» («barks») και «κλαψουρίσματα» («whines»). Τα γρυλίσματα αρθρώνονται, κατά τη διάρκεια αντιπαραθέσεων για την πρωτιά στη σίτιση και έχουν μια θεμελιώδη συχνότητα, γύρω στα 380-450 Hz. Επίσης, τα κουτάβια συνήθως γρυλίζουν όταν παίζουν. Το γάβγισμα του γκρίζου λύκου έχει μια θεμελιώδη συχνότητα μεταξύ 320-904 Hz και, συνήθως, ακούγεται όταν αιφνιδιαστεί. Οι λύκοι δεν γαβγίζουν τόσο δυνατά ή τόσο συχνά όσο οι σκύλοι, αλλά μερικές φορές το κάνουν όταν υποχωρούν από έναν κίνδυνο που έγινε αντιληπτός. Το κλαψούρισμα ακούγεται, όπως και στον σκύλο, πολύ συχνά και συνδέεται με διάφορες καταστάσεις και διαθέσεις, όπως άγχος, περιέργεια, αναζήτηση και οικειότητα, αλλά και στους χαιρετισμούς των μελών της αγέλης, την αναπαραγωγή και το κάλεσμα των νεογνών για την τροφή τους. Μια παραλλαγή του κλαψουρίσματος, αποτελεί ένας ιδιαίτερα υψίσυχνος ήχος, που μοιάζει με ουρλιαχτό και, συνήθως, προηγείται μιας αιφνίδιας επίθεσης.

Λυκηθμός

Το ουρλιαχτό του λύκου αποτελεί από τους πλέον αναγνωρίσιμους ήχους στον φυσικό κόσμο. Το «διαβόητο» ουρλιαχτό του αποτελεί το πλέον αναγνωρίσιμο, διαγνωστικό στοιχείο της ηθολογίας του και έχει γίνει αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης από τους ερευνητές. Το διαπεραστικό και «παρεξηγημένο» αυτό άκουσμα, είναι από τους κύριους λόγους που τού έχει αποδοθεί- η φήμη του «κακού» και, πιθανόν, η σημαντικότερη αιτία για πλήθος δεισιδαιμονιών γύρω από το όνομά του (βλ. Λαογραφία).Τέσσερις είναι οι κύριοι λόγοι που οι γκρίζοι λύκοι καταφεύγουν στο ουρλιαχτό:

§  α) για να συγκεντρώσουν την αγέλη, συνήθως πριν και μετά το κυνήγι,

§  β) για να σημάνουν συναγερμό, ιδιαίτερα σε περιοχή που βρίσκεται κοντά στο λημέρι τους,

§  γ) για να αλληλοεντοπίζονται κατά τη διάρκεια κακών καιρικών συνθηκών, λ.χ. μιας καταιγίδας ή σε άγνωστο έδαφος και,

§  δ) για να επικοινωνούν σε μεγάλες αποστάσεις.

Το ουρλιαχτό είναι τόσο διαπεραστικό που, υπό κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να ακουστεί σε έκταση 130 χλμ². Γενικά, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωριστεί από εκείνο των μεγάλων σκύλων. Τα αρσενικά ουρλιάζουν καλύπτοντας σε ανιούσα διαδοχή φθόγγων μία (1) οκτάβα, τουλάχιστον, περνώντας σε ένα βαθύ μπάσο και τονίζοντας το O, ενώ τα θηλυκά αρθρώνουν ένα πιο «βαρύτονο» ουρλιαχτό, με έμφαση στη δίφθογγο Ου. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειαστεί. Το ουρλιαχτό αποτελείται από τη θεμελιώδη συχνότητα που μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 150 και 780 Hz, και αρκετές -έως και 12- αρμονικές (!!).

Το «είδος» του ουρλιαχτού είναι ανάλογο με την περίσταση. Όταν καλούν τους συντρόφους τους για κυνήγι, οι λύκοι χρησιμοποιούν ένα μεγάλο σε διάρκεια και σχετικά ομαλό ουρλιαχτό, που ακούγεται παρόμοιο με την αρχή της κραυγής ενός μπούφου. Κατά την καταδίωξη του θηράματος, εκπέμπουν ένα οξύτερο ουρλιαχτό, που «κινείται» ανάμεσα σε δύο φθόγγους. Όταν αρχίζουν να εγκλωβίζουν τη λεία τους, ακούγεται συνδυασμός από ένα σύντομο γάβγισμα και μικρό ουρλιαχτό. Όταν ουρλιάζουν όλοι μαζί, λύκοι εναρμονίζονται αντί να τραγουδούν τον ίδιο φθόγγο, δημιουργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι, είναι περισσότεροι από όσους πραγματικά υπάρχουν κλπ. ενώ οι μοναχικοί  αποφεύγουν, συνήθως, να ουρλιάζουν σε περιοχές όπου περιπλανώνται αγέλες.

Οσφρητική

Η όσφρηση είναι, σαφώς, η πιο οξεία αίσθηση των λύκων, κάτι που ισχύει άλλωστε και για τους σκύλους και, διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ τους. Υπάρχει μεγάλος αριθμός απεκκριτικών ιδρωτοποιών αδένων στο πρόσωπο, τα χείλη, τη ράχη και ανάμεσα στα δάκτυλα. Η οσμή που παράγεται από αυτούς τους αδένες ποικίλλει ανάλογα με την εντερική μικροχλωρίδα του κάθε ατόμου και τη διατροφή του, δίνοντας στον καθένα μια ξεχωριστή οσμή «δακτυλικών αποτυπωμάτων». Ο συνδυασμός αυτών των αδένων με άλλους -εκκριτικούς- στα πόδια, επιτρέπει στον κάθε λύκο να αφήσει τη μυρωδιά του, όταν ξύνει το έδαφος, ή ουρεί και αφοδεύει κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Η σήμανση με ούρα είναι το καλύτερα μελετημένο μέσον οσφρητικής επικοινωνίας. Ο ακριβής σκοπός αυτής της λειτουργίας δεν είναι απόλυτα καθορισμένος, αν και οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι, πρωταρχικός σκοπός της είναι να καθορίσει τα όρια του ζωτικού χώρου των λύκων. Οι λύκοι «μαρκάρουν» πιο συχνά και έντονα σε άγνωστες περιοχές ή περιοχές όπου, από τη μυρωδιά άλλων λύκων ή άλλων κυνιδών, έχει διαπιστωθεί «εισβολή».

Η -γνωστή και στους σκύλους- ούρηση με ανορθωμένο πόδι (RLU), είναι πιο συχνή στα αρσενικά παρά στα θηλυκά, και μπορεί να εξυπηρετεί τον σκοπό της μεγιστοποίησης της δυνατότητας ανίχνευσης από άτομα του ίδιου είδους, καθώς φανερώνει το ύψος του σώματος του ατόμου που ουρεί. Συνήθως, μόνον οι κυρίαρχοι λύκοι χρησιμοποιούν την RLU, με τα υποτακτικά αρσενικά να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την κλασική «όρθια» στάση. Η RLU θεωρείται ότι είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές οσφρητικής επικοινωνίας του γκρίζου λύκου, και αποτελεί το 60-80% του συνόλου των σημάνσεων που παρατηρούνται.

Αναπαραγωγή __
Ζευγάρωμα και οίστρος


Οι λύκοι είναι, γενικά, μονογαμικά θηλαστικά, με τα ζευγάρια που σχηματίζονται να παραμένουν συνήθως για μια ζωή, εκτός αν ένας από τους εταίρους χαθεί, οπότε γρήγορα αντικαθίσταται με κάποιον άλλον. Δεδομένου ότι τα αρσενικά είναι εκείνα που κυριαρχούν, συνήθως, σε κάθε δεδομένο πληθυσμό γκρίζων λύκων, τα αζευγάρωτα θηλυκά είναι σπάνια. Εάν κάποιο, μη-ενταγμένο σε αγέλη, αρσενικό δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει ζωτικό χώρο ή να βρει σύντροφο, τότε ζευγαρώνει με τις θυγατέρες του κυρίαρχου ζευγαριού από άλλες αγέλες. Τέτοια άτομα αποκαλούνται χαρακτηριστικά, «λύκοι Καζανόβες» διότι, σε αντίθεση με τα αρσενικά καθιερωμένων αγελών, δεν σχηματίζουν μόνιμους δεσμούς με τα θηλυκά που ζευγαρώνουν. Μερικοί λύκοι μπορεί να έχουν στις αγέλες τους πολλά θηλυκά αναπαραγωγής , ενώ αρκετές φορές, παρατηρείται η πρακτική της αλληλογονεϊκής (alloparental) φροντίδας, κατά την οποία το κυρίαρχο ζεύγος μπορεί να «δεχθεί» το κουτάβι ή τα νεογνά άλλων λύκων. Αυτό μπορεί να συμβεί λ.χ., εάν οι πραγματικοί γονείς των κουταβιών πεθάνουν ή για κάποιο λόγο διαχωρισθούν από αυτούς.
Στην Ελλάδα οι λύκοι ζευγαρώνουν συνήθως τον Μάρτιο, με την κυρίαρχη θηλυκή να εμποδίζει τα άλλα θηλυκά της αγέλης να ζευγαρώσουν με το κυρίαρχο αρσενικό. Η γέννα αποτελείται από 4-6 κουτάβια, μετά από εγκυμοσύνη 45-60 ημερών.

Φωλιά

Τα λημέρια των γκρίζων λύκων είναι, συχνά, μεγάλες τρύπες που καλύπτονται από πυκνή βλάστηση. Οι φωλιές των γκρίζων λύκων, τα λημέρια (dens), ανακαλύπτονται από τα θηλυκά που, συνήθως, κάνουν χρήση φυσικών καταφυγίων, όπως ρωγμές στους βράχους, ορθοπλαγιές που υψώνονται σε όχθες ποταμών και μεγάλες τρύπες που καλύπτονται από πυκνή βλάστηση. Μερικές φορές, το λημέρι είναι το λαγούμι μικρότερων θηλαστικών που έχει καταληφθεί από τους λύκους, όπως αλεπούδων ή ασβών. Πολλές φορές, το λημέρι διευρύνεται και, εν μέρει, ανακατασκευάζεται. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι θηλυκοί λύκοι σκάβουν οι ίδιοι λαγούμια, τα οποία είναι συνήθως μικρά και στενά, με 1-3 ανοίγματα. Το λημέρι βρίσκεται, συνήθως, όχι περισσότερο από 500 μέτρα μακριά από μια πηγή νερού και, τυπικά, «βλέπει» νότια, εξασφαλίζοντας αρκετή έκθεση στο ηλιακό φως, διατηρώντας το σχετικά καθαρό από το χιόνι.
Χώροι ανάπαυσης και παιχνιδιού για τα κουτάβια, καθώς και υπολείμματα τροφής, βρίσκονται συνήθως γύρω από τα λημέρια των λύκων. Η οσμή των ούρων και η σήψη από τα υπολείμματα της λείας, συχνά, προσελκύουν πουλιά «καθαριστές», όπως καρακάξες και κοράκια. Δεδομένου ότι, υπάρχουν λίγες βολικές θέσεις για λαγούμια, τα λημέρια των λύκων καταλαμβάνονται συνήθως από ζώα της ίδιας οικογένειας. Αν και, ως επί το πλείστον, αποφεύγονται οι περιοχές εντός της «ακτίνας δράσης» των ανθρώπων, αρκετοί λύκοι είναι γνωστό ότι φωλιάζουν κοντά σε κατοικίες, ασφαλτοστρωμένους δρόμους και σιδηροδρομικές ράγες.

Γέννα

Τα κουτάβια (λυκάκια) είναι, σχετικά, λίγα σε αριθμό και μεγάλα σε μέγεθος, σε σύγκριση με εκείνα άλλων κυνιδών. Μια τυπική, μέση γέννα αποτελείται από 5-6 κουτάβια, με το μέγεθός τους να τείνει να αυξάνεται σε περιοχές όπου τα θηράματα είναι άφθονα. Εξαιρετικά μεγάλες γέννες από 14-17 λυκάκια παρατηρούνται πολύ σπάνια, σε ποσοστό 1%. Τα μικρά γεννιούνται συνήθως σε καλή εποχή (άνοιξη-καλοκαίρι), η οποία συμπίπτει με την αντίστοιχη αύξηση των πληθυσμών των θηραμάτων. Έχουν τα μάτια κλειστά, ούτε ακούνε και καλύπτονται με κοντό, μαλακό, καφεγκρίζο τρίχωμα. Ζυγίζουν 300-500γρ κατά τη γέννησή τους και ανοίγουν τα μάτια τους μετά από 9-12 ημέρες. Τα πρώτα δόντια αντικαθίστανται μετά από έναν (1) μήνα, συνήθως. Αφήνουν το λημέρι τους μετά από 3 εβδομάδες, ενώ σε 1,5 μήνα είναι αρκετά ευέλικτα για να ξεφεύγουν από επικείμενο κίνδυνο. Αντίθετα, οι μητέρες δεν αφήνουν το κρησφύγετο για τις πρώτες λίγες εβδομάδες, αφήνοντας τους πατέρες για την παροχή τροφής στις ίδιες και τα μικρά τους. Τα κουτάβια αρχίζουν να τρώνε στερεά τροφή σε ηλικία 3-4 εβδομάδων και έχουν γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες της ζωής τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το βάρος ενός κουταβιού μπορεί να αυξηθεί σχεδόν 30 φορές. Αρχίζουν το παιχνίδι σε ηλικία 3 εβδομάδων, αν και σε αντίθεση με τα μικρά της αλεπούς και του κογιότ, τα δαγκώματα τους είναι περιορισμένα. Οι πραγματικές «μάχες» για την ιεραρχία εμφανίζονται συνήθως σε ηλικία 5-8 εβδομάδων, πάλι σε αντίθεση με τις αλεπούδες και τα κογιότ, που μπορεί να αρχίσουν να φιλονικούν ακόμη και πριν από την έναρξη του παιχνιδιού συμπεριφοράς.
Μέχρι το φθινόπωρο που έρχεται, τα λυκάκια είναι αρκετά ώριμα για να συνοδεύουν τους ενήλικες στο κυνήγι για μεγάλα θηράματα.

Ανταγωνισμός με άλλους θηρευτές

Οι λύκοι κυριαρχούν συνήθως επί των άλλων ειδών κυνιδών στις περιοχές όπου συνυπάρχουν με αυτά. Στη Βόρεια Αμερική, περιστατικά γκρίζων λύκων που επιτίθενται και σκοτώνουν κογιότ είναι κοινά, ειδικά το χειμώνα, όταν τα κογιότ προσπαθούν να αρπάξουν τη λεία των λύκων. Οι λύκοι μπορεί να λυμαίνονται τα λημέρια των κογιότ σκοτώνοντας τα κουτάβια τους, αν και σπάνια τα τρώνε. Δεν υπάρχουν καταγραφές θανάτωσης λύκων από κογιότ, αν και μπορούν να κυνηγήσουν και να εκδιώξουν λύκους, εφόσον υπερτερούν αριθμητικά. Στον Παλαιό Κόσμο, παρόμοιες αντιπαραθέσεις έχουν παρατηρηθεί μεταξύ γκρίζων λύκων και χρυσών τσακαλιών, με τους αριθμούς των τελευταίων να είναι συγκριτικά μικροί σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα λύκων. Οι λύκοι είναι οι πιο σημαντικοί θηρευτές των νυκτερευτών (Nyctereutes procyonoides), σκοτώνοντας μεγάλο αριθμό από αυτούς, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Θανατώνουν, επίσης, κόκκινες, αρκτικές και κορσάκ αλεπούδες, συνήθως σε διενέξεις για τη λεία, ενώ μερικές φορές τις τρώνε. Στην Ασία, μπορούν να ανταγωνιστούν με τα ντόλε (dhole) (Cuon alpinus).
Οι καφέ αρκούδες κυριαρχούν των γκρίζων λύκων σε τυχόν αντιπαραθέσεις για τα σφάγια, αλλά οι λύκοι υπερτερούν όταν υπερασπίζονται τα λημέρια τους. Και τα δύο είδη μπορούν να θανατώνουν τα κουτάβια, ο ένας του άλλου. Εάν υπάρχει θανάτωση ενηλίκου ατόμου, οι λύκοι τρώνε καφέ αρκούδες, αλλά οι καφέ αρκούδες φαίνεται να τρώνε μόνο τα νεαρά λυκάκια.
Οι λύκοι, συχνά αντιπαρατίθενται με ύαινες (
Hyaena hyaena) στο Ισραήλ και την κεντρική Ασία, συνήθως σε διενέξεις για τα σφάγια. Οι ύαινες τρέφονται σε μεγάλο βαθμό από τη θανατωμένη λεία των λύκων, σε περιοχές όπου τα δύο είδη συνυπάρχουν. Στην ατομική αντιπαράθεση, οι ύαινες κυριαρχούν των λύκων, αλλά οι αγέλες τους συνήθως εκδιώκουν τις μοναχικές ύαινες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιπαραθέσεις λύκων-αιλουροειδών. Οι μεγάλοι πληθυσμοί των λύκων μπορεί να περιορίζουν τον αριθμό των μικρών και μεσαίου μεγέθους αιλουροειδών. Οι γκρίζοι λύκοι συχνά συναντώνται με πούμα, κατά μήκος τμημάτων των Βραχωδών και τις γειτονικές οροσειρές. Οι λύκοι και τα πούμα αποφεύγουν, συνήθως, να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον, κυνηγώντας σε διαφορετικά υψόμετρα. Τον χειμώνα όμως, όταν η συσσώρευση χιονιού αναγκάζει τα θηράματα να κατεβούν σε κοιλάδες, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο ειδών γίνονται πιο πιθανές. Οι λύκοι σε αγέλες κυριαρχούν των πούμα και μπορεί να τους κλέψουν το σφάγιο, ενώ έχουν αναφερθεί και θανατώσεις μητέρων και των μικρών τους. Οι γκρίζοι λύκοι κυνηγούν, επίσης, τα μανούλ και μπορεί να αποτελέσουν απειλή ακόμη και για τις λεοπαρδάλεις του χιονιού. Οι λύκοι μπορούν επίσης να μειώσουν τους πληθυσμούς του ευρασιατικού λύγκα, θανατώνοντάς τους πριν μπορέσουν να διαφύγουν στα δέντρα.
Παρόμοιες «συναντήσεις» μεταξύ γκρίζων λύκων και ατόμων κόκκινου λύγκα έχουν τεκμηριωθεί.
Τα περισσεύματα από τη λεία των γκρίζων λύκων, μερικές φορές καταναλώνονται από αδηφάγους. Οι αδηφάγοι, συνήθως, περιμένουν έως ότου οι λύκοι τραφούν, αλλά είναι γνωστές περιπτώσεις που οι αδηφάγοι εκδιώκουν τους λύκους από το σφάγιο. Ωστόσο, έχουν επιβεβαιωθεί αναφορές με αγέλες λύκων να θανατώνουν αδηφάγους.
Εκτός από τον άνθρωπο, οι μοναδικοί σημαντικοί ανταγωνιστές των λύκων είναι οι τίγρεις. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους είναι καλά τεκμηριωμένες στην περιοχή Σιχοτέ-Αλίν, ΒΑ. του Βλαδιβοστόκ, όπου οι τίγρεις «συμπιέζουν» τους πληθυσμούς των γκρίζων λύκων, σε σημείο που να απειλούνται με εξαφάνιση ή τους καθιστούν λειτουργικά «ασήμαντους» ως μελών του εκεί οικοσυστήματος. Οι λύκοι φαίνονται ικανοί να διαφεύγουν των συνεπειών της αρχής του ανταγωνιστικού αποκλεισμού (
competitive exclusion principle), μόνο όταν οι ανθρώπινες διώξεις μειώνουν τους αριθμούς των τίγρεων. Ωστόσο, αποδεδειγμένες περιπτώσεις θανάτωσης λύκων από τίγρεις είναι σπάνιες -μόνον τέσσερις καταγεγραμμένες- και «η σχέση» τους στη φύση φαίνεται να είναι καθαρά ανταγωνιστική και όχι ληστρική.

Μαύροι λύκοι

Οι μαύροι λύκοι, δηλαδή τα μελανιστικά άτομα γκρίζων λύκων είναι αρκετά κοινά και δεν αποτελούν ιδιαίτερη ταξινομική μονάδα, ούτε εμφανίζουν –πλην του χρώματος- κάποια διαφορά από τους άλλους λύκους. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι μαύροι λύκοι δεν αποτελούν κάποια ξεχωριστά ζώα ως προς τη μορφολογία και τη συμπεριφορά τους, αλλά είναι απλώς, μελανιστικές «μορφές» γκρίζων λύκων. Μάλιστα, είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν και ανάμεσα στους κόκκινους λύκους (Canis rufus) αλλά, σήμερα, δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον ανάμεσά τους. Γενετική έρευνα από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, με έδρα το Λος Άντζελες, έδειξε ότι, οι λύκοι με μαύρα τριχώματα οφείλουν αυτόν τον διακριτό χρωματισμό τους σε κάποια μετάλλαξη που συνέβη στους κατοικίδιους σκύλους, και «μεταφέρθηκε» στους γκρίζους λύκους μέσω υβριδισμού.

Ευρώπη

Ο Λινναίος έδωσε στους μαύρους λύκους της Ευρώπης την επιστημονική ονομασία Canis lycaon, με την επισήμανση ότι το είδος ήταν ξεχωριστό από τους λύκους γκρι και λευκού χρώματος. Ο Γάλλος ζωολόγος και φυσιοδίφης Ζ. Κυβιέ (Georges Cuvier, 1769-1832), όπως και άλλοι ερευνητές της εποχής, ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό την ταξινομική του Λινναίου. Οι μαύροι λύκοι ήσαν σπάνιοι στη Γαλλία, αλλά αρκετά κοινοί στη Ν. Ευρώπη εκείνη την εποχή και, μάλιστα, οι πληθυσμοί τους νοτίως των Πυρηναίων υπερτερούσαν εκείνων των άλλων χρωματικών μορφών. Επίσης, υπήρχαν στα βουνά του Φρίουλι της ΒΑ. Ιταλίας και γύρω από το Κότορ, στο Μαυροβούνιο. Ακόμη, υπήρχαν και κάποιοι πληθυσμοί στη Σιβηρία, αν και θεωρούνταν σπάνιοι στη βόρεια Ευρώπη. Περιπτώσεις θανάτωσης μαύρων λύκων, αναφέρθηκαν στη σουηδική επαρχία του Värmland, το 1801. Οι συγκεκριμένοι λύκοι ήσαν κατάμαυροι και μεγαλύτεροι από τους άλλους, γκρίζους, ενώ τα δέρματά τους είχαν υψηλή εμπορική αξία και πουλήθηκαν 3-4 φορές περισσότερο από τα δέρματα των γκρίζων μορφών. Ο Κυβιέ σημείωνε ότι, οι μαύροι λύκοι της Ευρώπης διαφέρουν ελάχιστα σε μέγεθος από τις άλλες χρωματικές μορφές, αλλά υπερτερούν σε σωματική δύναμη. Ο Άγγλος στρατιωτικός και φυσιοδίφης Τ. Χ. Σμιθ (Charles Hamilton Smith, 1776-1859) ανέφερε ότι, οι μαύροι λύκοι ήσαν λιγότερο επιθετικοί από τις άλλους γκρίζους λύκους και διασταυρώνονταν με τους σκύλους πιο εύκολα.

Κατάσταση πληθυσμού

Ο ανταγωνισμός με τους ανθρώπους για το ζωικό κεφάλαιο και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων του, αποτελούν τους δύο σημαντικότερους κινδύνους για τους γκρίζους λύκους. Επειδή οι πληθυσμοί των γκρίζων λύκων είχαν μειωθεί δραματικά, μετά το 1970 προωθήθηκε σειρά μέτρων διαχείρισης για ανάσχεση της πτωτικής αυτής πορείας. Σήμερα, στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης υπάρχει μείωση των πληθυσμών τους, αλλά η ύπαρξη μεγάλων, αχανών εκτάσεων σε απομονωμένες περιοχές κυρίως της Σιβηρίας και του Καναδά και, δευτερευόντως, στις ΗΠΑ, αντισταθμίζει αυτή τη μείωση με αποτέλεσμα ο συνολικός παγκόσμιος πληθυσμός να εμφανίζεται σταθερός. Γι’ αυτό και η IUCN χαρακτηρίζει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) _ωστόσο, αυτό αποτελεί έναν «μέσον όρο» του συνόλου των υποειδών, διότι αρκετά από αυτά βρίσκονται σε κίνδυνο (βλ. Πίνακα υποειδών).

Κράτη που υπάρχουν λύκοι __ Σύμφωνα με την IUCN _ Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (International Union for Conservation of Nature), τα κράτη στα οποία υπάρχουν γκρίζοι λύκοι, ανεξαρτήτως αριθμού, είναι τα εξής: Αζερμπαϊτζάν, Αλβανία, Αρμενία, Αφγανιστάν, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Γεωργία, Γροιλανδία (ανήκει στη Δανία), Ελλάδα, Εσθονία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ΗΠΑ, Ινδία, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Καζακστάν, Καναδάς, Κίνα, Κιργιστάν, Κορέα (Βόρεια και Νότια), Κροατία, Λετονία, Λευκορωσία, Λιβύη, Λιθουανία, Μαυροβούνιο, Μεξικό, Μιανμάρ, Μογγολία, Μολδαβία, Μπουτάν, Νεπάλ, Νορβηγία, Ομάν, Ουγγαρία, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Πακιστάν, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ρωσική Ομοσπονδία, Σαουδική Αραβία, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Συρία, Τατζικιστάν, Τουρκία, Τουρκμενιστάν, Τσεχία, Υεμένη, Φινλανδία και ΠΓΔΜ. _Πιθανόν, είναι εξαφανισμένοι στο Μπανγκλαντές __Πηγή

Ελλάδα

Οι αιτίες της μείωσης των πληθυσμών του λύκου στην Ελλάδα περιλαμβάνουν: i) περιορισμένης έκτασης επικράτειες, ii) σταδιακή εξαφάνιση των μεγάλων οπληφόρων (ζαρκάδια, αγριογούρουνα κ.α.), iii) κυνήγι και δηλητηριασμένα δολώματα, iv) μείωση της ορεινής κτηνοτροφίας, v) μεγάλος αριθμός περιπλανωμένων αδέσποτων σκύλων, οι οποίοι προκαλούν μεγαλύτερες καταστροφές στα κοπάδια από ό, τι οι λύκοι, vi) αποψίλωση δασών, vii) αυξημένη ανθρώπινη δραστηριότητα στα ενδιαιτήματά του.
Μέχρι τη δεκαετία 1920-1930, γκρίζοι λύκοι υπήρχαν νότια μέχρι τον Πάρνωνα, ακόμη και στην Ανατολική Αττική (Μεσόγεια). Μεταξύ των ετών 1969-1978 είχαν επικηρυχθεί από το Υπουργείο Γεωργίας, ως επιβλαβές θήραμα, με αποτέλεσμα να θανατώνονται 500-800 μονάδες κάθε έτος. Αργότερα, ο πληθυσμός του υπολογίζεται στα 500-700 άτομα, σύμφωνα με στοιχεία του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, σε όλο σχεδόν το ηπειρωτικό ανάγλυφο της χώρας. Σήμερα, ο ελάχιστος πληθυσμός του γκρίζου λύκου υπολογίζεται σε 800-900 (κατανεμημένα σε περίπου 90 αγέλες). Επίσης, έχει επανεμφανιστεί ή ενισχύσει τη παρουσία του σε περιοχές της Νότιας Ελλάδας, από όπου είχε προηγουμένως εξαφανισθεί (Ναυπακτία, Φωκίδα, Βοιωτία) ή είχε σποραδική παρουσία (Ευρυτανία, Φθιώτιδα). Επιστημονικές έρευνες κατέγραψαν την παρουσία λύκου επίσημα στην Πελοπόννησο μετά από σχεδόν 100 χρόνια σε περιοχή του Πάρνωνα το 2019. Είναι ακόμα άγνωστο αν αποτελεί πληθυσμό που ανέκαμψε φυσικά ή προέρχεται από ανθρώπινη παρέμβαση. Στις περιοχές αυτές, ο λύκος επιβιώνει σε πολλές μικρές και απομονωμένες μεταξύ τους ομάδες, με εντονότερη παρουσία σε σημεία όπου υπάρχει νομαδική κτηνοτροφία ή όπου υφίστανται ακόμη μεγάλα ορεινά συγκροτήματα, χωρίς έντονη ανθρώπινη παρουσία. Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ δραστηριοποιείται από το 1998 για τη διατήρηση των πληθυσμών του γκρίζου λύκου σε όλη την Ελλάδα, με έμφαση στις περιοχές που αποτελούν βιότοπο του λύκου και βρίσκονται κάτω από τον 39ο παράλληλο (Στερεά Ελλάδα), όπου ο λύκος αποτελεί προστατευόμενο είδος. Οι δράσεις στοχεύουν στη μελέτη και διατήρηση των πληθυσμών του λύκου στην Ελλάδα, καθώς και στη βελτίωση της σχέσης λύκου και ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, οι δράσεις αφορούν σε:

Λύκος & άνθρωπος

Αν και επιθέσεις γκρίζων λύκων συμβαίνουν, η συχνότητά τους ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και την ιστορική περίοδο. Οι επιθέσεις είναι επικίνδυνες όχι μόνο για τα θύματα, αλλά και τους επιτιθέμενους, οι οποίοι συχνά θανατώνονται στη συνέχεια ή, ακόμη χειρότερα, εξολοθρεύονται σε επίπεδο πληθυσμού για εκδίκηση. Ως αποτέλεσμα, οι λύκοι σήμερα τείνουν να ζουν ως επί το πλείστον μακριά από τους ανθρώπους ή έχουν αναπτύξει την τάση και την ικανότητα να τους αποφεύγουν συστηματικά. Ο εξειδικευμένος ερευνητής γκρίζων λύκων, βιολόγος Λ. Μεχ (L. David Mech, 1937-) υπέθεσε το 1998 ότι, οι λύκοι γενικά αποφεύγουν τον άνθρωπο, λόγω του διαχρονικού φόβου από το κυνήγι. Σημειώνει, επίσης ότι, η όρθια στάση των ανθρώπων φοβίζει τους λύκους διότι τους θυμίζει τις αρκούδες, τις οποίες οι λύκοι συνήθως αποφεύγουν.

                 Λαογραφία

Ο γκρίζος λύκος είναι πολύ κοινή «μορφή» στις μυθολογίες και κοσμολογίες των λαών σε όλη την Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική (που αντιστοιχούν στην ιστορική κατανομή του). Επειδή, το κύριο χαρακτηριστικό του λύκου είναι η αρπακτική φύση του, αυτό έχει «συνδεθεί» στενά με τον κίνδυνο και την καταστροφή, καθιστώντας τον το σύμβολο του Πολεμιστή από τη μία πλευρά και του Κακού, από την άλλη. Η σύγχρονη αλληγορία του Μεγάλου Κακού Λύκου (Big Bad Wolf) είναι μια εξέλιξη αυτού του σκεπτικού. Ο λύκος έχει μεγάλη σημασία για τους πολιτισμούς και τις θρησκείες των νομαδικών λαών, τόσο της ευρασιατικής στέπας όσο και των μεγάλων πεδιάδων της Βόρειας Αμερικής. Σε πολλούς πολιτισμούς, η αναγνώριση του πολεμιστή μέσω της κατασκευής τοτέμ με τη μορφή του λύκου, έδωσε αφορμή για τον μύθο της λυκανθρωπίας, την τελετουργική αναγνώριση της μοιραίας σχέσης ανθρώπου-λύκου, που τούς χωρίζει, αλλά και τους ενώνει ταυτόχρονα.


                  Μυθολογία

Στην πρωτο-ινδοευρωπαϊκή μυθολογία, ο λύκος πιθανώς σχετιζόταν με την τάξη των πολεμιστών, οι οποίοι θα μεταμορφώνονταν σε λύκους (ή σκύλους) κατά τη μύησή τους. Αυτό αντικατοπτρίζεται εν πολλοίς στους πρωτο-ευρωπαϊκούς μύθους από την Εποχή του Σιδήρου, σε πολλές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Οι μυθολογικές αναφορές στον λύκο, τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην αρχαία Ρώμη, είναι πάρα πολλές. Κεντρικό πρόσωπο στην ελληνική μυθολογία αποτελεί ο βασιλιάς Λυκάων και το περίφημο ιστορικό με τις παραλλαγές του, γύρω από την ανθρωποθυσία προς τον Δία και τη μεταμόρφωσή του σε λύκο. Από τον ίδιο μύθο προέρχεται και η επίκληση του Διός Λύκαιος, που λατρευόταν στο αρκαδικό όρος Λύκαιον, καθώς και η γιορτή με αγώνες προς τιμήν του, τα Λύκαια.
Διάσημη λύκαινα ανέθρεψε τους μυθικούς ιδρυτές της Ρώμης, Ρέμο και Ρωμύλο: Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή μυθολογία, ήταν υπεύθυνη για την επιβίωση των μελλοντικών ιδρυτών της Ρώμης, των Ρωμύλου και Ρέμου. Στη σημερινή εποχή, ο λύκος είναι το Εθνικό Ζώο της σύγχρονης Ιταλικής Δημοκρατίας.
Γερμανική/Σκανδιναβική: Στη Σκανδιναβική μυθολογία, περίοπτη θέση καταλαμβάνουν τρεις λύκοι: ο γιγαντιαίος «κακόβουλος»
Fenrisulfr ή Fenrir, και οι Geri και Freki, πιστοί στον θεό Οντίν, οι οποίοι ήταν φημισμένοι ότι «έφερναν γούρι»
Περσική: Στον Ζωροαστρισμό, οι αρχαίοι Πέρσες είχαν δημιουργηθεί από το «σκοτάδι» του Αριμάν, και ως εκ τούτου, ήσαν πλάσματα του «κακού» που ανήκαν στις θεότητες
daevas. Στη συλλογή Bundahishn, γραμμένη στη Μέση Περσική και που αναφέρεται στον μύθο της δημιουργίας του Ζωροαστρισμού, περιλαμβάνεται ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη «φύση των λύκων».
Βαλτική _Σλαβική: Σύμφωνα με τον μύθο, η δημιουργία της λιθουανικής πρωτεύουσας Βίλνιους ξεκίνησε όταν ο Μεγάλος Δούκας
Gediminas ονειρεύτηκε έναν σιδερένιο λύκο να ουρλιάζει κοντά στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται ο ομώνυμος πύργος. Η λιθουανική θεά Medeina είχε χαρακτηριστεί ως εργένισσα, απρόθυμη να παντρευτεί, αν και ήταν αισθησιακή και όμορφη κυνηγός. Απεικονίζεται ως λύκαινα με συνοδεία αρσενικών λύκων.
Ο λύκος, ως μυθικό δημιούργημα, είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένος με τη Βαλκανική και, ιδιαίτερα τη Σερβική, μυθολογία και λατρεία. Στην παλαιά Σερβική θρησκεία και μυθολογία, ο λύκος χρησιμοποιήθηκε ως τοτέμ, ενώ στη Σερβική επική ποίηση, ο λύκος είναι σύμβολο θάρρους.
Ινδική: Στη Ριγκβέντα ο
jrāśva τυφλώνεται από τον πατέρα του ως τιμωρία, επειδή έδωσε 101 πρόβατα της οικογένειάς του σε μια λύκαινα, ο οποίος με τη σειρά του προσεύχεται στους θεούς Ashvins για να αποκαταστήσουν την όρασή του.
Τουρκική|Μογγολική: Στη μυθολογία των λαών αυτών, ο λύκος είναι σεβαστό ζώο. Οι τουρκικοί σαμανικοί λαοί πίστευαν ότι ήσαν απόγονοι των λύκων. Ο θρύλος της Ασένα (
Asena) είναι παλιός τουρκικός μύθος που λέει για το, πώς δημιουργήθηκαν τα τουρκικά φύλα. Στη Βόρεια Κίνα ένα μικρό τουρκικό χωριό δέχθηκε επίθεση από Κινέζους στρατιώτες, αλλά ένα μωρό έμεινε εγκαταλειμμένο. Μια ηλικιωμένη λύκαινα με μπλε χαίτη, η Ασένα, βρήκε το μωρό και το ανέθρεψε, κατόπιν γέννησε κουτάβια που είχαν μορφή μισή-λύκου, μισή-ανθρώπου, από τα οποία γεννήθηκαν τα τουρκικά φύλα. Επίσης, στην τουρκική μυθολογία πιστεύεται ότι ένας γκρίζος λύκος έδειξε στους Τούρκους τη διέξοδο από τη θρυλική τους πατρίδα, Εργκένεκον, και τους επέτρεψε να εξαπλωθούν και να κατακτήσουν τους γείτονές τους.
Στη σύγχρονη Τουρκία, ο μύθος αυτός ενέπνευσε ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες όπως οι διαβόητοι «Γκρίζοι Λύκοι». Όπως συμβαίνει με τις πεποιθήσεις των περισσοτέρων αρχαίων λαών, ο λύκος έχει πνευματικές δυνάμεις και τα μέρη του σώματός του έχουν «μυστικές δυνάμεις» που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους για τις διάφορες ανάγκες τους.
Στη Μυστική Ιστορία των Μογγόλων, οι Μογγολικοί λαοί λέγεται ότι κατάγονται από την ένωση μιας ελαφίνας, της
Gua maral και ενός λύκου, του Boerte chino. Στη σύγχρονη Μογγολία, ο λύκος εξακολουθεί να θεωρείται ως σύμβολο καλής τύχης, ειδικά τα αρσενικά άτομα. Στη μογγολική λαϊκή ιατρική, η κατανάλωση των εντέρων ενός λύκου λέγεται ότι, μπορεί να ανακουφίσει τη χρόνια δυσπεψία, ενώ το πασπάλισμα τροφίμων με σκόνη από το ορθό των λύκων, λέγεται ότι θεραπεύει τις αιμορροΐδες. Η μογγολική μυθολογία προσπαθεί να εξηγήσει τη συνήθεια του λύκου να σκοτώνει περισσότερα θηράματα από αυτά που καταναλώνει (βλ. Πλεονασματική θανάτωση): όταν ο Θεός εξήγησε στον λύκο «τι πρέπει και τι δεν πρέπει να τρώει», τού είπε ότι «από 1.000 πρόβατα μπορεί να φάει μόνον ένα (1)». Ο λύκος όμως παρερμήνευσε τα λόγια του Θεού και θεώρησε ότι, τού είπε να «σκοτώνει 1.000 πρόβατα και να τρώει μόνον ένα (1)».
Ιαπωνική: Στην Ιαπωνία, οι καλλιεργητές δημητριακών κάποτε λάτρευαν τους λύκους στα ιερά τους και άφηναν τρόφιμα ως προσφορές κοντά στα λημέρια τους, παρακαλώντας τους να προστατεύσουν τις καλλιέργειές τους από τα αγριογούρουνα και τα ελάφια. Φυλαχτά και γούρια με εικόνες λύκων θεωρούνταν ότι προστάτευαν από φωτιές, ασθένειες και άλλες συμφορές και έφερναν γονιμότητα, τόσο στις καλλιέργειες, όσο και σε ζευγάρια που ήλπιζαν να αποκτήσουν παιδιά. Οι αυτόχθονες Αϊνού πίστευαν ότι είχαν γεννηθεί από την ένωση ενός λυκόμορφου πλάσματος και μιας θεάς.
Φινλανδική: Σε αντίθεση με την αλεπού και την αρκούδα, ο λύκος προκαλούσε, ανέκαθεν, φόβο και μίσος στη Φινλανδία, ως σύμβολο της καταστροφής και ερήμωσης, στο βαθμό που το ίδιο το όνομα του λύκου στη φινλανδική γλώσσα,
Susi, σημαίνει επίσης «άχρηστο πράγμα» και το συνώνυμο hukka σημαίνει «απώλεια, αφανισμός». Έτσι, ενώ η αρκούδα ήταν το ιερό ζώο των Φινλανδών, οι λύκοι κυνηγήθηκαν ανελέητα.
Εσκιμώοι: Οι λύκοι ήσαν, γενικά, σεβαστά ζώα από τις φυλές που ζούσαν από το κυνήγι, αλλά όχι τόσο από εκείνους που ζούσαν μέσω της γεωργίας. Ορισμένες φυλές Εσκιμώων, όπως οι Νουναμιούτ (
Nunamiut) της βόρειας και βορειοδυτικής Αλάσκας και οι Νασκάπι (Naskapi) του Λαμπραντόρ, εκτιμούσαν τις θηρευτικές στρατηγικές του λύκου και προσπαθούσαν να τις μιμηθούν, για να κυνηγήσουν με επιτυχία. Άλλοι βλέπουν τον λύκο ως οδηγό (guide).
Οι Τανάινα (
Tanaina) της Αλάσκας πίστευαν ότι οι λύκοι ήσαν κάποτε άνδρες, και τους έβλεπαν σαν αδέλφια.
Ινδιάνοι: Σε όλες τις φυλές Ινδιάνων της Β. Αμερικής, ο λύκος αντιπροσώπευε τη δύση, εκτός από τους Παουνί (
Pawenee), για τους οποίους ο λύκος «έδειχνε» νοτιοανατολικά. Σύμφωνα με τον μύθο της δημιουργίας των Παουνί, ο λύκος ήταν το πρώτο πλάσμα που είχε βιώσει την εμπειρία του θανάτου. Επειδή, υπήρξαν τόσο γεωργική όσο και κυνηγετική φυλή, οι Παουνί έχουν συνδέσει τον λύκο, τόσο με το καλαμπόκι όσο και τον βίσωνα. Επίσης, ονόμαζαν τον Σείριο, «Λυκοαστέρι» («Wolfstar»), επειδή η «γέννηση» και ο «θάνατος» του συγκεκριμένου αστεριού, ήταν για αυτούς μια αντανάκλαση της διαδρομής που έκανε ο λύκος στον Γαλαξία, τον οποίον αποκαλούσαν «Δρόμο του Λύκου» («Wolf Road»).
Ωστόσο, οι λύκοι δεν απεικονίζονται πάντα θετικά στους γηγενείς αμερικανικούς πολιτισμούς. Οι
Netsilik Inuit και οι Takanaluk-arnaluk πίστευαν ότι, το σπίτι της γοργόνας Nuliayuk φυλασσόταν από λύκους. Οι Νασκάπι πίστευαν ότι η μεταθανάτια ψυχή των καριμπού φρουρείται από γιγάντιους λύκους που σκοτώνουν τους απρόσεκτους κυνηγούς που περιπλανώνται πολύ κοντά. Οι Ινδιάνοι Ναβάχο φοβόντουσαν πολύ τις μάγισσες που ήσαν μεταμφιεσμένες σε λύκους, τις «Yee naaldlooshii», κυριολεκτικά «με αυτό, πηγαίνει περπατώντας στα τέσσερα». Οι Τσίλκοτιν (Tsilhqot'in) του Καναδά, πίστευαν ότι η επαφή με τους λύκους οδηγεί σε νευρική ασθένεια ή θάνατο.
Καυκάσιοι: Στους Τσετσένους και τις λαϊκές τους παραδόσεις, οι λύκοι σχεδόν πάντα απεικονίζονται με ένα «θετικό» φως ή ως ισοδύναμοι με το έθνος τους. Οι Τσετσένοι, συμβολικά, λέγεται ότι σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τους λύκους (ή χάριν αστεϊσμού), κάτι που πιθανώς έχει τις ρίζες του στον θρύλο της «Μητέρας Λύκαινας». Ως εκ τούτου, τα χαρακτηριστικά του λύκου συχνά παρομοιάζονται με εκείνα των Τσετσένων, ιδιαίτερα στα ποιήματά τους, μεταξύ των οποίων το πιο διάσημο είναι εκείνο που αναφέρει ότι, οι ανήκοντες στο έθνος της Τσετσενίας είναι «ελεύθεροι και ίσοι όπως οι λύκοι». Με δεδομένη την ευλάβεια για τον λύκο, είναι εύλογη η χρησιμοποίησή του, ως συμβόλου από τους Τσετσένους εθνικιστές.
Χριστιανισμός: Η Βίβλος περιέχει 13 αναφορές σε λύκους, συνήθως μεταφορικά για την απληστία και την καταστροφικότητα. Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς χρησιμοποιεί τους λύκους ως παράδειγμα για τους κινδύνους που τον περιβάλλουν και οι οπαδοί του θα πρέπει να Τον ακολουθήσουν για να τους αντιμετωπίσουν (Ματθαίος 10:16, Πράξεις 10:29, Ματθαίος 7:15).
Ο λύκος έχει επανειλημμένα αναφερθεί στις Γραφές ως εχθρός των ποιμνίων: ως αλληγορία για τους κακούς ανθρώπους με δίψα για την εξουσία και το ανέντιμο κέρδος, καθώς και ως αλληγορία για τον Σατανά που καιροφυλακτεί για τους αθώους θεοφοβούμενους Χριστιανούς, σε αντίθεση με τον βοσκό Ιησού που κρατά το ποίμνιό του ασφαλές.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, συχνά χρησιμοποιεί αρνητικά τους λύκους για να δημιουργήσει την αίσθηση του Διαβόλου που περιφέρεται στον πραγματικό κόσμο. Παραθέτοντας από το Λευιτικό και το Δευτερονόμιο, ο Διωγμός των Μαγισσών αναφέρει ότι οι λύκοι είναι απεσταλμένοι του Θεού, με σκοπό να τιμωρήσουν τους αμαρτωλούς, ή απεσταλμένοι του Διαβόλου που έρχονται -με την ευλογία του Θεού- να παρενοχλούν τους αληθινούς πιστούς για να δοκιμάζεται η πίστη τους. Ωστόσο, θρύλοι γύρω από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης αναφέρουν συμφιλίωση με τον λύκο. Σύμφωνα με την ανθολογία
Fioretti, η πόλη του Γκούμπιο πολιορκήθηκε από τον φερώνυμο Λύκο (Wolf of Gubbio), ο οποίος καταβρόχθιζε τόσο τα ζώα όσο και τους ανθρώπους. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο οποίος ζούσε τότε στην πόλη, λυπήθηκε τους κατοίκους και ανέβηκε μαζί με εθελοντές στους λόφους για να βρει τον λύκο. Σύντομα, ο φόβος ανάγκασε όλους τους συντρόφους του να φύγουν, αλλά ο άγιος επέμεινε και όταν βρήκε τον λύκο, έκανε το σημείο του σταυρού και τον διέταξε να πλησιάσει και να μην βλάψει κανέναν πια. Ο λύκος έκλεισε τα σαγόνια του και κάθισε στα πόδια του Αγίου Φραγκίσκου, που του είπε: «...αδελφέ μου, έχεις κάνει πολύ ζημιά και κακό σε αυτά τα μέρη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε κατηγορούν και σε βρίζουν ... Αλλά, αδελφέ μου, θα ήθελα να πετύχω ειρήνη ανάμεσα σε εσένα και τους ανθρώπους...». Στη συνέχεια, ο Φραγκίσκος οδήγησε τον λύκο στην πόλη και όταν μαζεύτηκαν οι ξαφνιασμένοι κάτοικοι, έκανε μια συμφωνία μεταξύ αυτών και του λύκου. Επειδή είχε κάνει κακό στην πόλη λόγω του ότι πεινούσε, οι κάτοικοι θα τάιζαν τον λύκο και, σε αντάλλαγμα, ο λύκος δεν θα λυμαινόταν πλέον τα κοπάδια τους. Με αυτόν τον τρόπο, το Γκούμπιο ησύχασε, ενώ ο Φραγκίσκος της Ασίζης (ανέκαθεν προστάτης των ζώων), έκανε ακόμη μια συμφωνία με τους σκύλους της πόλης, να μην πειράξουν ποτέ τον λύκο.
Στο 1ο Άσμα (
Canto Ι) της Κόλασης του Δάντη, ο Προσκυνητής συναντάει μια λύκαινα που μπλοκάρει το μονοπάτι προς έναν λόφο λουσμένο στο φως. Η λύκαινα αντιπροσωπεύει τις αμαρτίες της λαγνείας και της απληστίας.
Ισλάμ: Ο λύκος αναφέρεται τρεις φορές στο Κοράνιο και, συγκεκριμένα, στην 12η σούρα (Γιουσούφ).

Μύθοι, Παραμύθια,
Ιερές Παραδόσεις __
Λογοτεχνία

Από τις πρώτες γραπτές αναφορές για τους γκρίζους λύκους υπάρχουν στο βαβυλωνιακό έπος του Γκιλγκαμές, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας απορρίπτει τις ερωτικές «προσεγγίσεις» της θεάς Ιστάρ, υπενθυμίζοντάς της ότι είχε μεταμορφώσει προηγούμενο εραστή της, έναν βοσκό, σε λύκο, δηλαδή σε εκείνο το ζώο από το οποίο οφείλει να προστατεύει τα κοπάδια του. Σύμφωνα με την Αβέστα, το ιερό κείμενο των Ζωροαστρών, οι λύκοι είναι δημιούργημα του κακού πνεύματος Αριμάν, και κατατάσσεται μεταξύ των πιο σκληρών ζώων.
Ο Αίσωπος περιέλαβε τον λύκο σε αρκετούς από τους μύθους του, δίνοντας υπόσταση στη διδακτική σημασία των ανησυχιών του κόσμου της υπαίθρου, στην Αρχαία Ελλάδα. Ο πιο διάσημος από τους μύθους αυτούς είναι «Το Αγόρι που Επικαλείτο τον Λύκο», που διδάσκει ότι, όποιος εν γνώσει του επικαλείται ψεύδη, κάποια φορά όταν πεί την αλήθεια, δεν θα γίνει πιστευτός. Μερικοί από άλλους μύθους σχετικούς με τον λύκο, επικεντρώνονται στη διατήρηση της εμπιστοσύνης μεταξύ βοσκών και σκύλων-φυλάκων, στην επαγρύπνησή τους έναντι των λύκων, καθώς και ανησυχίες σχετικά με τη στενή σχέση μεταξύ λύκων και σκύλων. Παρόλο που ο Αίσωπος είχε την καλή πρόθεση να προειδοποιήσει και να επικρίνει την ανθρώπινη συμπεριφορά ή/και να ηθικολογήσει γύρω από αυτήν, άθελά του συνέβαλε στην εικόνα του λύκου, ως πονηρού και επικίνδυνου ζώου.
Αυτό εμφανίζεται έντονα και στην Αγία Γραφή, όπου οι λύκοι αναφέρονται δεκατρείς φορές ως σύμβολα της απληστίας και της καταστροφής. Μεγάλο μέρος του συμβολισμού που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού στην Καινή Διαθήκη, περιστράφηκε γύρω από την ποιμαντική κουλτούρα του Ισραήλ, και εξήγησε τη σχέση του με τους οπαδούς του, ως ανάλογη με εκείνην ενός καλού ποιμένα που προστατεύει το κοπάδι του από τους λύκους. Μια καινοτομία για την «εικόνα» των λύκων, περιλαμβάνει την έννοια του «λύκου με ένδυμα προβάτου», για να προειδοποιήσει τους ανθρώπους κατά των ψευδοπροφητών. Η μεταγενέστερη, μεσαιωνική χριστιανική λογοτεχνία ακολούθησε και επέκτεινε τη Βιβλική διδασκαλία σχετικά με τον λύκο. Εμφανίστηκε στο έργο του 7ου αιώνα Φυσιολόγος (
Physiologus), διδακτικό σύγγραμμα στην ελληνική γλώσσα, στο οποίο εγχέονται παγανιστικές ιστορίες στο πνεύμα και τη μυστικιστική διδασκαλία της χριστιανικής ηθικής. Στον Φυσιολόγο οι λύκοι απεικονίζονται ικανοί να «βουβάνουν τους ανθρώπους μόνο με μια ματιά τους» και ότι, έχουν μόνο «έναν αυχενικό σπόνδυλο». Όπως συνέβη και με τον Αίσωπο, αρκετοί συγγραφείς και ερευνητές υποστήριξαν ότι, η συγκεκριμένη «εικόνα» των λύκων, όπως παρουσιάζεται από το κεντρικό πρόσωπο του Χριστιανισμού, συνέβαλε πολύ στην αρνητική αντίληψη της πλατιάς λαϊκής μάζας για το ζώο, κάτι που νομιμοποίησε τις διώξεις που υπέστη ο λύκος σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, κατά τους αιώνες που ακολούθησαν.
Σε κάθε περίπτωση, το παλαιό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, με πρώτη γραπτή αναφορά το 1697, από τον Σαρλ Περώ και με διασημότερη εκδοχή εκείνη των Αδελφών Γκριμ, θεωρείται ότι άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε άλλη πηγή της λογοτεχνίας, στη διαμόρφωση αρνητικής φήμης για τον λύκο σε ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης «διαβόητος» υπήρξε και ο «Κακός Λύκος», ακόμη και ως κόμικ, από την ταινία κινουμένων σχεδίων, του 1933, «Τα Τρία Γουρουνάκια» («
Three Little Pigs»), παραγωγής των στουντίων Ντίσνεϋ.
Το κυνήγι των λύκων, και οι επιθέσεις τους στους ανθρώπους και τα ζώα έχουν περίοπτη θέση στη ρωσική λογοτεχνία, και περιλαμβάνονται στα έργα των Τολστόι, Τσέχωφ, Νεκράσωφ, Μπούνιν, Σαμπανάγιεφ, και άλλων. Το βιωματικό έργο του
Farley McGill Mowat, Ποτέ μην Κλαις Λύκε (Never Cry Wolf), του 1963, ήταν η πρώτη θετική εικόνα των λύκων στη λαϊκή λογοτεχνία, και σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ότι είναι το πιο δημοφιλές βιβλίο για τους λύκους, έχει γίνει ταινία του Χόλιγουντ και διδακτικό μάθημα σε διάφορα σχολεία, δεκαετίες μετά τη δημοσίευσή του. Αν και έχει επικριθεί για την εξιδανίκευση των λύκων, ο Mowat πιστώνεται με την αλλαγή των λαϊκών αντιλήψεων σχετικά με τους λύκους, τους οποίους δείχνει γεμάτους αγάπη, ευγενείς και διάθεση για συνεργασία. Ο συγγραφέας λέει χαρακτηριστικά: «Έχουμε καταδικάσει τον λύκο όχι για αυτό που είναι, αλλά γι' αυτό που σκόπιμα και λανθασμένα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι: η μυθοποιημένη επιτομή ενός πρωτόγονου, αδίστακτου δολοφόνου που, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ο αντικατοπτρισμός του δικού μας ειδώλου για τις δικές μας αμαρτίες».

Περισσότερα

                        Βιβλιογραφία

  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Τσούνης Γρηγόρης, Τα Θηλαστικά της Ελλάδας, εκδ. ΠΕΡΓΑΜΗΝΗ
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές

 

  • Aggarwal, R. K., Kivisild, T., Ramadevi, J., Singh, L. (2007). Mitochondrial DNA coding region sequences suσελort the phylogenetic distinction of two Indian wolf species. Journal of Zoological Systematics and Evolutionary Research 45 (2): 163–172. doi:10.1111/j.1439-0469.2006.00400.x
  • Alcantara & Plana, The Wolf in Spain
  • Anderson, T. M.; Vonholdt, B. M.; Candille, S. I.; Musiani, M.; Greco, C.; Stahler, D. R.; Smith, D. W.; Padhukasahasram, B.; Randi, E.; Leonard, J. A.; Bustamante, C. D.; Ostrander, E. A.; Tang, H.; Wayne, R. K.; Barsh, G. S. (2009). Molecular and Evolutionary History of Melanism in North American Gray Wolves. Science 323 (5919): 1339–1343. doi:10.1126/science.1165448. PMC 2903542. PMID 19197024
  • Asa, C. S.; Mech, L. D.; Seal, U. S.; Plotka, E. D. (1990). The influence of social and endocrine factors on urine-marking by captive wolves (Canis lupus). Hormones and Behavior 24 (4): 497–509. doi:10.1016/0018-506X(90)90038-Y. PMID 2286365
  • Backeryd, J. (2007). Wolf attacks on dogs in Scandinavia 19952005 – Will wolves in Scandinavia go extinct if dog owners are allowed to kill a wolf attacking a dog? Examensarbete, Institutionen för ekologi, Grimsö forskningsstation. Sveriges Lantbruksuniversitet.
  • Bagemihl, Bruce (10 April 2000). Biological Exuberance: Animal Homosexuality and Natural Diversity. St. Martin's Press. ISBN 978-1-4668-0927-7
  • Biquand, S., Urios, V., Boug, A., Vila, C., Castroviejo, J., and Nader, I. (1994). Fishes as diet of a wolf (Canis lupus arabs) in Saudi Arabia. Mammalia, 58(3): 492–494.
  • Bishop, N. (1975). Social behavior of langur monkeys (Presbytis entellus) in a high altitude environment. Doctoral dissertation. University of California, Berkeley, California
  • Boitani, L. (1995), Ecological and cultural diversities in the evolution of wolf-human relationships, in Ecology and conservation of wolves in a changing world, eds. Carbyn, L. N., Fritts, S. H., and Seip, D. R., eds. σελ. 3-12, Edmonton: Canadian Circumpolar Institute
  • Brewer, Douglas J.; Terence, Sir Clark; Phillips, Adrian (March 2002). DOGS IN ANTIQUITY Anubis to Cerberus: The Origins of the Domestic Dog. Aris & Phillips. ISBN 978-0-85668-704-4
  • Bright, Michael (2006). Beasts of the Field: The Revealing Natural History of Animals in the Bible. London: Robson Books. σελ. 115–20. ISBN 1-86105-831-4.
  • Brown, Elizabeth Cowan (2000). The “wholly separate” truth: did the Yellowstone wolf reintroduction violate Section 10(J) of the Endangered Species Act? . Boston College Environmental Affairs Law Review (Boston College) 27 (3): 425–465.
  • Buffon, Georges Louis Leclerc, John Wright, F.Z.S. John Wright, A Natural History of the Globe: Of Man, of Beasts, Birds, Fishes, Reptiles, Insects, and Plants, Published by Gray & Bowen, 1831
  • Butler, L., B. Dale, K. Beckmen, and S. Farley. 2011. Findings Related to the March 2010 Fatal Wolf Attack near Chignik Lake, Alaska Wildlife Special Publication, ADF&G/DWC/WSP-2011-2. Palmer, Alaska.
  • Chambers SM, Fain SR, Fazio B, Amaral M (2012). An account of the taxonomy of North American wolves from morphological and genetic analyses. North American Fauna 77: 1–67. doi:10.3996/nafa.77.0001
  • Clutton-Brock, Juliet (1987), A Natural History of Domesticated Mammals, British Museum (Natural History), p. 24, ISBN 0-521-34697-5
  • Coσελinger, Ray (2001). Dogs: a Startling New Understanding of Canine Origin, Behavior and Evolution. New York: Scribner. ISBN 0-684-85530
  • Cunningham, P. L.; Wronski, T. (2010). Arabian wolf distribution update from Saudi Arabia (PDF). Canid News 13
  • Dubey, J. P.; Jenkins, M. C.; Rajendran, C.; Miska, K.; Ferreira, L. R.; Martins, J.; Kwok, O. C. H.; Choudhary, S. (2011). Gray wolf (Canis lupus) is a natural definitive host for Neospora caninum. Veterinary Parasitology 181 (2–4): 382–387. doi:10.1016/j.vetpar.2011.05.018. PMID 21640485
  • Ferguson, W.W. (1981). The systematic of Canis aureus lupaster (Carnivora: Canidae) and the occurrence of Canis lupus in North Africa, Egypt and Sinai. Mammalia 4: 459–465.
  • Fox, M. W. (1978). The Dog: Its Domestication and Behavior. Garland STPM Press. σελ. 21–40. ISBN 0824098587
  • Freedman, Adam H.; Gronau, Ilan; Schweizer, Rena M.; Ortega-Del Vecchyo, Diego; Han, Eunjung; Silva, Pedro M.; Galaverni, Marco; Fan, Zhenxin; Marx, Peter; Lorente-Galdos, Belen; Beale, Holly; Ramirez, Oscar; Hormozdiari, Farhad; Alkan, Can; Vilà, Carles; Squire, Kevin; Geffen, Eli; Kusak, Josip; Boyko, Adam R.; Parker, Heidi G.; Lee, Clarence; Tadigotla, Vasisht; Siepel, Adam; Bustamante, Carlos D.; Harkins, Timothy T.; Nelson, Stanley F.; Ostrander, Elaine A.; Marques-Bonet, Tomas; Wayne, Robert K.; Novembre, John (16 January 2014). Genome Sequencing Highlights Genes Under Selection and the Dynamic Early History of Dogs. PLOS Genetics (PLOS Org) 10 (1): e1004016. doi:10.1371/journal.pgen.1004016. PMC 3894170. PMID 24453982. *Heptner, V. G. & Naumov, N. P. (1998), Mammals of the Soviet Union Vol.II Part 1a, SIRENIA AND CARNIVORA (Sea cows; Wolves and Bears), Science Publishers, Inc. USA., σελ. 164-270, ISBN 1-886106-81-9
  • Friedrich, Regina (February 2010). Wolves in Germany. Translated by Kevin White. Goethe-Institut e. V., Online-Redaktion. Retrieved May 2, 2013
  • Gammer, Moshe. The Lone Wolf and the Bear: Three Centuries of Chechen Defiance of Russian Rule , London 2006. σελ 4
  • Gaubert P, Bloch C, Benyacoub S, Abdelhamid A, Pagani P, et al (2012). Reviving the African Wolf Canis lupus lupaster in North and West Africa: A Mitochondrial Lineage Ranging More than 6,000 km Wide. PLoS ONE 7 (8): e42740. doi:10.1371/journal.pone.0042740. PMC 3416759. PMID 22900047
  • Giannatos G. (2004) Conservation Action Plan for the golden jackal Canis aureus L. in Greece. WWF Greece: 1–47
  • Graves, Will (2007). Wolves in Russia: Anxiety throughout the ages. Detselig Enterprises.
  • Grooms, Steve (2010). Cougar Wolf Interactions: It's a Lot Like Cats and Dogs. International Wolf 20 (2): 8–11
  • Grooms, Steve (2008). The Mixed Legacy of Never Cry Wolf
  • Guerber, Hélène Adeline (1992) [1909]. Odin's Personal Aσελearance, Greek and Northern Mythologies. Myths of the Norsemen: from the eddas and the sagas (Dover ed.). Mineola, N.Y.: Dover Publications. σελ. 17, 347. ISBN 0-486-27348-2. At his feet crouched two wolves or hunting hounds, Geri and Freki, animals therefore sacred to him, and of good omen if met by the way. Odin always fed these wolves with his own hands from meat set before him
  • Hailer, F., and J. A. Leonard, (2008) Hybridization among three native North American Canis species in a region of natural sympatry, PLoS One 3:e3333
  • Hansen, Kevin (2006). Bobcat: master of survival. New York: Oxford University Press. p. 114. ISBN 0195183037.
  • Harrington, Fred H. (1981). Urine-Marking and Caching Behavior in the Wolf. Behaviour 76 (3/4): 280–288. doi:10.1163/156853981X00112. JSTOR 4534102
  • Heptner, V. G. & Naumov, N. P. (1998), Mammals of the Soviet Union Vol.II Part 1a, SIRENIA AND CARNIVORA (Sea cows; Wolves and Bears), Science Publishers, Inc. USA., σελ. 164-270, ISBN 1-886106-81-9
  • Heptner, V. G. & Sludskii, A. A. Mammals of the Soviet Union: Carnivora (hyaenas and cats), Volume 2 (1992), BRILL, ISBN 90-04-08876-8
  • Hickey, Kieran (May 2003). "Wolf – forgotten Irish hunter". Wild Ireland: 10–13.
  • Hodgson, B. H. (1833), Description and Characters of the Wild Dog of Nepal (Canis primævus), Asiatic Researches, Vol. XVIII, Pt. 2, σελ. 221-37
  • House, Adrian (2003). Francis of Assisi . Paulist Press. p. 181. ISBN 978-1587680274. Retrieved September 19, 2014
  • Hudleston, Roger, ed. (1926). The Little Flowers of Saint Francis . Retrieved September 19, 2014.
  • Iljin, N. A. 1941. Wolf dog genetics. Journal genetics, 42:359-414
  • Jędrzejewski W, Schmidt K, Theuerkauf J, Jędrzejewska B, Kowalczyk R. (2007). Territory size of wolves Canis lupus: linking local (Białowieża Primeval Forest, Poland) and Holarctic-scale patterns. Ecography 30: 66–76. doi:10.1111/j.0906-7590.2007.04826.x.
  • Jhala, Y.; Sharma, D. K. (2004). The Ancient Wolves of India (PDF). International Wolf 14 (2): 15–16
  • Jones, Karen (2001). Never Cry Wolf: Science, Sentiment, and the Literary Rehabilitation of Canis Lupus. The Canadian Historical Review 84.
  • Klein, D. R. (1995). The introduction, increase, and demise of wolves on Coronation Island, Alaska, σελ. 275–280 in L. N. Carbyn, S. H. Fritts, and D. R. Seip (eds.) Ecology and conservation of wolves in a changing world. Canadian Circumpolar Institute, Occasional Publication No. 35
  • Knight, John (2004). Wildlife in Asia: Cultural Perspectives, Psychology Press, σελ. 219–221, ISBN 0700713328
  • Koblmüller S., Nord M., Wayne R.K., Leonard J.A. (2009). "Origin and status of the Great Lakes wolf". Molecular Ecology 18: 2313–2326
  • Kopaliani, N. et al. (2014), Gene Flow between Wolf and Shepherd Dog Populations in Georgia (Caucasus) , Journal of Heredity, 105 (3): 345 DOI: 10.1093/jhered/esu014
  • La Ganga, Maria L. (May 14, 2014) OR7, the wandering wolf, looks for love in all the right places Los Angeles Times
  • Lehmkuhler et al: Effects of Wolves and Other Predators on Farms in Wisconsin: Beyond Verified Losses (PDF). Wisconsin Department of Natural Resources. Archived from the original on March 19, 2009. Retrieved January 25, 2013
  • Leonard. J. A., Vilà, C., Fox-Dobbs. K., Koch, P. L., Wayne. R. K., Van Valkenburgh, G. (2007), Megafaunal extinctions and the disaσελearance of a specialized wolf ecomorph, Current Biology 17:1146–1150
  • Linnell, J.D.C., Andersen, R., Andersone, Z., Balciauskas, L., Blanco, J.C., Boitani, L.; Brainerd, S., Breitenmoser, U., Kojola, I., Liberg, O., Loe. J., Okarma, H., Pedersen, H. C., Promberger, C., Sand, H., Solberg, E. J., Valdmann, H., Wabakken (2002). The Fear of Wolves: A Review of Wolf Attacks on Humans. NINA. ISBN 82-426-1292-7.
  • Lopez, Barry H. (1978). Of Wolves and Men. J. M. Dent and Sons Limited. ISBN 0-7432-4936-4.
  • Lorenz, Konrad (2002) Man meets dog, Routledge, ISBN 0-415-26744-7
  • Marjanović, Vesna (2005). Maske, maskiranje i rituali u Srbiji. p. 257. ISBN 9788675585572. Вук као митска животиња дубо- ко је везан за балканску и српску митологију и култове. Заправо, то је животиња која је била распрострањена у јужнословенским крајевима и која је представљала сталну опасност како за стоку ...
  • Marvin, Garry (2012). Wolf. Reaktion Books Ldt. ISBN 978-1-86189-879-1
  • McCone, Kim R. Hund, Wolf, und Krieger bei den Indogermanen in W. Meid (ed.), Studien zum indogermanischen Wortschatz, Innsbruck, 1987, 101-154
  • McSpadden, Russ (August 19, 2013). Wild Wolf in Kentucky, First in 150 Years, Killed by Hunter. Earth First! News. Retrieved September 4, 2013
  • Mech, L. D. (1998), Who's Afraid of the Big Bad Wolf? -- Revisited. International Wolf 8(1): 8-11.
  • Mech, L. David. (1999). Alpha status, dominance, and division of labor in wolf packs. Canadian Journal of Zoology 77 (8): 1196–1203. doi:10.1139/z99-099. Archived from the original on December 14, 2005.
  • Mech, L. David (1981). The Wolf: The Ecology and Behaviour of an Endangered Species. University of Minnesota Press. ISBN 0-8166-1026-6
  • Mech, L. D. (1977). Wolf-Pack Buffer Zones as Prey Reservoirs. Science 198 (4314): 320–321. doi:10.1126/science.198.4314.320
  • Mech, D. L. (1974). Canis lupus Mammalian Species 37 (37): 1–6
  • Mech, David L., Adams, Layne G., Meier, Tomas J., Burch, John W., & Dale, Bruce W. (2003), The Wolves of Denali, University of Minnesota Press, p. 163, ISBN 0816629595
  • Mech, L. D. & Boitani, L. (2004) Grey wolf Canis lupus Linnaeus, 1758, in Sillero-Zubiri, C., Hoffmann, M. & Macdonald, D.W. (eds), Canids: Foxes, Wolves, Jackals and Dogs: Status Survey and Conservation Action Plan IUCN/SSC Canid Specialist Group. Gland, Switzerland and Cambridge, UK. x + σελ. 124-129
  • Mech, L. David; Boitani, Luigi (2003). Wolves: Behaviour, Ecology and Conservation. University of Chicago Press. ISBN 0-226-51696-2
  • Mech, L. D., Christensen, B. W., Asa, C. S., Callahan, M, Young, J. K. (2014), Production of Hybrids between Western Gray Wolves and Western Coyotes. PLoS ONE 9(2): e88861. doi:10.1371/journal.pone.0088861
  • Mertl-Millhollen, A. S.; Goodmann, P. A.; Klinghammer, E. (1986). Wolf scent marking with raised-leg urination. Zoo Biology 5: 7. doi:10.1002/zoo.1430050103
  • Mills, M. G. L.; Mills, Gus and Hofer, Heribert (1998). Hyaenas: status survey and conservation action plan. IUCN. σελ. 24–25. ISBN 978-2-8317-0442-5.
  • Mills, L. Scott. Conservation of wildlife populations: demography, genetics, and management (2nd ed. ed.). Hoboken, NJ: Wiley-Blackwell. p. 148. ISBN 9780470671504.
  • Miquelle, D.G., Stephens, P.A., Smirnov, E.N., Goodrich, J.M., Zaumyslova, O.Yu. & Myslenkov, A.I. (2005). "Tigers and Wolves in the Russian Far East: Competitive Exclusion, Functional Redundancy and Conservation Implications". In Large Carnivores and the Conservation of Biodiversity. Ray, J.C., Berger, J., Redford, K.H. & Steneck, R. (eds.) New York: Island Press. σελ. 179–207 ISBN 1559630809
  • Morton, Thomas (1972). New English Canaan: Or, New Canaan (Research Library of Colonial Americana) , σελ. p188. ISBN 0-405-03309-5
  • Moriceau, Jean-Marc (2013), Sur les pas du loup: Tour de France et atlas historiques et culturels du loup, du moyen âge à nos jours [On the trail of the wolf: a tour of France and a historical and cultural atlas of the wolf, from the Middle Ages to modern times], Paris, Montbel, ISBN 978-2-35653-067-7
  • Moura, Andre E., et al (2013). Unregulated hunting and genetic recovery from a severe population decline: the cautionary case of Bulgarian wolves. Conservation Genetics 14. doi:10.1007/s10592-013-0547-y.
  • Muñoz-Fuentes V., et al. 2009. Ecological factors drive differentiation in wolves from British Columbia. Journal of Biogeography 36: 1516-1531
  • Murthy, K. Krishna, Mythical animals in Indian art. Abhinav Publications, 1985, ISBN 0-391-03287-9
  • Nowak, R. M. (1995), Another look at wolf taxonomy, in: L. N. Carbyn, S. H. Fritts and D. R. Seip (eds), Ecology and conservation of wolves in a changing world: proceedings of the second North American symposium on wolves, σελ. 375-397, Edmonton, Canada.
  • Nowak, R. (1992). Wolves: The great travelers of evolution. International Wolf 2 (4): 3–7.
  • Nowak, Ronald M; and Paradiso, John L. Walker's Mammals of the World. 4th ed. Baltimore: Johns Hopkins University Press; 1983. p. 953
  • Nowak, R. M. & Federoff, N. E. (2002), The systematic status of the Italian wolf Canis lupus, Acta theriol. 47(3): 333-338
  • Paquet, P. C. (1991). Scent-marking behavior of sympatric wolves (Canis lupus) and coyotes (C.latrans) in Riding Mountain National Park. Canadian Journal of Zoology 69 (7): 1721–1727. doi:10.1139/z91-240
  • Paquet, P. & Carbyn, L. W. (2003), Gray wolf, Canis lupus and allies, in Feldhamer, George A. et al., Wild Mammals of North America: Biology, Management, and Conservation, JHU Press, σελ. 482-510, ISBN 0801874165
  • Paterson, Tony (November 20, 2012). "Wolves close in on Berlin after more than a century". The Independent. Retrieved November 24, 2012.
  • Person, D.; Kirchhoff, M.; van Ballenberghe, V.; Iverson, G.C.; & Grossman, E. (1996). The Alexander Archipelago Wolf: A Conservation Assessment. Gen. Tech. Rep. PNW-GTR-384, November 1996, USDA/FS, Pacific NW Research Sta., Portland, Or.
  • Peters, R. P.; Mech, L. D. (1975). "Scent-marking in wolves". American scientist 63 (6): 628–637. PMID 1200478
  • Qumsiyeh, Mazin B. (1996), Mammals of the Holy Land, Texas Tech University Press, σελ. 146–148, ISBN 089672364X
  • Rajpurohit, K.S. 1999. Child lifting: Wolves in Hazaribagh, India. Ambio 28:162–166.
  • Randi, E. et al., (2000), Mitochondrial DNA variability in Italian and east European wolves: Detecting the conseguences of small population size and hybridization, Conservation biology, 14 (2): 464-473
  • Reich, D.E.; Wayne, R.K.; Goldstein, D.B. (1999). "Genetic evidence for a recent origin by hybridization of red wolves". Molecular Ecology 8: 139–144
  • Richardson, John, William Swainson, William Kirby Fauna Boreali-americana, Or, The Zoology of the Northern Parts of British America: Containing Descriptions of the Objects of Natural History Collected on the Late Northern Land Expeditions, Under Command of Captain Sir John Franklin, R.N. Published by J. Murray, 1829
  • Riedman, M. L. (1982). The Evolution of Alloparental Care and Adoption in Mammals and Birds. The Quarterly Review of Biology 57 (4): 405. doi:10.1086/412936. edit
  • Rincon, Paul (April 8, 2004), Claws reveal wolf survival threat, BBC News, retrieved, December 12, 2014
  • Robbins, Jim (1998). "Weaving A New Web: Wolves Change An Ecosystem". Smithsonian National Zoological Park. Archived from the original on January 24, 2009. Retrieved August 10, 2007.
  • Roughgarden, Joan (2004). Evolution's rainbow: diversity, gender, and sexuality in nature and people. University of California Press. σελ. 140–. ISBN 978-0-520-24073-5.
  • Rueness, E. K.; Asmyhr, M. G.; Sillero-Zubiri, C.; MacDonald, D. W.; Bekele, A.; Atickem, A.; Stenseth, N. C. (2011). Gilbert, Thomas M, ed. The Cryptic African Wolf: Canis aureus lupaster is Not a Golden Jackal and is Not Endemic to Egypt.
  • Rutledge, L. Y. et al. (2010), Genetic differentiation of eastern wolves in Algonquin Park despite bridging gene flow between coyotes and grey wolves, Heredity 105 (6), 520-531
  • Sax, Boria (2000). Animals in the Third Reich: Pets, Scapegoats, and the Holocaust, Continuum International Publishing Group, p. 75, ISBN 0826412890
  • Scott Sayare (September 3, 2013). As Wolves Return to French Alps, a Way of Life Is Threatened. The New York Times. Retrieved September 4, 2013. sheep and goat losses doubled in the past five years to nearly 6,000 in 2012
  • Serpell, James (1995). The Domestic Dog; its evolution, behaviour and interactions with people. Cambridge: Cambridge Univ. Press. p. 35. ISBN 0-521-42537-9.
  • Seton, E. T. (1909) Life-histories of northern animals: an account of the mammals of Manitoba, part II, New York City: Scribner, σελ. 749-788
  • Severin, Tim (2003). In Search of Genghis Khan: An Exhilarating Journey on Horseback Across the Steσελes of Mongolia, p. 280. ISBN 0-8154-1287-8.
  • Smith, Douglas W. (2006) Decade of the Wolf: Returning the Wild to Yellowstone, Lyons Press, ISBN 1-59228-886-3
  • Smith, Charles Hamilton, The Natural History of Dogs: Canidæ Or Genus Canis of Authors. Including Also the Genera Hyæna and Proteles. Published by W.H. Lizars, ... S. Highley, ... London; and W. Curry, jun. and Co. Dublin., 1839
  • Spady TC, Ostrander EA (January 2008). Canine Behavioral Genetics: Pointing Out the Phenotypes and Herding up the Genes. American Journal of Human Genetics 82 (1): 10–8. doi:10.1016/j.ajhg.2007.12.001. PMC 2253978. PMID 18179880.
  • Struzik, Ed (October 27, 2011). Killing Wolves: A Product of Alberta's Big Oil and Gas Boom.
  • Sunquist, Melvin E. & Sunquist, Fiona (2002) Wild cats of the world, University of Chicago Press, p. 167 ISBN 0-226-77999-8
  • Thalmann, Ο., B. Shapiro, P. Cui, V. J. Schuenemann, S. K. Sawyer, D. L. Greenfield, M. B. Germonpré, M. V. Sablin, F. López-Giráldez, X. Domingo-Roura, H. Napierala, H-P. Uerpmann, D. M. Loponte, A. A. Acosta, L. Giemsch, R. W. Schmitz, B. Worthington, J. E. Buikstra, A. Druzhkova, A. S. Graphodatsky, N. D. Ovodov, N. Wahlberg, A. H. Freedman, R. M. Schweizer, K.-P. Koepfli, J. A. Leonard, M. Meyer, J. Krause, S. Pääbo, R. E. Green, R. K. Wayne - Complete Mitochondrial Genomes of Ancient Canids Suggest a European Origin of Domestic Dogs - Science 15 November 2013: Vol. 342 no. 6160 σελ. 871-874 DOI: 10.1126/science.1243650
  • Tiwari, J. K.; Sillero-Zubiri, C. (2004). "Unidentified Canid in Horn of Africa" (PDF). Canid News 7: 5.
  • Viegas, Jennifer (January 16, 2014), Dogs Not as Close Kin to Wolves as Thought, Discovery News
  • Vilà, Carles and Wayne, Robert K. (1997). Hybridization between Wolves and Dogs. Conservation Biology 13 (1): 195–198. doi:10.1046/j.1523-1739.1999.97425.x. JSTOR 2641580
  • Vos, J.: Food habits and livestock depredation of two Iberian wolf packs (Canis lupus signatus) in the north of Portugal. Journal of Zoology (2000), 251: 457-462 Cambridge University Press
  • Walker, Brett L. (2005). The Lost Wolves Of Japan. University of Washington Press. ISBN 0-295-98492-9.
  • Wayne, R. K. et al. (1992) Mitochondrial DNA variability of the gray wolf: genetic consequences of population decline and habitat fragmentation on genetic variability, Conservation Biology 6:559-69
  • Wayne, Robert K. (1993). Molecular evolution of the dog family. Trends in Genetics 9 (6): 218–224. doi:10.1016/0168-9525(93)90122-X.
  • Weckworth B.V., Talbot S., Sage G.K., Person D.K., Cook J. (2005). A signal for independent coastal and continental histories among North American wolves. Molecular Ecology. 14:4:σελ.917-931.
  • Wilson, P.J., Grewal, S., Lawford, I.D., Heal, J.N.M., Granacki, A.G., Pennock, D., Theberge, J.B., Theberge, M.T., Voigt, D.R., Waddell, W., Chambers, R.E., Paquet, P.C., Goulet, G., Cluff, D., White, B.N. (2000). DNA profiles of the eastern Canadian wolf and the red wolf provide evidence for a common evolutionary history independent of the gray wolf. Canadian Journal of Zoology 78: 2156–2166. doi:10.1139/cjz-78-12-2156.
  • Wolpert, Stuart (November 14, 2013), Dogs likely originated in Europe more than 18,000 years ago, UCLA biologists report, UCLA News Room
  • Woodford, Riley. "Alaska's Salmon-Eating Wolves". Wildlifenews.alaska.gov. Retrieved March 16, 2010
  • Wozencraft, W. Christopher (1993). Order Carnivora. In Wilson, D.E.; Reeder, D.M. Animal Species of the World:A Taxonomic and Geographic Reference 1 (2 ed.). Washington, D.C.: Smithsonian Institution Press. p. 576. ISBN 9780801882210.
  • Wozencraft, W. C. (2005). Order Carnivora. In Wilson, D. E.; Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3rd ed.). Johns Hopkins University Press. ISBN 978-0-8018-8221-0. OCLC 62265494.
  • Young, Stanley P.; Goldman, Edward A. (1944a). The Wolves of North America, Part I. New York, Dover Publications, Inc.
  • Young, Stanley P.; Goldman, Edward A. (1944b). The Wolves of North America, Part II. New York, Dover Publications, Inc.
  • Zimen, Erik (1981). The Wolf: His Place in the Natural World. Souvenir Press. ISBN 0-285-62411-3
  • Zub, K., Theuerkauf, J., Jędrzejewski, W., Jędrzejewska, B., Schmidt, K., Kowalczyk R. (2003). Wolf Pack Territory Marking in the Białowieża Primeval Forest (Poland). Behaviour 140 (5): 635–648. doi:10.1163/156853903322149478. JSTOR 4536049.
 

Οι λύκοι επέστρεψαν
στον Ταΰγετο έναν αιώνα μετά

Ο εντοπισμός της πρώτης αγέλης από τη δεκαετία του 1930 είναι μια καλή είδηση για τη διατήρηση του είδους, μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης να υποβαθμίσει το καθεστώς απόλυτης προστασίας, με το επιχείρημα ότι οι πληθυσμοί έχουν αυξηθεί και προκαλούν ζημιές σε κτηνοτρόφους. Στην πρώτη δειγματοληψία που πραγματοποίησε φέτος η Καλλιστώ στην Πελοπόννησο δεν βρέθηκε καμία ένδειξη παρουσίας λύκων, παρά τις ανέκδοτες αναφορές που είχαν έρθει από το 2019. Η κατάσταση άλλαξε με δεύτερη δειγματοληψία τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από περιστατικό στη Μεσσηνία στο οποίο βρέθηκαν νεκρές 40 κατσίκες και ένας ποιμενικός σκύλος.
Οι φωτογραφικές παγίδες που είχαν τοποθετηθεί σε 30 χιλιόμετρα δασικών δρόμων απαθανάτισαν τελικά εννέα λύκους, τέσσερα ενήλικα και πέντε νεαρά άτομα. Για τον εντοπισμό της αγέλης ενημερώθηκαν το υπουργείο Περιβάλλοντος, τα δασαρχεία της Πελοποννήσου, ο ΕΛΓΑ και ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ).
Ως κορυφαίος θηρευτής, ο λύκος (Canis lupus) παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας, καθώς περιορίζει για παράδειγμα τους πληθυσμούς φυτοφάγων ζώων που με τη βοσκή περιορίζουν τα δάση. Χάρη στο καθεστώς απόλυτης προστασίας που απολάμβανε μέχρι σήμερα, το είδος έχει επιστρέψει και στην Πάρνηθα ύστερα από απουσία τεσσάρων δεκαετιών.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, η Καλλιστώ και ακόμα 19 περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν στείλει επιστολή στον υπουργό Περιβάλλοντος Θεόδωρο Σκυλακάκη για τη διατήρηση του καθεστώτος προστασίας, ζητώντας να συνταχθεί μια επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση για τη διατήρηση των ειδών και των οικοσυστημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"