26 Ιουνίου 2021

Γιάννης Μανούσακας: Ο μπάρμπα-Αναστάσης του Σοβιέτ

Κάθε φορά που ο μπάρμπα-Αναστάσης έκλεινε το μύλο του να κατεβεί στην πρωτεύουσα της επαρχίας, τη Σπερχειάδα, οι άλλοι σύντροφοί του τού παράγγελναν: «Ρώτα και τούτο, ρώτα και κείνο, και μην ξεχνάς να μάθεις τι ’ναι, μαθές, αυτό το Σοβιέτ, που σου λένε, να μας πεις να το φτιάξομε».
Και κάθε φορά ο μπάρμπα-Αναστάσης τους έφερνε την παραγγελιά της καθοδήγησης: «Ε, να σύντροφοι, επιμένουν. Να το φτιάξομε, λένε, το Σοβιέτ στην ορεινή Φθια» και τίποτις άλλο. «Ε, να το φτιάξομε, να το φτιάξομε», παραδεχόντανε κι οι άλλοι σύντροφοι. Αλλά το χρέος αυτό έμενε ως εκεί. Το μόνο που βγήκε ως τώρα ήταν να κολλήσουν στον μπάρμπα Αναστάση το παρα­τσούκλι, να τόνε λένε «Σοβιέτ».
Και πώς γίνηκε να το μάθει όλος ο κόσμος στα Μάρμαρα, το χωριό του, μα και στ’ άλλα τα κοντοχώριουλα που κατέβαιναν στο μύλο του ν’ αλέσουν το σμιγό, αυτό το παρατσούκλι, παρά το συνωμοτισμό που παράγγελνε ο καθοδηγη­τής της επαρχίας, ο Αλέξαντρος, κανείς δεν το ξέρει. Έτσι τον λέγανε οι χήρες κι οι χαιράμενες γυναίκες, και οι νέοι, οι κοπελιές και οι γέροι:

— Πάμε ν’ αλέσομε στου μπάρμπα-Αναστάση του Σοβιέτ, ή πάμε στο μύλο του Σοβιέτ. Ως κι ο σταθμάρχης της Παλιοβράχας έφτασε να μυριστεί κάτι τις…

Κι αυτή τη φορά που θα κατέβαινε ο μπάρμπα-Αναστάσης στην πρωτεύουσα οι σύντροφοί του, του παράγγειλαν πάλι: «Ρώτα για το Σοβιέτ, πώς φτιάχνε­ται, και μην ξεχνάς να φέρεις Ριζοσπάστη».


Εκείνος πρωί πρωί, χάραμα, έπλενε πρόσωπο και κεφάλι, χτένιζε τα γένια με τα δαχτύλια του κι απόσερνε τις απαλάμες στο ρούχο του να φύγουνε τ’ αλεύρια, έβαζε στον ντουρβά τα σμιλοκόπια να τα τροχίσει, έκλεινε το μύλο, καβάλαγε στο γαϊδουράκι του, έκανε το σταυρό του κι έλεγε «στ’ όνομα του Θεού». Χτυπούσε ύστερα το ζωντανό στα καπούλια και μια και δυο στο δρόμο για τη Σπερχειάδα. Δεν άπεχε δα και πολύ απ’ το χωριό του, τα Μάρμαρα, δυο καν τρεις ώρες, κόντευε κιόλας λίγο απ’ τη χαράδρα όπου βρυχιόταν ο νερόμυλός του.

Φτάνοντας στη χώρα ταχτοποιούσε στο στάβλο το γαϊδουράκι, παράγγελνε να του δώσουν άχυρο, λίγο κριθάρι, κι έλεγε ακόμη στο χανιτζή να κοιτάξει μην ήθελε γέμισμα το σαμάρι, τα πέταλα καρφιά και να μην ξεχάσει για λίγο νερό.
Έβγαινε κατόπι στην αγορά, ψώνιζε τα μακαρόνια και το ρύζι, τα όσπρια, τις ρέγκες και τον μπακα­λιάρο, ο τόπος εκεί πάνω είναι γερός, χωνευτικό το νερό, άλεθε το στομάχι και λιθάρια.
Μετά από τα ψώνια και τις άλλες μικροδουλιές του, άφηνε και τα σμιλοκόπια στο γύφτο να τα τροχίσει, ο μύλος ήθελε χαραή να κόβει το κριθάρι ψιλό: Ερχότανε ύστερα η σειρά να πάει στο σύντρο­φο τον Αλέξαντρο το χαρτοπώλη, καθοδηγητή όλης της επαρχίας. Να μάθει τα νέα για να τα πει κι αυτός στους άλλους συντρόφους, να τον γκαρδιώσει κιό­λας ο Αλέξαντρος, να του δώσει τη γραμμή, τον τύπο και οδηγίες. Αυτά όλα τα σκεβόταν ο μπάρμπα-Αναστάσης, καθώς έφερνε κύκλους από στενά κι αντιγύ­ριζε, ψάχνοντας, μην τον κοιτάει μάτι χωροφυλάκου. Η μπουρζουαζία, σκέφτηκε, είχε ψηφίσει στη βουλή της το ιδιώνυμο, είχε γεμώσει τα ξερονήσια εξόρι­στους, έπρεπε λοιπόν να παίρνει τέτοια μέτρα, «αυστηρά», καθώς ο συνωμοτισμός της καθοδήγησης εδίδασκε. Φτάνοντας στο χαρτοπωλείο γλιστρούσε μέσα με τρόπο, όπως ο λαγός στην καθιά του. Φώναζε στο σύντροφο Αλέξαντρο πως ήθελε χαρτοφάκελα, ένα μολύβι, μια γομολάστιχα, ένα τεφτεράκι, έτσι που να μη δώσει υποψία, σαν είχε άλλους πελάτες, κι όταν τέλος μέναν οι δυο τους με τον Αλέξαντρο, τον αγκάλιαζε ο Αλέξαντρος:

— Μπάρμπα-Αναστάση μου! είσαι ο καλύτερος σύντροφός μας του υπαίθρου. Σε σένα έχομε τα θάρρη μας για το ξεσήκωμα της ορεινής Φθιας... Αλλά πες μου, πώς πάτε; Το φτιάξατε το Σοβιέτ; Πού κουτσαίνετε, να βοηθήσομε κι εμείς στέλνοντάς σας τον ινστρούχτορα που έρχεται και σε μας απ’ τη Λαμία. Να μου πεις εσύ πρώτα τα νέα τα δικά σας, μπάρμπα-Αναστάση μου, και μετά σου λέω εγώ πολλά και τις επιτυχίες που έχει η Σοβιετική μας πατρίδα. Πες μου όμως, βιάζομαι να σ’ ακούσω... Ξέρεις; Τώρα στο σύνθημα: «Κάτω τα χέρια από τη Σοβιετική μας πατρίδα» προστέθηκε κι άλλο: «Κάτω τα χέρια από την Κίνα». Ξέρεις, σύντροφέ μου, μπάρμπα-Αναστάση μου, η Κίνα με τα εξακόσια της εκατομμύρια κόκκινη;; Πάει, κοκκίνισε ο κόσμος όλος! Εμείς εδώ περιμένομε ότι σ’ έξι μήνες, το πιο πολύ σ’ ένα χρόνο, να έχομε και στη χώρα μας Σοβιετική εξουσία.

Τ’ άρεσαν του σύντροφου μπάρμπα-Αναστάση όλα που έλεγε ο Αλέξαντρος, τ’ άκουέ με κατάνυξη, μα πιο πολύ απ’ όλα του άρεσε όταν έλεγε για το Κολχόζ και το Σοβιέτ. Αλλά πιο καλό θα ήταν, σκέφτηκε, το Σοβιέτ απ’ το Κολχόζ, που τόσες φορές του είχε πει να φτιάξουν στα Μάρμαρα και σ’ όλη την ορεινή Φθια. Πήγε να ρωτήσει, να πει κι αυτός κάτι τι, μα πού να, σταματήσει ο σύντροφός του ο Αλέξαντρος, έτρεχε η γλώσσα του όπως το νερό στο αυλάκι του μύλου. Ήθελε να του τα πει όλα και μονοκοπανιάς.         
Έκανε όμως για μια στιγμή κράτει, να του ρωτήσει για τις επιτυχίες του πυρήνα, στα πάνω - πάνω χωριά της ορεινής Φθιώτιδας.

Ε, νά, είπε ο γερο-Αναστάσης, είμαστε εγώ, ο Στελάρας κι ο Θανάσαρος και μας ήρθανε άλλοι τρεις ελατόμοι, που σκίζουνε σανίδια πάνω ψηλά από το μύλο μου από έλατα και πλατάνια. Καλοί άνθρω­ποι, είναι από το ψηλό χωριό τη Δάφνη, τους έκανα προπαγάντα και' τους έψηνα πίτες από σταρίσιο αλεύρι στο σάτι.' Τον ένα κιόλας τον ήξερα, τον γνώρισα στην αιχμαλωσία στη Μικρασία.
Εδώ όμως, ενθουσιασμένος ο Αλέξαντρος, στα­μάτησε το γέρο σύντροφό του -ο Αλέξαντρος μόλις που πατούσε τα είκοσι τέσσερα χρόνια του; ενώ ο μπάρμπα-Αναστάσης έφτανε τα διπλά- τον ασπάστηκε και του συγχάρηκε.

— Η επιτυχία σας, σύντροφε, είναι εκατό τοις εκατό. Από τρεις γινήκατε έξι... Από έξι θα γίνετε δώδεκα, είκοσι τέσσερις, σαράντα οχτώ...
Να γιατί λέμε μεις ότι η εξουσία καλπάζει και κατεβαίνει στην Ελλάδα. Προσοχή όμως, σύντροφε! Συνωμοτισμός και επαγρύπνηση! Να ελέγχετε τα μέλη σας, μήπως κάποιος είναι βαλτός απ’ τον αντίπαλο, και να είναι όλοι αδιαμφισβητήτου ηθικής υπόστασης!. Το τονίζομε αυτό: ηθικής υπόστασης!
— Εντάξει, σύντροφε μπάρμπα-Αναστάση. Συνέ­χισε τώρα απ’ τα δικά σου.
— Ε, νά. Οι άλλοι σύντροφοι είναι όλοι τους παντρεμένοι με παιδιά, εγώ νά, είμ’ ελεύθερος, αλλά δεν έχω αμαρτήσει...
— Εντάξει! σύντροφέ μου, εντάξει! Πάτε καλά σε όλα! Καλά!
— Τώρα μια που δεν έχω για την ώρα πελατεία, να σου πω λίγο από τα νέα τα δικά μας και, τέλος, να σου δώσω, μερικές οδηγίες. Και πρώτα για τη Σοβιετική μας πατρίδα, για τα επιτεύγματα που σου είπα, και για τις άλλες , επιτυχίες: με το δεύτερο πεντάχρονο τους τρώει όλους τους καπιταλιστές στην παραγωγή μέσων παραγωγής και θα μπει μπροστά στην ελαφριά της βιομηχανία. Και άλλα πολλά επιτεύγματα κι επιτυχίες θα δεις στο Ριζοσπάστη. Καν το προλεταριάτο της Αθήνας και της Σαλονίκης σε αγώνα ασίγαστο για ψωμί, δουλιά και λευτεριά.


Ο σύντροφος μπάρμπα-Αναστάσης είχ’ ενθου­σιαστεί, ν’ ακούσει πως σ’ έξι μήνες φτάνει η εργατική εξουσία στην Ελλάδα, θέλησε να πει κι αυτός κάτι, μα, να πάρει ο διάολος, δεν ήξερε τι να πει και τι απ’ όσα του παράγγειλαν οι σύντροφοι να ρωτήσει. Ούτε τι ’ναι το Σοβιέτ, που θα το έφτιαχναν στην ορεινή Φθια, δε θυμήθηκε να ρωτήσει. Δεν είχε διαβάσει κιόλας , βιβλία και στο σκολειό ίσα που έβγαλε δυο τάξεις, μα το σκέφτηκε να πει κι αυτός κάτι τι, ό,τι του κατέβαζε το μυαλό του εκείνη τη στιγμή:

— Μακάρι παιδί μου, σύντροφέ μου Αλέξαντρε, μακάρι να δώσει ο Θεός και να γίνουνε όλα που μου είπες στη Σοβιετική μας πατρίδα.
— Α! Θεός δεν υπάρχει! έβγαλε φωνή και του έκοψε ο σύντροφος. Αυτά είναι των παπάδων και της μπουρζουαζίας. Το είπε κι ο Μαρξ. Είπε ακόμα πως η θρησκεία μοιάζει της κωλοφωτιάς που λάμπει στο σκοτάδι. Να κάνετε, σύντροφε, συνεδρίαση του πυρήνα, να το πεις και στους άλλους συντρόφους μας, για να μη ζούνε στο σκότος. Θεός δεν υπάρχει. Τέλος!
Ο μπάρμπα-Αναστάσης αν και ήτανε άνθρωπος θεοσεβούμενος, μάλιστα του είχε παραδώσει ο μπάρ­μπας του από μάνα, ο Μπαλακώστας, που απ’ αυτόνε κιόλας πήρε κληρονομιά το μύλο και το επίθετό του το ίδιο, μια κρυψώνα ανάμεσα σε βράχους, κλαριά και βάτα, χωμένη βαθιά κάτω από το μύλο, δίπλα εκεί όπου βρυχιόταν το νερό του ψηλού καταρράχτη. Λογάριαζε κιόλας εις τα βαθιά του γεράματα να πάει εκεί και να μονάσει, αλλά τώρα 6εν έφερε αντίρρηση καμιά; αφού το λέει ο Μαρξ και το Κόμμα με το στόμα του σύντροφού μας, του Αλέξαντρου, πάει. Θεός δεν υπάρχει... σκέφτηκε κι έμεινε εκειδά συλλοϊσμένος...

— Σε ζηλεύω, σύντροφέ μου καλέ, μπάρμπα-Αναστάση, που μένεις εκεί ψηλά, μες στις δροσιές και τα νερά τα γάργαρα, ακούς Το χάραμα τις πέρδικες και τους κότσυφους στα πλάγια, τα αηδόνια στις φυλλω­σιές του πλάτανου και της μουριάς και κάνεις ένα τέτοιο επάγγελμα χωρίς εκμετάλλεψη - όταν βέβαια ο μυλωνάς έχει καθαρά τα χέρια του, δεν είναι μουντάρης και μένει πιστός μέχρις θανάτου εις το Κόμμα.
Δοκίμασε
jo μπάρμπα-Αναστάσης να πει πόσο αφιλόκερδος είναι στη δουλιά του κι έντιμος, τόσες χηράδες τ’ αμουνταίρνουν κι αυτός τις αποδιώχνει...

Ήθελε να τα πει όλα, μα ο Αλέξαντρος είχε πάρει την τρίτη φόρα του κι έλεγε ασταμάτητα. Στο τέλος είπε πως πρέπει να μπει ένας από τους έξι του πυρήνα κεφαλή, να φτιάξει ένα όμιλο της εργατικής βοήθειας, για ενίσχυση των συντρόφων εξόριστων που αργοπεθαίνουν στα ξερονήσια που τους κρατάει η πλουτοκρατία. Του έδωσε κι άλλες πολλές οδηγίες για τη νεολαία και τις γυναίκες. Κι άλλα πολλά ήθελε να του παραγγείλει, μα κρατώντας το Ριζοσπάστη διπλωμένο του τον έδωσε λέγοντάς του: «το νου σας!»

Είχε μπει στην ώρα πάνω στο μαγαζί μια πελάτισσα και παρά που θα του έβαζε ακόμα το καθήκον, πώς να διαλέξουν τις γυναίκες της οργάνωσης, να είναι ηθικές και με πολύ κύρος στα Μάρμαρα, πήγε να περιποιηθεί την πελάτισσα κι ο σύντροφος μπάρμπα- Αναστάσης βγήκε έξω, είδε τον ήλιο που είχε γείρει, έτρεξε ίσια στο στάβλο, σαμάρωσε και φόρτωσε στο γαϊδουράκι του τα ψώνια και μόνο που παραμέρι­σε σ’ ένα κρασοπουλιό για να γεμώσει κρασί το παγούρι, ένα παγούρι ..του πρώτου πολέμου -ο δεύτερος δεν είχε γίνει ακόμη- το είχε σύντροφό του αχώριστο, ώσπου κάποια δόση θέλησε να τ’ απαγο­ρέψει, κι αυτό ο ινστρούχτορας, που ήρθε στα Μάρμαρα ίσια απ’ τη Λαμία, Ήταν άνθρωπος αυτός ο ινστρούχτορας τόσο πολύ μορφωμένος που αγρικήθηκε πως η λίγη λειψάδα, που φως φανάρι τον βάσταγε, ήταν ακριβώς απ’ τα πολλά τα διαβά­σματα. Τί ήταν στον κόσμο να μην το ξέρει. Αυτός είπε πως όλα τα ποτά βλάφτουν, πλην το νερό. Το ίδιο είπε για το κρέας και τα ψάρια κι όλα τα ζωικά, ότι γεμώζουν τον οργανισμό πτωμαΐνες και δηλητή­ρια, Μονάχα, τα φυτά και οι καρποί είναι τα αβλαβή, Ο κάθε κομμουνιστής όμως μπορούσε, και ήταν λεύτερος απ’ το Κόμμα, να σιτάται όπως επιθυμεί, αλλά όμως τα οινοπνευματώδη τα απαγόρευε κι ο κάθε ένας έπρεπε να διαλέξει: «Κόμμα είτε οινό­πνευμα». Ξεκαθάρισε κιόλας πως το κρασί υπάγεται στα οινοπνευματώδη, καθώς και ό,τι άλλο ποτό σκοτίζει τον εγκέφαλο. Αυτά είπε ο ινστρούχτορας αλλά, όπως θα δούμε, το κρασί δεν το σταμάτησε ο μπάρμπα-Αναστάσης, γιατί σταμάτησε η μπουρζουα­ζία το Κόμμα.

Τώρα όμως αυτή την απαγόρεψη δεν τήνε ξέρει. Κάποτες που κάτι του είπε ο Στελάρας για απαγόρεψη και τα τέτοια, που τα είχε μάθει στη Λαμία, αυτός είπε: «Λε γένεται, σύντροφέ μου Στελάρα, δε γένεται».
Τώρα καβάλα στο γαϊδουράκι του πίνει γουλιά στη γουλιά, ανεβαίνοντας το μονοπάτι της ποταμιάς ανάμεσα από σμυρτιές και πικροδάφνες. Μοσκοβο­λάει ο τόπος ογρές μυρουδιές και τα κοτσύφια σκιαγμένα κιουκιουρίζουν.

Άκουσε πολλά, έμαθε κάμποσο, κρατάει και το Ριζοσπάστη για τους συντρόφους, έχει και την εντολή να φτιάξουν το Σοβιέτ. Ναι, δεν ξέρει τι είναι, μα η λέξη «Σοβιέτ» τον ενθουσιάζει, τη λέει και την ξαναλέει στο νου τού, όλα του πήγανε καλά στη χώρα, του ΄ρχεται ένα τραγούδι, ξέρει δυο στίχους: «Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια!..» -αυτό το έμαθε μαζί μ’ ένα άλλο: «Επέσετε θύματα αδέρφια εσείς...», στη Μικρασία, στην εκστρατεία του Σαγγάριου.
«Αχ και να ήξερα γράμματα», λέει, «να δια­βάζω, να διαβάζω,
να τα μάθω ούλα τα τραγούδια κι ούλα τα όμορφα και τ’ αληθινά της ισότητας». Κρατάει το παγούρι με το κρασί, νιώθει την κρυάδα του στις ψίχες των δαχτυλιών του, λέει το στίχο και κατεβάζει μια γουλιά, άλλο στίχο κι άλλη γουλιά. Το γαϊδουράκι αργοσαλεύει για να μη χαλάει την ευτυ­χία του αφέντη του που έχει κέφι πολύ, ξαναγυρνάει το μυαλό του στο διάβασμα, θέλει να μάθει, αν το μπόραγε, το τι και τι λέει ο Στάλιν ο αρχηγός, κι ο Λένιν κι ο Μαρξ και τόσοι - πού να τους θυμηθεί το μυαλό μου... Κι ο Δημητρώφ ο ήρωας κι οι Κινέζοι σύντροφοί μας κι οι Ρούσοι προλετάριοι.
Το Κολχόζ! Τι ’ναι το Κολχόζ; δεν το ξέρω. Και το Σοβιέτ; που ο σύντροφός μας ο Αλέξαντρος κι οι άλλοι σύντροφοί μας της Σπερχειάδας επιμένουνε να το φτιάξομε στην ορεινή Φθια, ποιος το ξέρει τι λογιού πράμα είναι κι αυτό; Μας το ΄λεγε, καλή του ώρα, ο Παπαγιώργης: «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο». Οι Ρούσοι, με την επανάσταση, πήγανε, λέει, σκολειό όλοι. Και γέροι εκατό χρονώ μάθανε γράμματα κι οι γριές κι όλοι μάθανε γράμματα για να διαβάζουνε τα βιβλία τα όμορφα... Α! και να γινότανε και μας το θάμα στην εξαμηνιά... Να ΄ρθει η επανάσταση, καθώς την περιμένουν οί σύντροφοί μας στη χώρα! Να πάω σκολειό, να μάθω να διαβάζω βιβλία. Να ρεγουλέρνω την κοφινίδα να πέφτουν στο κανονικό τα σπειριά του σμιγού, ν’ ακούω το βρούχος του νερού, το μύλο να γουργουρίζει κι η αλευρόσκονη να μπαίνει στα ρουθούνια μου και γω, ξαπλωμένος στο πέτρινο πεζούλι, να διαβάζω βιβλία. Ύστερα θυμή­θηκε και εκείνη την υπόσχεση του Αλέξαντρου που του την είχε κανωμένη από πέρυσι: «Όταν, σύντρο­φε μπάρμπα-Αναστάση, θα ’ ρθει η εργατική διχτατορία στην Ελλάδα, εσύ, σαν ειδικός στο μύλο και στ΄ αλεύρια, θα διευθύνεις μεγάλο αλευρόμυλο; ηλε­κτροκίνητο, μ’ εκατό, με διακόσους εργάτες, ή καμιά φάμπρικα, απ' αυτές που θα φυτρώνουν και στην Ελλάδα σαν τα μανιτάρια, της βιομηχανίας της βαριάς. Τα δούλευε αυτά όλα το μυαλό του, γέμωσε το είναι του ευτυχία, δε χώραγε άλλη, όταν ήπιε την τελευταία γουλιά και το παγούρι άδειασε. Είδε τον εαυτό του τριγυρισμένο από υπαλλήλους κι εργά­τριες...

(Από το εσώφυλλο του βιβλίου)
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. Έμαθε την τσαγκαρική και δούλεψε κάλφας στο Ρέθυμνο. Εκλέχτηκε πρόε­δρος στο χωριό του, τον Άι-Κωνσταντίνο, ώσπου η δικτατορία του Μεταξά τον έκλεισε στην Ακροναυπλία. Στην Κατοχή απόδρασε από το στρατόπεδο του Λαζαρέτου, πέρασε στα βουνά και έγινε Ελασίτης. Βγήκε ανθυπολοχαγός απ’ τη σχολή του ΕΛΑΣ και διοίκησε μια ίλη ιππικού στον κάμπο της Θεσσαλίας. Με τον Εμφύλιο, βρέθηκε στα βουνά της πατρίδας του, της Κρήτης. Στα 1952 πιάστηκε κι έκανε ακόμα 12 χρόνια φυ­λακή. Στα 1963 αποφυλακίστηκε με ανα­στολή και το 1964 τυπώθηκε το πρώτο βιβλίο του, το «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα», γραμμένο στη φυλακή. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, το 1974, τύπωσε το «Χρονικό από την Αντί­σταση» και την «Ακροναυπλία» και έλαβε τιμητική σύνταξη για το ώς τότε λογοτεχνικό του έργο.
Από τότε κυκλοφορεί κάθε χρόνο κι ένα βιβλίο: «Ο Εμφύλιος», «Ο Χαλασμός», «Ο Φυγόδικος», «Η Αίθουσα», «Οι θεοί, οι άνθρωποι και ο Όλυμπος». Φέτος κυ­κλοφορούν δυο μυθιστορήματά του, «Η Βράβεψη» και «Ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ», κι ετοιμάζεται μια συλλογή διηγημάτων από τη ζωή των αγωνιστών στα κάτεργα. © Γιάννης Μανούσακας- Θανάσης Καστανιώτης Αθήνα 1983 -Επιμέλεια: Εμμ. Μοσχονάς

— Νά ο παράδεισος, σκέφτηκε, που χρόνια κάνω νηστείες, μιστά κι αποχές, για να τον αποχτήσω. Ένιωσε με δίχως βάρος, άυλος, ανάερος, από την ποταμιά σαν να πέταξε πάνω φηλά σε μια κορφή στα Βαρδούσια. Μα πάνω κει στην ευτυχία του σκόνταψε το ζωντανό και συνέφερε. Μα ο δρόμος μαζί και το φως της ημέρας είχε τελειώσει. Το γαϊδουράκι μπήκε στην αυλή του μύλου και σταμάτησε στην πόρτα, σταμάτησε και του μπάρμπα-Αναστάση η φαντασία να δουλεύει, πήδησε στη γη - δε θέλανε δα και πολύ τα πόδια του ν’ αγγίξουν το χώμα. Ξεκλείδωσε γρήγορα, άναψε το λυχνάρι να ψέξει, γιατ’ είχε πλακώσει το σκότος, βγήκε πάλι έξω να ξεκρεμάσει τα ταγάρια με τα ψώνια, ξεσαμάρωσε κι έτριψε στην πλάτη το γαϊδουράκι να ξεμουδιάσει, του κουβέντιασε, του χάιδεψε τις αυτάρες, ύστερα το χτύπησε στα καπούλια: άντε, άντε να βοσκήσεις κύπερες στο αυλάκι, το διάταξε, κι αυτό, υπάκουο, άφησε δυο. ανέμους, χώθηκε στο σκοτάδι και κατηφόρισε.
Ο μπάρμπα-Αναστάσης που δεν ένιωθε σωστός, δίχως το βρούχος του νερού και το γρου-γρου του μύλου, μυλωνάς από πετσί ώς ψυχή, άναψε γρήγορα μια φωτιά να φέξει το σπίτι πιο πολύ, γέμωσε την κοφινίδα καρπό, τράβηξε το σκοινί να πέσει το νερό στο πηγάδι, τραντάχτηκε ο τόπος κι ο μύλος πήρε τις πρώτες σιγανές στροφές, δρόμωσε και γρηγόρεψε, ρίχτηκε το πρώτο αλεύρι στο παχνί, πήρε λίγο στην απαλάμη, το ΄τριψε, μα το βρήκε χοντρό, ρεγουλάρισε πάλι και, καθώς το συνηθούσε να κουβεντιάζει με τ’ άψυχα και τα ψυχωμένα, είπε κοιτώντας στο μύλο:

— Άντε, δούλεψε όπως μπορέσεις και το πρωί σ’ ανασκελέρνω να χαράξω τις πέτρες σου να κόβεις το μαυραγάνι ψιλό ψιλό, να κάνουν οι νοικοκυράδες τις δίπλες
Ταχτοποίησε ύστερα τα ψώνια, τα προφύλαξε από τους ποντικούς, πέταξε μια ρέγκα στη θράκα, τη μοιράστηκε με τους δυο γάτους που τους είχε φέρει  να του παστρεύουν το μύλο του απ’ τα ποντίκια, κι αφού καλά - καλά δείπνησε γεμώζοντας και το πα­γούρι άπ’ το μεγάλο φλασκί, ήπιε μεγάλες γουλιές, έκανε το σταυρό του, είπε δόξα σοι ο Θεός -καθώς σ’ όλη τη ζήση του
το συνηθούσε- και ξάπλωσε στο πεζούλι να κοιμηθεί.

Και τότες' βρόντηξαν στ’ αυτιά του μπάρμπα- Αναστάση του Σοβιέτ εκείνες οι τρεις λέξεις του συντρόφου Αλέξαντρσυ: «Θεός δεν υπάρχει!... Θεός δεν υπάρχει!... Θεός δεν υπάρχει!» Κι όλο να δυνα­μώνει, κι όλο να γρηγορεύει: «Θεός δεν υπάρχει!» Δεν άντεξέ πιο πολύ, τινάχτηκε μ’ ένα σάλτο, φόρεσε το σκουφί του, πήγε κατά την πόρτα, την άνοιξε, ήθελε να βγει έξω και να τρέξει. Να τρέχει ώσπου να πάψει τα΄ αντιβούισμα: «Θεός δεν υπάρχει». Να φύγει τόσο πολύ που να μείνει αυτό πίσω. Μα είδε το σκοτάδι πηχτό κι η ογρασιά του χτύπησε στα ρουθούνια, έκλεισε πάλι την πόρτα, έριξε μια αφάνα στη φωτιά, φώτισε, και τότες είδε να ξεψυχάει ο μύλος. Το νερό της στέρνας είχε τελειώσει, η φτερωτή έπαψε να βρυχιέται, ο κόσμος βουβάθηκε και μόνο η ηχώ όλο να δυναμώνει: «Θεός δεν υπάρχει!» Έτρεξε πάλι κατά την πόρτα, την άνοιξε σαλτάρησε έξω κι ακουρμάστηκε: «Θεός δεν υπάρ­χει», φώναζε το εντός του,

— Όχι, Θεός υπάρχει, είπε αυτός, και το ξανάπε δυνατά, κι ακόμα μια φορά το είπε; Θεός υπάρχει!

Στάθηκε ύστερα προσοχή σε έκταση, τήραξε την ανατολή κι έκανε τρεις μεγάλους σταυρούς με κατάνυξη και πάλι ακουρμάστηκε. Τίποτα άλλο δεν αγρίκησε παρά σα να ήταν μια φωνούλα μουσική βγαλμένη απ’ ένα μικρούτσικο ζουζουνάκι να τρα­γουδάει κι αυτό: «Θεός υπάρχει, Θεός υπάρχει...»
Έκανε κι άλλους σταυρούς. Στην ανατολή είχε βγει κατακόκκινο μισό το φεγγάρι, χρύσωνε τα φυλλώματα στα πλατάνια και τις μουριές, τ' αηδόνια Χαλούσαν, έσκουζαν ,τα τριζόνια και -τα τσακάλια ούρλιαζαν πεινασμένα στο γούπατο.
Αφού είδε τόσο κανονική τη φύση ό μπάρμπα Αναστάσης το Σοβιέτ, και το κορμί του να έχει σωπάσει τις φωνές: υπάρχει για δεν υπάρχει Θεός; γύρισε πάλι μέσα. Κρύωνε -είχε ιδρώσει από νύχια ως κορφή, έριξε ξύλα στη φωτιά, πήρε το Ριζοσπά­στη, έκοψε τα΄ άγραφο χαρτί από τις άκριες, τύλιξε καπνό κι άναψε ένα χοντρό τσιγάρο και πήρε να λογαριάσει πόσα πέρασε, πόσα είδε εκείνο το μερονύχτι.

Σε λίγο, άκουσε της ξεχειλίστρας το νερό να χτυπιέται, Η στέρνα είχε γεμίσει. Τράβηξε το σκοινί, ξεφρακάρισε και το νερό έπεσε στο πηγάδι με πάταγο κι ώσπου να πεις τρία όλα ζωντάνεψαν: βρυχιότάν η φτερωτή μέσα στο ζουριδιό της, τραγούδαγε ο μύλος κι όλο γρηγόρευε τις στροφές του κι η αλευρόσκονη μοσκομύρισε την ογρασιά του αέρα μέσα στο σπίτι.

Είχε κάνει ο μπάρμπα-Αναστάσης, το Σοβιέτ έναν καλό ύπνο με όνειρα γλυκά. Τόσο όμορφος ήταν αυτός, ο ύπνος του, διευθυντής στο μεγάλο αλευρό­μυλο της Θεσσαλονίκης, το Αλατίνι, που σα στρα­τιώτης είχε κάνει φρουρός, που όταν τελείωσε το νερό κι ο μύλος σταμάτησε, δεν πετάχτηκε πάνω σαν αυτόματο, όπως γινόταν τώρα επί τριάντα χρόνους, που είχε πάρει το μόλο δωρεά από το θειο του, αδερφό της μητέρας του, τον Μπαλακώστα τον Λύκο.
Κύριε ελέησο! είπε, σαν άνοιξε τα μάτια κι αντάμωσαν το φως της ημέρας, και, τ’ αυτιά του άκουσαν το νερό να βρυχιέται στην ξεχειλίστρα. Έτρεξε, τράβηξε το σκοινί, βγήκε το κούτσουρο απ’ τη φωλιά του, γύρισε ο μύλος κι έπεσε το πρώτο αλεύρι στο παχνί, συγύρισε και σκούπισε, το σπίτι, όταν άρχισαν να φτάνουν οί πρώτοι νοικοκυραίοι με τ’ αλέσματα.

Δεν έχασε, τον καιρό του ο συνειδητός σύντροφος Αναστάσης να μηνύσει με τον πρώτο απαλέτη που έφευγε για το χωριό του, τα Μάρμαρα, να του κατεβάσει ο Στελάρας, δυό σανίδια ελάτου που ήθελε να φτιάξει σκαμνιά. Αυτή ήταν τά συνθηματικό της συνεδρίασης του πυρήνα. Αλλά σ Στελάρας του αντιμήνυσε ότι, εξαιτίας που είχε πολλές δουλιές στο δάσο, κουραζόταν και, τα σανίδια θα τα κατέβαζε στο μύλο την Κυριακή το μεσημέρι.
Έτσι στον μπάρμπα Αναστάση το Σοβιέτ απόμεινε καιρός να κατέβει δυο νύχτες μετ’ αγκίστρια του στο Σπερχειό, να ψαρέψει χέλια και πέστροφες και να στείλει τη μια φλάσκα, που είχ’ αδειάσει, στην Παλιοβράχα να τη γεμώσουν μαύρο μπρούσκο κρασί. Συνεδρίαση, μα­θές,, του πυρήνα θα είχαν, το μεγαλύτερο γεγονός για τη .ζωή του. Και δε συνέβη τίποτα άλλο, που να σκιάζει τη συνείδηση, του καλού συντρόφου, γιατί όλα στο ποτάμι του πήγαν καλά. Έπιασε πέστροφες και χέλια να κάνει το τραπέζι στους συντρόφους δυο φορές, εξόν ότι, λίγο λίγο του έφαγε -και δεν ήταν η πρώτη για δεύτερη φορά- το Ριζοσπάστη, Τυλίγοντας καπνό σε τσιγάρα. Ήταν αρχές του Αύγουστου μήνα, οι κούκλες του καλαμποκιού δεν είχαν ακόμα μεστώσει να βγάνει απ’ εκεί τσιγαρόχαρτο, κι ο
Αγαθάγγελος, που τον είχε να τον διαβάζει, είχαν τελειώσει κι αυτηνού τα φυλλαράκια του: Τι να κανε που είχε μεγάλο, πάθος να καπνίζει; Κατάκοψε το Ριζοσπάστη, τον πίεζε όμως η συνείδηση τι να πει στους συντρόφους του... Τέλος τα έφτιαξε με τον εαυτό του. Θα τους έλεγε ότι φεύγοντας από τη χώρα, και καθώς μπήκε στο στάβλο να πάρει το γαϊδουράκι του, είδε ένα χωροφύλακα που τον είχε πάρει ξοπίσω. Τότες, αντί να κρύψει το φύλλο στη στρώση του σαμαριού, το έκρυψε στις κοπριές του στάβλου κι έφυγε. Τέτοια δικαιολογία θα πει στους συντρόφους του ότι δεν έφερε το φύλλο.

Αλλά το σύντροφο μπάρμπα-Αναστάση τον έ­τρωγε ακόμα στο μέσα του και κείνη η απαγόρεψη του Θεού από το σύντροφο Αλέξαντρο. Δειλιούσε κιόλας να το πει στους άλλους συντρόφους στη συνεδρίαση του πυρήνα, γιατί φοβόταν μην ακούσει πάλι εκείνες τις μέσα φωνές: «Δεν υπάρχει Θεός - υπάρχει Θεός». Μα και η απαγόρεψη του κρασιού απ’ τον ινστρούχτορα τον παίδευε το ίδιο. Γιατί στα πάντα ο καλός σύντροφος είχε εγκράτεια, μα στο κρασί -όπως και στο Θεό- ένιωθε ότι δεν μπόραγε ν’ αντισταθεί, τόσο πολύ τα είχε ανάγκη η ζωή του.

Ώρα μεσημεριάσματα της Κυριακής, ήτανε όλα έτοιμα. Πέστροφες τηγανητές, χέλια ψητά, βραστά περβολόχορτα, σκόρδα, κρεμμύδια, σκεπασμένα ό­λα με καθαρό δέξιμο. Δίπλα η φλάσκα το μαύρο κρασί, παγωμένο, και το Σοβιέτ ο μπάρμπα-Αναστάστης να περιμένει βολτάροντας και να λογαριάζει τι και τι θα πει στη συνεδρίαση του πυρήνα στους συντρόφους του. Το τι θα πει για το Ριζοσπάστη τα είχε συμφωνημένα με τον ίδιο του… είχε μείνει στο στάβλο στις κοπριές. Για το Σοβιέτ; Τι είναι και πώς το φτιά­χνουνε, δεν πρόλαβε ο Αλέξαντρος να του εξηγήσει. Για το Θεό; Τι θα τους έλεγε για το Θεό, που ο σύντροφος ο Αλέξαντρος του παράγγειλε να το πει και στους άλλους συντρόφους του πυρήνα, ότι δεν υπάρχει Θεός, «για να μη ζούνε στο σκότος». Σκέφτηκε, όμως, το θέμα αυτό να το αφήσει και πάνω κει, στη συνεδρίαση, ανάμεσα στο κρασί και το μεζέ, ν’ αποφασίσει. Ήταν κι αυτές οι οδηγίες, που τις είπε ο σύντροφος ο Αλέξαντρος στα γρήγορα και χύμα. Τι θα τους έλεγε, μαθές, για τις οδηγίες, που δε θυμότανε γρυ από δαύτες. Και για την ηθική και την εντιμότητα που του μίλησε ο σύντροφός καθοδηγη­τής της ορεινής Φθιας, πώς θα τους το έφερνε των συντρόφων, να μη θιχτούνε; Τα σκεβότανε όλ’ αυτά κι έκανε μικρά μικρά βηματάκια, όταν έφραξε η πόρτα του μύλου κι ο Στελάρας έσκυψε να περάσει. Πίσω του ερχόταν ο Νίκος ο Ουστασίδης, ξυλοκόπος κι αυτός, και ξοπίσω του το Στελάκι, ένας μικροκαμωμένος κι αδύναμος νέος άντρας, γραμματικός του «Δασοπονικου Συνεταιρισμού ο Άγιος Μερκούριος» και γραμματέας της κοινότητας του χωριού του, της Δάφνης. Και πάνω κει στα καλωσορίσματα και τις καλοκαρδιές, φτάσανε κι από τα Μάρμαρα τα δυο άλλα μέλη του πυρήνα, ο Φάνης ο ένας κι ο Θανάσαρος, ο γιος του γερο Μπούογου, ο άλλος. Και τότες στα γρήγορα ο μπάρμπα-Αναστάσης, γεμάτος χαρά και περηφάνια, να δέχεται, στο μύλο και σπιτικό -του τα μέλη του ΚΚΕ της ορεινής Φθιας, είπε:.

— Καθίσετε, ωρέ σύντροφοι μου, κι όπως με βρίκετε, και πήρε το δέξιμο πάνω από τα πιάτα και φάνηκαν τα ψάρια.
— Ωρέ σύντροφέ μας, μπάρμπα-Αναστάση! φώ­ναξε ο Στελάρας, θαυμάζοντας την αφθονία, έπαιξε τ’ αχείλια του, έπιασε το πιρούνι και καμάκωσε ένα κομμάτι ψητό χέλι, ενώ ο Ουστασίδης έβαλε τη φλάσκα στα γόνατά, γέμωσε ως πάνω τις κούπες από το βαθύ κόκκινο κρασί, ο δε μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ, σα νοικοκύρης και κεφαλή του πυρήνα της ορεινής Φθιας, σηκώθηκε όρθιος και, κρατώντας την κούπα στο χέρι, θυμήθηκε εκείνα του Αλέξαντρου για την εργατική εξουσία στην Ελλάδα πού κάλπαζε και κατέβαινε, ευκήθηκε:
— Σύντροφοί μου και φίλοι μου αδερφικοί! Εύχο­μαι και πιστεύω, να δώσει ο Θεός, μέσα στους έξι- μήνες, ή το πολύ τον ένα χρόνο να γιορτάσουμε την επανάστασή μας: Θα έλεγε ακόμα κι άλλα, μα θυμήθηκε πάλι τον Αλέξαντρο, κόμπιασε, γιατί σκέφτηκε πως αν τον άκούγε να λέει για το Θεό, πόσο θα τον επιτιμούσε και θα θύμωνε. Έτσι σώπασε, αλλά στο μεταξύ σηκωθήκαν σα σούστες οι σύντροφοι, ψήλωσαν τις κούπες στον αέρα και πάνω και τις σκούντριξαν κι ευκήθηκαν για την εργατοαγροτική επανάσταση. Και πάλι κάθισαν, άρπαξαν τα πιρούνια, ρίχτηκαν στα ψάρια σα να ’ταν ο ταξικός οχτρός, που έλεγε ο Αλέξαντρος, όταν ο μπάρμπα- Αναστάσης τό Σοβιέτ βγήκε έξω, ανέβηκε στο' δώμα του μύλου, κοίταξε, ακουρμάστήκε, οσφράνθηκε, μην είναι κανένας βαλτός να κρυφακούει, και κατέβηκε γρήγορά, κάθισε στο τριπόδι του κι οι σύντρο­φοι του έδωκαν την κούπα γεμάτη στο χέρι, σκούντριξαν και το αδειάσαν μονορούφι: Το παίνεσαν πάλι το κρασί στο χρώμα και στο πιόμα του. Και με αυτή τη δεύτερη κούπα ξύπνησαν στη θύμηση του μπάρμπα-Αναστάση σωρός
οι οδηγίες του Αλέξαντρου.
Θα τις έλεγε βέβαια, μα ήθελε πρώτα να τις πει μέσα του και να τις ξαναπεί, έτσι που καθώς θα τις έλεγε των συντρόφων να μην του φύγουν: η οδηγία έλεγε ότι πρέπει να οργανώσουνε -πώς τη λέγανε τη λέξη- «όμιλο», δεν τη θυμότανε, αλλά έπρεπε να μαζεύουνε χρήματα για τους εξόριστους συντρόφους που αργοπεθαίναν στο νησί τού θανάτου, τη Γαύδο, και τ’ άλλα ξερονήσια. Η άλλη οδηγία ήταν για τις γυναίκες. Έπρεπε να βρούνε μια ηθικιά, ας ήταν και παντρεμένη με παιδιά, γερόντισσα ακόμα - έλεγαν οι οδηγίες; Εδώ πήρε την κούπα στο χέρι, κατέβασε μια γερή γουλιά, αναγλείφτηκε για λίγο και πήρε το μυαλό του να λογαριάζει τι θα έλεγαν οί σύντροφοι αν επρότεινε την Κάκω του Κίτσου Χορταριά - τη σκέφτηκε για λίγο την Κάκω, άδειασε το ποτήρι και το μυαλό του άρπαξε μια άλλη οδηγία: έπρεπε να οργανώσουνε τη· νεολαία. Έψαχνε να τη βρει τη λέξη, την «Ο.Κ.Ν.Ε», που του μπερδεύτηκε. Την οργάνωση θ΄ αναλάβαινε να τη φτιάξει το
Στελάκι. Καλό παιδί ήτανε ηθικό, εγγράμματο, έξυπνο, π’ τσαράς ήτανε, η νεολαία στην ορεινή Φθια θα πρόκοβε.

Θα έλεγε λοιπόν αυτές τις οδηγίες Ο μπάρμπα- Αναστάσης το Σοβιέτ  Φτάναν αυτές.Πήρε την κούπα το κρασί, έβρεξε λίγο το στόμα του, ορθοκάθισε στο σκαμνί του, έτριψε τ’ αχείλια με τη γλώσσα , έτσι που να τη βγάλει εύκολα την πρώτη λέξη. «Σύντροφοι». Μα σα να του την άρπαξε από την άκρια των χειλιών του ο Ουστασίδης, που κρατώντας την κούπα του ψηλά έδειχνε το βυσσινί χρώμα του ποτού, φώναξε

Δε ένεται, σύντροφοι! Δε ένεται! Είπε Στρούκτορα απαγορέψει κρασί, δεν ένεται! Θεός ευλόησε σίτον οίνον, έλαιον. Οίνον κρασί δε ένεται απαγορέ­ψει Στρούκτορα. Δε ένεται!

Δε ένεται, φώναξαν όλοι, κοροϊδεύοντας την ανατολίτικη προφορά του Ουστασίδη, κι αδειάσανε τις κούπες.

Δοκίμασε πάλι ο μπάρμπα-Αναστάσης να πει τις οδηγίες, μα του μπερδεύτηκε στη θύμηση το Σοβιέτ, που οι σύντροφοι τού είχαν παραγγείλει να ρωτήσει τους συντρόφους της Σπερχειάδας πώς να το φτιά­ξουν. Κι ο Ριζοσπάστης του μπερδεύτηκε... Μάλιστα σκέφτηκε αν του κάνουν ερώτηση να τους πει την αλήθεια, κι όχι πως έμεινε στο στάβλο παραχωμένος στις κοπριές. Να λέμε την αλήθεια, είναι μια από τις αρετές του καλού κομμουνιστή. Του την είχε δώσει ο Αλέξαντρος αυτή την οδηγία εκατό φορές. «Μακριά από το ψέμα, σύντροφε. Μόνο στον ταξικό εχθρό λέμε το ψέμα ή δεν του λέμε τίποτα». Έτσι λοιπόν θα έκανε. Ετοιμάστηκε τρίβοντας πάλι με λίγο κρασί τ’ αχείλια με τη γλώσσα. Άφησε μάλιστα και, τη μισή λέξη.

— Σύντροφ..., όταν το Στελάκι που καθόταν απάνω σ’ ένα κούτσουρο αντίκρα του μπάρμπα-Αναστάση, αμίλητο και θλιμμένο πρότεινε:
— Σύντροφοι, να μου επιτρέψετε να σας αναφέρω ένα γεγονός που συνέβη χτες το πρωί ,χαράματα κακό για την Ελλάδα για το Κόμμα μας και για μας, την οργάνωσή μας της ορεινής Φθιώτιδας. Χτες το απόγεμα στο κοινοτικό γραφείο της. Δάφνης ήρθε επείγον τηλεγράφημα, ότι ο στρατηγός Μεταξάς κατάργησε την Κυβέρνηση, έκλεισε τη Βουλή κι επέβαλε τη διχτατορία κηρύσσοντας και το στρατιω­τικό νόμο. Λέει ακόμα το τηλεγράφημα, ότι όλα αυτά γίνανε για να σωθεί η Ελλάδα απ΄ τον κομμουνι­σμό...

Όλοι οι σύντροφοί είχαν αφήσει τα πιρούνια στο σοφρά, κοιτούσαν μια τον ομιλητή κι άλλη τον μπάρμπα-Αναστάση το Σοβιέτ, Αυτά είπε το Στελάκι και σώπασε θλιμμένος και φοβισμένος. Ο Θανάσαρος του Μπούσγου άφησε μια βρισιά, λέγοντας πως τον ξέρει τον Μεταξά, ότι είναι προδότης καθαρός, ότι τον είχε στείλει αιχμάλωτο στη Γερμανία. Κανένας άλλος δε μίλησε, όλοι έπιασαν πάλι σιγά σιγά τα πιρούνια, οι κούπες γέμισαν κρασί κι ο μπάρμπα Αναστάσης το Σοβιέτ, που είδε τη μεγάλη φλάσκα ν’ αδειάζει, αφού πρώτα πήρε από το σάτι μια πίτα καυτή και την κομμάτιασε αφήνοντάς τη πάνω στο σοφρά, πήγε ως το αυλάκι του μύλου, ανάσυρε απ’ το νερό κι έφερε το άλλο, το μικρότερο, φλασκί γεμάτο μαύρο κρασί, δροσερό από το κρύο νερό τ’ αυλακιού.

— Πάρε, είπε, παιδί μου Θανάσαρε, βάλε στις κούπες να πιούμε γιατί, σύντροφοί μου, δεν είναι καλό πράμα η διχτατορία. Πολλά μου έχει ειπωμένα η καθοδήγησή, μας στη χώρα - πού να τα θυμηθώ. Μπορεί κιόλας να μας πάνε σε νησί εξορία, είπε, κι άδειασε την κούπα του μονορούφι. Τ’ αδειάσανε κι οι άλλοι σύντροφοι και καθώς ο Θανάσαρος κρα­τούσε στα γόνατα το κρύο φλασκί και γέμωζε, μόλις κανένας άδειαζε την κούπα του, το σήκωσε ψηλά, έφερε τον πόρο στο στόμα του, κατέβασε κάμποσες χοντρές γουλιές και το έδωσε στον Στελάρα, ήπιε κι αυτός, το πήρε ο Ουστασίδης και τέλος -λίγο είχε απομείνει- το άδειασε το Σοβιέτ, άφησε το φλασκί κάτω, σκούπισε τα χείλια και τα μουστάκια, ρεύτήκε, και τότες του ’ ρθε η διάθεση και το θάρρος να πει τις οδηγίες.  '

— Σύντροφοί μου, και τώρα να σας πω οδηγίες. Και το Ριζοσπάστη να σας πω που τύλιζα χοντρούς τσιγάρους, γέλασε λίγο κι είπε: ε, νά, σύντροφοι, νά! επιμένουν οι σύντροφοί μας στη χώρα, νά, να το φτιάξουμε το Σοβιέτ, στη... στη.... - Για την ορεινή βέβαια Φθια θα έλεγε, αλλά αντίς για τις λέξεις, πέταξε το στομάχι του κρασί και μισομασημένα ψάρια. Σηκώθηκε τρικλίζοντας, έφτασε στο πέτρινο πεζούλι του και ξάπλωσε, όταν ο Στελάρας μούγκρισε το μοναδικό στίχο που ήξερε: «Θεοί, αρχόvτoι, βασιλιάδες, με λόγια πλάνα μας γελούν...» Αυτά μόνο τραγούδησε, σηκώθηκε παραπατώντας και κουλουριάστηκε σ' ένα γύρο του μύλου...

Σε λίγο είχε απομείνει ο Φάνης να κοιτάει το Στελάκι και το Στελάκι απορημένο κοιτούσε τους τέσσερις συντρόφους, να κάνει ο ένας μετό κι άλλος να ρουχαλίζει.

— Τελείωσε η συνεδρίασή μας, Στελάκι, έτσι δεν είναι; είπε ο Φάνης.
— Τελείωσε, παραδέχτηκε το Στελάκι, σουφρώνοντας τ’ αχείλια του σ’ ένα βουβό γελάκι.
— Φεύγομε εμείς, πρότεινε ο Φάνης, κι αφού έριξε λάδι στο λυχνάρι -απ’ ώρα πολλή είχε πλακώσει το σκοτάδι-  έκλεισαν την πόρτα του μύλου και τράβη­ξαν για τα χωριά τους. Ο Φάνης για τα Μάρμαρα, για τη Δάφνη το Στελάκι.

(…)
Δυο καν τρεις ημέρες
ο μπάρμπα-Ανάστασης το Σοβιέτ τις πέρασε έτσι, ανάμεσα σκέψης και ζάλης. Άλεθε καλαμπόκι και σμιγό, χωράτευε τους απαλέτες, γέρους και νιούς, και τίποτα δεν έδειχνε στη μορφή του, που ήταν πράα και γλυκιά ως του προβάτου, το πάλεμα της ψυχής και τη φουρ­τούνα που βάραγε τα μέσα του. Την τέταρτη μέρα δεν άντεξε άλλο, έστειλε μήνυμα στον Φάνη να κατέβει να τηράξει το μύλο -ο Φάνης ήταν γιος μυλωνά, ήξερε τη δουλιά- ότι αυτός αρρώστησε από θέρμες ήθελε πάει στη χώρα να πάρει κινίνους και να τον δει ο γιατρός.
Κατάλαβε ο Φάνης τα συνθημα­τικά και το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε κι ανάλαβε μυλωνάς, κουβέντιασε με τον μπάρμπα-Αναστάση το Σοβιέτ, το τι και τι θα ρωτούσε το σύντροφο Αλέξαντρο -για τη διχτατορία θα ρώταγε πιο πολύ- να πάρει οδηγίες το πώς θα φερθούνε στη νέα κατάσταση, τη διχτατορική, όπως είπε ο Φάνης.
Όταν ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ έριξε το σαμάρι πάνω στο
γαϊδουράκι, του κουβέντιασε ότι πρέπει-να βιαστεί, να τον πάει στη χώρα και να τον φέρει, κι αυτός, γυρνώντας, θα του έδινε μισή οκά βρωμάρι….

(…)
Τις επόμενες δέκα μέρες από κείνη τη συνεδρίαση του πυρήνα στο μύλο, πιάστηκε ο Φάνης με το Θανάσαρο του Μπούσγου. Ο Στελάρας, ο Ουστασίδης και το Στελάκι δεν πειράχτηκαν. Καινούρια μέλη αυτοί, κανένας δεν τους ήξερε κι ο Σταθμάρχης της Παλιοβράχας δεν τους είχε βρει στα χαρτιά του. Από τους πιασμένους ο Θανάσαρος έκανε δήλωση, ο Φάνης πήγε εξορία, αφού άδειασε την κούπα το λάδι κι έφαε κάμποσο ξύλο. Ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ πιο πολύ φοβόταν να πιει το ρετσινόλαδο παρά να πάει εξορία. Δειλιούσε και το ξύλο. Πέ­ρασαν έτσι κάμποσες μέρες από τότες που έγιναν οι συλλήψεις στα μέλη του πυρήνα. Περίμενε όμως να ’ρθει η σειρά η δική του. Κι ένα πρωί, καθώς ο ήλιος είχε αψηλώσει ένα καλάμι, βλέπει να φτάνουν στο μύλο τρεις ένοπλοι χωροφυλάκοι. «Είσαι συ», του λέει η κεφαλή τους, «ο κύριος Αναστάσιος Μπαλακώστας ή το Σοβιέτ»;

Ε, νά, εγώ είμαι.
Ε, τότε να ετοιμαστείς, να κλείσεις το μύλο σου και να πηγαίνομε. Σε θέλει ο κύριος διοικητής της υποδιοικήσεως χωροφυλακής Σπερχειάδος.

Αν και ο μύλος ήταν γεμάτος με γεννήματα ν’ αλεστούν, ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ δεν έφερε αντίρρηση. Δε ζήτησε την άδεια ν’ αλέσει πρώτα τα γεννήματα, να κάνει ο κόσμος τα ψωμιά, και κατεβαίνει αυτός μόνος του καβάλα στο γαϊδου­ράκι. Το σκέφτηκε, αλλά δεν αποφάσισε. Έτσι έκλεισε το μύλο, έβαλε το κλειδί στη μέση του, μπήκε ανάμεσα στους χωροφύλακες, κατηφόρισαν, και μετά από δύο ώρες δρόμο έφτασαν στην άκρη της Σπερχειάδας. Εκεί σταμάτησαν, έβγαλε ο επικεφαλής τις χειροπέδες απ’ την τσέπη του και τον έδεσε τόσο σφιχτά, που η αλυσίδα χώθηκε μέσα στο δέρμα. Του πέρασαν ύστερα από το κέντρο της πόλης.
«Για να τρομάξουν τον κόσμο με κάνουν έτσι», σκέφτηκε. Φτάνοντας στην υποδιοίκηση τον άφησαν σ’ ένα δωμάτιο αφού πρώτα τον έλυσαν, τράβηξαν την πόρτα και κλείδωσαν. Όχι, δεν ήταν εδώ μπου­ντρούμι, σκέφτηκε. Είχε τραπέζι με χαρτιά, καλαμά­ρια και στυπόχαρτα, κι ακόμα δυο καρέκλες. Είχε και δυο εικόνες του βασιλιά και του διάδοχου κρεμασμέ­νες, και μια γυναίκα, αυτή θα ’ ταν η Φρειδερίκη που άκουγε να λένε, κι ακόμα ένα πρόσωπο με γυαλιά. Αυτός θα ’ν’ ο διχτάτορας, σκέφτηκε... Τα περιεργά­ζονταν όλα κι άρχισε να τον κόβει ένας φόβος... Σκεβόταν και το μύλο με τους γάτους, τις κότες, το γουρουνάκι, το γάιδαρο, αν νιώσει ν’ ανέβει στ’ αυλάκι να πιει νερό...

Κι όπως τις χάζευε τις μεγάλες φωτογραφίες και τ’ άλλα του γραφείου, ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά. Ήταν ο υποδιοικητής της Σπερχειάδας. Ψηλός, δυνατός, φιλικός και γελαστός. Ξεφοβήθηκε ο μπάρ­μπα-Αυαστάσης το Σοβιέτ. Γέλασε κι αυτός λίγο.

— Θα είσαστε ο κύριος Μπαλακώστας Αναστάσιος ο επιλεγόμενος και Σοβιέτ -χαίρομαι. Και χωρίς να πάρει απάντηση του Σοβιέτ, έπιασε απ’ το τραπέζι του ένα φάκελο κι έβγαλε από μέσα ένα φύλλο χαρτί γραμμένο. «Αυτό, κύριε Μπαλακώστα», είπε, «είναι ένα έγγραφο σταλμένο από τη διοίκηση χωροφυλα­κής Λαμίας για σας. Πρέπει να το υπογράφετε, ν’ αποσείσετε τις τόσες κατηγορίες σε βάρος σας, για να μπορέσω κι εγώ να σας αφήσω από αυτή τη στιγμή ελεύθερο ν’ ανέβετε στο μύλο και να συνεχίσετε το χρήσιμο στην κοινωνία και την πατρίδα έργο σας».

Δεν τα κατάλαβε και τόσο καλά όλα αυτά που είπε ο υποδιοικητής, αλλά όπως του πρότεινε το καλαμάρι, το πήρε στο χέρι του, που έτρεμε λίγο, κι έβαλε την υπογραφή του -στην κυριολεξία μια τσίφρα- τρύπησε κιόλας δω και κει το χαρτί, στο μέρος οπού ό υποδιοικητής είχε βάλει το δάχτυλό του να του δείξει. Άφησε ύστερα να πέσει το καλαμάρι στο τραπέζι, κι αμέσως ένιωσε να τρέμει και να πετάγεται ψιλός ιδρώτας απ’ όλο το κορμί του. Ένιωθε να μην πατάει στο πάτωμα, δεν είχε απομείνει βάρος στο κορμί του, αν και καλά καλά δεν είχε συνείδηση, δεν ήθελε να έχει, τι ’ ταν αυτό το χαρτί που υπόγραψε... Ο υποδιοικητής βάζοντας τη δή­λωση στο συρτάρι του γραφείου του, το έκλεισε, πήρε ύφος θριαμβευτή, στήνοντας το κορμί του, λέγοντας αυτά τα λίγα λόγια.

— Σας συγχαίρω, κύριε Μπαλακώστα, ότι, αυθορμήτως και άνευ ουδεμιάς πανταχόθεν πιέσεως, υπογράψατε την υπεύθυνον ταύτην δήλωσιν μετάνοιας και αποκηρύξεως του εθνοκτόνου κομμουνισμού, επανερχόμενος ούτω εις τους κόλπους της μητρός Ελλάδος. Από αυτήν την στιγμήν είσαστε ελεύθερος να μεταβείτε όπου δει.

Αυτό το σύντομο λόγο του έβγαλε ο αξιωματικός. Τον πήρε φιλικά, αγκαλιάζοντάς τον από τις πλάτες, τον πήγε μέχρι την πόρτα του γραφείου του κάνοντάς του και τη σύσταση ν’ «απαλείψει» και κείνο το αντεθνικό παρατσούκλι, το Σοβιέτ, και την έκλεισε την πόρτα, σιγά και δίχως βρόντο.
Πότ’ έφυγε από τη χώρα και πότε ανέβηκε εκείνες τις κυκλικές ανηφόρες κι έφτασε να βάλει το μύλο του μπροστά ν’ αλέθει, δεν το θυμάται. Στη θύμησή του όμως έμεινε πως καθώς έφτανε εκεί όπου οι λυγαριές με τις σμυρτιές και τα σπάρτα ψηλώνουν και πυκνώ­νουν, κάθισε μέσα στον ίσκιο τους, με δάκρυα βρυσούλα στα μάτια, και κει στο σύθαμπο είδε τη μάνα του λυπημένη σα να ’ θελε να του παρασταθεί.
«Μάνα μου», φώναξε, «μάνα μου. Εγώ, ο γιος σου, ο Αναστάσης σου, δε ζω! Σήμερο πέθανα, μάνα μου». Κι είδε τον εαυτό του μικρούλη να κόβει σμυρτιές, να πλέκει στεφάνι, να το φορέσει στη μητέρα του, μα δεν τη βρήκε, είχε πετάξει ψηλά... Και τότες πήρε να κλαίει με γόους και να θρηνεί τον ίδιο του, που πέθανε... Κι όταν δεν είχε άλλη φωνή κι άλλα δάκρυα να τρέξουν, πήρε ν’ ανηφορίσει στου δρόμου τις στροφές.
Πρόλαβε την ίδια εκείνη μέρα -αξέχαστη και σημα­διακή η δεκαέξι Αυγούστου- ν’ αλέσει τ’ αλέσματα στους πιο βιαστικούς, σε κείνους που ορκίστηκαν ότι δεν είχαν μπουκιά ψωμί, ότι οι γυναίκες τους είχαν κιόλας αναπιάσει προζύμι για να ζυμώσουν περιμένοντας το αλεύρι. Έξι σωστές ώρες του είχε φάει το πήγαιν’ έλα στη Σπερχειάδα κι η καθυστέρηση, να του πει ο αστυνόμος το λόγο που οι χωροφυλάκοι του τον κουβάλησαν στη χώρα, και να υπογράψει το χαρτί... Και σκεβόταν τόσο κόσμο να περιμένει, κάτω απ’ την κάρυά που σκέπαζε το μύλο, με τ’ αλέσματα στα σακιά...
Πέρασε σαν αστραπή το μυαλό του, πως δεν μπόραε να διάξει αλλιώς... Τόσος κόσμος να περιμένει στο μύλο... να τους αλέσει καρπό, να φάνε τα παιδιά τους ψωμί... Κι όταν λασκάρισε η δουλιά κι ανάπαψε το κορμί του με ύπνο κι ηρέμησε η ψυχή και το μυαλό καθάρισε και δούλεψε, είπε πάλι: «Πάει, είμαι ένας πεθαμένος, μόνο που ζω και σαλεύω...» Έμεινε εκειδά στα στρωσίδια του ώρα πολλή βαρύς κι αποχαυνωμένος, μ’ αγκουσεμένο το στήθος κι απελπισμένος... ύστερα κουνήθηκαν σαν από μόνα τους τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι. Τα μάτια έψεξαν, τ’ αυτιά αγρίκησαν. Και μια μέσα φωνή να τον καλάει πάλι στη ζωή: «Μείνε πιστός στα πιστεύω σου και ζήσε». Κι ανάβλυσε τότες το μέσα του μια πλημμύρα απ’ τις απανωτές τις οδηγίες του Αλέξαντρου...

Εκείνες οι στιγμές, όπως αποδείχτηκε, θα γενούν οι πιο μεγάλες για τη ζωή του μπάρμπα-Αναστάση του Σοβιέτ. Θα της δώσουνε ξανά πίσω τα ιδανικά και τα πιστεύω. Γιατί πριν ακόμα τελειώσει το μέσα του τα σχεδιάσματα, πετάχτηκε σβέλτος κι ελαφρύς έξω από το μύλο. Και του φάνηκε καλός οιωνός, σαν κάτι τι από Θεού θέληση, όταν είδε το γαϊδουράκι του να στέκεται απέξω να περιμένει. Δεν έχασε ούδε στιγμή καιρό, του έριξε το σαμάρι στην πλάτη, του φόρεσε το χαλινό, και δίχως να κάνει το συνηθισμένο αλευροζούμι στο γουρουνάκι και να ρίξει καρπό στις κότες, όπως το συνηθούσε τα πρωινά, κρέμασε το χαρτόνι στην πόρτα που έγραφε -το ’ χε κληρονομιά κι αυτό μαζί με το μύλο- «επιστρέφω εντός 4 ωρών», γύρισε μια στιγμή να πάρει το κομπόδεμα, καβάλησε και πριν από τις συνηθισμένες δυο ώρες, που ήθελε να φτάσει στη χώρα, ήτανε κιόλας έξω από του Καριοφύλη. Και τι ’τανε από τα χρειαζούμενα εργα­λεία του χωριάτη που να μην το πουλάει το μαγαζί του Καριοφύλη. Είχε πει, μάλιστα, πως όποιος χωριά- της του ζητήσει εργαλείο και να μην το έχει, θα του έκανε δώρο ένα σκεπάρνι γύφτικο. Και δεν ήτανε λίγοι οι χωριάτες που κέρδισαν αυτό το εργαλείο, αλλά στο τέλος, και για πολλά χρόνια, δεν κέρδισε κανείς τίποτα, γιατί τα είχε όλα αυτό το μαγαζί. Το τι και τι θ’ αγόραζε τα ’χε καταγραμμένα στο μυαλό του σαν πάνω σε χαρτί. Άρχισε λοιπόν να λέει του Καριοφύλη: δυο πριόνια, ψιλό και χοντρό, δύο σκεπάρνια, ένα μεγάλο γύφτικο κι ένα ελαφρύ ευρωπαϊκό, δυο ράσπες, ψιλή και χοντρή, δυο γλύφτες, μεγάλο και μικρό, δυο σκαρπέλα, ένα ρουκάνι μικρό, ένα σφυρί (ξυλόσφυρο είχε στο μύλο), δυο σγόμπιες, δυο ξύστρες,' γυαλόχαρτο όλα τα νούμερα και δυο λίμες. Είχε και κληρονομιά του μπάρμπα του κάμποσα αλλά χοντροκάμωτα εργα­λεία, χρήσιμα όμως κι αυτά.

Άρχισε, λοιπόν, ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ μ’ αυτά τα εργαλεία το έργο του (φώτιση θεού τ’ ονομάτισε το έργο του), να πελεκάει τσόκαρα, μ’ ό,τι ξύλα βρεθήκανε στο μύλο. Ύστερα μήνυσε του Στελάρα:

— Αδερφέ Στελάρα πάρε τον Ουστασίδη, κρα­τάτε και το μεγάλο σας το πριόνι, την καρμανιόλα, και κατεβάτε στο μύλο, που έχω ρίξει δυο μεγάλα πλατάνια να σκίσετε τα κορμιά τους. Και για να το ΄χει σίγουρο, ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ, πως ο Στελάρας θα του ΄ρχόταν, πρόστεσε άλλο μήνυμα. Ότι εξαιτίας που το φεγγάρι βρισκότανε στη λίγωση (και τα πλατάνια για να μην τα τρώει το σαράκι κόβουνται σε τέτοια εποχή) και κάνει σκοτάδι, θα πιάσει μπόλικα χέλια και πέστροφες. Όσο για κρασί, έχει φέρει το μαύρο του Γαρδικιού, σωστό Άγιο Νάμα...

Κατάκοψαν το λοιπόν και σκίσανε τα κορμιά απ’ τα πλατάνια. Έβγαλε ταβλόνια, τραβέρσες και τρέσα. Τα κουβάλησε με το γαϊδουράκι στο μύλο, υλικά για να δουλεύει στο τσόκαρο ένα χρόνο. Τις Κυριακές και τις άλλες αργίες του φθινόπωρου ανέβαινε ψηλά στης Οίτης τα πλευρά, έκοβε σφεντά­μια, έκοβε κέδρους, να φτιάχνει μ’ αυτό το μυρω­δάτο και γλυκοπελέκητο ξύλο σαΐτες για τους αργα­λειούς, ρόκες και ξύλινα κουτάλια. Μάλιστα, αργό­τερα, πελέκησε και ξόμπλιασε μέχρι σπαθόραβδα και γκλίτσες.

Χρειάστηκε όμως να κατέβει ακόμα μια φορά στη Σπερχειάδα για να ψωνίσει δυο κόκκινες στο χρώμα της φωτιάς βακέτες, από δέρμα αλόγου, να τις πάει σ’ ένα σαράτσι, να τις κόψει σε λούρες και ν’ αγοράσει πρόκες γυαλιστερές να καρφώνει λουριά στα τσόκαρα. Του ήρθε ακόμα μια ιδέα - θεού φώτιση την είπε κι αυτή: Έβγαλε το τσαρούχι του από το πόδι, το πάτησε σε πηχτό πηλό, πήρε χνάρι, μελέτησε τις λακκούβες και τις σκάλισε πάνω στο ξύλο. Έτσι στην ιστορία του τσόκαρου δεν είχαν πελεκηθεί και δεν είχαν δεθεί με κόκκινα λουριά πιο όμορφα και πετυχεμένα τσόκαρα. Και ποιος δε θ’ αγόραζε στην κερά και στις τσούπρες του ένα τέτοιο ζευγάρι τσόκαρα.

Σε λίγο ήρθανε τα λεφτά. Και μάλιστα αρκετά. Ποτέ στη ζωή του ο Αναστάσης το Σοβιέτ δεν είχε πιάσει τόσο πολύ παραδάκι. Κάρφωσε μάλιστα ένα κουτί από σανίδια, του έβαλε καπάκι και κει μέσα φύλαε τα χρήματα του τσόκαρου - «τα ξένα λεφτά», όπως τα είπε. Και μια νύχτα σκοτεινή και μ’ αστραπόβροντα, ανέβηκε στο χωριό του τα Μάρ­μαρα καί πήγε ίσα στο κονάκι του πατέρα του Φάνη, κρατώντας στο χέρι του τρία εκατοστάρικα.

— Πάρε αυτά -είπε στο γέροντα μετά το καλη­σπέρα- και στείλ’ τα στον αδερφό Φάνη, στην Ανάφη.

Αδερφούς έλεγε τώρα τους παλιούς του συντρό­φους. Πίστευε πως από τη μέρα που υπόγραψε εκείνο το χαρτί μέσα στου αστυνόμου το γραφείο, δεν είχε πλέον το δικαίωμα να βάζει αυτή την ιερή λέξη, το «σύντροφος», στο στόμα του, που τη θεωρούσε πιο πάνω από το αδερφός και το πατέρας...

Έτσι ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ ένιωσε το πρώτο σκίρτημα χαράς κάνοντας ένα τοσοδούλικο μικρό χρέος... Πίστεψε τώρα πως πελεκώντας τσό­καρα ή σκαλίζοντας κουτάλια και σαΐτες, πολεμάει τον αστυνόμο, το διχτάτορα, τον ίδιο το φασισμό στον κόσμο. Ένιωσε τέτοια γεύση, τέτοια γλύκα ψυχής, που βάζοντας το δρόμο μπροστά, εκείνη τη θεότυφλη νύχτα, έφτασε βαθύ χάραμα στο μύλο. Και δίχως να χάσει καιρό σαμάρωσε το γαϊδουράκι, το έβαλε μπροστά δίχως να καβαλήκει επάνω του, το μπρογκούσε χτυπώντας το στα καπούλια κι αυτό, σα να ήξερε τη βία του αφέντη του να προκάνει να γυρίσει στο μύλο ώρα που φτάνουν τ’ αλέσματα, έτρεχε με όρεξη και φιλότιμο, κι όταν ο ήλιος είχε ψηλώσει ως ένα καλάμι, βρισκότανε στο κέντρο της χώρας. Και δίχως να χάσει καιρό έφτασε στο σπίτι του Στάθη του Τσακιρίδη και χτύπησε το κρικέλι. Όταν άνοιξε η πόρτα, φάνηκε μια μεσόκοπη και τον πληροφόρησε ότι αυτή είναι η γυναίκα του Τσακιρίδη. Αυτός της έκανε νόημα, αφού είδε το δρόμο αδειανό, πως θέλει να της μιλήσει.

Όταν τον πέρασε μέσα, έφευγε από το στόμα της ένας χείμαρρος από βρισιές και κατάρες ενάντια στη διχτατορία... Ο μπάρμπα-Ανάστασης το Σοβιέτ της έβαλε τέσσερα εκατοστάρικα στο χέρι, λέγοντάς της να τα στείλει στον άντρα της στην εξορία... Τον ρώτησε η γυναίκα ποιος είναι, αλλ’ αυτός σήκωσε το χέρι ψηλά και είπε...
Μ’ έστειλε ο Κύριος...
Μεγάλο το όνομα του Κυρίου, είπε εκείνη, έκανε λίγους σταυρούς, όταν ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ της ζητούσε πού θα έβρισκε του άλλου εξόριστου τη γυναίκα, του Βρωμοσπιτάκη, κι έφυγε αμέσως να πάει και σε κείνη.
Για να καταλάβομε τώρα τι αντιπροσώπευαν αυτά τα χρήματα κείνη την εποχή, θα πούμε ότι μπορούσε ν’ αγοράσει μια γίδα στο γάλα με δυο ριφάκια ή μια γουρούνα γκαστρωμένη.

Τη Βρωμοσπιτάκαινα τη βρήκε σε μια χαμοκέλα στη γειτονιά του Αϊ-Σώστη.
Είσαστε η κυρία Βρωμοσπιτάκη; τη ρώτησε.
Αυτή είμαι, ωρέ μπαρμπούλη, που να μην ήμουνα. Αλλά τι θέλεις. Μην ήρθες και συ να μου πεις πως ο άντρας μου ο ανεπρόκοπος, που μου άφησε τρία παιδιά να παλεύω, είναι ήρωας και τα τέτοια, για θα φας και συ με το τσόκαρο στο κεφάλι!
Όχι, νά! Μ’ έστειλε ο Κύριος... Πάρε κι αυτά είπε, δίνοντας αυτηνής, βλέποντας τα τρία αδύνατα μικρά της, πέντε εκατοστάρικα.
Α! τον καημένο τον κύριο... Είναι πλούσιος, ωρέ μπαρμπούλη, πλούσιος; Δεν του λες να με πάρει στις δουλιές του. Να βοηθάγου την κυρά του;

Το Σοβιέτ είπε πως θα περάσει και άλλη φορά, έδειξε τον ουρανό και είπε:
Αυτός ο Κύριος, φεύγοντας γρήγορα όταν η γυναίκα μουρμουρούσε προσευχές, σταυροκοπιόταν, βρίζοντας και τον άντρα της.
Μωρέ καλά τα κατάφερα σήμερο, είπε το Σοβιέτ, ποιος ξέρει τι θα σκέφτηκαν οι γυναίκες, ποιο σωματείο της φιλανθρωπίας μ’ έχει σταλμένο. Ας είναι... Ίσως να έρθει κάποια ημέρα, είπε και νοστάλγησε εκείνη την εποχή που τον υποδεχόταν ο Αλέξαντρος με το σύντροφέ μας, του έλεγε τόσα και τόσα της Σοβιετικής πατρίδας, της πίστης του κομ­μουνισμού, φοβέριζε κιόλας να φτιάξει το Σοβιέτ στην ορεινή Φθια...

Ο μυλωνάς του νερόμυλου κατά κανόνα είναι τεμπέ­λης. Όσο η μυλόπετρα είναι σβέλτη και παίρνει στο κάθε λεφτό πολλές πολλές στροφές, τόσο αυτός -όσο μάλιστα περνάνε τα χρόνια- γίνεται πιο δυσκί­νητος, αδρανής και νωχελικός.
Ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ τα ΄χε αυτά τα ελαττώματα του μυλωνά, αφού κιόλας άλλη δουλιά δεν είχε κάνει στη ζωή του. Έφτασε μάλιστα να τεμπελέψει ακόμα κι η φωνή του, τα έλεγε μισά και σπάνια μιλούσε. Τώρα όμως, που καθώς πίστεψε, τον έσπρωξε το χρέος για τους εξόριστους να πελεκήσει το ξύλο, ένιωθε σιγά σιγά και από μέρα σε μέρα να δυναμώνουν τα δάχτυλα, το χέρι, οι αγκώνες ώς πάνω στους ώμους, ο σβέρκος, η μέση και τα ποδάρια. Είχε ξυπνήσει στο κορμί του μια δύναμη και μια σβελτάδα που θαύμαζε πού κρύβονταν. Γινόταν πιο δυνατός κι ευκίνητος. Πρώτα έριχνε τον καρπό, ρεγουλάριζε το μύλο να κόβει το αλεύρι στρογγυλό και με τεμπέλικα βήματα έφτανε και ξάπλωνε στο πεζούλι του, κάπνιζε τσιγάρους χοντρούς, ώσπου να τελειώσει το νερό, να σταματήσει ο μύλος. Τώρα κάθεται σ’ ένα κούτσουρο και πάνω σ’ άλλο κούτσουρο πελεκάει, νιώθει το εργαλείο του να βαράει ίσια το φασισμό, δίνει στο ξύλο μορφή, το κάνει τσόκαρο, σαΐτα, γκλίτσα, κουτάλι ή ξύλινο σπαθί. Το ξύλο γίνεται χρήμα να μαλακώσει την πίκρα του εξόριστου, στο ξερονήσι. Μοσκομυρίζει το κέδρο, ο μύλος τραγουδάει κι η αλευρόσκονη μυρώ­νει τον αέρα του σπιτιού. Όχι, αν δεν καθότανε κάρβουνο αναμμένο εκείνη η υπογραφή μέσα στο ψυχικό του, με καμιά ευτυχία του κόσμου δε θα την άλλαζε τη δική του...

Θα είχανε περάσει πέντε καν έξι μήνες και τα τσόκαρα του μπάρμπα-Αναστάση έφτασαν παντού, σ’ όλα τα χωριά και τις χώρες της ορεινής Φθιας. Τόσο πετυχεμένα ήτανε που ένα σωρό κυράδες πήγαιναν μ’ αυτά ακόμα και στην εκκλησία. Κι έφταναν στο μύλο έμποροι της Σπερχειάδας, τ’ αγόραζαν όσο όσο κι όσα είχε ετοιμασμένα, και δεν ύπαρχε σπίτι που να μην ξέρει τα τσόκαρα με τα βαμμένα στο κόκκινο λουριά. Σιγά σιγά κιόλας τα λέγανε για συντομία: «Τσόκαρα Σοβιέτ». Αυτός κιόλας είναι ο λόγος που φτάσανε αναφορές στην υποδιοίκηση από διάφορους σταθμάρχες κι αποσπασματάρχες της ορεινής Φθιας. Και για να μη βρει κάναν μπελά ή ακόμα και καμιά μετάθεση στη Θράκη, ο αστυνόμος της χώρας έστειλε εγκύκλιο στα χωριά και τις κωμοπόλεις της περιφέρειας που αστυνόμευε, κι έδινε διαταγή να βαφτούν όλα τα τσόκαρα «Σοβιέτ» από το κόκκινο στο μαύρο και να πάψουν να τα προσφωνούν με την αντεθνική αυτή λέξη (Σοβιέτ).

Έστειλε κι ένα χωροφύλακα στο μύλο να πει στο μυλωνά, τον Μπαλακώστα Αναστάσιο, να κατέβει στη Σπερχειάδα, όπου τον θέλει ο υποδιοικητής για κά­τι ερωτήσεις. Αυτή όμως τη φορά, δεν τον πήρε μαζί του ο χωροφύλακας και κακοχαρακτηριστεί, αλλά τον παρακάλεσε, για λογαριασμό του αστυνόμου, να φύγει μια ώρα μετά από αυτόνε. Καθυστερήθηκε όμως ν’ αλέσει το άλεσμα της ζωντοχήρας της Τσέβως, κι έφτασε στη Σπερχειάδα το λιοβασίλεμα. Φτάνοντας στη χωροφυλακή φοβότανε, από το νου του περνούσαν πολλά, και πιο πολύ μην έμαθε ο αστυνόμος για κείνα τα λεφτά που κάθε μήνα πήγαινε στα σπίτια των εξόριστων. Ένας χωροφύλα­κας άνοιξε την πόρτα του γραφείου του αστυνόμου, κι αυτός, βγάζοντας την τραγιάσκα του (φόραγε αυτό το καπέλο όταν κατέβαινε στη χώρα), πέρασε μέσα. Τον είδε τον αστυνόμο σκυμμένο στα χαρτιά του, λίγο κακοδιάθετο και θυμωμένο:

Δεν τήρησες τα συμφωνημένα, κύριε Μπαλα­κώστα! άφησε μια φωνή ο υποδιοικητής. Είχαμε πει, τότε που αποχρωματιστήκατε, να το απαλείψετε αυτό το αντεθνικόν επίθετον, το Σοβιέτ. Και ορίστε τώρα πόσο έχει μπερδευτεί η υπόθεσις με το να πάρει ο τύπος των τσοκάρων που κατασκευάζετε, με τους κόκκινους ιμάντας, αυτό τούτο το επίθετον και ο πληθυσμός της περιφερείας μου τα ονομάζει τα τσόκαρά σας Σοβιέτ. Μα χάθηκε ο κόσμος να βάλεις ιμάντας με άλλο χρώμα; Το μαύρο, αίφνης, δεν είναι το ίδιο καλό όπως το κόκκινο;
Ε, νά, κυρ-αστυνόμε μου, οι κοπέλες και οι κυράδες δεν τα θένε τα μαύρα λουριά. Δε θα μου πουλιούνται τα τσόκαρά μου ύστερις.
Τότε να βρείτε άλλην απόχρωσιν, κύριε Μπαλακώστα. Το κόκκινο με εγκύκλιό μου το απηγόρευσα. Αν δε τα τσόκαρα δεν ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων υπόδησις εθνική, οι αρχαίοι κόθορνες νομί­ζω, θα το απηγόρευα παντελώς.

Και ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ κοιτώντας την εξάρτυση στο στήθος και στη μέση του αστυνό­μου, πρότεινε.
Ε, κάνει να έχουνε το χρώμα της λούρας της δικιάς σας, κυρ-αστυνόμε μου;
Ο αστυνόμος έσκυψε το κεφάλι να δει, ξεκού­μπωσε την πόρπη να μελετήσει ακριβώς την από­χρωση, και είπε:
Σκούρον βυσσινί. Έστω! Συμφωνώ, κύριε Μπαλακώστα. Αλλά έχω και μίαν άλλην πρότασιν να σας κάνω. Να παραγγείλετε μίαν σφραγίδα που να φέρει την ένδειξιν: «Τσόκαρα Μαρμάρων» ή αν έχετε σεις να αντιπροτείνετε κάτι καλύτερον.
Ε, νά, να τα πούμε καλύτερα «τσόκαρα Αναστάση».
Θαυμάσια! Θαυμάσια! φώναξε ο αστυνόμος και συνέχισε. Νά λοιπόν η συνεργασία του πολίτου μετά της αστυνομίας τι αποτελέσματα φέρει. Πρέπει να σας αποκαλύψω, κύριε Μπαλακώστα, ότι εις τον φάκελόν σας υπάρχει μια καταγγελία εις βάρος σας (παλαιόθεν βέβαια), ότι απειλούσατε να κοκκινίσετε την ορεινήν Φθιώτιδα και να την μεταβάλετε εις σοβιετικήν. Πιστεύοντας όμως ότι η δήλωση μετά­νοιας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού, την οποί­αν αυθορμήτως υποβάλατε, είναι ειλικρινής και εφόσον θα ευρίσκομαι εις την υποδιοίκησιν Σπερχειάδος, θα μένετε ελεύθερος εις τα ειρηνικά σας έργα. Αυτό το λόγο του έβγαλε ο αστυνόμος, τον πήρε πάλι από τους ώμους, τον πήγε μέχρι την πόρτα και την έκλεισε πίσω του ελαφριά. Και ο μπάρμπα-Ανα- στάσης το Σοβιέτ βγαίνοντας στο δρόμο είπε μέσα από τα λίγο σφιγμένα δόντια του.
Άε, κέρατά χαφιέ! Τώρα θα δεις τι θα κάνω. Ήταν η πρώτη βρισιά που έλεγε ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ στη ζωή του. Έσφιξε κατόπι τη λούρα του στη μέση κι αμολύθηκε στο σκοτάδι που στο μεταξύ είχε πλακώσει. Έφευγε σαν αέρας. Πότ’ έφτασε στον Αϊ-Σώστη, στο σπίτι της Βρωμοσπιτάκαινας, δεν το κατάλαβε. Της άφησε το συνηθισμένο ποσό κι ακόμα ένα εκατοστάρικο.

Αυτό να το στείλεις στον άντρα σου στην Ανάφη, της είπε. Αυτή αντίς γι΄ άλλο έκανε:
Μμμ... κι ύστερα ευχαρίστησε, κοίταξε τον άνθρωπο που άνοιξε βήμα και χάθηκε στο σκοτάδι, σταυροκοπήθηκε, έκλεισε, κοίταξε μια τα παιδιά, άλλη κατά τον ουρανό, και τους είπε: «Μας τον έστειλε Αυτός. Ας έχει τη βοήθειά του...»
Έτρεχε πάλι στο σκοτάδι και σταμάτησε όταν βρέθηκε μπροστά του η πόρτα του άλλου εξόριστου συντρόφου, του Τσακιρίδη.
Κρατούσε το συνηθισμένο ποσό και όταν άνοιξε η πόρτα πέταξε το χέρι του λέγοντας στη γυναίκα: «Συμπάθα με αλλά είμαι βιαστικός, πάρετε αυτά για τα παιδάκια και τον άντρα σας».

Η γυναίκα άπλωσε και τα δυο της τα χέρια αρπάζοντας όχι τα χρήματα αλλά το χέρι που τα κρατούσε και, τραβώντας το με δύναμη, πήρε μέσα ολόκληρο τον μπάρμπα-Αναστάση το Σοβιέτ, κλείνο­ντας και την πόρτα.
Έμπα στο φτωχικό μας, χριστιανέ μου άφησε να σου πούμε ένα ευχαριστώ. Κι εγώ συντρόφισσα είμαι, δεν είμαι από κείνες τις γυναίκες που ξέρεις και τις φοβάσαι. Σίγουρα τα χρήματα αυτά το Κόμμα μας τα στέλνει; Εγώ κατάφερα να βρω μια πονόψυχη γειτόνισσα να της αφήσω για λίγες ημέρες τα παιδιά μου και φεύγω αύριο για την Ανάφη. Μου το ζητάει με γράμμα του ο άντρας μου κι άλλοι γνωστοί μας εξόριστοι μηνάνε πως θέλουνε κάποιο να τους επισκεφτεί. Στη συνέχεια η γυναίκα εξακολούθησε να λέει τόσα πολλά κι όμορφα με όμορφες λέξεις. «Μια τέτοια συντρόφισσα θέλαμε στην ορεινή Φθια να κοκκινίσει τις γυναίκες και να το φτιάξει το Σοβιέτ», σκέφτηκε ο μπάρμπα-Αναστάσης και θυμήθηκε τον Αλέξαντρο κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του, μα κρατήθηκε, έβγαλε με τρόπο το πορτοφόλι του, το άδειασε μέχρι την τελευταία δεκάρα, σηκώθηκε, είπε στη γυναίκα:
— Δώσε αυτά στους συντρόφους σου τους εξόρι­στους. Είναι από τον Κύριο, κι έφυγε γρήγορα χωρίς αυτή που στεκότανε τώρα άφωνη κι αποσβολωμένη να βρει να του πει μια λέξη: το ευχαριστώ ή την ανταπόδοση στο καληνύχτα του ανθρώπου, που είχε ανοίξει βήμα, καρφώθηκε και χάθηκε στο πυκνό σκότος, έφτασε στην άκρια της κωμόπολης κι όταν πάτησε στο πεδινό, πριν φτάσει ν’ ανηφορίσει τις στροφές του ατραπόδρομου, πήρε το μυαλό του να μελετά τη στάση του εκείνης της ημέρας: καλά τα κατάφερα σε όλα, εσκέφτηκε. Με τον αστυνόμο πρώτα, με τις γυναίκες το ύστερο. Ναι, λέω ψέματα πως είμαι ο σταλμένος του Κυρίου, μα είναι ο συνωμοτισμός, ύστερα γιατί να με ξέρουνε και πώς να μολοήσω το πάθημά μου εκείνο να υπογράψω χαρτί;...

Είχ’ έρθει ο χειμώνας με τις βροχές και τις ομίχλες. Ο ουρανός χαμήλωσε στη χαράδρα του μύλου, ελίγανε ο κόσμος και το φως, εμίκραναν οι μέρες, δεν έβλεπε και δεν είχε ώρες να πελεκάει. Σκέφτηκε τότες ο Αναστάσης το Σοβιέτ να στείλει στη μεγάλη χώρα, τη Λαμία, του Φάνη τον πατέρα, που ήταν άνθρωπος καλός και γνωστικός, είχε κι ένα γερό μουλάρι. Να του ψωνίσει μια λάμπα ασετυλίνης και τη σφραγίδα, σύμφωνα με το σχέδιο του αστυνόμου: στρογγυλή, κι ένα γύρο με κεφαλαία γράμματα: ΤΣΟΚΑΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ και στη μέση ένα πλατάνι γέρικο. Όταν ήρθε και τη δοκίμασε στα τσόκαρα πάνω ήτανε θαύμα σφραγίδα, και το μελάνι στο ανοιχτό μπλε, όπως το ήθελε ο αστυνόμος. Του έφερε ακόμα, εχτός από τη λάμπα που έκανε τη νύχτα μέρα πλατιά, όσπρια και αλμυρικά, ρύζι και μακαρόνια, να βγάλει όλο το χειμώνα.

Τις Κυριακές και τις βροχερές μέρες, οπού σταμάταε στο δάσος η δουλιά, κατέβαινε ο Στελάρας και βοηθούσε. Ξάκριζε κι έσκιζε τα ξύλα, κι έφτασε να ετοιμάσει υλικά για πελέκημα, ξυλεία καθαρή από ρόζους και σκασίματα, να δουλεύει ο μπάρμπα- Αναστάσης και τελειωμό να μην έχει.
Έτσι κατάφερε να την οργανώσει τη δουλιά του ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ. Να κερδίζει αρκετά, να βοηθάει τους εξόριστους παλιούς συντρόφους του, να γλυκαίνει από μέρα σε μέρα και η δική του ζωή. Μοίραζε τις ώρες του ανάμεσα στο μύλο και στο ξύλο. Κοιμότανε λιγότερο, έτρωγε, έπινε και κάπνιζε λιγότερο, κι όμως ένιωθε πιο πολλή δύναμη στα μπράτσα και στα πόδια. Περνούσαν οι μέρες του, οι μήνες και τα χρόνια σε θλίψη και σε γλύκα. Θυμόταν την τόση ευτυχία του, όταν ήθελε να φτιάξει το Σοβιέτ στα βουνά της ορεινής Φθιας, που το ένιωθε -το Σοβιέτ- επίγειο παράδεισο, τον Αλέξαντρο, τις συνεδριάσεις στο μύλο με τους συντρόφους...

(…)
Πέρασαν έτσι λίγες βδομάδες ακόμα. Στα καμποχώ­ρια σκότωναν του βασιλιά οι συμμορίες, άρπαζαν προίκες και βίαζαν, έτσι όπως δεν είχε τώρα αντάρ­τες με όπλα. Ένα βράδυ έφτασε στο μύλο του ο Αλέξαντρος τρομαγμένος.

— Μπάρμπα-Αναστάση μου, καλέ μας σύντροφε, ανέβα αν μπορείς ως τα Μάρμαρα και πες στο δόλιο τον πατέρα του Φάνη, ότι το γιο του τον έσφαξαν στη Βίτουλη η συμμορία των Μπουρλήδων. Γυρνούσε από τη Θράκη όπου αγωνίστηκε, για να σωθεί εδώ στον τόπο του με τα ψηλά βουνά. Γέμωσε ο κόσμος συμμορίες, χωροφύλακες και στρατιώτες. Στις πολι­τείες μας διάλυσαν, έβαλαν δυναμίτη κι ανατίναξαν τα γραφεία μας, άρπαξαν περιουσίες, βίασαν γυναί­κες, κρέμασαν αγωνιστές, κι άλλους τους έριξαν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Μετά από την παράδοση των όπλων μας, ως δεν το περιμέναμε, μπήκαμε σε μια φρίκη. Κι εγώ μόλις που γλίτωσα απ’ το μαχαίρι της συμμορίας των Μπουρλήδων.
Ακούοντας αυτά ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σο­βιέτ έφερε τα δυο χέρια στο στήθος του και τα μάτια του έτρεξαν βρυσούλα, ύστερα πήγε, σταμάτησε το μύλο και με βαριά βήματα τρικλίζοντας, πήγε κάθισε στο γιατάκι του, έκρυψε το πρόσωπο στις απαλάμες και τραντάζονταν από το κλάμα.
— Έλα, γλυκιέ μας σύντροφε, Αναστάση, παρακάλεσε ο Αλέξαντρος, ξέρω πόση λατρεία συντροφική και πατρική μαζί είχες στον καλό σύντροφό μας τον Φάνη, σ’ όλους εμάς της ορεινής Φθιώτιδας. Πρέπει να έχομε πίστη και καρτερία. Μια μέρα πάλι θα ’ρθουν τα μεγαλεία μας... Και τότες η σημαία η κόκκινη, δίπλα στη γαλανόλευκη -δική μας είναι και αυτή- θα κυματίζει στον άπαντα αιώνα... Ο γέροντας όμως δε φάνηκε να πιάνει ο νους του τα παρακάλια του Αλέξαντρου. Του χάιδεψε τότες ελαφριά το κεφάλι λέγοντάς του.
— Πηγαίνω εγώ αμέσως τώρα για τα Μάρμαρα, κι αφού πρώτα έφτιαξε του λύχνου το φως και του έριξε απ’ το γυαλί λάδι, βγήκε έξω στο σκοτάδι, τραβώ­ντας την πόρτα του μύλου ελαφριά.

Στα Μάρμαρα ο Αλέξαντρος πήγε στου Φάνη το σπίτι. Έμεινε ξάγρυπνος δίπλα στη μάνα και τον πατέρα του που χτυπιόταν, κι ήταν αυτό το πιο δύσκολο χρέος κείνου του δύσκολου καιρού. Το πρωί βγήκε στην πλατεία με τα καφενεία του χωριού. Είδε τον Ουστασίδη και τον Στελάρα με τα πριόνια και τα ταγάρια τους έτοιμους να κατέβουν και να δουλέψουν στα πριονιστήρια στη Μακρακώμη. Ας ανοίξομε όμως εδώ μια παρένθεση μπαίνοντας λίγο μπροστά και στο χρόνο, να δούμε την τύχη αυτωνών και των άλλων του πυρήνα.
Λίγο αργότερα τους πήρε άλλος επιχειρηματίας να στήσουν ένα νερο­πρίονο, μακριά κατά του Ασπροπόταμου τα μέρη, ανάμεσα Τύρνας και Κούτσαινα, σ’ ένα βαθύ ρέμα. Εκεί χάθηκαν μ’ άλλα ονόματα, ώσπου ο στρατός αδειάζοντας την περιοχή από ανθρώπους και κάθε ζωή τους έδιωξε απ’ το πριόνι που δούλευαν. Πήραν τότες στα τυφλά δρόμους, βάδισαν μέρες πολλές κι έφτασαν ώς το Δελβεντό της Μακεδονίας. Εκεί δούλεψαν για λίγο στα δάση υλοτόμοι. Περνώντας ύστερα τον Αλιάκμονα ανέβηκαν ώς κοντά στην Κοζάνη, ασχολήθηκαν σε πριονιστήρι βγάζοντας δοκούς και σανίδια. Είναι ο καιρός που το ύπαιθρο καπνίζει από χαλάσματα και φωτιές και τα χωριά του φτιάχνουνται ξάναρχα. Ο Θανάσαρος πάλι, ο άλλος υλοτόμος, είχε χαθεί στα δάση της Οίτης για μήνες πολλούς. Κάποτε όμως βγήκε ξιπόλυτος, πεινασμένος και χτυπημένος απ’ τα χιόνια, κατέβηκε στα Μάρμαρα να βοσκήσει. Έπεσε όμως στο μπλόκο της συμμορίας των Μπουρλήδων που είχαν φτάσει στα Μάρμαρα για άρπαγμα ζώων, πλιάτσικο και σκοτω­μούς. Τον γνώρισαν τον Θανάσαρο γιατί κάποτε τον είχαν στο χωριό τους βουκόλο.

— Α, ωρέ Θανάσαρε, είπε ο μεγάλος Μπουρλής, αν σηκώσεις στη ράχη σου αυτό το βόδι σου δίνω ένα γερό ξύλο και μένεις λεύτερος. Και του έδειξε ένα γελάδι μικρόσωμο μέσα σ’ ένα κοπάδι.
— Θα μου το χαρίσεις, αφεντικό, το γελάδι, αν το σηκώσω;
— Άε, ωρέ, σήκου το και στο χαρίζω.
— Ο Θανάσαρος ν’ ακούσει πως θα του δώσει ο Μπουρλής ένα γελάδι, έσφιξε το κορμί του, άρπαξε το ζωντανό από τα μπροστινά πόδια, το έκανε να σταθεί στα πισινά, πέρασε τη ράχη στην κοιλιά του, όρθωσε το κορμί και κίνησε να τρέχει. Δεν ήτανε δα και πολλά βαρύ της ορεινής ράτσας ένα γελάδι.

Οι Μπουρλήδες κι η συμμορία τους, που πέρναγε τους εκατό, κοιτούσαν τον Θανάσαρο να τρέχει με το γελάδι κρεμασμένο στους ώμους του, όταν ο πιο μικρός από τ’ αδέρφια τους Μπουρλήδες έγνεψε σ’ έναν της συμμορίας του και του άδειασε μια δεσμίδα αυτόματου. Με σπασμένα τα πισινά πόδια του γελα­διού και του Θανάσαρου τα γόνατα σωριάστηκαν κάτω, κι υπόφερε λίγες στιγμές ώσπου ο συμμορίτης έφτασε και με μια σφαίρα στο μηλίγγι έβαλε τέρμα στους πόνους και στη λαχτάρα του.

Είναι ακόμα το Στελάκι, ο πιο μικρός, μα και ο πιο έξυπνος του πυρήνα της ορεινής Φθιας, που είδαμε να δουλεύει στη φώτιση όλης της Ρούμελης. Αυτός πιάστηκε από χωροφυλάκους κι έφαε στο κακούρ­γημα δυο ισόβιες, ένα θάνατο και κλείστηκε στο κάστρο της Λαμίας.

Ας πάμε τώρα στον Αλέξαντρο, που τον αφήσαμε στα Μάρμαρα. Εκείνο τον καιρό που κυριάρχησαν στο πεδινό ύπαιθρο οι συμμορίες που έβγαλε ο βασιλιάς να ετοιμάσουν τον ερχομό του, στα ορεινά χωριά είχαν καταφύγει αντάρτες καταδιωγμένοι από τα πεδινά καθώς κι από τις πολιτείες. Άπλυτοι, πεινασμένοι, καταδιωγμένοι, φοβέριζαν να πάρουνε πάλι τα όπλα. Ο Αλέξαντρος υποστήριζε πως καλώς τα έδωσαν τα όπλα, να ησυχάσει και να προκόψει ο τόπος, φτιάχνοντας τα χαλάσματα του πολέμου, αλλά ότι οι αντίπαλοι με τους ξένους δεν τήραγαν τη συμφωνία... Αυτά υποστήριζε με πάθος ο Αλέξαντρος σ’ ένα ασύνταχτο πλήθος αντάρτες, όταν ζυγώνο­ντας τον ο Βρωμοσπιτάκης, που μόλις κατάφερε να το σκάσει τραυματίας από σφαίρα χωροφυλάκου, κι ανοίγοντας στην άκριά του το αμπέχονο, άφησε να φανεί το παραμπέλ μπιστόλι του, που είχε πάρει σκοτώνοντας έναν οχτρό.

— Αυτό, συναγωνιστή Αλέξαντρε, και το όπλο μου δεν τα παράδωσα... Και να που γίνουνται πάλι χρήσιμα...
— Είσαι, σύντροφε, ο ένας στους χίλιους που δεν πειθάρχησε.
— Σωστό. Αλλά νά που εμείς οι λίγοι είναι που έχομε το δίκιο. Κάμετε μια συμφωνία σωστή, να μπορώ να πιάσω πάλι τη δουλιά μου, και σας τα δίνω τα όπλα. Γιατί το σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω δεν είναι στα χαρτιά τα δικά μου... Είχε βάλει ξανά ο Βρωμοσπιτάκης και το αντάρτικο όνομά του, το «Περικλής», γύρευε να ξεθάψει κρυμμένα όπλα, να οπλίσει μια ομάδα να κατέβει στα πεδινά και να βρεθεί μπροστά στους Μπουρλήδες.

Αυτά λοιπόν είδε ο Αλέξαντρος και βιάστηκε να κατέβει στο μύλο, πρώτο σταθμό, να κινηθεί ύστερα νύχτα για τη Λαμία. Εκεί βρισκόταν η ανώτερη ηγεσία, που τώρα δρούσε παράνομα. Να της εκθέσει την κατάσταση στα βουνά και τις απειθαρχίες.
Όταν έφτασε στο μύλο βρήκε τον μπάρμπα-Αναστάση το Σοβιέτ όρθιο πάνω απ’ το μύλο του που άλεθε καλαμπόκι. Είχαν έρθει πελάτες, του εξήγησε, έπρεπε να τους αλέσει ότι είχαν οικογένειες με παιδιά μικρά και γέρους. Χάρηκε σαν είδε τον Αλέξαντρο όπως κάθε άλλη φορά κι άνοιξε η καρδιά του και με ψυχραιμία τον ρώτησε πώς δέχτηκε η οικογένεια του Φάνη το χαμό του παιδιού τους.

— Εμένα, σύντροφέ μου Αλέξαντρε, δεν θα πάψει η ψυχή μου να κλαίει, γιατί ο Φάνης ήταν ο πρώτος που έκανα κομμουνιστή, τον λογάριασα παιδί μου, όπως εσένα. Του είπε πολλά απ’ τα χαρίσματα του Φάνη -και πού τις βρήκε τις λέξεις- και τέλος τον παρακάλεσε να φυλάγεται όσο πιο πολύ γίνεται.
— Κάθισε δω στο δάσο όσο κρατάει το καλοκαίρι, και φεύγεις. Τα βράδια θα κατεβαίνεις στο μύλο να παίρνεις προσφάι, εφημερίδες και να δειπνάς. Το βαθύ χάραμα πάλι στο δάσο... Εμένα σαν ηλικιωμένο πιστεύω να μη με βλάψουν.
— Δεν είναι εύκολο, του εξήγησε ο Αλέξαντρος, ότι η πειθαρχία, ότι η πίστη κι αυτοθυσία... Και τέλος χωρίς άδεια δεν μπορώ να το κάνω...

Βράδιασε και ξεκίνησε ο Αλέξαντρος κι ο μπάρ­μπα- Αναστάσης το Σοβιέτ τον συναπόβγαλε μ’ ευκές πολλές σε πολύ δρόμο. Όταν γύρισε πίσω σταμά­τησε το μύλο γιατ’ είχε αποκάνει ο καρπός. Σκέφτηκε ν’ ανάψει μια φωτιά και καψαλίζοντας μια ρέγκα να δειπνήσει. Όλη κείνη τη μέρα δεν είχε βάλει βούκα στο στόμα, κάπνιζε μόνο χοντρούς τσίγαρους κι έβρεχε τη γλώσσα με ρακή. Καθώς όμως πήρε ένα σπίρτο ν’ ανάψει μια αφάνα, πήρε τ’ αυτί του φωνές και ριπές από αυτόματα και ντουφέ­κια. Βγήκε στο σκοτάδι, έβαλε αυτί - τίποτα. Ανέβηκε στο ύψωμα πάνω από το μύλο κι ακουρμάστηκε, μα πάλι τίποτα δεν αγρικιόταν. Καθώς υπολό­γισε, ο Αλέξαντρος θα έφτανε στο μέρος που άκουσε το σαματά. Όσο κι αν έτρεμε η ψυχή και το κορμί ήταν δειλιασμένο, κίνησε να πάει κατά κει. Ήταν η σέλη, καθώς αρχινούσε του δρόμου η μεγάλη στρο­φή, που ο θειος του, ο Μπαλακώστας ο Λύκος, παράγγελνε στους ληστές, που σ’ όλη τη ζωή του φιλοξενούσε στο μύλο, ν’ αποφεύγουν.
— Αχ, είπε, εγώ στη στεναχώρια μου ξέχασα να παραγγείλω στον Αλέξαντρο. Μην είναι αυτός που βάρεσαν; Έτρεξε κατά κει, τάχυνε το ζάλο του, έφτασε στη σέλη, σταμάτησε, ακουρμάστηκε, μα τίποτα δεν αγρικιόταν. Έριξε μια ματιά στο μονο­πάτι, κατηφόρισε και ίδια κει που έπαιρνε ο δρόμος τη στροφή, έκοβε την ασπράδα του χαλικιού μια σκούρα κηλίδα. Έφτασε με δυο σάλτους. Έσκυψε... Ήταν ένα ακέφαλο κορμί ζεστό και το αίμα έτρεχε αφριστό.
— Αλέξαντρε! Έβγαλε φωνή, ψάχνοντας το ακέ­φαλο σώμα. Όταν είδε ότι είναι μονόχειρας, και βεβαιώθηκε πως είναι του Αλέξαντρου, έβγαλε κι άλλες φωνές και είπε μοιρολόγια. Αν γινόταν ν’ ακούσουν οι φονιάδες του και να του δώσουν ίδια μοίρα με του Αλέξαντρου, το πεθυμούσε. Κι αφού εχόρτασε κλάμα και μοιρολόι, έτρεξε πίσω στο μύλο, πήρε εργαλεία, έσκαψε λάκκο βαθύ στη ρίζα ενού βράχου, κι αφού έψαξε τον τόπο πατημασιά πατημα­σιά, μην είναι κάπου το κεφάλι πεταμένο, και βεβαιώθηκε ότι η συμμορία των Μπουρλήδων το είχαν πάρει μαζί τους, τράβηξε με όλο το σεβασμό του το άψυχο κορμί και το άφησε να πέσει στο λάκκο. Τον σκέπασε ύστερα με χώμα και με πέτρες -φοβό­ταν μη φάνε το νεκρό τα ζουλάπια- προσευχήθηκε, είπε όλα τα λόγια της κηδείας που θυμότανε κι ό,τι άλλα λόγια εκκλησιαστικά, κι έβγαλε τούτο το λόγο: «Αλέξαντρε, σύντροφέ μου. Νά εγώ ο σύντροφός σου, ο Αναστάσης ο Μπαλακώστας το Σοβιέτ, κάνω όρκο στον τάφο σου πάνω να σε θυμάμαι παντοτινά. Και μια μέρα, αν έρθουνε τα πράματα αριστερά, εγώ νά, το ορκίζομαι, να πάρω εργαλεία της πέτρας, να κάνω τη μορφή σου σ’ αυτόνε δω το βράχο, να στέκεται βράχος αιώνιος... Αιωνία σου η μνήμη, αξέχαστε σύντροφέ μου Αλέξαντρε».

Αυτά είπε ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ, χαιρέτησε στρατιωτικά το βράχο και τον τάφο, σαν να ήτανε κιόλας χαραγμένη η μορφή του συντρόφου του στην πέτρα, κι έφυγε πίσω στο μύλο. Έπεσε στο πεζούλι του βαρύς και μόλις που πρόλαβε να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει ότι η ζωή του είχε κλείσει τον κύκλο της.

Εκείνο το χάραμα το σκυλί που φύλαε το μύλο έσκουζε κι αλυχτούσε. Όταν φώτισε ρίχτηκαν δυο ντουφεκιές και το σκυλί ούρλιαζε δυνατά και σώπασε... Ο μπάρμπα-Αναστάσης πετάχτηκε πάνω, πήγε κατά την πόρτα, την άνοιξε και είδε μπουλούκι μεγάλο ένοπλους ήταν η συμμορία των Μπουρλήδων.
— Ποιους έχεις μέσα, ωρέ γερο-κουμμούνα, φώ­ναξε ένας νεαρός σπρώχνοντας το γέροντα και με το δάχτυλο στη σκαντάλη πέρασε μέσα στο μύλο. Άλλος ένοπλος του βάρεσε μια γροθιά, του άνοιξε τη μύτη και μ’ ένα κατακέφαλο ο μπάρμπα-Αναστά­σης το Σοβιέτ έπεσε χάμω λιπόθυμος. Εκείνη τη στιγμή έφτανε ο πρώτος από τ’ αδέρφια των Μπουρλήδων. Ήταν ένας μεσόκοπος, ψηλός και μαλλιαρός αγριωπός άντρας.
— Ποιος βάρεσε, ωρέ παλιοζάγαρα, το γέροντα! Άε τσακιστείτε απ’ εδώ πέρα χαμένοι, φώναξε ο μαλλιαρός άντρας, σήκωσε τον μπάρμπα-Αναστάση, τον έφερε να καθίσει στο πεζούλι του και φώναξε το νοσοκόμο του λόχου -λόχο έλεγε το μπουλούκι του- να περιποιηθεί τον μπάρμπα-Αναστάση. Όταν σε λίγο συνέφερε κι είχε σταματήσει να τρέχει το αίμα, ο μαλλιαρός άντρας του πρότεινε.
— Άκου, ωρέ Μπαλακώστα. Κανονικά πρέπει να σε σκοτώσω, γιατί εσύ τη χάλασες την περιοχή μας.
Έχε όμως χάρη στο μακαρίτη το θειο σου τον Λύκο (μαζί με τον πατέρα μου έφεραν τους ληστές για τη ληστεία του τρένου). Τέτοιες φιλίες αδερφικές είχαν. Στη χαρίζω λοιπόν τη ζωή να ζεις λεύτερος και να διαφεντεύεις το μύλο σου. Ακόμα βάλε και τη σημαία σου την κόκκινη. Μα άκου με! Αυτό το μπουλούκι που βλέπεις θέλει να φάει ψωμί. Να δουλεύεις το μύλο σου, ωρέ Μπαλακώστα, κι από τα δικαιώματα να δίνεις το μισό και σε μένα για το μπουλούκι μου, ώσπου να τελειώσομε με τους δικούς σου, να ’ ρθει πίσω ο βασιλιάς, να βάλει μια τάξη στο κράτος του, και τότες πάλι ο μύλος και τα ξιάγια όλα δικά σου, κι εγώ στο νοικοκυριό μου.
— Τη δέχεσαι, ωρέ γέρο, τη συμφωνία που σου λέω; Όλοι οι μύλοι της περιοχής τόσο δίνουν για το μπουλούκι μου. Και δίχως να περιμένει απόκριση, φώναξε να φέρουν οι μεταγωγικοί του δυο μουλάρια, διάταξε να φορτώσουν τα τέσσερα από τα έξι σακιά, δικαιώματα αλεστικά δυο μηνών, αφήνοντας τ’ άλλα δυο στο γερο-μυλωνά.
— Πάρτε και τ’ άλλα δυο, είπε ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ.
Ο μαλλιαρός άντρας, που το νόμισε συγκατάθεση του γέροντα στη συμφωνία που του πρότεινε, κάνο­ντας και το φιλάνθρωπο του είπε:
— Ε, όχι, ωρέ πατέρα μου! Να μείνει και σε σένα για τις πίτες.
— Αφήστε μια οκά, πάρτε το άλλο, μου φτάνει μια οκά..., είπε ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ και σφίχτηκαν τα δόντια του.
Κατά το μεσημέρι η συμμορία άφησε την περιοχή. Ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ άναψε τη φωτιά, ζύμωσε το αλεύρι που του άφησαν κάνοντας πίτες κι έβαλε το σάτι στο τριπόδι να τις ψήσει. Ύστερα τοποθέτησε τα εργαλεία του ξύλου στο ταγάρι και το δισάκι το γέμωσε τσόκαρα, σαΐτες, κουτάλια και ρόκες. Μετά άδειασε και το κουτί που φύλαγε τα χρήματα. Είχε αρκετά, κέρματα και χαρτονομίσματα. Άνοιξε ακόμα ένα αυλάκι στην αυλή που όταν θα πέσουν τα νερά της ξεχειλίστρας να τρέξουν μέσα στο μύλο. Και η τελευταία πράξη της προετοιμασίας του ήταν να φέρει το γαϊδουράκι του να του ρίξει το σαμάρι στην πλάτη, να το χαϊδέψει τις αυτάρες του και να του κουβεντιάσει.
— Άε, καημένο ζωντάνο... Μαζί με τη δική μου ζωή που σβήστηκε, θ’ αλλάξει κι η δική σου.
Όταν ήρθε το σκοτάδι και πύκνωσε, ο μπάρμπα- Αναστάσης το Σοβιέτ φόρτωσε στο γαϊδουράκι του ό,τι είχε ετοιμασμένο να πάρει. Ύστερα λευτέρωσε το μύλο σ’ όλο το τρέξιμό του, άφησε να πέσει το νερό, και σταμάτησε κοιτώντας τον να παίρνει σαν τρελός τις πιο γρήγορες στροφές του, ώσπου είδε την πέτρα να καπνίζει. Σε λίγα λεπτά απ’ τη φωτιά της τριβής θα γινόταν χάρβαλα και κομμάτια. Βγήκε ύστερα γρήγορα, ταχτοποίησε το αυλάκι να πλημμυ­ρίσει το σπίτι, έλυσε το γαϊδουράκι και το μπρόκηξε κατά το δρόμο που ανεβαίνει στα Μάρμαρα. Έ­στρεψε, κοίταξε στερνή φορά το μύλο, που έζησε και γέρασε, σα να ήθελε ν’ αποχαιρετήσει: «Ας βάλουν οι Μπουρλήδες τη φωτιά», φώναξε.

Η βραδιά ήταν αφέγγαρη, αλλά βάδισε πολλές φορές έξω από δρόμους, να μην τον ιδεί χωριανός του και τον γνωρίσει. Άφησε τα Μάρμαρα δεξιά, τη Δάφνη αριστερά, πήρε την κατηφόρα κατά την απάνω Μουσουνίτσα, την άφησε πίσω, ανέβηκε στο Μαυρολιθάρι και κατηφόρισε φτάνοντας ως τη Στρώμνη. Το χάραμα τον βρήκε έξω της Παύλιανης. Εδώ, περιμένοντας τον ήλιο να ψηλώσει, άφησε το γαϊδουράκι να βοσκήσει, κι αυτός πέφτοντας κάτω απ’ ένα δέντρο γύρεψε λίγη ανάπαφη. «Καλά έφτασα ως εδώ, δίχως να με δει κακό μάτι», σκέφτηκε. «Απ’ εδώ και πέρα θα είμαι ένας γέρος που πελεκάει τσόκαρα και σαΐτες. Τίποτις παραπάνω δε θα είμαι... Πάνε τα μεγαλεία μας τα παλιά, και τα όνειρα χαθήκαν...»

Στην Παύλιανη έκανε χρυσές δουλιές ο μπάρμπα- Αναστάσης το Σοβιέτ. Μάλιστα αν ήθελε θα το πουλούσε όλο το εμπόρευμα, αλλά του χρειαζόταν να έχει πραμάτεια στο δισάκι του για το δρόμο και σε κάθε χωριό που θα καθόταν. Εδώ αναπαύτηκε σωματικά και συνέφερε λίγο τις ψυχικά από τα τόσα χτυπήματα του τελευταίου καιρού. Μα ωστόσο φαι­νόταν ένας άνθρωπος σβημένος, που έσουρνε βαριεστημένα τα πόδια του στα καλντιρίμια που περνούσε.
Στην Παύλιανη όμως από αιτία τα πετυχεμένα του τσόκαρα, που κράτησαν χρόνια, φαγώθηκαν στο πίσω μέρος, πάταγαν οι φτέρνες στην πέτρα κι ακόμα τα φορούσαν, έμεινε «ο γέρος με τα καλά τσόκαρα» ή «ήταν τη χρονιά, ή ο δεύτερος χρόνος, που ήταν εδώ ο γέρος με τα τσόκαρα».

Πέρασε έτσι πουλώντας εμπόρευμα, και πελεκώ­ντας άλλο -ξύλα έβρισκε στο χωριό- ως ένα μήνα στην Παύλιανη, ώσπου έπεσαν οι πρώτες βροχές του φθινόπωρου. Τότες και εξαιτίας ότι δεν είχε φροντίσει να ζητήσει κάποιο αχυρώνα να κοιμάται, φόρτωσε στο γαϊδουράκι του τα ξύλα και τα εργαλεία, έβαλε το δρόμο μπροστά κι έφτασε στην κωμόπολη του Λιδωρικιού. Αλλά επειδής είδε πολλούς ξαγριεμένους συμμορίτες και του φάνηκε ότι τον κοίταξαν με βλοσυρότητα και μίσος, βγήκε από την άλλη μεριά της κωμόπολης καβάλα στο γαϊδουράκι, βάδισε νότια, έφτασε και πέζεψε έξω από το χωριό Σκαλούλα, μπροστά σε μια εκκλησία που είδε κόσμο στον εσπερινό, γιατί στο μεταξύ είχε βραδιάσει. Εκεί του ξύπνησε η επιθυμία να μπει στην εκκλησία να προσευχηθεί και να προσκυνήσει. Ρώτησε μάλιστα το όνομα του αγίου κι όταν μια γριούλα του είπε ότι η χάρη του λέγεται Άγιος Σουλπίκιος, σταυροκοπήθηκε κι είπε ότι πρώτη φορά τον ακούει αυτόνε τον άγιο, μα ωστόσο δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα είναι όπως τον πάσα άλλο άγιο. Μπήκε λοιπόν μέσα, γονάτισε, έκανε πολλούς σταυρούς και δεήθηκε. Τι ζήτησε βέβαια, όπως κάθε σωστός χριστιανός το είχε μυστικό, αλλά σίγουρα για τον εαυτό του δε θα ζητούσε τίποτα. Βγαίνοντας έξω από τον Άγιο Σουλπίκιο τον ρώτησε μια γριούλα τι πραμάθειες έφερε στο χωριό τους. Αυτός άνοιξε το δισάκι, πήρε ένα ζευγάρι τσόκαρα με βυσσινιά λουριά και τα έδωσε στη γριούλα.

— Α, όμορφα τσόκαρα που είναι. Πόσο τα δίνεις, ωρέ γέροντα;
— Ε, νά! Να μου φτιάξεις μια τηγανιά αυγά μ’ ένα πιάτο χόρτα και μπομπότα, να στα δώσω.
— Και πού θα κονέψεις να σου τα φέρω τ΄ αυγά να δειπνήσεις;
— Ε, νά. Θα βρεθεί κάνα αχούρι να μείνω. Θέλω και να πελεκάω σαΐτες για τους αργαλειούς και τσόκαρα να φτιάχνω.
— Εγώ έχω, ωρέ γέρο, ένα παράσπιτο που όταν ζούσε ο μακαρίτης ο γέρος μου, έβανε κει μέσα άχυρα για το μουλάρι. Ερχούσαι να το πιάσεις;
— Ε, να ’ρτω. Να πληρώσω και κάτι...
— Μμ...
Τον έπιασε λοιπόν τον αχυρώνα ο μπάρμπα-Αναστάσης το Σοβιέτ, κρέμασε τα εργαλεία σε ξυλό­καρφα που βρήκε στους τοίχους, έστησε μια πυρο­στιά στη μια γωνιά, στην άλλη έφτιαξε ένα πρόχειρο παχνί για το γαϊδουράκι. Βολεύτηκε καλά, αγόρασε κι ένα πήλινο τσουκάλι να βράζει τη φασουλάδα του κι έβαλε μπροστά να πελεκάει ρόκες και σαΐτες - τσόκαρα είχε ακόμα μπόλικο πράμα. Αλλά μικρό όπως ήτανε το χωριό, πούλησε ό,τι πούλησε την πρώτη εβδομάδα, ύστερα πελεκούσε. Κι έφτασε να είναι τόσα πολλά που δε θα τα μπόραγε το γαϊδου­ράκι. Άφησε λοιπόν τη Σκαλούλα, βάδισε δυτικά και περνώντας ανάμεσα Άμφισσας και Ιτιάς έφτασε στο κεφαλοχώρι Χρυσό και καταστάθηκε πάλι σ’ έναν παλιό αχυρώνα. Το χωριό είναι μεγάλο και πλούσιο, έβγαλε την πραμάτεια και την άπλωσε στο δρόμο. Και ποια αρχόντισσα δε θ’ αγόραζε σαΐτες για τις θυγατέρες της και τσόκαρα για δικά της. Μέσα σε λίγες ημέρες ξοδεύτηκε όλο το πράμα και χρειά­στηκε, επειδής το χωριό δεν έχει δάση γιατ’ είναι χτισμένο σε ήμερο τόπο, ν’ ανέβει στην Αγια-Θυμιά και ν’ αγοράσει δυο φορτώματα ξύλα κέδρινα και πλατάνου. Κάθισε λοιπόν πάλι στο πελέκημα, έσκισε και ξάκρισε τα κούτσουρα, κάθε κομμάτι ξύλου χρήσιμο, όποιο δεν έφτανε για τσόκαρο, το έκανε σαΐτα, κουτάλα μεγάλη ώς μικρότερη ή ρόκα.

Εδώ στο Χρυσό ησύχασε λίγο το είναι του που έτρεμε, ότι, αν οι Μπουρλήδες, που τους αχρήστεψε το μύλο του, τον έβρισκαν θα τον πέρναγαν από τα πιο φριχτά βασανιστήρια και τέλος θα του έπαιρναν το κεφάλι. Το Χρυσό ήταν μακριά από τη Φθια που είχαν το βιλαέτι τους. Είχε κι εδώ βασιλικές συμμο­ρίες, μα ποιος τον γνώριζε και ποιος έδινε σημασία σ’ ένα γέρο που πελεκάει τσόκαρα; Για καλού κακού όμως μετακινήθηκε δυτικά και μετά από μισής ημέρας δρόμο έφτασε στην κωμόπολη της Δεσφίνας, αλλά κι εδώ, όπως και στην άλλη κωμόπολη, το Λδωρίκι, είχε πολλούς συμμορίτες που αγριεμένοι πυροβολούσαν, εξόν που οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κουμπί βασιλικό. «Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι», είπε, μπρόκηξε το γαϊδουράκι του ξετρέχοντας να κατέβει στο παραθαλάσσι, όπου το χωριουλάκι Αντίκυρα, να βγάλει εκεί στη ζέστα της θάλασσας το λίγο χειμώνα που απέμενε.

Πριν όμως πάρει το ξέχυμα για το παραθαλάσσι, τον έφτασε ένας καλόγερος καβάλα σ’ ένα μουλάρι. Πιο πέρα, ώς μισό μίλι, στεκόταν ένα μοναστήρι, παλιό φαινόταν, κλεισμένο σ’ ένα ψηλό τείχος. Είδε ο καλόγηρος που έξεχαν τα πριόνια απ’ το ταγάρι του μπάρμπα-Αναστάση και τον ρώτησε αν ήταν μαραγκός.
— Τσόκαρα και κουτάλες πελεκάω, άγιε, του απάντησε.
— Καλύτερα. Μια φορά τα εργαλεία τα έχεις. Έλα στο μοναστήρι να μας κάνεις μερικά μεραμέτια που έχουν ανοίξει ο αρμοί σε πόρτες και παραθύρια. Θα πλερωθείς και θα σε περιποιηθούμε μαζί και το γαϊδουράκι σου.
— Αν θέλεις, άγιε πατέρα, να έρθω να σας φτιάξω δίχως πληρωμή ό,τι μπορέσω, έρχομαι. Χριστιανός είμαι κι εγώ. Από μοναστήρι να πάρω λεφτά;
Μπήκε λοιπόν κι εγκαταστάθηκε, αν και με μεγάλο δισταγμό, στο μοναστήρι, γιατί σαν αστραπή πέρασε στο μυαλό του εκείνα τα παλιά με τους συντρόφους. Αν και βέβαια αυτός εξαιτίας τη δεύ­τερη οδηγία, κιόλας ειπωμένη από το στόμα του κεντρικού ινστρούχτορα, να μη θίγεται η θρησκεία, είχε το λεύτερο να θρησκεύεται, αλλά θα δίσταζε όμως αν θα έπρεπε να κατοικήσει σε μοναστήρι. Μα κι εξάλλου η ζωή του όλη είχε κλείσει σ’ ένα κουλούρι, ένα μηδέν. Καταστάθηκε λοιπόν σ’ ένα κελί και το γαϊδουράκι με τ’ άλλα ζωντανά του μοναστηριού σ’ ένα ζεστό στάβλο. Δυο βδομάδες χρειάστηκε να κάνει τα μεραμέτια, παίρνοντας κιό­λας μέρος στα εωθινά και στους όρθρους, κι έμεινε αξέχαστη στο μοναστήρι του Προδρόμου η ευσέβεια του γερο-τσοκαρά, όπως αποκαλέστηκε από τους καλογέρους. Μάλιστα ο ηγούμενος, που από πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο μοναστήρι εχτίμησε την ευσέβεια και τη θεοφοβοσύνη του, του πρότεινε να μείνει χειροτονημένος από δεσπότη πατέρας, αν το επιθυμούσε. Αυτό βέβαια θα ήταν ευνοϊκό, γιατί θα ισοδυναμούσε με την εξαφάνισή του από προσώπου γης, αλλά ίσα ίσα από δω και πέρα είναι που η πορεία του μπάρμπα-Αναστάση μας του Σοβιέτ μπερδεύει.

Το πρωί της πρώτης Κυριακής από την εγκατάστασή του στο μοναστήρι, καβάλα στο γαϊδουράκι του κατέβηκε στ’ Αντίκυρα. Το βράδυ γύρισε πεζός, λέγοντας στον ηγούμενο ότι το γαϊδουράκι το πού­λησε σ’ ένα φτωχό άνθρωπο απ’ το Στενό που είχε κατέβει για ψώνια στ’ Αντίκυρα. Όταν τέλειωσε τις επιδιορθώσεις στις πόρτες και στα παράθυρα του μοναστηριού, χαιρέτησε ηγούμενο και καλογέρους, μπήκε κι άναψε κερί στην εκκλησιά, προσευχήθηκε και φορτωμένος από τη μια το δισάκι του, από την άλλη το ταγάρι, βγήκε από το μοναστήρι και κανείς και ποτέ δεν έμαθε σε ποια χωριά και σε ποιους δρόμους περπάτησε...

Μετά όμως από δυο δεκαετίες τελεύτησε ένας γέρο-νυχτοφύλακας στους Αλευρόμυλους Αγίου Γε­ωργίου Πειραιώς. Οι συνάδελφοί του εργάτες του μύλου, λόγω της αγαθοσύνης και της συντροφικότη­τας που έδειξε όλα τα χρόνια στις σχέσεις του μαζί τους, του δώρισαν ένα σταυρό στον τάφο του που έγραφε: «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α. ΜΠΑΛΑΚΩΣΤΑΣ 1891-1977».

Ο διευθυντής όμως του αλευρόμυλου, που ήταν ο Θηραμένης Χολής, αδερφός του υποτελώνη στ’ Αντίκυρα, περίφημου αγωνιστή καπετάν-Αίαντα, που κυκλωμένος από τους οχτρούς αυτοκτόνησε στην περίφημη μάχη της Αράχωβας, θα πει στους εργάτες δωρητές του σταυρού: «Αν εσείς ξέρατε ποιος ήτο αυτός ο συνάδελφός σας, θα του υψώνατε μνημείο με επίγραμμα: «Ενθάδε κείται ο μοναδικός στον κόσμο που έδωσε μόνο και δεν πήρε»…

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα | τον αδερφό μου ξένο | και τον οχτρόν αδέρφι μου | αδικοσκοτωμένο.
Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο | της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς!

Δεν πρόφταξε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα

 Μανούσακας Γιάννης: ελόγου μου ο αξεσκόλιστος

Γράφει στο βιβλίο του «Ο φυγόδικος» (εκδ. « Οδυσσέας», 1980): Η «διδασκαλία» των ζώων σ` έναν φυγόδικο. Η ασφάλεια και η γνώση του βουνού. Η συμπαράσταση των ανθρώπων - Μια δύναμη ακατανίκητη, η δύναμη του νικημένου - Το βουνό το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το γνώρισα, μου φαίνεται πως είναι ολοζώντανο, κουβεντιάζω μαζί του.

— Είχα την πρώτη ευθύνη του ένοπλου κινήματος και για ότι γίνηκε στην Κρήτη. Θέλω να μείνω στο χώμα που έμειναν οι πιο πολλοί από τους συνεργάτες και τους συντρόφους μου.
— Σε μένα λογιάζω πως εχάρισε η μοίρα την άφταστη ευτυχία να βρω τόση πολλή δύναμη και πάθος, τόσο και έρωτα και αγάπη στη ζωή, να πιάσω το κοντύλι- ελόγου μου ο αξεσκόλιστος- και να ιστορήσω γραφτώς, τα όσα η γενιά η δική μου και η προτερινή και η κατοπινή πέρασε, σε βιβλίο πεντάτομο. Να τα πω έτσι όπως τα ένιωσε το μυαλό και τα αιστάνθηκε η ψυχή, από τη θέση του αγρότη δουλευτή και του προλετάριου της πόλης, που έλαχε τα χρόνια εκείνα της ζωής μου να βρεθώ, καθώς και τα κατοπινά, του πάθους και του ύψους, μιας επανάστασης που χάθηκε.
— Επί τριάντα χρόνια, κατοπινά, βρισκόμουνα στη φυλακή ή στην πολιτεία ή στο βουνό. Την πολιτεία την έμαθα να την βαδίζω και με την φυλακή δεν εξοικειώθηκα. Το βουνό το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το γνώρισα, μου φαίνεται πως είναι ολοζώντανο, κουβεντιάζω μαζί του, ξέρω κι αν μου δέσουν τα μάτια να βαδίσω («Το χρονικό ενός αγώνα. Μετά την Ακροναυπλία», εκδ. «Γνώση»)
— Δείπνησα κείνα τα δώδεκα αυγά της Βιχτωρίας όταν ακόμης δεν είχε κατακάτσει ο κουρνιαχτός της μάχης που χάσαμε.  Κι ήτανε το πρώτο σημάδι πως δε θ` απομέναμε ολότελα αμοναχοί μας. Κι από το τόσο δα, μου φούντωσαν βουνά οι ελπίδες! Έφυγα με το «καλή τύχη» της Βιχτωρίας που λένε στους φυγόδικους οι Σφακιανές. Βάδισα κείνη τη νύχτα μέσα στο ζεστό σκοτάδι οχτώ ώρες, ως που έφτασα πάλι ψηλά στα χιόνια και κοιμήθηκα ανάμεσα σε δυο βράχια, άλλες δώδεκα. Ύστερα ξύπνησα κι ήμουνα ένας άλλος: ξεκούραγος, δυνατός, αισιόδοξος!... Ήμουνα στ` αλήθεια ένας φυγόδικος,.. σε τέτοια ύψη το βάρος χάνεται, ο ίδρωτας ρουφιέται τα` ανέμου. Δε βαδίζεις, τρέχεις, πετάς… Δυο μέρες δρόμος γίνεται μια.

— Οι παλιοί της Κρήτης φυγόδικοι, οι Χαϊνηδες, όπως τους λέγανε τότες, ή αλλιώς οι κλέφτες, όπως τους είπανε στο Μωριά και στη Ρούμελη, είχανε πολλά πλεονεχτήματα. Από της Κρήτης τα βουνά, όπως αλλού κάνω λόγο, επί εφτά αιώνες κι ως τις ημέρες μας, δεν έλειψαν οι άνθρωποι που τους κυνηγούσε ο δυνατός, αλλά τότες δεν ύπαρχε το τηλέφωνο, ο ασύρματος, το αυτοκίνητο, το ταχυκίνητο πλοίο, το αεροπλάνο, και το πολύ χρήμα- το ατέλειωτο…
— Έφυγα για λημέρι και κάθισα στο πιο απίθανο μέρος, ανάμεσα στο κούτσουρο μιας χαρουπιάς που το σκέπαζαν λίγα κλαράκια. Κατά το μεσημέρι κοιμήθηκα έναν ύπνο μέχρις το βράδυ, οπότε ξύπνησα και περίμενα. Αλλά ο σύντροφος δεν ήρθε να κτυπήσει τις πέτρες!.. Περίμενα ως που σκοτείνιασε. Άρχισα τώρα να υποψιάζομαι και να φοβάμαι τι να συνέβη. Είναι μια κατάσταση τρομερή, που στο μέλλον τη δοκίμασα εκατοντάδες φορές…
— Τσιγαρέ γροικώ, οι τράοι θιαρμίζουνται, άνθρωπο δε θωρώ!.. (μυρίζω τσιγάρο, οι τράγοι φταρνίζονται αλλά άνθρωπο δε βλέπω).

Γιάννης Μανούσακας: Ο χρονογράφος της κόλασης στην Αργοναυπλία


(Εύα Λαδιά δημοσιογράφος & λογοτέχνης – Ρέθυμνο)
Έβλεπα καμιά φορά στην εφημερίδα να έρχεται ένας λιπόσαρκος, σεβάσμιος γέροντας με μια διαπεραστική ματιά. Μου προκαλούσε και φόβο και δέος. Φόβο μήπως εκφραστώ κατά τρόπο που προκαλέσω το θυμό του. Γιατί μιλούσε πάντα όπως ένοιωθε. Κι ήταν τόσο ευγενικός. Φερόταν με σεβασμό στους πάντες αδιακρίτως ηλικίας.

Θέματα του τοπικού ΚΚΕ συνήθως ήταν η αφορμή των επισκέψεων στην εφημερίδα. Κοφτός ο λόγος του, αλλά ευγενικός. Αν ήταν στα «κέφια» του κι αστειευόταν, και πάλι διατηρούσε το μεγαλείο της έκφρασης που ωρίμασε κάτω από τραυματικές συνθήκες. Έτσι όταν άφηνε την ανακοίνωση κι έφευγε έμενα να τον κοιτάζω με το ίδιο πάντα δέος, γιατί είχε κάτι από την αύρα ήρωα μάρτυρα να σε καθηλώνει.
Εκείνη την εποχή διάβαζα με πάθος και βιβλία αντιστασιακών. Με είχε επηρεάσει ιδιαίτερα ένα ημερολόγιο που μου είχε κληροδοτήσει ο πατέρας μου. Κι ένας συγγραφέας είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου, ο Γιάννης Μανούσακας. Ήταν το λογοτεχνικό ύφος, η ρεαλιστική περιγραφή των βασάνων που πέρασε μια γενιά απροσκύνητη ταγμένη στους δικούς της αγώνες, ήταν το περιεχόμενο που σκιαγραφούσε μια εποχή διχασμού και σφαλμάτων για τα οποία ντρέπεται η νεότερη ιστορία.

Κι έτυχε να συναντηθεί ο άγνωστος σεβάσμιος γέροντας μια μέρα στο γραφείο μου με τον Γιάννη Κυριακάκη. Ξεχάστηκαν σε μια φιλική κουβέντα που σήμαινε συμπόρευση σε ιδέες και βάσανα. Κι όταν έφυγε και ο αξέχαστος φίλος άρχισε να μου απαριθμεί τις αρετές του τότε κατάλαβα ποιος ήταν ο επισκέπτης που με είχε εντυπωσιάσει. Ο άνθρωπος που είχα γνωρίσει καλύτερα μέσα από τα βιβλία του.
Θυμάμαι το έντονο ενδιαφέρον μου για μια γνωριμία με τον ίδιο και την μαρτυρική πορεία του. Συνάντησα όμως τείχος απροσπέλαστο. Και δεν ήμουν η μόνη όπως διάβασα αργότερα σε ένα από τα βιβλία του Νίκου Περακάκη. Ακόμα και σ’ αυτόν που πέρασαν τόσες δοκιμασίες μαζί, δεν άφηνε περιθώρια για ξεχωριστές αναφορές στο άτομό του. Γι’ αυτό και το αφιέρωμα που του έκανε ήταν περισσότερο συναισθηματικό παρά βιογραφικό.
Η περιπετειώδης ζωή του όμως ξεδιπλώνεται μέσα από τα έργα του κι ας κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας μια γενική αναφορά στα πέτρινα χρόνια μιας γενιάς που είχε επηρεαστεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Σύμφωνα με το βιογραφικό που μας δίνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία 5 ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Οι γονείς του Γιάννη, ήταν αγρότες κι ο ίδιος παράλληλα με την αγροτική ζωή έμαθε και τσαγκαρική.
Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, συνεχίζει το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αυτό ήταν κατά τον ίδιο η αιτία να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του.
Ήταν ένας προικισμένος από τη φύση άνδρας και μάλιστα εθεωρείτο ο καλύτερος ιππέας του νομού. Είχε τιμηθεί με το πρώτο έπαθλο των ιππικών αγώνων τα «Αρκάδια».
Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και μάλιστα ήταν από τους πρωτοπόρους της εδραίωσής τους στο Ρέθυμνο.

Οργάνωσε κομμουνιστικούς πυρήνες με προοδευτικούς αγρότες από το 1933. Σε λίγο καιρό το χωριό του ήταν μια προοδευτική κυψέλη με κοινοτική, περισσότερο κομματική βιβλιοθήκη, κέντρο ψυχαγωγίας αλλά και λαϊκούς αγώνες.
Στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92%.

Στο νεαρό τότε ηγέτη μπαίνανε πολλά και σοβαρά προβλήματα που επιζητούσαν λύση. Ένα από τα πιο καυτά προβλήματα ήταν το χαράτσι για την απόσταξη των τσικουδιών και των αποστάφυλων -τα καζανιάτικα- όπως είχε καθιερωθεί ο φόρος αυτός.
Ο Μανούσακας με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και με υπόμνημα των κατοίκων του χωριού, τόλμησε να στείλει την άρνηση καταβολής στον τότε Γενικό Διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη ζητώντας την άμεση κατάργησή του.
Από τη θέση του Κοινοτάρχη τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας. Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός.
Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ . Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία, δίνοντας πολλές μάχες.

Την περίοδο 1946 – 47, την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του, μετά το τέλος του Εμφυλίου (1949 – 52), γράφει ημερολόγιο και λογοτεχνικές σελίδες, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν σώθηκε.

Στην παρανομία: Με την ήττα του Δ.Σ.Ε. στα Χανιά, μπαίνει στην παρανομία, αλλά συλλαμβάνεται, περνά ασφάλειες και μπουντρούμια με φοβερά μεσαιωνικά βασανιστήρια, ώσπου φθάνει στο Στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Με απόφαση του ΟΗΕ το 1949 αναστέλλεται η εκτέλεση και μένει φυλακισμένος.
Σύμφωνα με το βιογραφικό του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών.
Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963, οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή, διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.
Το 1964, απολαμβάνοντας την ελευθερία του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)».
Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά -εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή»- χωρίς σπίτι, χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το «Χρονικό από την Αντίσταση (Μετά την Ακροναυπλία)» – 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα)» και το μισό από το τέταρτο το «Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)». Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.

Στα βιβλία του γράφει με πένα αιχμηρή χωρίς να λειαίνει καταστάσεις. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Χαλασμός» ο Γιάννης Μανούσακας ζει την πόλη και τον ξεπεσμό του Ρεθύμνου από μια τελείως διαφορετική γωνία. Έρχεται στο Ρέθυμνο για «να μάθει τσαγκάρης, τον Οκτώβρη εκείνου του χρόνου (1922), αφού είχε μάσει κάμποσα χρήματα». Τότε η ζωή του μαθητευόμενου ήταν σκληρή. Εκείνος έπαιρνε αμέσως μεροκάματο τέσσερις δραχμές για το λόγο ότι ήξερε να φτιάχνει «σπόγγο και να καρφώνει ξυλόμπροκες», ενώ… «το κανονικό ήτανε να μένεις απλήρωτος για έξη μήνες και μάλιστα πολλές φορές πλήρωνε ο πατέρας του μαθητευόμενου ένα ποσό». Η ζωή μάλιστα για τους μαθητευόμενους ήταν τόσο σκληρή, που, όπως λέει ο συγγραφέας, «δουλεύαμε δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο και μάλιστα το Πάσχα και τα Χριστούγεννα γινότανε ξενύχτια για να τελειώσουν οι παραγγελίες».

Το πολιτικό του ήθος

Μια ενδιαφέρουσα αναφορά κάνει για το πολιτικό ήθος του Γιάννη Μανούσακα ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και ποιητής κ. Ζήνων Ζαννέτος με την ευκαιρία μια τιμητική εκδήλωση για το συγγραφέα, που ετοίμασε ο σύνδεσμος φιλολόγων Ρεθύμνου, Δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» και αναφέρει τα εξής:

«Σπάνια το πολιτικό ήθος ενός ανθρώπου, με την ευρύτερη και στενότερη σημασία του, ταυτίζεται με το ενάρετο ανθρώπινο ήθος για να λειτουργήσουν ως ενιαία συνείδηση και πράξη μέσα στα καθημερινά κοινωνικά δρώμενα. Ο Γιάννης Μανούσακας είναι μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις. Ευαίσθητος αποδέκτης των ιδανικών και ιδεωδών της Οκτωβριανής επανάστασης, παλεύει με αταλάντευτη συνέπεια εδώ και εξήντα χρόνια για την κατίσχυσή τους. Αγωνίζεται με πάθος για την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ταξική και χωρίς διακρίσεις κοινωνία, τις διαχρονικές άξιες του ανθρωπισμού, επειδή φλέγεται ο ίδιος από αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Ταυτίζει την προσωπική του μοίρα με την μοίρα της πατρίδας μας και σταυρώνεται μαζί της σε φυλακές, βασανιστήρια, κατατρεγμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, αλλά και υψώνεται μαζί της θριαμβευτικά στις πολεμικές εξάρσεις και τις νικηφόρες εξορμήσεις στα τελευταία εξήντα χρόνια.

«…και θέλω ακόμης να πω, κι από αίτια της διχτατορίας νιώθω ανείπωτη ευχαρίστηση ότι κατά πόδι με κυνηγούσε η μοίρα του τόπου μου που ζούσα.
Σαν υπόφερνε, σα νείχε ολιγαρχική κατάσταση, βρισκόμουνα σε τόπους που υπόφερνα. Σαν είχε βιο δημοκρατικό, πρόκοβα
».

(…)
Είναι αλήθεια πως η κρισιμότητα των περιστάσεων αφυπνίζει τις προνομιούχες συνειδήσεις που υψώνονται σε φωτεινά σύμβολα αναφοράς. Ο Γιάννης Μανούσακας ένιωσε εξαρχής ως χρέος ζωής τη λαϊκή πάλη για ένα καλύτερο αύριο και πάλεψε με συνέπεια σ’ όλες τις φάσεις της νεότερης ιστορίας μας από τη μαύρη δικτατορία του Μεταξά ίσαμε την πρόσφατη τυραννία των συνταγματαρχών. Από ταπεινός τσαγκάρης έγινε αξιωματικός του λαϊκού στρατού, μέσα στα σχολεία του αγώνα και ως νέος Μακρυγιάννης μετά τους πολέμους και τις συγκρούσεις, πήρε το καλοκαίρι για να συνεχίσει την πάλη του για ανθρωπιά και κοινωνική προκοπή.
Τόλμη και αρετή χαρακτηρίζουν τον Γιάννη Μανούσακα είτε πολεμά με το ντουφέκι είτε μάχεται με το λόγο. Τα βιβλία του είναι ένα προσκλητήριο σπουδής της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας και μια ανατομία της λαϊκής ψυχής της πατρίδας μας. Η μεγάλη ευαισθησία του για την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι, αποτελεί μέγιστο μάθημα για τον αναγνώστη, μαρτυρία μοναδική και κοιωδη οδοιπορία στη συνείδηση και τη λαϊκή ψυχή του νέου Ελληνισμού. Η νέα γενιά, που τόσο αγαπά ο Γιάννης Μανούσακας ας σκύψει με πάθος στο έργο του και ας παιδευτεί με τις αρετές και τον κοφτερό του λόγο. Γιατί έτσι θα αποφύγει τα σφάλματα των προηγούμενων, για να κτίσει ένα κόσμο πιο όμορφο και ειρηνικό».

Στα 1976 του απονέμεται από το υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του. Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία: «Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)» (1978), «Ο Φυγόδικός» (1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το «Στα χρόνια της Χούντας» (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα: «Η αίθουσα» (1980), «Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος» (παραμύθι) (1981), «Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ» (1983), «Η βράβεψη» (μυθιστόρημα) (1983), κά

Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών. Το έργο του έχει αποσπάσει πολλές επαινετικές κριτικές από έγκριτους ειδικούς για τις λογοτεχνικές και γλωσσικές αρετές και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.
Μένει στη μνήμη σαν ένας επιβλητικός γέροντας της δρακογενιάς του, σεμνός και διακριτικός, αφοσιωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του στις ιδέες του - Να το φτιάξομε, το Σοβιέτ!. Αντιμετώπιζε τον κόσμο του χωρίς έπαρση, παρά το γεγονός ότι είχε καταξιωθεί στο χώρο των Γραμμάτων.

Την 31η Αυγούστου, 1η,2η, και 3η του Σεπτεμβρίου του 1942, οι Ιταλοί προέβησαν σε πολλές συλλήψεις (+70, τελικά κρατήθηκαν 35).
Μετά αολι πολυήμερες ανακρίσεις, χώρισαν τους κρατούμενους σε δύο κατηγορίες:
Στους "αρχηγούς και υπεύθυνους της οργάνωσης" και, σε εκείνους οι οποίοι "απλώς συμμετείχαν στους εράνους και την διανομή των παρανόμων εντύπων".
Τα έντυπα αυτά ήταν τα φύλλα: Απελευθέρωσις,» «Εξόρμησις,» και «Νέος Αγωνιστής»
Τους μεν  πρώτους τους έστειλαν στο Στρατοδικείο τους δε δεύτερους, τους κράτησαν στη φυλακή μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943, όπου τους μετέφεραν στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων του Λαζαρέτου.
Ένας από τους κρατούμενους του Λαζαρέτου, ήταν και ο Γιάννης Μανούσακας (Κερκυραϊκά Νέα 18 Μαΐου 1954)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"