Η Bianca Bosker είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο της για τους σνομπ του κρασιού Cork Dork (φελλός ολκής), έγινε μπεστ σέλερ των New York Times, ενώ εμφανίζεται με μόνιμες στήλες σε The Wall Street Journal, Fast Company, The Atlantic, Food & Wine, The New York Times, Far Eastern Economic Review, The New Yorker, The Wall Street Journal, The Oregonian κλπ
Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, και συνιδρυτής του τμήματος Τεχνολογίας Huffington Post., The New York Times, και The Best American Travel Writing και έχει αναγνωριστεί με βραβεία από το New York Press Club, το Society of Professional Journalists και άλλα.
Από την στρατευμένη
τέχνη
στην “τέχνη” _Get the Picture
Το νέο πόνημα της Bianca Bosker _κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Αμερική έχει τίτλο “Get the Picture”, που σημαίνει _σε τρίτο πρόσωπο προστακτικής “το ΄πιασα!”, “αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται”...“συλλαμβάνω”, “το κατάλαβα”!
Έγραψαν:
· «Το Get the Picture είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία που έχω διαβάσει. . . Λαμπρό." — The Washington Post
· «Μια συναρπαστική και συχνά ξεκαρδιστική έρευνα στον κόσμο της τέχνης. . . . Η Bosker πηγαίνει με 300 Tom Wolfe» — TIME
· «Αστείο, έξυπνο και υπέροχα γραμμένο, το Get the Picture θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπετε. . . . Μου άρεσε κάθε λέξη» —Suleika Jaouad, συγγραφέας μπεστ σέλερ των New York Times
Η συγγραφέας του Cork Dork _ μπεστ σέλερ των New York Times οδηγεί τους αναγνώστες σε ένα άλλο συναρπαστικό, ξεκαρδιστικό και αποκαλυπτικό ταξίδι —αυτή τη φορά τρυπώνοντας βαθιά μέσα στον μυστικό κόσμο της τέχνης και των καλλιτεχνών
Μια βραβευμένη δημοσιογράφος με εμμονή στην εμμονή, η ύπαρξη της Bianca Bosker αναστατώθηκε _λέει, όταν περιπλανήθηκε στον κόσμο της τέχνης - και δεν μπορούσε να κοιτάξει μακριά. Περιτριγυρισμένη από καλλιτέχνες που σφυρίζουν αδιάφορα γύρω από τα αγαπημένα τους ακατανόητα χρώματα και τους λάτρεις της τέχνης που γεμίζουν τις τσέπες τους με ακατανόητα κομμάτια μετάλλου που διατείνονται ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, η Bosker προσηλώθηκε στο να καταλάβει γιατί η τέχνη έχει σημασία και πώς αυτή —ή οποιοσδήποτε από εμάς— θα μπορούσε να ασχοληθεί με αυτήν πιο βαθιά.
Στρατευμένη Τέχνη __
Τέχνη είναι οι αγώνες των λαών
"Η τέχνη μπορεί να είναι στρατευμένη;". Αυτό το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η ανθρωπότητα περνάει μια κρίση, όταν ένας λαός βρίσκεται σε ανάγκη. Με θέμα τη στρατευμένη τέχνη έχουν γίνει αμέτρητες συζητήσεις και έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις, όμως η ζωή και η ιστορία δίνουν τη σωστότερη απάντηση. Η ζωή γιατί μας δημιουργεί, γιατί μέσα σ' αυτήν υπάρχουμε και δημιουργούμε και η ιστορία (όταν γράφεται από σωστούς ανθρώπους), γιατί καταγράφει. Μεγάλοι δημιουργοί έχουν να παρουσιάσουν αριστουργήματα, που μπορούμε να τα κατατάξουμε στην κατηγορία των έργων της στρατευμένης τέχνης.
Η στρατευμένη τέχνη δε συνθηματολογεί, δεν είναι φερέφωνο πολιτικών δογμάτων, δημιουργεί έργο το οποίο υποστηρίζει τον άνθρωπο, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, που υπηρετεί αυτά τα ιδανικά, είναι μαχητική και συναγωνίστρια (με το δικό της τρόπο, φυσικά), υποστηρίζει (με την ανώτατη γλώσσα της που πολλές φορές μπορεί να είναι και απλή) τους ανθρώπους, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, μπορεί, ιδιαίτερα σε καιρούς δύσκολους, απειλητικούς, δολοφονικούς να είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ _Τότε μπορούμε να την πούμε και ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ.
Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευσηΤο Ρίτσο πρέπει διαρκώς να τον τιμούμε (και τον τιμούμε) και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι απλά από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να βαθύνει η σκέψη μας και να οξυνθεί η ευαισθησία μας έτσι που μαζί με το ιδεολογικό - πολιτικό κριτήριο να διαμορφώνουμε και το εξίσου απαραίτητο για την ταξική συνείδησή μας αισθητικό. Ένα κριτήριο που θα μας επιτρέπει από τη μια να αναγνωρίζουμε την ασκήμια σε οποιαδήποτε μορφή της - κοινωνική, ηθική, ψυχική, πνευματική κ.λπ. - αλλά και από την άλλη να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατα μπροστά της σε όλες τις συνθήκες, ακόμη και στις δυσκολότερες.
Ο Ρίτσος
κατάφερε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποιητική σύνθεσή του με τον
αλληγορικό τίτλο "Φρυκτωρία",
γραμμένη μεταξύ του 1977 και '78 (σσ. οι φρυκτωρίες - για όσους δεν το
γνωρίζουν - ήταν ένα σύστημα με πυρσούς που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες
για να εκπέμπουν μηνύματα μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας).
Γράφει λοιπόν ο Ρίτσος στη "Φρυκτωρία": Στο γύρισμα του χρόνου θα με
βρίσκετε σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σας. Έχω γεμίσει μ' έπιπλα, με φώτα και
με πίνακες τα σπίτια σας, και το κεφάλι σας μ' αινίγματα και ιδέες. Όποιο
χαλίκι αν ανεβάστε απ' το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστορία. Και
το μερμήγκι τ' ανέβασα στο μύθο μ' ένα στέμμα κουκκί καλαμπόκι.
Και δίδαξα στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις
χειρότερες νύχτες, τοιχοκολλούσα μεγάλα προγράμματα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ' όλο το
μέλλον, κι όπου περίσσευαν οι δυσκολίες ψιθύριζα _σύντροφε και προχωρούσα, κι
έλεγα πάλι σύντροφε - για να θυμίζω στον καθένα τον κόσμο Και πήρα μπράτσο το
μεγαλύτερο όνειρο, μ' ένα στίχο πάντα στα χείλη, κι είταν μαζί και τα παιδιά
μας με τα κόκκινα πουλόβερ.
Ένα πλήθος άλλων ποιημάτων του, που γράφτηκαν μετά την
ήττα του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και τις εξελίξεις που
δρομολόγησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι
χαμηλόφωνα, στοχαστικά, εξομολογητικά, σαν αναγκαία προσαρμογή του ρεαλιστή
Ρίτσου στις τότε πρωτοφανέρωτες συνθήκες κλονισμού της βεβαιότητας ότι ο
σοσιαλισμός προχωρά ακάθεκτα μπροστά. Σ' αυτή την κατηγορία ποιημάτων ανήκει
και "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος", που γράφτηκε τον Ιούνη του 1956.
"Σονάτα του Σεληνόφωτος"; Είναι στρατευμένη ποίηση, όπως, για
παράδειγμα, οι "Γειτονιές του Κόσμου", το "Καπνισμένο
Τσουκάλι", η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ή ελεύθερη, απαλλαγμένη
από πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις ποίηση, όπως υποστηρίζει η αστική και
οπορτουνιστική κριτική; Αστεία πράγματα, θα σκεφτεί κάθε λογικός άνθρωπος.
Είναι δυνατόν ένας ποιητής που με λόγο και πράξη έμεινε σε όλη του τη ζωή
σταθερός στα κομμουνιστικά ιδανικά, να απομονώνει ένα μεγάλο μέρος της
ποιητικής δημιουργίας του από την κοσμοθεωρία του;
Κι όμως αυτή η παραμορφωτική ερμηνεία του Ρίτσου, τον συνοδεύει ως τις μέρες μας, γεγονός που καθόλου δεν μας εκπλήσσει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την άρχουσα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να "αποστρατευτεί". Ένας σημαντικός αριθμός λοιπόν μελετητών του Ρίτσου τον παρουσιάζει ούτε λίγο - ούτε πολύ σα διχασμένη και διαρκώς ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του και μόνον οράματα, κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που - παρά την ποιητική της κάλυψη - δεν είναι ποίηση, είναι δήθεν ποίηση, σύμφωνα με όσα διδάσκει και ο θεμελιωτής της αστικής αισθητικής, Μπενεντέτο Κρότσε.
Απέναντι από τους “στρατευμένους της αποστράτευσης”
Σύμφωνα με την αστική αισθητική η αληθινή, καθαρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφράζει τις αιώνιες κι αμετάβλητες αλήθειες και υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν αναζητήσει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στο μεταφυσικό ιδεαλισμό. Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου - που το μόνο αιώνιο σ' αυτήν είναι η κίνησή της, η διαρκής αλλαγή της - μια πραγματικότητα που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης, υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα είναι η πηγή των ιδεών. Αν εξετάσει κανείς, για παράδειγμα, την ιστορία της τέχνης θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρεύματα και τις τάσεις της συντελούνται σε περιόδους ιστορικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Η Αναγέννηση εμφανίζεται με το ξεκίνημα της περιόδου μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ο μοντερνισμός συνόδευε την είσοδο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε αιώνια τέχνη, ούτε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες υπάρχουν, αντίθετα οι αντιλήψεις μας, π.χ., για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την ομορφιά είναι συνάρτηση ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων. Όμως, αυτό το θέμα είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.
Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη είναι προορισμένη να πραγματεύεται τα "αιώνια" και "αμετάβλητα", αναβλύζοντας αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των "αιωνόβιων ορμών" του θα διαπιστώσει ότι πολλές απ' αυτές του της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, "η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών". "Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά" η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.
Μ' όλα αυτά θέλουμε να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Δε θα υποστηρίξουμε, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουργοί είναι με επίγνωση παραταγμένοι στο πλευρό κάποιας από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν ξεκινά από κάποια πολιτική ή ιδεολογική προαίρεση. Όμως, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους.
Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν "ωραία, ανώφελα πουλιά" για τις "σκάλες των αιώνων", όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Θελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον "Ριζοσπάστη": "Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν". Με άλλα λόγια οι αστράτευτοι, ακόμη και όταν δεν το θέλουν είναι στρατευμένοι στην κυρίαρχη τάξη. Οπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην "καπελωθεί", είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο "καπέλο" - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.
Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύνθεση από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", το ποίημα "Η Ελένη", που κατά καιρούς επισείεται ως ατράνταχτη απόδειξη αποστράτευσης του Ρίτσου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο της γερασμένης πια ωραίας Ελένης λίγο πριν το θάνατό της. Μόνο που το ποίημα δεν αναφέρεται απλά στη φυσική φθορά, αλλά μαζί και προπαντός στη φθορά του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και όλο το νόημά του βρίσκεται στη φράση της Ελένης: "Ισως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ιστορία". Η "θέση" δηλαδή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα και η μεταστροφή στα αιώνια, υπαρξιακά προβλήματα, αλλά η επιστροφή μετά από βαθιά και ορισμένες φορές βασανιστική περισυλλογή στην ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Μια επιστροφή όμως που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε πιο ώριμα και πιο δυνατά, με βαθύτερη γνώση και συνείδηση - χωρίς επιπόλαιες συναισθηματικές εξάρσεις - τις ήττες, τις απώλειες, τις ιστορικές επιβραδύνσεις, μαζί και τις υπαρξιακές ανησυχίες μας.
Όπως γράφει στα Μελετήματά του: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός ή όπως πιο ποιητικά το εκφράζει στην Γκραγκάντα: να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου \ είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους \ είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη, \ τ' άλλα - σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες - κουραφέξαλα.
Όσο όμως κουραφέξαλα, φτερά και πούπουλα, κούφια κι άσκοπη δλδ, κι αν είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα, προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη που καταντά στείρα πολιτικολογία, μπορεί να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που επιδιώκει. Ο Ένγκελς αναφερόμενος χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα..." έγραφε.
Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος:
της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...
Με συνείδηση του ταξικού του χρέους και υψηλή κομματικότητα ήταν μάλιστα ανάμεσα στους λίγους που δεν απέρριπτε ούτε την αποκαλούμενη "κατά παραγγελία" τέχνη, αγνοώντας επιδειχτικά τις επιθέσεις των εχθρών και τις συμβουλές των άσπονδων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίνδυνο την ποιητική του οντότητα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μήπως τόσα και τόσα κορυφαία έργα τέχνης δεν έγιναν κατά παραγγελία, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα; Ειδικά όταν παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα, όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα και άλλα πολλά, ανάμεσα στα οποία ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Ρίτσου, όπως το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί γραμμένο στον Αϊ - Στράτη σαν κάλεσμα προς τους ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους εξόριστους - ένα ποίημα που έγινε η αφορμή για να φουντώσει μια παγκόσμια κατακραυγή κατά των εφιαλτικών στρατοπέδων, και κάτω από το βάρος της να κλείσουν τελικά η Μακρόνησος και ο Αϊ - Στράτης.
Όποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν
είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής; υποστήριζε ο Ρίτσος στην
πρώτη συνέντευξή του στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη
"Ελεύθερα Γράμματα". Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη
αυτή:
Το
ξέρουμε πως είναι εύκολο να φαντάξουμε, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρωες
στη μικρή αραχνιασμένη και "λεύτερη" γωνιά του σπιτιού μας, στα μάτια
της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παινεύουν για να
παινευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο,
να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν
χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ' ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη
θέση του δεν είναι "τιποτένιος ρόλος", δεν είναι "περιορισμός
του ατόμου", μα είναι ο καλλίτερος τρόπος να δώσει ό,τι πιότερο έχει το
άτομο, να πάρει ό,τι πιότερο μπορεί, ν' αναπτύξει ως το άπειρο τις ικανότητές
του, να ξεβουλώσει τα ρουθούνια της ψυχής του, ν' ανοίξει τους πόρους του
πνεύματός του. Εδώ η μεγάλη άμιλλα, η μεγάλη δοκιμασία, το μεγάλο έργο. Εδώ
χρειάζουνται γερά κότσια κι όποιος τα 'χει χιλιάδες κόσμος θα τον στεφανώσει.
Με πληροφορίες από την ομιλία
της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους
της ΚΕ του ΚΚΕ
και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο _8.11.2013
και της έκδοσης _ “Σύγχρονη Εποχή”, με
τα υλικά του
Επιστημονικού Συνεδρίου του ΚΚΕ για τον Γιάννη Ρίτσο που έγινε το Νοέμβρη του
2009
Bosker: SIS _MI6 - FBI
Εισέρχεται σαν μυστικός πράκτωρ 007 _σε αμερικάνικη έκδοση σε κομψές γκαλερί του Chelsea και σε VIP δωμάτια με πολλά ναρκωτικά στην Art Basel του Μαϊάμι, για να κατανοήσει το λόγο που η σύγχρονη τέχνη προσελκύει τόσο πολύ χρήμα, κύρος και (σπάνια) ταλέντο.
Στο Get the Picture, η Bosker ρίχνεται στο νευρικό κέντρο της τέχνης και στους ανθρώπους που ζουν για αυτήν και από αυτήν: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές και, φυσικά, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες - το είδος που εργάζεται σε πολλές δουλειές για να αντέξουν οικονομικά τα στούντιο τους ενώ σκαρφίζεται τα πάντα για να προβάλει την “τέχνη του”. Καθώς απλώνει καμβάδες μέχρι να πρηστούν τα δάχτυλά της, μιλάει για πάρτι της A-list γεμάτα δισεκατομμυριούχους συλλέκτες, βάζει το πρόσωπό της να κάθεται πίσω από έναν σχεδόν γυμνό καλλιτέχνη και αναγκάζει τον εαυτό της να κοιτάζει ένα γλυπτό για ώρες ενώ εργάζεται Ως φύλακας του μουσείου, ανακαλύπτει όχι μόνο τις εσωτερικές λειτουργίες της μηχανής αγιοποίησης της “τέχνης”, εξετάζοντας τα πάντα, από πίνακες σπηλαίων μέχρι Instagram και από την επιστήμη της όρασης μέχρι τη σημασία της ομορφιάς καθώς βάζει στο μικροσκόπιο τον ρόλο της τέχνης στον πολιτισμό, την οικονομία και τις καρδιές μας, το Get the Picture _λέει, είναι μια περιπέτεια που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε για πάντα .
· Μια μια σκοτεινή κωμωδία τρόπων ένα νέο είδος νοοτροπίας κάντρι κλαμπ, όπου η πολιτιστική ελίτ δεν μπορεί πλέον _τσακ μπαμ, να αποκλείει ανθρώπους με βάση τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουαλική ταυτότητα …έξυπνοι νέοι τρόποι για να χτίσουν τάφρους γύρω από τα μικρά τους κάστρα. .
· “Περίεργη αλλά όχι αφελής, κουτσομπόλα αλλά γενναιόδωρη, επικριτική αλλά θαυμαστική, ξεκαρδιστική αλλά όχι επιφανειακή. . . Αυτό το βιβλίο είναι απόλαυση”. — γράφει ο Benjamin Moser, βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας των Sontag και The Upside-Down World _Meetings with the Dutch Masters
· “Εξίσου εποικοδομητικό για τους λάτρεις της τέχνης και για τους αρχάριους, το Get the Picture θα σας στείλει σε μια τρομερή ερωτική σχέση με σχήμα, υφή και χρώμα. Μου άρεσε κάθε λέξη” —Suleika Jaouad, συγγραφέας του Between Two Kingdoms
· “Αυτό το βιβλίο με τρόμαξε. Η προσιτή, ομιλητική παρωδία της Bosker στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης ενυδάτωσε τόσο δυνατά το PTSD μέσα μου ανάμεσα στο μικρό παιδί καλλιτέχνη που ήμουν κάποτε με τον συνειδητά περιορισμένο στοχαστή που έγινα στη σχολή τέχνης που κάποια στιγμή έπρεπε απλώς να το αφήσω κάτω. Νοκ άουτ. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «τι απέγιναν» τα έργα τέχνης—γκαλερί, κριτικοί, συλλέκτες—και, φυσικά, καλλιτέχνες—τότε αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ συνοδευτική αρχή. Είναι επίσης πολύ αστείο, για να μην πω τίποτα πολύ ζωντανό. Και, μπερδεμένα, πολύ, πολύ δύσκολο να το βάλεις κάτω”. —Chris Ware, Νεοϋορκέζος καλλιτέχνης/συγγραφέας, του Building Stories και του εκλεκτού Whitney Biennial selectee (2002)
Σαν πράκτορας του FBI
Η συγγραφέας έστρεψε το βλέμμα της προς την τέχνη, προσπαθώντας να βυθιστεί σε έναν κόσμο που δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της κερδίζοντας το δικαίωμα να κάνει τατουάζ αυτές τις δύο λέξεις σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος της. Δεν κάθεται και δεν κοσκινίζει το υλικό της τόσο όσο βυθίζεται με το κεφάλι σε αυτό, καταρρίπτοντας κλειστά οικοσυστήματα που δεν θέλουν καμία σχέση μαζί της, και αναδεικνύεται ως μια κορυφαία ειδικός. Το πιο πρόσφατο αντικείμενο της γοητείας - και της απογοήτευσης του New Yorker - είναι το βασίλειο της σύγχρονης τέχνης, μια μικροκοινωνία που κατοικείται από πολύ ωραίους γκαλερίστους, πλούσιους συλλέκτες και αμέτρητους πεινασμένους καλλιτέχνες και λυπημένους λάτρεις που ενεργοποιούν τις εφαρμογές τους Seesaw και προσπαθεί να στριμώξει 15 ανοίγματα γκαλερί σε ένα βράδυ Πέμπτης.
“Ένιωσα σαν πράκτορας του FBI που εμφανίζεται για μια συνέντευξη για δουλειά με τον όχλο”, λέει για τις προσπάθειές της να κερδίσει πηγές από τον κόσμο της τέχνης. Το μήνυμα που άκουγε ήταν: κάνε πίσω! _υπήρχαν ακόμη και απειλές.
Το άγχος τους έχει κάποιο νόημα, αφού ο κόσμος της “τέχνης” εξαρτάται από έναν ιστό μυστικότητας για την προστασία του κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου ορισμένων εκλεκτών και για τη δικαιολογία των αστρονομικών τιμών. «Αυτοί οι θυρωροί γίνονται πολύ πιο σημαντικοί αν μας πουν ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την τέχνη χωρίς να περάσουμε χρόνια σε εκθέσεις τέχνης, να πάρουμε μεταπτυχιακό, να απομνημονεύσουμε την εγκυκλοπαίδεια των καλλιτεχνών και να φοράμε το σωστό τζιν», λέει η Bosker.
Καθώς μελετούσε τα σήματα Bat-Signals του κόσμου της τέχνης και άρχισε να μαζεύει φίλους και να μαθαίνει να μιλάει τη γλώσσα τους. Όχι ότι ήταν εύκολο. Παρόλο που οι έρευνές της ήταν εντελώς αβλαβείς, λίγοι θα έδιναν άμεσες απαντήσεις. Αντίθετα, η περιέργειά της αντιμετωπίστηκε με επικρίσεις, ακόμη και από εκείνους που συμφώνησαν να περάσουν χρόνο μαζί της. Έκανε πάρα πολλές ερωτήσεις. Τα ρούχα της ήταν πολύ βαρετά. Τα email της ήταν πολύ μεγάλα και την έκαναν να ακούγεται πολύ ασήμαντη. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς απελπισμένο.
Στο βιβλίο της, τολμάει να καταρρίψει τους περίεργους κώδικες και τα έθιμα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης – γιατί, για παράδειγμα, είναι εντελώς αυθαίρετο να αποκαλούμε κάτι “όμορφο” ή γιατί οι γκαλερίστας πρέπει να λένε ότι “τοποθέτησαν” έναν πίνακα αντί να ανακοινώσουν ότι το "πούλησαν";
“Το Artspeak είναι ένας κωδικός αποκλεισμού όπου κάθε λέξη πρέπει να είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε”, εξηγεί. “Όσες περισσότερες συλλαβές τόσο το καλύτερο. Υπάρχει αυτός ο άσκοπα πολύπλοκος τρόπος να συζητάς τα πάντα, και με μια φωνή που σε κάνει να ακούγεσαι σαν να σου τελειώνουν οι μπαταρίες”. Αλλά η πρόθεσή της δεν ήταν να κοροϊδέψει μια κοινωνία που ορισμένοι θεωρούν ως μια γροθιά direct στο σαγόνι.
“Σε έναν κόσμο όπου ένας πίνακας μπορεί να πουληθεί
για 200 ή 1.200$ μόνο και μόνο για να ανατραπεί δύο χρόνια αργότερα σε μια
δημοπρασία για 600.000$”
Αυτές τις μέρες,
λέει, βρίσκει την τέχνη σε απίθανα μέρη – ας πούμε, στο θέαμα του ατμού που
διαφεύγει από τον αεραγωγό του πεζοδρομίου ή έναν στόλο παγωτοφόρων Mr Softee
που κάνουν ρελαντί σε μια γωνία του δρόμου. Ο εγκέφαλός μας είναι σαν
συμπιεστές σκουπιδιών _ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο περιλαμβάνει τη
συμπύκνωση πληροφοριών με βάση την εικόνα που σου προσφέρουν τριβελίζοντας το
κεφάλι σου (και το μυαλό σου) _στο χάος του κόσμου γύρω μας.
Το Get
the Picture κυκλοφορεί στις 6 Φεβρουαρίου
Σε μια παράγραφο του βιβλίου, μια πρώην βοηθός στη διάσημη γκαλερί Gagosian περιγράφει πώς _ο εργοδότης της, της είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο που έπρεπε να απαντά στο τηλέφωνο, που την ανάγκαζε να ηχογραφεί τον εαυτό της κάνοντας πρόβα τον μονολεκτικό χαιρετισμό _“Gagosian”_, και στη συνέχεια να εξασκείται μέχρι να καταφέρει να πετύχει τον σωστό τονισμό: κοφτός με μια υποτονική χροιά κλίση προς τα κάτω, γιατί επ’ ουδενί δεν έπρεπε να ακούγεται χαρούμενη. Σε μια άλλη, η εικαστικός Julie Curtiss πανικοβάλλεται όταν οι πίνακές της αρχίζουν να πωλούνται σε τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες, όχι μόνο επειδή δεν παίρνει μερίδιο από τις πωλήσεις αλλά επειδή ξέρει ότι η απότομη δημοσιότητα μπορεί να σου καταστρέψει την καριέρα.
Εν τω μεταξύ, οι απολαυές είναι τόσο εξωφρενικά χαμηλοί, ειδικά στις χαμηλές θέσεις εργασίας, που μόνο πλουσιόπαιδα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, μετατρέποντας έτσι τις γκαλερί σε λέσχες που διαιωνίζουν τα ίδια τους τα προνόμια. Η γλώσσα, η εξεζητημένη “θεωρητική” αργκό που χρησιμοποιείται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοηθά επίσης στον παραμερισμό των παρείσακτων. “Οι σύγχρονοι θιασώτες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγιδευμένοι μέσα σε λεξικά και πρέπει να μασήσουν τις σελίδες για να βγουν έξω”, γράφει η Μπόσκερ. Όταν είπε σε έναν επιμελητή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνηκε “βαρετό”, εκείνος διαφώνησε, λέγοντάς της ότι “δεν ήταν βαρετό, αλλά διαρκές”.
Δυσμενής απεικόνιση, για τους συλλέκτες: Ένας από αυτούς, σε ένα τυπικά macho παιχνίδι εξουσίας, εμφανίζεται να εισβάλλει σε μια γκαλερί της Tribeca με όλη την οικογένειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευτελίσει τον γκαλερίστα επειδή είχε κάνει like σε μια ανάρμοστη, κατά τη δική του άποψη, ανάρτηση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊάμι, φυσικά– παραδέχεται ότι συλλέγει έργα τέχνης μόνο για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες.
Με στοιχεία και από “The Washington Post”