Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα The Brutalist. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα The Brutalist. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Φεβρουαρίου 2025

Ξάφνου εν μέσω καταιγίδας 🌀 brutalist 💧 έχουμε φαβορί ⚡ για τα Όσκαρ 2025

Με τρεις βραβεύσεις στη σειρά, ο Σον Μπέικερ και το «Anora» επιστρέφει τον χρόνο πίσω, όταν ήταν φαβορί για τα φετινά Όσκαρ μετά το θρίαμβό του στις Κάννες.

Anora _Σον Μπέικερ

Ο Sean Baker (γεννημένος 26-Φεβ-1971) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, συγγραφέας, μοντέρ και παραγωγός ανεξάρτητων ταινιών που συχνά αφορούν τη ζωή περιθωριοποιημένων ανθρώπων, ιδιαίτερα μεταναστών και s3xεργατών.
Ανάμεσα στις  ταινίες του οι
Take Out (2004), Starlet (2012), Tangerine (2015), The Florida Project (2017), Red Rocket (2021) και _φυσικά Anora (2024) _κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 2024 για Εξαιρετική Σκηνοθεσία - και ήταν υποψήφιος για τέσσερα Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες και πέντε Βραβεία BAFTA. Είναι επίσης γνωστός για τη συν-δημιουργία της κωμικής σειράς Fox/IFC, Greg the Bunny (2002–2006) και των spin-off της

Έχουμε κουραστεί να ακούμε τον όρο “σεξεργάτρια” κι ακόμα πιο πολύ έχουμε κουραστεί αντί να βλέπουμε τι ωθεί μια γυναίκα να καταλήξει σε μια τέτοια δυστυχία, να τη βλέπουμε να ζει το παραμύθι της στα μάτια ενός γόνου της αστικής τάξης. Ναι, ο Μπέικερ έχει κάνει πολύ καλή “πλανοθεσία” αλλά σεναριακά δεν είναι και η “Ωραία της ημέρας” του Λουίς Μπουνιουέλ... Δυστυχώς ο σύγχρονος κινηματογράφος όχι μόνο αποστερεί την ουσία και τη βάση της πορνείας από την έννοιά της αλλά καταφέρνει να τη δείξει και ως δρόμο διαφυγής και καριέρας. Δεν βαριέσαι, επέλεξα να γίνω «σεξεργάτρια» και τώρα παντρεύτηκα και τον γιο του ολιγάρχη να πιάσω την καλή. Η προσωπικότητά μου ξεκινά και τελειώνει στο πόσο αγωνίζομαι να ξεφύγω από το σιδερόφρακτο κλουβί και να μεταβώ στο χρυσό κλουβί. Τι κρίμα που το μαθαίνουν οι γονείς του και κάνουν ό,τι μπορούν για να υπογράψω το διαζύγιο, με απειλές και ξύλο στον υπόκοσμο... Όχι άλλη ωραιοποίηση της πορνείας. Γκώσαμε. Όχι άλλοι Χρυσοί Φοίνικες σε τέτοιες ιστορίες, δήθεν προοδευτικές, δήθεν διασκεδαστικές, δήθεν βγαλμένες μέσα από τη ζωή, δήθεν, δήθεν, δήθεν. Κανείς δεν γελάει με το πώς παζαρεύει μια πόρνη το ψωμί της. Και μάλιστα μιλώντας για Ρωσία και παραπέμποντας στην πρώην ΕΣΣΔ Τελεία. Τελεία και παύλα__Εξάλλου τα βραβεία, ειδικά των “μεγάλων” βλ. Cannes δίνονται με κριτήρια κάθε άλλο 7ης (και όχι μόνο) τέχνης _όρου που έγινε λάστιχο υποταγμένος σε σπόνσορες, glamour, εταιρείες διανομής κλπ.

Σε μια απολαυστική με πολλούς, άνισους αλλά και επί μέρους πετυχημένους τρόπους ταινία, ο Σον Μπέικερ υπενθυμίζει το απαραίτητο σινεμά του, καθ' όμοίωση της ηρωίδας του: ενός κοριτσιού με γκλίτερ στα μαλλιά και θλίψη στο βλέμμα που συνεχίζει να πιστεύει στα παραμύθια.
Και κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Χωρίς αυτό φυσικά να είναι το καθοριστικό, μια και 
Ο Σον Μπέικερ γυρίζει ταινίες που στη βάση τους είναι παραμύθια. Παραμύθια γνωστά και μπανάλ, από αυτά πάνω στα οποία χτίστηκε η αυτοκρατορία της Disney και από αυτά που συνεχίζουν να διαμορφώνουν το συλλογικό φαντασιακό των παιδιών για μια πραγματικότητα που κάπου στο τέλος της κάθε, όσο πικρής, σκοτεινής και ιστορίας κρύβεται ένα «και ζήσαν αυτοί καλά…».

Anora _Σον Μπέικερ ΝΑΙ ή ΟΧΙ βραβεία + Χρυσοί Φοίνικες;

Όμως η «Anora» δεν είναι μια πριγκίπισσα της Disney. Οι ήρωες του Σον Μπέικερ - τα παιδιά του - βρίσκονται πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας: ζουν στα κακόφημα προάστια, είναι μετανάστες, είναι στάρλετ του πορνοβιομηχανίας, είναι τρανς πόρνες και hustlers. Είναι στρίπερς σαν την Ανι του «Anora», της νέας του ταινίας που τον βρίσκει να επιστρέφει - για όποιον γνωρίζει περισσότερο το υποτιμημένο και άγνωστο γενικά έργο του - στα χρόνια του «Tangerine» και του «Starlet» διατηρώντας όμως ως παρακαταθήκη για δική του χρήση την ψυχή του αριστουργηματικού «The Florida Project» και το μελαγχολικό σινεμασκόπ του «Red Rocket».

Η νέα του ταινία είναι κάτι σαν «το “Pretty Woman” όπως δεν το είδαμε ποτέ» ή «η Σταχτοπούτα αυστηρά για ενηλίκους», είναι όμως και μια τρελή τραγικωμωδία για το μεγαλύτερο μέρος της, γραμμένη πάνω σε κουλτούρες που συγκρούονται πάνω σε μια Αμερική που συνεχίζει παραδοσιακά να ανταλλάσσει «αμερικάνικα» όνειρα με «παγκόσμιους» εφιάλτες.

Περισσότερο βέβαια
από οτιδήποτε είναι μια ιστορία αγάπης__
Χωρίς αγάπη__

Η Ανι δουλεύει ως στρίπερ σε ένα μεγάλο κλαμπ στη Νέα Υόρκη. Ανώνυμη έξω από αυτό, εργάζεται σκληρά, με την ενέργεια ενός παιδιού για να διατηρήσει ισχυρό το όνομά της μέσα σε αυτό. Ενα βράδι το αφεντικό θα ζητήσει μια κοπέλα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις ενός πλούσιου νεαρού γόνου από τη Ρωσία. Και η Ανι θα είναι η τυχερή. Ο νεαρός Ιβάν θα της ζητήσει να συναντηθούν και ιδιωτικά στην έπαυλη των γονιών του και γρήγορα θα την πληρώσει για να μείνει μαζί του για μια τρελή εβδομάδα απολαύσεων, καταχρήσεων, σεξ, video games που θα καταλήξει σε μια εκδρομή στο Λας Βέγκας και σε ένα γάμο με δαχτυλίδι πολλών καρατίων.

Αυτά είναι τα πρώτα 45 λεπτά μιας ταινίας που ο Σον Μπέικερ ολοκληρώνει σαν ένα tour de force του τι σημαίνει αυθεντικότητα, απενοχοποιημένος ρεαλισμός και ένα παιδικό βλέμμα πάνω σε πράξεις ενηλίκων που λειτουργεί αφοπλιστικά, σου κλέβει την καρδιά και μοιάζει να δικαιώνει όλες τις girl meets boy ιστορίες που δεν μπήκαν ποτέ μέσα σε κανένα mainstream και πολιτικά ορθό καλούπι. Η Ανι κάνει τη δουλειά ως αυστηρή επαγγελματίας, μόνο για τα χρήματα, αλλά το νιώθεις πως η λάμψη από το γκλίτερ στα μαλλιά της είναι ικανή να φωτίσει τον κόσμο και o μήνας του μέλιτος που ονειρεύεται στην Disney World είναι το πραγματικό της όνειρο. Ο Ιβάν, ένα χαμένο αγόρι, επιβιώνει μόνο τραβώντας στα άκρα την καλοπέραση που εξασφαλίζει με τα χρήματα των γονιών του - ένας εν τη γενέσει ολιγάρχης που όμως το νιώθεις πως μέσα στα αναψοκοκκινσμένα μάγουλά του η ανάγκη του να περνάει καλά κρύβει μια απόδραση από ένα κόσμο πιο σκοτεινό από όσο αναλογεί σε οποιοδήποτε «παιδί».

Ο γάμος τους θα γίνει η αρχή ενός παραμυθιού και, νομοτελειακά, ενός εφιάλτη, αφού οι γονείς του Ιβάν - και κυρίως η τυραννική μητέρα του - θα ενεργοποιήσει τους μαφιόζους έμπιστούς της, με επικεφαλής έναν ιερέα μιας ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας στη Νέα Υόρκη και βοηθούς δύο Ρώσους μικρογκάνγκστερ της κακιάς ώρας προκειμένου να ακυρώσουν το γάμο και να φέρουν τον Ιβάν πίσω στη Μόσχα.

Το πάρτι _μόλις; τελείωσε...

Ναι για την Ανι και τον Ιβάν, αλλά όχι για τον θεατή που σε αυτό το δεύτερο μέρος, όπου ομολογουμένως ο Σον Μπέικερ φλυαρεί περισσότερο και από τους Ρώσους γκάνγκστερ της ταινίας του, βλέπει μια άλλη ταινία, υπό συνθήκες το ίδιο πετυχημένη με την πρώτη. Το αντί rom-com του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε μια τρελή κωμωδία με γκαγκς, σπαρταριστούς διαλόγους και δράση, σαν μια ταινία που αναπνέει τη στουντιακή απελευθέρωση των '70s μαζί με λίγο από την ευφυία του «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», τόσο σε αισθητική όσο και σε αντιμετώπιση, αφού, βαθιά ανθρωποκεντρικός, ο Σον Μπέικερ δίνει ψυχή και σώμα στους κακούς της ιστορίας, φτιάχοντας περισσότερο ένα θίασο από ανθρώπους ξένους χαμένους μέσα στο κρύο της Νέας Υόρκης, παρά μια γκαγκστερική ταινία με τους συμβατικούς σκληρούς «αρσενικούς» όρους.

Η διάβρωση παραμονεύει και έρχεται (όπως πάντα στις ταινίες του) με τη μορφή ενός αθεράπευτου ρομαντισμού και μιας βαθιάς πίστης στο παραμύθι που θα κλείσει την ταινία σε ένα αβάσταχτα λυτρωτικό φινάλε, που όχι μόνο βάζει μια τελεία στην κωμωδία, αλλά βρίσκει ένα μικρό χώρο μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο της γιαγιάς για να ξεκινήσει το όνειρο από την αρχή. Αν οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο αυτά διακριτά μέρη της ταινίας μπορούσαν να εξισορροπήσουν με οδηγό την σαρωτική ερμηνεία της Μάικι Μάντισον που έρχεται μετά από ρόλους στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ» και στο «Scream» του 2022 να γίνει εδώ η Σταχτοπούτα που κανείς δεν είχε ποτέ φανταστεί, το «Anora» θα μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα στις καλύτερες στιγμές του δημιουργού του. Απαραίτητου σε κάθε περίπτωση σε ένα σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά που επενδύει στον κυνισμό, την επί τούτου παραδοξότητα και την επικίνδυνη απόσταση του από τον άνθρωπο.

Η ταινία του Αμερικάνου σκηνοθέτη που πήρε το Χρυσό Φοίνικα τον περασμένο Μάιο στις Κάννες, κέρδισε μέσα σε δύο μέρες το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Critics' Choice Awards, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από το Σωματείο των Παραγωγών και το Βραβείο Σκηνοθεσίας από το αντίστοιχο Σωματείο Σκηνοθετών. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό το σερί θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς ή το σκάνδαλο γύρω από το «Emila Perez» επηρέασε, ειδικότερα τους ψηφοφόρους των δύο Σωματείων, καθώς η ψηφοφορία για τα Critics Choice Awards είχε ολοκληρωθεί πριν ακόμη γιγαντωθεί ο θόρυβος γύρω από την ταινία του Ζακ Οντιάρ. Η επικράτηση του «Anora», υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έρχεται ωστόσο την κατάλληλη στιγμή για να ξεκαθαρίσει μια οσκαρική κούρσα που ήταν τελείως στον αέρα, με επικρατέστερη ταινία για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, μέχρι πρότινος το «The Brutalist» του Μπρέιντι Κορμπέ που είχε κερδίσει και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας, αφήνοντας αβράβευτο τελείως το «Anora».

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πολλά πράγματα, εκτός από όσα επιβάλλει η στατιστική. Στα 36 του χρόνια, το βραβείο του Σωματείου Παραγωγών ταυτίστηκε 26 φορές με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, οπότε αναμένουμε να δούμε αν θα συμβεί το ίδιο και φέτος.

Από το 2020 μέχρι και το 2024, το βραβείο των Παραγωγών και το Όσκαρ ήταν ακριβώς το ίδιο. Διαφοροποιήθηκε το 2019 ψηφίζοντας το «1917» του Σαμ Μέντες, ενώ το Όσκαρ πήγε στα «Παράσιτα», το 2017, ψηφίζοντας το «La La Land» (ενώ όλοι θυμούνται πλέον πως το Όσκαρ πήγε στο «Moonlight»), και το 2016, ψηφίζοντας το «The Big Short» (ενώ το Όσκαρ πήγε στο «Spotlight»). Τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, το βραβείο Παραγωγών και το Οσκαρ ήταν το ένα και το αυτό («Birdman», «12 Χρόνια Σκλάβος», «Argo», «The Artist», «Ο Λόγος του Βασιλιά», «The Hurt Locker», «Slumdog Millionaire» και το «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους»).

Το Βραβείο του Σωματείου των Σκηνοθετών επίσης είναι ενδεικτικό του προβαδίσματος που έχει ο Σον Μπέικερ - στα περίπου 80 του χρόνια, η πλειοψηφία των επιλογών του Σωματείου ταυτίστηκε και με το Οσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Τα τελευταία 20 χρόνια για παράδειγμα, οι δύο μοναδικές φορές που δεν ταυτίστηκε με το Οσκαρ η επιλογή των Σκηνοθετών ήταν όταν η Ακαδημία δεν είχε προτείνει καν στην κατηγορία της σκηνοθεσίας τον Μπεν Αφλεκ για το «Αrgo» και όταν το Σωματείο βράβευσε τον Σαμ Μέντες το 2019 ενώ το Οσκαρ πήγε στο Μπονγκ Τζουν-χο. Συνολικά, από την έναρξη του βραβείου, μόνο οκτώ φορές ο νικητής του DGA δεν κατάφερε να εξασφαλίσει το Οσκαρ: Αντονι Χάρβεϊ («The Lion in Winter»), Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο Νονός»), Στίβεν Σπίλμπεργκ («Το Πορφυρό Χρώμα»), Ρον Χάουαρντ («Απόλλων 13»), Ανγκ Λι («Τίγρης και Δράκος»), Ρομπ Μάρσαλ («Σικάγο»), Μπεν Αφλεκ («Argo») και Σαμ Μέντες («1917»).

The Florida Project_2017

Το απέριττο, βαθιά συγκινητικό, ρεαλιστικό σε σημείο μαγείας φιλμ του Σον Μπέικερ για τις προσωπικές μας χαμένες και ξανακερδισμένες Disneyland. Υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Β' Ανδρικού Ρόλου για τον Γουίλεμ Νταφόε και μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

Στις ΗΠΑ τα μοτέλ έχουν γίνει το τελευταίο καταφύγιο των ανθρώπων που δε μπορούν να εξασφαλίσουν μόνιμη κατοικία. Ο πληθυσμός των «κρυμμένων αστέγων» αποτελείται κυρίως από οικογένειες που παλεύουν κάθε μέρα να διατηρήσουν μια στέγη. Η ιστορία μας εκτυλίσσεται λίγο έξω από το Ορλάντο, τον απόλυτο προορισμό για διακοπές και «Το Πιο Μαγικό Μέρος στον Κόσμο». Η κεντρική λεωφόρος ανάμεσα στα θεματικά πάρκα και τα θέρετρα είναι γεμάτη από φτηνά μοτέλ που κάποτε γέμιζαν από τουρίστες, ενώ σήμερα φιλοξενούν άστεγες οικογένειες. Η Μούνι ζει με την 22χρονη μητέρα της Χέιλι, σε ένα τέτοιο μοτέλ - το The Magic Castle. Το κοντινότερο που έχει η Μούνι σε πατρική φιγούρα είναι ο Μπόμπι, ο διαχειριστής του μοτέλ, τον οποίο πειράζουν συνεχώς τα παιδιά με τις σκανδαλιές τους. Η Χέιλι μόλις έχασε τη δουλειά της κι ένα κοριτσάκι στην ηλικία της Μούνι μόλις μετακόμισε δίπλα τους- θα είναι ένα αξέχαστο καλοκαίρι.

Όποιος γνωρίζει το σινεμά του Σον Μπέικερ θα βρει στο «The Florida Project» όλα εκείνα τα στοιχεία που τον έχρισαν έναν από τους πιο συναρπαστικούς ανεξάρτητους Αμερικάνους σκηνοθέτες ήδη πριν από την τεράστια επιτυχία του «Tangerine», της αμέσως προηγούμενής του ταινίας που συζητήθηκε σχεδόν όσο καμία άλλη για την καινοτομία του γυρίσματος με iPhone αλλά κυριότερα για την αυθεντικότητα των σχέσεων των τρανσέξουαλ πρωταγωνιστριών του και της ικανότητας του ως δημιουργού να ανακαλύπτει στιγμές απαράμιλλης ομορφιάς μέσα στο πιο άσχημο περιβάλλον.

Οι γυναίκες μεταξύ τους σε διαφορετικές ηλικίες, οι νατουραλιστικές ερμηνείες τόσο από επαγγελματίες ηθοποιούς όσο και από ερασιτέχνες ή πρωτοεμφανιζόμενους, η ιδιοφυής χρήση των σκηνικών, η διαρκής αγωνία ενός σημερινού δημιουργού να μιλήσει για την πιο σκληρή πραγματικότητα με όρους σχεδόν ποιητικούς, ποτέ όμως ωραιοποιημένους ή συνθετικούς. Ολα όσα είναι το σινεμά του βρίσκονται εδώ και μαζί μια ιστορία που μπορεί να σου ραγίσει την καρδιά.

Γυρισμένο σε απαστράπτον φιλμ, τοποθετημένο στο Ορλάντο, λίγα μόνο μέτρα από τη Disney World, το «The Florida Project» (έτσι ονομαζόταν το μεγάλο φιλόδοξο σχέδιο της Disney για την κατασκευή του θεματικού πάρκου στην περιοχή) έχει για πρωταγωνίστρια του την εξάχρονη Μούνι που ζει μαζί με την νεαρή και άνεργη μητέρα της σε ένα φτηνό μοτέλ δίπλα ακριβώς στον αυτοκινητόδρομο. Εκεί, σε ένα καλοκαίρι που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ, η Μούνι θα ζήσει τη δική της μεγάλη περιπέτεια, γνωρίζοντας νέους φίλους, παίζοντας αυτοσχέδια παιχνίδια και απολαμβάνοντας μια καθημερινότητα που παίζει σχεδόν αδιάκοπα στη διαπασών, είτε αυτές είναι οι κραυγές του ενθουσιασμού των μικρών παιδιών λίγο πριν τις καθημερινές τους εξορμήσεις στα εγκαταλελειμμένα κτίρια τριγύρω είτε οι συνεχείς διαπληκτισμοί της μητέρας της με τον προστατευτικό ιδιοκτήτη του μοτέλ.


Ο Σον Μπέικερ δεν πρωτοτυπεί καταγράφοντας τη ζωή μιας white trash Αμερικής που ζει στο όριο της φτώχειας, με ηρωίδες μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρουν χρήματα από περιστασιακές δουλειές και παιδιά που φλερτάρουν καθημερινά με τον κίνδυνο, την επαιτεία, την απώλεια της αθωότητας που διατηρούν μέσα σε αντίξοες συνθήκες.

Ο Σον Μπέικερ πρωτοτυπεί γιατί κινηματογραφεί αυτό το καλοκαίρι όπως θα το έκανε και αν διαδραματιζόταν στην πιο όμορφη παραλία του κόσμου ή σε ένα υπέροχο σπίτι με πισίνα, κήπο και αμέτρητα παιχνίδια και όχι σε ένα βιομηχανικό σκηνικό που μοιάζει σαν να ανήκε κάποτε σε μια πολύχρωμη ταινία της Disney και τώρα ρημάζει από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία. Βλέποντας τον κόσμο μέσα από το απίστευτο βλέμμα της πρωταγωνίστριάς του (αν μιλάμε για παιδιά - ταλέντα ας υποκλιθούμε στην Μπρούκλιν Πρινς), o Σον Μπέικερ αντιστρέφει τους όρους μιας γνώριμης πραγματικότητας και ανακαλύπτει την ομορφιά στα πιο αναπάντεχα μέρη.

Σαν ένας τεράστιος παιδότοπος, όλο το άναρχο, γιγαντιαίων διαστάσεων και συνθετικό τοπίο γύρω από το μοτέλ που ζει η Μούνι μοιάζει να της ανήκει ολοκληρωτικά σαν αυτό να είναι το ολόδικό της παιχνίδι. Με τον ίδιο τρόπο που διεκδικεί το δικαιώμα να της ανήκουν και τα ελάχιστα τετραγωνικά του δωματίου στο οποίο κοιμάται με τη μητέρα της, ένα παγωτό που λιώνει στα χέρια της, η καλύτερή της φίλη από το γειτονικό μοτέλ, μια ζωή που μπορεί να μην την επέλεξε αλλά την προτιμά από οτιδήποτε θα είχαν να της προσφέρουν οι κοινωνικοί λειτουργοί ή μια συμβατική ασφαλής ζωή μακριά από τους φίλους, τη μητέρα της, το μοναδικό σύμπαν στο οποίο η ίδια μπορεί να είναι η πιο όμορφη πριγκίπισσα του δικού της παραμυθιού.

Δίνοντας νόημα στην κριτική πάνω στο αμερικανικό όνειρο και την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ, και γεμίζοντας ζωή μια ταινία που στο βάθος της κρύβει μια βαθιά μελαγχολία για μια χώρα που ονειρεύεται συνεχώς «και ζήσαν αυτοί καλά...» σε παραμύθια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ο Σον Μπέικερ, στην καλύτερη στιγμή του και σε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, τολμά να αφηγηθεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια και κινηματογραφική μαγεία ένα κομμάτι σκληρής καθημερινότητας στο περιθώριο σαν να επρόκειτο για «μια υπέροχη ζωή».

 

 

 

 

06 Φεβρουαρίου 2025

The 🌀🎥 Brutalist 👀💱🗜️ _στο μικροσκόπιο

Επική ιστορική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία και παραγωγή του λίγο –μέχρι σήμερα γνωστού 36χρονου!! πρώην ηθοποιού _γνωστού από τις ταινίες "Vox Lux", "Η Γέννηση ενός Ηγέτη", Μπρέιντι Κόρμπετ _με (συν)σεναριογράφο (μαζί με τον ίδιο) την Μόνα Φάστβολντ (Mona Fastvold _Νορβηγίδα ηθοποιό και κινηματογραφίστρια, περισσότερο γνωστή για τη σκηνοθεσία των δραματικών ταινιών The Sleepwalker και The World to Come). Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Έιντριεν Μπρόντι ως ένας Ούγγρος Εβραίος επιζών του Ολοκαυτώματος που μεταναστεύει στις ΗΠΑ, όπου δυσκολεύεται να πετύχει το Αμερικανικό Όνειρο μέχρι να του αλλάξει τη ζωή ένας πλούσιος πελάτης _Δείτε 1. σχετικό "Παράρτημα" στο τέλος της ανάρτησης 2. Brut_alist από το bruto = κτήνος, αγριάνθρωπος, κτηνάνθρωπος _αν αυτό σας βοηθάει

Το Brutalist _υποψήφιο για δέκα “αμαρτωλά”, φέτος Όσκαρ έκανε πρεμιέρα στο 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, όπου ο Κόρμπετ κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα καλύτερης σκηνοθεσίας και ονομάστηκε μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες του 2024 από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Η ταινία έλαβε δέκα υποψηφιότητες στα Βραβεία Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2024 και κέρδισε τρία βραβεία στις Χρυσές Σφαίρες, περιλαμβάνοντας τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας. Το καστ επίσης περιλαμβάνει τους Φελίσιτι Τζόουνς, Γκάι Πιρς, Τζο Άλγουιν, Ράφεϊ Κάσιντι, Στέισι Μάρτιν, Έμμα Λερντ, Άιζακ Ντε Μπανκολέ και Αλεσάντρο Νίβολα.

Διάρκειας 3,5 ωρών, η ταινία χρειάστηκε εφτά!! χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, ενώ γυρίστηκε σε φιλμ VistaVision και 70 χιλιοστών, μία τεχνική που γνώρισε δόξες στις σινεμασκόπ χολιγουντιανές παραγωγές του ’50, διαθέτει πρόλογο, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη και επίλογο και 15λεπτο ενσωματωμένο διάλειμμα.

Έχοντας διασωθεί από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ φτάνει στην Αμερική για να χτίσει από την αρχή τη ζωή του, περιμένοντας τη σύζυγο του, όπου _όλοι οι καλοί ανταμείβονται, ένας μεγιστάνας βιομήχανος αναγνωρίζει το ταλέντο του και του αναθέτει ένα εμβληματικό έργο. Στο πρώτο μέρος, ο ήρωας πιστεύοντας ότι έφτασε σε μια ελεύθερη ήπειρο _στο λίκνο της δημοκρατίας και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, προσπαθεί να αφήσει πίσω του βάσανα και βάσανα μιας ολόκληρης ζωής. Στο δεύτερο μισό, όταν φτάνει η γυναίκα του στις ΗΠΑ, θα αποδεχθεί _μάλλον θ΄αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι το αμερικάνικο όνειρο έχει προεκτάσεις που δεν είχε διανοηθεί στη Αμερική του καπιταλισμού και θα βρεθεί μπροστά στο μεγάλο δίλημμα _ τίμημα τελειώνει Η Zsófia, συνοδευόμενη από τη νεαρή ενήλικη κόρη της και έναν ηλικιωμένο László, δίνει μια ομιλία τονίζοντας πώς το κοινοτικό κέντρο Van Buren σχεδιάστηκε από τον László για να μοιάζει με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης

Εισαγωγή

Ο Ουγγρο-Εβραίος επιζών του Ολοκαυτώματος László Tóth, που χωρίστηκε βίαια από τη γυναίκα του και την ορφανή ανιψιά του αφού στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Buchenwald, μεταναστεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθώς το πλοίο του μπαίνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, κατασκοπεύει το Άγαλμα της Ελευθερίας, αν και από τη σκοπιά του φαίνεται να είναι λοξό και σχεδόν ανάποδα (μια εικόνα ανατυπώνεται στην αφίσα της ταινίας και στους τίτλους έναρξης). Ένας αρχιτέκτονας εκπαιδευμένος στο Bauhaus, ο László ταξιδεύει με το λεωφορείο στη Φιλαδέλφεια, όπου μένει με τον ξάδερφό του, Attila, και την καθολική σύζυγο του Attila, Audrey, ενώ εκείνος ψάχνει για δουλειά.

Πρωταγωνιστές στο "The Brutalist"
Adrien Brody_ Guy Pearce _Felicity Jones

Μέρος 1:
Το αίνιγμα της άφιξης

Το 1947, ο Attila προσφέρει στον László να εργαστεί στην επιχείρηση επίπλων του. Σύντομα τους ανατίθεται να ανακαινίσουν τη βιβλιοθήκη ενός σπιτιού που ανήκει στον πλούσιο βιομήχανο Harrison Lee Van Buren κατόπιν εντολής του γιου του Harry, ενώ ο πατέρας του λείπει. Ο Χάρισον φτάνει στο σπίτι νωρίς, εξοργισμένος με την αιφνιδιαστική ανακαίνιση τους απολύει  και _φυσικά δεν τους πληρώνει την αμοιβή τους. Ο Attila απαιτεί από τον László να φύγει από το σπίτι τους, κατηγορώντας τον για αποτυχημένο έργο και κατηγορώντας τον ψευδώς ότι πήρε προκαταβολή από τη σύζυγό του Audrey. Τρία χρόνια αργότερα, ο László _εθισμένος στην ηρωίνη, εργάζεται ως εργάτης φορτώνοντας κάρβουνο και ζει σε φιλανθρωπικά σπίτια με τον Gordon, έναν ανύπαντρο πατέρα με τον οποίο ο László έγινε φίλος αμέσως μετά τη μετανάστευση. Ο Harrison εμφανίζεται για να του πει ότι η αρχιτεκτονική κοινότητα επαίνεσε τη σύγχρονη ανακαίνιση της βιβλιοθήκης του και ότι ερεύνησε το παρελθόν του και ανακάλυψε ότι ο László ήταν ένας καταξιωμένος αρχιτέκτονας στην Ευρώπη.

Στη συνέχεια, του πληρώνει τα χρήματα που _υποτίθεται χρωστάει στον Λάζλο - τα οποία αυτός και ο Γκόρντον ξοδεύουν στη συνέχεια στην ηρωίνη - και προσκαλεί τον Λάζλο σε ένα πάρτι προς τιμήν του, όπου του αναθέτει να κατασκευάσει ένα μεγάλο έργο προς τιμήν της μητέρας του: ένα κοινοτικό κέντρο που περιλαμβάνει βιβλιοθήκη, θέατρο, γυμναστήριο και παρεκκλήσι. Οι εργασίες ξεκινούν αμέσως με τον László να ζει και να εργάζεται στο εργοτάξιο και να απασχολεί τον Gordon - και οι δύο πλέον λειτουργούν πλήρως ηρωινομανείς. Ο Χάρισον συστήνει τον Λάζλο στον προσωπικό του δικηγόρο, ο οποίος επισπεύδει τη μετανάστευση της συζύγου και της ανιψιάς του.

Μέρος 2:
Ο σκληρός πυρήνας της ομορφιάς

1953 πλέον και ο László χαιρετά τη σύζυγό του Erzsébet και την ανιψιά Zsófia, για να ανακαλύψει ότι λόγω των ταλαιπωριών τους τον καιρό του πολέμου, η Erzsébet χρησιμοποιεί αναπηρικό καροτσάκι λόγω οστεοπόρωσης και η Zsófia δεν μπορεί να μιλήσει. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, ο László συγκρούεται με εργολάβους και συμβούλους που προσέλαβε ο Harrison, οι οποίοι αποκλίνουν από το σχέδιό του, και ο Harry χλευάζει τον László ως απλώς «ανεκτό» και κάνει πρόστυχα σχόλια για τη Zsófia. Ο László την προειδοποιεί να αποφύγει τον Harry, ο οποίος, όπως υπονοείται, της έχει ή επιτεθεί (σεξουαλικά). Μετά τον εκτροχιασμό ενός τρένου που μετέφερε υλικά και τα συνακόλουθα νομικά έξοδα, ένας εξαγριωμένος Harrison εγκαταλείπει το έργο και απολύει τους εργάτες.

Πέντε χρόνια μετά το 1958, ο László και η Erzsébet μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται ως συντάκτης σε μια αρχιτεκτονική εταιρεία και εκείνη είναι πλέον συγγραφέας. Η Zsófia, η οποία ανέκτησε την ικανότητά της να μιλάει, περιμένει ένα παιδί με τον νέο της σύζυγο, Binyamin. Ανακοινώνουν “Aliyah” και μετακομίζουν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Χάρισον ξαναρχίζει το έργο και ο Λάζλο συνεχίζει την κατασκευή.
σσ.
Aliyah είναι η μετανάστευση των Εβραίων από τη διασπορά προς το Ισραήλ, που παραδοσιακά περιγράφεται ως «η πράξη της ανόδου» (προς την εβραϊκή ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ), η μετακίνηση στη Γη του Ισραήλ ή «κάνοντας aliyah» που είναι ένα από τα πιο βασικά δόγματα του Σιωνισμού. Η αντίθετη ενέργεια – η μετανάστευση των Εβραίων από τη Γη του Ισραήλ – αναφέρεται στην εβραϊκή γλώσσα ως yerida _«κάθοδος»

__    The Brutalist:
Ενώ βρισκόταν στα ορυχεία της Carrara για να αγοράσει μάρμαρο, ο Harrison βιάζει έναν μεθυσμένο ηρωινομανή László σε μια πράξη κυριαρχίας, αποκαλώντας τον κοινωνική βδέλλα. Επιστρέφοντας στο χώρο, ένας ολοένα και πιο τραυματισμένος László αρχίζει να ξετυλίγεται, γίνεται πιο πολεμικός, απολύοντας παρορμητικά τον Gordon κατά τη διάρκεια μιας λογομαχίας. Παραπονιέται στην Erzsébet ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Αμερική. Αφού ο László παραλίγο να σκοτώσει την Erzsébet δίνοντάς της ηρωίνη για να καταπραΰνει τον πόνο από την οστεοπόρωση όταν τελειώνουν τα φάρμακα, προτείνει να ζήσουν στην Ιερουσαλήμ με τη Zsófia και την οικογένειά της, με την οποία συμφωνεί. Λίγο αργότερα, η Erzsébet, που τώρα χρησιμοποιεί περιπατητή αντί για αναπηρικό καροτσάκι, επισκέπτεται τον Harrison στο σπίτι του και τον αποκαλεί βιαστή μπροστά στην οικογένεια και τους συνεργάτες του. Ένας εξαγριωμένος Χάρι τη συνοδεύει βίαια έξω, ενώ μη μπορώντας να βρει τον πατέρα του, οργανώνει μια ομάδα αναζήτησης για να τον βρει με την μοίρα του να παραμένει τελικά ασαφής.

Επίλογος:
Η Πρώτη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής

Το 1980, η Erzsébet πέθανε και μια αναδρομική έκθεση του έργου του László πραγματοποιείται στη Βενετία. Η έκθεση περιλαμβάνει το κοινοτικό κέντρο, που τελικά ολοκληρώθηκε μετά από μια δεκαετία παύσης. Η Zsófia, συνοδευόμενη από τη νεαρή ενήλικη κόρη της και έναν ηλικιωμένο László, δίνει μια ομιλία τονίζοντας πώς το κοινοτικό κέντρο Van Buren σχεδιάστηκε από τον László για να μοιάζει με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που τους φυλάκισαν και λειτουργεί ως τρόπος επεξεργασίας τραύματος. Τελειώνει λέγοντας αυτό που της είπε κάποτε ο Λάζλο: «καμιά αξία, αυτό που οι άλλοι προσπαθούν να σου πουλήσουν, _τέλος, αυτός είναι ο προορισμός, όχι το ταξίδι».
Μας πήγε στον αντίποδα από το μυσταγωγικό
«Τσάι στην Σαχάρα» που μας έμαθε πως η διαφορά του τουρίστα από τον ταξιδιώτη είναι πως ο τουρίστας σκέφτεται από την πρώτη στιγμή πως θα επιστρέψει πίσω, ενώ ο ταξιδιώτης μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ, μια ταινία που μίλησε για την ψευδαίσθηση του μόνιμου και της ασφάλειας, για άγνωστες κουλτούρες  και για την λυτρωτική έννοια της παραίτησης, η ταινία που εξαφάνισε την Debra Winger από τον κινηματογράφο για πολλά χρόνια…

Τα “μπικικίνια”
Είναι πολλά τα λεφτά Άρη

Το Brutalist είσπραξε 266.791$ από τέσσερις κινηματογράφους στις ΗΠΑ το πρώτο Σαββατοκύριακο προβολής, στη συνέχεια άλλα $211.164 το δεύτερο και $244.341 το τρίτο του. Στο τέταρτο, η ταινία επεκτάθηκε σε 68!! αίθουσες και κέρδισε 1,38 εκατομμ$. Η φιγούρα του είχε καλύτερη απόδοση κι από το Better Man, του Michael Gracey, με Robbie Williams, Jonno Davies, Steve Pemberton που κέρδισε 1,1 _ “μόνο” εκατομμ$ από 1.291 κινηματογράφους στο ίδιο καρέ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο ο Brutalist τσίμπησε άλλα 2 εκατομμ$ από 338 αίθουσες (και συνολικά 2,4 εκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια των τετραήμερων διακοπών MLK _ Martin Luther King Jr. Day _Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ  μια ομοσπονδιακή αργία στις ΗΠΑ τρίτη Δευτέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους) Αφού κέρδισε 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, η ταινία επεκτάθηκε σε 1.118 αίθουσες και κέρδισε άλλα 2,9 εκατομμ$ το πρώτο Σαββατοκύριακο.
Χάσατε το λογαριασμό;

Felicity Jones

Οι πολύ καλές ερμηνείες των Adrien Brody, Guy Pearce και Felicity Jones απέσπασαν την αποδοχή των κριτικών, κερδίζοντας υποψηφιότητες για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, Β' Ανδρικού και Β' Γυναικείου Ρόλου αντίστοιχα.

Το Brutalist είχε μεγάλη αποδοχή κριτικών. Στον ιστότοπο IMDB 8,0|10 _19.000 κριτικές (με σημαντικές διαφοροποιήσεις στην ψήφο ανά χώρα)  και στο Rotten Tomatoes, το 93% από τις 269  είναι θετικές, με μέση βαθμολογία 8,7|10. __«Δομικά όμορφη και γεμάτη με την έμψυχη ερμηνεία του Adrien Brody, το άψογα σχεδιασμένο The Brutalist του συγγραφέα-σκηνοθέτη Brady Corbet είναι ένας τεράστιος φόρος τιμής στην εμπειρία των μεταναστών»_»καταξίωση».

Η ταινία έλαβε μια κριτική πέντε αστέρων από τον Peter Bradshaw του The Guardian, ο οποίος την αποκάλεσε «ένα καταπληκτικό και συναρπαστικό έπος». Και συνέχισε: «Το Brutalist προφανώς παίρνει κάτι από την Ayn Rand, αλλά και από τον Bernard Malamud και τον Saul Bellow στην απεικόνιση της περιπέτειας των μεταναστών των ΗΠΑ και της υπόσχεσης της επιτυχίας – αλλά ίσως ο Corbet και ο Fastvold πηγαίνουν όλο και πιο γρήγορα στο πόσο ιλιγγιωδώς αισθησιακά και σεξουαλικά είναι όλα αυτά». Ο Bradshaw κατέληξε: "Είναι ένα ηλεκτρικό έργο, εντυπωσιακά γυρισμένο από τον κινηματογραφιστή Lol Crawley και έξοχα σχεδιασμένο από την Judy Becker. Βγήκα από αυτήν την ανάλαφρη και ευφορική ταινία, rubbernecking στη μνημειώδη απεραντοσύνη της" _ταινία «πολυτελής», «εντυπωσιακά στιλάτη» και με «καταπληκτική φιλοδοξία». Ορισμένες κριτικές την επέκριναν ταινία, συμπεριλαμβανομένου του Adam Nayman του The Ringer και του Richard Brody του The New Yorker, με τον τελευταίο να γράφει ότι «το έπος του Brady Corbet παίρνει βαριά θέματα, αλλά αποτυγχάνει να εμποτίσει τους χαρακτήρες του με το υλικό της ζωής».

Το NPR συμπεριέλαβε την ταινία στη λίστα των καλύτερων ταινιών και τηλεόρασης του 2024, με τον κριτικό Bob Mondello να γράφει ότι το The Brutalist είναι "υπέροχο, εννοιολογικά εντυπωσιακό και ιλιγγιώδες στην αγριότητα του σχετικά με τις ρωγμές στα θεμέλια του αμερικανικού ονείρου". Οι σκηνοθέτες Oliver Stone, Tim Fehlbaum, Drew Goddard, Reinaldo Marcus Green, Don Hertzfeldt, Matt Johnson, Karyn Kusama, David Lowery, Lance Oppenheim, Paul Schrader, Celine Song και Malcolm Washington την ανέφεραν ως από τις αγαπημένες τους ταινίες του 2024...

Δείτε την _προπαγανδιστική, από "ουδέτερη" τη χειρότερη δλδ πλευρά της ιστορίας ταινία _
όσο αντέξετε το μεγάλο μήκος της και μιλάμε για την "κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας"...

_________________________________

Με την ευκαιρία
Ο μπρουταλισμός (αγγλικά Brutalism, γνωστός και ως New Brutalism-νεομπρουταλισμός) ήταν αρχιτεκτονικό κίνημα που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε τη 10ετία του 1950 έως τα μέσα του '70 σε ΕΣΣΔ και Ευρώπη. Στόχος του ήταν η επιστροφή στις αρχές του λειτουργισμού και η αποτίναξη του ζυγού των κορυφαίων αρχιτεκτόνων της εποχής. Η μορφή των κτιρίων χαρακτηρίζεται από έντονη γραμμικότητα, ξεκάθαρα σχήματα, εμφανή υλικά και εκτεταμένη χρήση του σκυροδέματος. 


_________________________________

Παράρτημα
Έτσι γυρίστηκε το Brutalist

Ο Έιντριεν Μπρόντι και ο Μπρέιντι Κόρμπετ σε ένα διαδικτυακό τετ-α-τετ με το «Κ» περιγράφουν την εμπειρία των γυρισμάτων, μιλούν για τις προκλήσεις και τις προσδοκίες τους και εξηγούν γιατί στο τέλος μένει πάντα το ερώτημα «αν άξιζε τον κόπο»

Μέσα στην παραζάλη του Φεστιβάλ Βενετίας με τις τέσσερις και πέντε προβολές καθημερινά για τους διαπιστευμένους, το The Brutalist του Μπρέιντι Κόρμπετ ξεχώρισε διότι ήταν η μόνη ταινία που είχε… διάλειμμα. Με τρεισήμισι ώρες διάρκεια, αυτή η παλιομοδίτικη πια πολυτέλεια ήταν πρακτικά απαραίτητη. Παρ’ όλα αυτά, στις κουβέντες του ενός τετάρτου που ακολούθησαν δεν θυμάμαι σχεδόν κανέναν να προβλέπει μεγάλες επιτυχίες για το φιλμ, πόσω μάλλον τις δέκα οσκαρικές υποψηφιότητες που πρόσφατα εξασφάλισε. Το ίδιο βράδυ ωστόσο, στην επίσημη πρεμιέρα, το κοινό ήταν πολύ πιο εκδηλωτικό, όπως θυμάται ο Έιντριεν Μπρόντι: «Μόνο στη Βενετία κατάλαβα τη δυναμική της ταινίας. Θα ήθελα να λέω ότι είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος, όμως δεν είμαι και τόσο. Ίσως είναι και μηχανισμός άμυνας. Όμως λατρεύω τη δουλειά του Κόρμπετ και ήξερα ότι είχε όλα τα φόντα για να ζωντανέψει αυτή την ιστορία. Και πάλι ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Δεν είναι μόνο η [ανταμοιβή για τη] σκληρή δουλειά. Πάνε 20 χρόνια από τότε που κάθισα σε μια σκοτεινή αίθουσα και είδα μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσα [σ.σ. εννοεί τον Πιανίστα του Ρόμαν Πολάνσκι] να φτάνει σε τέτοιο βάθος και να αγγίζει τους ανθρώπους γύρω μου σε σημείο που να δακρύζουν και να με κοιτούν με ένα είδος θαυμασμού. Ήταν υπέροχο».

«Η αρχιτεκτονική δεν κινείται»

Ο Μπρόντι υποδύεται τον (επινοημένο) χαρακτήρα του Λάζλο Τοθ, έναν Ούγγρο αρχιτέκτονα του ακραία μοντερνιστικού ρεύματος του μπρουταλισμού, ο οποίος μεταναστεύει στις ΗΠΑ αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί αναλαμβάνει να χτίσει ένα πρωτοποριακό κτιριακό σύμπλεγμα για λογαριασμό ενός ντόπιου μεγιστάνα. Όσα ακολουθούν, σε ένα επικό ταξίδι που διατρέχει τις δεκαετίες, αποτελούν μια εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, συχνά θαυμαστή και άλλοτε τρομακτική. Γιατί όμως ένας ανερχόμενος Αμερικανός κινηματογραφιστής σαν τον Μπρέιντι Κόρμπετ να κάνει μια ταινία γύρω από αυτό το θέμα; «Μάλλον το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα με ενδιαφέρει επειδή κι εγώ κάνω ταινίες που είναι, με έναν τρόπο, πολωτικές. Έχουν παράξενη κατασκευή και δομή που ίσως ενοχλεί κάποιους θεατές. Όπως τα μνημεία του μπρουταλισμού όμως, τιμούν τον καθαρό μινιμαλισμό και δεν απολογούνται για τον χώρο που καταλαμβάνουν. Από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια ταινία γύρω από την αρχιτεκτονική, διότι η αρχιτεκτονική δεν κινείται. Έπρεπε να βρούμε τρόπους να την προσωποποιήσουμε και ολόκληρο το φιλμ να μοιάζει με ένα μπρουταλιστικό μνημείο», σημειώνει ο σκηνοθέτης. 

«Τρόμοι του παρελθόντος»

Πρώτα απ’ όλα, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη ιστορία, αυτήν του μετανάστη από τη ρημαγμένη Ευρώπη, ο οποίος όπως τόσοι άλλοι (παντού και πάντα) φτάνει στον ξένο τόπο αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. «Η αλήθεια είναι ότι μιλάμε για έναν τόσο πολυεπίπεδο χαρακτήρα, γραμμένο με ευαισθησία και ταυτόχρονα με μια αίσθηση καθολικότητας. Έναν χαρακτήρα με τέτοιο εύρος βιωμένης εμπειρίας, που οποιοσδήποτε ηθοποιός θα “σκότωνε” γι’ αυτόν τον ρόλο», ομολογεί ο Μπρόντι. Πέρυσι ο Κίλιαν Μέρφι θριάμβευσε στα Όσκαρ υποδυόμενος τον Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, έναν «καταστροφέα κόσμων», στο ομώνυμο φιλμ του Κρίστοφερ Νόλαν. Ο δικός του Λάζλο είναι ένας «χτίστης κόσμων», προερχόμενος από την ίδια εποχή. «Ιστορικά πρόκειται προφανώς για μια εποχή που μετασχημάτισε τον κόσμο μας. Δεν συσχετίζω τα δύο πρόσωπα, όμως νιώθω ότι υπάρχει μια συλλογική ανάγκη για αποδοχή και δημιουργική πλήρωση όταν ανατρέχουμε σε κάποιους σαν αυτούς. Πιστεύω επίσης ότι προσεγγίζοντας τους τρόμους του παρελθόντος, μπορούμε να βρούμε την προοπτική και την καθαρή σκέψη, ώστε να καταλάβουμε πώς θα κάνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος στο παρόν. Και αυτό νομίζω ότι οι σκηνοθέτες προσπαθούν να ανακαλύψουν και να φέρουν στη δημόσια συζήτηση».

«Σαν τον παππού μου»

Όσο παράξενο κι αν φαίνεται πάντως, ο Έιντριεν Μπρόντι, για τον οποίο ο συγκεκριμένος ρόλος μοιάζει κατά παραγγελία γραμμένος, δεν ήταν ο πρώτος υποψήφιος για να τον πάρει· αντιθέτως, αυτός προοριζόταν για τον Αυστραλό Τζόελ Έτζερτον στην αρχική σύλληψη της ταινίας, περίπου πέντε χρόνια πριν. «Έτσι είναι. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι ο Έιντριεν έφερε κάτι πολύ ιδιαίτερο στον ρόλο λόγω της πολιτισμικής κληρονομιάς του και όχι μόνο. Εννοώ ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με Ούγγρους που μιλούσαν ουγγρικά, οπότε είχε εξοικείωση με μια πολύ δύσκολη γλώσσα. Οπότε δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη σκέψη. Εφόσον τα προγράμματά μας συντονίστηκαν και τόσο εκείνος όσο και ο ρόλος ήταν διαθέσιμοι, ένιωσα ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το κάνει», παραδέχεται ο Κόρμπετ – «βασικά πρόσθεσα αρκετές ουγγρικές βρισιές που δεν υπήρχαν στο σενάριο», λέει ο Μπρόντι γελώντας. Για τον ρόλο αναφέρει ότι αναζήτησε ένα πρότυπο. «Έναν άνδρα με τη χαρακτηριστική επισημότητα και τον λόγο εκείνης της εποχής, κάποιον που θα μίλαγε παρόμοια με τον παππού μου».

«Τα μνημεία του μπρουταλισμού τιμούν τον καθαρό μινιμαλισμό και δεν απολογούνται για τον χώρο που καταλαμβάνουν», λέει ο Μπρέιντι Κόρμπετ σχολιάζοντας έμμεσα και τη μεγάλη διάρκεια του φιλμ.

«Δουλεύεις όλη την ώρα»

«Πιστεύω ότι είναι μεγάλη πρόκληση να κάνεις ανεξάρτητα φιλμ γενικά», λέει ο Μπρόντι. «Προφανώς, από τη μια έχεις έλλειψη πόρων και από την άλλη μια πληθώρα από δημιουργικές, οραματικές ιδέες. Και πρέπει να ζωντανέψεις την πιο περίπλοκη, λεπτομερή ιστορία. Πέφτει αρκετό βάρος στους ώμους ενός ηθοποιού, αφού η παραγωγή, μην έχοντας πολλά χρήματα, πιέζει στο όριο. Βασικά δουλεύεις όλη την ώρα. Έχεις τεράστια κομμάτια διαλόγου ή σκηνές μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης κάθε μέρα, κι αυτό μπορεί να αποδειχθεί αρκετά εξοντωτικό. Δεν έχεις τον χρόνο ώστε να δώσεις στα πράγματα τον χώρο που απαιτούν. Οπότε πρέπει απλώς να τα καταφέρεις και να είσαι εξαιρετικά προετοιμασμένος, ειδικά όταν έχεις να κάνεις με αυτή την ιδιαίτερη προφορά. Όμως, όλα τα παραπάνω δεν ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Έτσι ήταν στις περισσότερες ταινίες που έχω κάνει και νομίζω πως αυτές οι προκλήσεις είναι μέρος του ταξιδιού. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορούν ακόμα και να ενισχύσουν τη δουλειά σου».

«Γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε;»

Πίσω στην αρχιτεκτονική, η οποία αποτελεί μάλλον την προμετωπίδα-βιτρίνα του πραγματικού (κεντρικού) νοήματος του The Brutalist, τουλάχιστον σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό του: «Αυτό που έχει μεγάλη σημασία για μένα είναι το τι εκφράζουν οι καλλιτέχνες, ειδικά με αυτά τα επαναστατικά μνημεία. Και η ίδια η ταινία με αυτό έχει να κάνει. Το σινεμά και η αρχιτεκτονική αποτελούν δημόσιες τέχνες και οι άνθρωποι θα κάνουν με αυτές ό,τι θέλουν: θα ζωγραφίσουν πάνω τους και θα τις κατουρήσουν, και θα τις λατρέψουν και θα τις κατεδαφίσουν. Και ξέρετε, στο τέλος της ζωής αυτού του χαρακτήρα, μένεις με το ερώτημα: άξιζε τον κόπο; Δηλαδή γιατί κάνουμε όσα κάνουμε; Δεν έχω την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, δεν γνωρίζω. Δεν ξέρω γιατί συνεχίζω να κάνω ταινίες όταν τόσο συχνά είναι μια εξαντλητική και επίπονη εμπειρία. Όμως, ήδη δουλεύω την επόμενη…».