03 Δεκεμβρίου 2021

77 χρόνια από τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944 – Ορισμένα συμπεράσματα

 

Γράφει ο Θανάσης ΛΕΚΑΤΗΣ ||
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Ήταν τέτοιες μέρες, 77 χρόνια πριν, όταν ο λαός της Αθήνας έβλεπε τους δρόμους να πλημμυρίζουν με το αίμα του και βίωνε στο πετσί του το πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει η αστική τάξη για να διασφαλίσει την εξουσία της.

Είχε προηγηθεί η 12η Οκτώβρη του 1944. Τότε, ο λαός ξεχύθηκε στον δρόμο γιορτάζοντας τη λευτεριά που είχε κατακτηθεί με τα νικηφόρα όπλα του ΕΛΑΣ και με μαζική πάλη της ΕΑΜικής Αντίστασης, που είχαν καθοδηγηθεί και οργανωθεί από το ΚΚΕ. Την ίδια εποχή, όμως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, στο όνομα της εθνικής και αντιφασιστικής ενότητας, είχαν αναγνωρίσει την αστική κυβέρνηση και συμμετείχαν σε αυτή.

Ο επικεφαλής της, Γεώργιος Παπανδρέου, κατέγραψε αργότερα τις αστικές επιδιώξεις της εποχής: «Εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ».

Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η κυβέρνηση ούτε στοιχειωδώς δεν ήταν διατεθειμένη να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως συνεπείς αντικατοχικές αντιφασιστικές δυνάμεις. Ενάμιση μήνα μετά διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 25/11/1944:

«Σαραντατρείς μέρες έκλεισαν από την απελευθέρωση… Και η πέμπτη φάλαγγα κρατάει όλες τις θέσεις της… Να ξεριζωθεί αποφασιστικά κάθε κίνδυνος για αντιλαϊκή τυραννία. Και να ξέρουν, μια και καλή, όλοι οι ανοιχτοί ή κρυφοί εραστές της δικτατορίας ότι ισχύει στις μέρες μας πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ο μεγάλος λόγος που μας κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση: “όταν ο λαός βρίσκεται μπρος στον κίνδυνο της τυραννίας δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσιδες ή τα οπλα!“».

Σε αυτήν τη δραματική φράση, που λίγες μέρες μετά, στις 4 Δεκέμβρη 1944, έγινε ματωμένο πανό μπροστά στη Βουλή, είναι απαραίτητο να σταματήσει όποιος θέλει να κατανοήσει τον Δεκέμβρη.


Πώς όμως φτάσαμε εκεί;

Η στρατηγική του ΚΚΕ στη διάρκεια της Κατοχής και τις παραμονές της Απελευθέρωσης

Το διάστημα ακριβώς πριν από την αποχώρηση των γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων Κατοχής, ο ΕΛΑΣ αποτελούσε ένα στρατό 77.000 ανδρών και 50.000 εφέδρων που βρισκόταν υπό τη διοίκηση στρατιωτικά ειδικευμένων και υπό την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Ο ΕΛΑΣ επικρατούσε σε πολύ μεγάλο μέρος της χώρας και υπό την προστασία του είχαν συσταθεί λαογέννητοι θεσμοί τοπικής διοίκησης, δικαιοσύνης και παιδείας.

Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η αποδιάρθρωση των πιο σημαντικών λειτουργιών του αστικού κράτους, αφού ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που προσέδιδε στο ελληνικό αστικό κράτος ισχύ, ο γερμανικός στρατός, είχε φύγει. Ταυτόχρονα, ήταν ελάχιστες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν τότε στην Ελλάδα, επομένως υπήρχε αδυναμία να προσδώσουν ισχύ στην αποδυναμωμένη αστική εξουσία. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο της κρίσης του αστικού κράτους ήταν το πέρασμα με το μέρος του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ χιλιάδων αξιωματικών και στρατιωτών στη Μ. Ανατολή, χαρακτηριστικό και αυτό της ύπαρξης επαναστατικής κατάστασης.

Στο πολιτικό επίπεδο, το τμήμα εκείνο της αστικής πολιτικής ηγεσίας που δεν είχε εμπλακεί και στηρίξει τις δυνάμεις Κατοχής βρισκόταν εκτός ελλαδικού χώρου, στο Κάιρο και δεν μπορούσε να αποβιβαστεί στον Πειραιά, δίχως την έγκριση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το ίδιο και οι στρατιωτικές δυνάμεις του αστικού στρατού (Ορεινή Ταξιαρχία κ.λπ.) που είχαν απομείνει στη Μέση Ανατολή, ενώ ο ΕΔΕΣ βρισκόταν στην Ηπειρο, εγκλωβισμένος από τον ΕΛΑΣ.

Γενικότερα, η πολιτική επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στον λαό βρισκόταν στο κατώτερο σημείο, ενώ η οργανωτική τους υπόσταση περιγράφεται μόνο με τη λέξη διάλυση. Στους κόλπους του αστικού πολιτικού κόσμου συνυπήρχαν οι οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά τμήματα των αντιβασιλικών και των βασιλοφρόνων, καθώς και των συνεργαζόμενων με τα στρατεύματα κατοχής και των άλλων της φιλοβρετανικής γραμμής. Αντιθέσεις που όμως έτειναν να γεφυρωθούν υπό τη σκέπη του βασιλιά και τη βοήθεια του βρετανικού ιμπεριαλισμού, μπροστά στο φόβο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Οι λαϊκές δυνάμεις ήταν συσπειρωμένες στο ΕΑΜ, που είχε 1.500.000 μέλη.
Το ΚΚΕ, βασική δύναμη και αιμοδότης του ΕΑΜ, ξεπερνούσε τα 400.000 μέλη
. Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η γιγάντια πολιτική οντότητα περιέκλειε πολλές αδυναμίες, παρά το γεγονός ότι χιλιάδες ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους.
Στο ΕΑΜ, πέρα από το ΚΚΕ, συμμετείχαν ακόμα ολιγάριθμες οπορτουνιστικές, αλλά και σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις που – αναμενόμενο ήταν – δεν συνειδητοποιούσαν την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΚΚΕ που είχε στρατολογηθεί στα χρόνια της Κατοχής δεν διέθετε σημαντικό ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο.

Αυτό, όμως, δεν ακύρωνε το γεγονός ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς είχε ταχτεί με το ΚΚΕ, αναγνώριζε τον καθοδηγητικό ρόλο του στον αγώνα απελευθέρωσης της Ελλάδας, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στην ήττα του φασιστικού άξονα.
Με τις όποιες αυταπάτες της, ερχόταν σε σύγκρουση με το αστικό πολιτικό σύστημα, έκφραζε στον έναν ή στον άλλο βαθμό τη θέληση και το όραμα για μια κοινωνία καλύτερη από την προκατοχική. Αυτή η πελώρια δύναμη αγωνιζόταν για καλύτερες μέρες, έστω κι αν αυτό γινόταν δίχως να συνειδητοποιείται ότι αυτές οι μέρες δεν περικλείνονταν στο θολό όραμα της λαοκρατίας.

Άλλωστε, σε καμία επανάσταση, ούτε προλεταριακή, αλλά ούτε και αστική (στο παρελθόν) οι εξεγερμένες λαϊκές δυνάμεις (αγρότες, φτωχολογιά των πόλεων κ.λπ.) δεν είχαν πλήρως ώριμη πολιτική συνείδηση, ενώ η προσχώρηση στο ΚΚΕ μέσα στην Κατοχή αντανακλούσε ανεβασμένες εργατικές και λαϊκές διαθέσεις και τη δυνατότητα να περάσουν στη λαϊκή πλειοψηφία συνθήματα επαναστατικής ανατροπής.

Τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργατικών – λαϊκών μαζών υποβοηθούσαν και οι εξελίξεις στις γειτονικές χώρες, συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, και η γενικότερη αναγνώριση της ΕΣΣΔ, καθώς και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού προς την καρδιά της Ευρώπης, που διαμόρφωνε έναν ευνοϊκό και προτρεπτικό περίγυρο.

Αντικειμενικά, σε τέτοιες συνθήκες επιταχύνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η επαναστατικοποίηση των εργατικών μαζών και άλλων συμμαχικών λαϊκών στρωμάτων, ουδετεροποιούνται ταλαντευόμενα μικροαστικά στοιχεία, οξύνονται παραπέρα οι ενδοαστικές αντιθέσεις. Ολα αυτά, με την προϋπόθεση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επίλυσης της αντίθεσης «ποιος – ποιον», δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας, παίρνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα με βάση σχέδιο και καταλαμβάνοντας τα αστικά κέντρα της χώρας: Στην περίπτωση της Ελλάδας πρωταρχικά την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και άλλα σημαντικά αστικά κέντρα.

Από αυτή την άποψη, εκτιμούμε σήμερα ότι κατά την Απελευθέρωση ήταν δυνατή η είσοδος μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στην Αθήνα, η κατάληψη των εργοστασίων και άλλων στρατηγικής σημασίας μονάδων Ενέργειας, επικοινωνιών, μεταφορών, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων, η συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης, η δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής από ολόκληρο τον πληθυσμό 18-45 χρόνων, προκειμένου να εμποδιστεί οποιαδήποτε αντεπαναστατική ενέργεια της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης.

Ωστόσο, σε αυτήν την περίοδο, το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά στον απελευθερωτικό αγώνα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει σαφή στρατηγική που θα οδηγούσε στην επαναστατική επίλυση του προβλήματος της εξουσίας, μετατρέποντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Αυτή η αδυναμία δεν οφειλόταν σε ταξικά συμβιβαστική διάθεση του ΚΚΕ, όπως απέδειξε η μετέπειτα στάση του όχι μόνο τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά και αργότερα κατά την τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ. Οπωσδήποτε οι αιτίες της πρέπει να αναζητηθούν και σε θεωρητικές – ιδεολογικές αδυναμίες, ανεπάρκειες και λάθη που αφορούσαν την κατανόηση του χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και κατά προέκταση τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης και των απαιτούμενων συμμαχιών.

Τα προηγούμενα συνδέονταν και αλληλεπιδρούσαν με αντίστοιχες προβληματικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς αρχικά και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με επίκεντρο την ΕΣΣΔ έπειτα από τη διάλυσή της.

Με αυτήν τη στρατηγική αντίληψη, το ΚΚΕ οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο βρετανικό στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις Συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), με τις οποίες αναγνώρισε την ανυπόληπτη στη συνείδηση των εργατικών – λαϊκών μαζών εξόριστη αστική κυβέρνηση, αποφάσισε τη συμμετοχή του σε αυτή και δεσμεύτηκε να μην καταλάβει ο ΕΛΑΣ την Αθήνα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Με λίγα λόγια, επιμένοντας στην ανάγκη διεύρυνσης της «αντιφασιστικής και εθνικής ενότητας», δεν διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Πρώτα απ’ όλα, το ΚΚΕ δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του δοσιλογισμού, επιβεβαιωνόταν και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων με τους κατακτητές, για την αντιμετώπιση της «ερυθράς απειλής», καθώς και η αιματηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.

Με αυτή την έννοια, το ΚΚΕ δεν μελέτησε σωστά τη στρατηγική της αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της και τους ελιγμούς τους, με τρόπο ώστε να αναπροσαρμόσει τη δική του στρατηγική, ενώ υπερτίμησε σε αυτήν τη φάση και τις δυνατότητες του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Φυσικά, σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι δυνάμεις πέραν του ΚΚΕ που συμμετείχαν στο ΕΑΜ. Ομως, από την πλευρά του ΚΚΕ έπρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας του ταξικού προσανατολισμού των συγκεκριμένων δυνάμεων, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας (ποιος – ποιον) ετίθετο αντικειμενικά επί τάπητος. Το Κόμμα έπρεπε να θεωρήσει βέβαιο ότι η αποσταθεροποιημένη πολιτικά αστική τάξη θα ανασύντασσε τις δυνάμεις της για να επιδοθεί σε έναν αγώνα εκ νέου σταθεροποίησης της εξουσίας της. Το Κόμμα έπρεπε να υπολογίσει αυτή την έκβαση της ταξικής πάλης, να προετοιμάσει όλες τις δυνάμεις του, να περάσει ακόμα και σε αναδιαμόρφωση των πολιτικών του συμμαχιών μέσα στο ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ, σε συνθήκες που διέθετε τη λαϊκή στήριξη.

Από την άλλη πλευρά, ο ταξικός αντίπαλος επέδειξε ιδιαίτερη μεθοδικότητα και συστηματικότητα στην προετοιμασία της σύγκρουσης. Υπήρξε αδίστακτος, αλλά ταυτόχρονα και «ευέλικτος» στο να αξιοποιεί τις υποχωρήσεις ή ταλαντεύσεις του ΚΚΕ, ώστε την κατάλληλη γι’ αυτόν στιγμή (που τελικά ήρθε τον Δεκέμβρη) να επιτεθεί με σκοπό τη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος.
Ετσι φτάσαμε στη μονομερή αστική απόφαση για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια στις μάχες του Δεκέμβρη.

Κορυφαία ταξική σύγκρουση
χωρίς σχέδιο για την εξουσία

Αν και ο Δεκέμβρης του 1944 εξελίχθηκε σε μια άνιση μάχη παρά την αυταπάρνηση των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων, τα βαθύτερα αίτια πίσω από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην αρνητική έκβαση του Δεκέμβρη (τα οποία είχαν αντανάκλαση και στο στρατιωτικό επίπεδο) απέρρεαν από τη στρατηγική κατεύθυνση της «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης». Το ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1944 δεν εξασφάλισε προϋποθέσεις κατάκτησης της εργατικής εξουσίας και αντίστοιχο σχέδιο, ακριβώς επειδή δεν θεωρούσε τον Δεκέμβρη πάλη για την κατάληψη της εξουσίας. Αντίθετα, ακόμα και στη διάρκεια των μαχών παρέμενε ο στόχος για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.

Ανέφερε χαρακτηριστικά η Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ, στις 17 Δεκέμβρη 1944:

«Στην περίοδο της απελευθέρωσης όταν οι αντίπαλοί μας φοβόνταν ότι θα καταλάβει (σ.σ. το ΚΚΕ) την εξουσία, όπως μπορούσε να το κάνει, το ΚΚΕ απόδειξε περίτρανα την ειλικρίνεια και εντιμότητα των δημοκρατικών του σκοπών. Εξασφάλισε απόλυτη τάξη στην πρωτεύουσα και στις άλλες πόλεις και ζήτησε από τον λαό να περιμένει από την κυβέρνηση ικανοποίηση των αιτημάτων του (…) Μέσα και έξω από την κυβέρνηση το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έκαμαν τα πάντα για να μπουν σε εφαρμογή δημοκρατικές λύσεις, για να προληφθεί η αιματοχυσία».

Υπό την επίδραση αυτής της προσέγγισης, από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην έκβαση του Δεκέμβρη, οπωσδήποτε ορισμένοι εντοπίζονται και σε στρατιωτικό επίπεδο:
Στη μη ύπαρξη σχεδίου για τη διεξαγωγή των μαχών. Στη μη έγκαιρη συγκέντρωση δυνάμεων στα αστικά κέντρα, κύρια στην Αθήνα και τον Πειραιά, που αποτέλεσαν και το επίκεντρο της σύγκρουσης (μια συγκέντρωση δυνάμεων που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε πετύχει την εξουδετέρωση του ταξικού αντιπάλου, πριν αυτός προλάβει να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις και υπεροπλία).
Στη μη εφαρμογή αποφάσεων που προέβλεπαν μεγαλύτερο στρατιωτικό έλεγχο και περικύκλωση των αντίπαλων δυνάμεων. Στην αξιοποίηση των κύριων και πλέον ετοιμοπόλεμων δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε «δευτερεύοντες» στόχους (εναντίον του Ζέρβα), τη στιγμή που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συντρίψει τον ΕΔΕΣ με πολύ μικρότερες δυνάμεις από τις ογκώδεις που παρέταξε εναντίον του. Στη μη έγκαιρη εμπλοκή με τις βρετανικές δυνάμεις. Στην ανάθεση της διεύθυνσης του αγώνα στην επανασυσταθείσα ΚΕ του ΕΛΑΣ και όχι στο Γενικό Στρατηγείο. Στη μη γενίκευση των συγκρούσεων στην υπόλοιπη Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα κ.α.).

Στις 33 μέρες των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαμπρές σελίδες. Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε μαχόμενο λαϊκό κίνημα που έχει το δίκιο με το μέρος του. Μαζί και δίπλα στον ένοπλο αγώνα, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ χρησιμοποίησαν και όλες τις άλλες μορφές πάλης (απεργίες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια). Δίπλα στο κύριο μέτωπο του ΕΛΑΣ, η εργατική τάξη και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά έστηναν οδοφράγματα, έκαναν σαμποτάζ, άνοιγαν αντιαρματικές τάφρους, μετέφεραν τραυματίες και τρόφιμα. Πολεμούσαν τον αντίπαλο τετράγωνο – τετράγωνο, σπίτι – σπίτι.
Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες, παρά τον ελλιπή οπλισμό και τον δυσμενή συσχετισμό. Στα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής διαβάζουμε, για παράδειγμα, για τις μάχες στην περιοχή των Προσφυγικών, αλλά και άλλων σημείων: Καταλήφθηκαν ολοκληρωτικά οι φυλακές Αβέρωφ και πιάστηκαν 120 δοσίλογοι. Στην οδό Πειραιώς οι Αγγλοι επειδή ο λαός αχρήστευσε με ορύγματα ένα τανκ, έβαλλαν από την Ακρόπολη με το πυροβολικό και κατερείπωσαν τα γύρω σπίτια. Σε όλες τις συνοικίες του Πειραιά και της Κοκκινιάς έχουν οργανωθεί ομάδες θανάτου με το σύνθημα: «Λευτεριά ή θάνατος».

Κατά τα μέσα Δεκέμβρη, ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες περιόρισε τον αντίπαλο στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα και το Κολωνάκι, στη «Σκομπία», όπως την ονόμασε ο λαός.

Ομως, τότε άρχισε να βαραίνει καθοριστικά ο αρνητικός συσχετισμός.

Στις μάχες του Δεκέμβρη, η αστική τάξη είχε στη διάθεσή της περίπου 11.000 άνδρες (Ορεινή Ταξιαρχία 2.500 άνδρες, οι ταγματασφαλίτες 1.500, η Χωροφυλακή 3.000, η αστυνομία πόλεων 2.000, η «Χ» και ο ΕΔΕΣ 1.000 και τα Τάγματα Εθνοφυλακής 1.000). Ωστόσο, υπολόγιζε στην καθοριστική συμβολή του βρετανικού στρατού, που η δύναμή τους τις μέρες των συγκρούσεων ανήλθε σε 60.000, εξοπλισμένους με 200 τανκς, 80 αεροπλάνα και σημαντικό βαρύ οπλισμό.

Ο ΕΛΑΣ αντιπαρέταξε το Α’ Σώμα Στρατού καθώς και τη ΙΙ Μεραρχία (Αττικοβοιωτίας), με σύνολο δύναμης 10.350 μαχητές, δηλαδή υποπολλαπλάσιους της παρατακτής του δύναμης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ήταν δυσανάλογη του συσχετισμού δυνάμεων, ακόμα και μετά τις μάχες του Δεκέμβρη.

Η μετέπειτα ιδεολογική – πολιτική διαπάλη για την ιστορική αποτίμηση του Δεκέμβρη του 1944

Έκτοτε ο ηρωικός Δεκέμβρης γίνεται αντικείμενο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, διαστρέβλωσης και αμαύρωσης της Ιστορίας του λαού μας από όψιμους δημοσιολόγους, καθηγητές, δήθεν ιστορικούς, που προσπαθούν να φέρουν την Ιστορία στα μέτρα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Κατά τους αστούς, ο Δεκέμβρης ήταν μία «κομμουνιστική στάση» και μια επιλογή «εθνικού διχασμού»! Κατά τους οπορτουνιστές, που συνηθίζουν να ασελγούν επί των λαϊκών αγώνων που υπερβαίνουν το αστικό πλαίσιο, ο Δεκέμβρης ήταν ένας ακατανόητος τυχοδιωκτισμός!

Για τους κομμουνιστές, ο Δεκέμβρης κατατάσσεται αμετάκλητα στις μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Αποτελεί προέκταση της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στα χρόνια της Κατοχής και της ΕΑΜικής Αντίστασης και προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ. Συνιστά επιβεβαίωση της νομοτελειακής κατάληξης της ταξικής πάλης και μας τροφοδοτεί με κρίσιμη (θετική και αρνητική) πείρα για τις ταξικές αναμετρήσεις του σήμερα και του αύριο.

Γι’ αυτό το ΚΚΕ μελετά την Ιστορία του Δεκέμβρη, όπως και το σύνολο της Ιστορίας του, κριτικά. Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και τον μηδενισμό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να εκτιμά αντικειμενικά τον συσχετισμό της ταξικής πάλης χωρίς να απομακρύνεται από τον κύριο στόχο, την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την επαναστατική κατάληψη της εργατικής εξουσίας.

Απαιτείται η ικανότητα το ΚΚΕ να θεμελιώνει επαναστατικά τη στρατηγική του με την αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου σε κάθε ιστορική περίοδο.

Σημαντικά διδάγματα

Ένα σημαντικό ιστορικό δίδαγμα που προκύπτει από αυτή την περίοδο είναι ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 αποτελεί απτό παράδειγμα για το πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι δυνατό μία τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει φιλολαϊκό δρόμο, ή σε κάθε περίπτωση να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ του λαού και να ανοίξει σιγά – σιγά τον δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτήν την ανεδαφική προσμονή, η πείρα και εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις – σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων – γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις και για πολλά χρόνια.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο λαός, ακόμα και ένοπλος, θα παραμένει εγκλωβισμένος στο αστικό πλαίσιο, από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση και δεν οργανώνει την αυτοτελή δράση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας


Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη, αποτελούσε τη νομοτελειακή κατάληξη μιας περιόδου όξυνσης της ταξικής πάλης. Οπως είχε επισημάνει ο Λένιν αρκετά χρόνια νωρίτερα:
«…στην καπιταλιστική κοινωνία, όταν η ταξική πάλη που βρίσκεται στη βάση της κοινωνίας αυτής οξύνεται κάπως σοβαρά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού».

Η στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της για τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος ήταν επιβεβλημένη. Η υποχώρηση θα σήμαινε απόλυτη πολιτική και ηθική απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, θα τσάκιζε το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Αντίθετα, η συνεπής ταξικά στάση του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1944 και ακόμα περισσότερο η πρωτοβουλία του να συγκροτήσει αργότερα τον ΔΣΕ αποτελούν την κύρια συνεισφορά του Κόμματός μας στην ταξική πάλη. Συνεισφορά που καλλιέργησε ταξικά αντανακλαστικά και συνέβαλε καθοριστικά τόσο στις επερχόμενες ταξικές συγκρούσεις όσο και στη διάσωση του επαναστατικού χαρακτήρα του την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών 1989-1991.

Ο Δεκέμβρης του '44 αποτελεί μια από τις μεγάλες ηρωικές στιγμές του λαϊκού κινήματος.
Η μνήμη, η πείρα που αποκτάμε είναι μια υπόσχεση για τη νίκη και σήμερα. Το έγραψε και ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος σε ένα ποίημά του:

«Θα την φτιάξουμε πάλι την Αθήνα μας, έλα λοιπόν μην κάνεις έτσι.
Θα την πάρουμε. Θα χτίσουμε τη σοσιαλιστική Αθήνα.
Σκούπισε τα μάτια σου και κείνα τα γράμματα θα τα γράψουμε.
Ναι τ' ορκιζόμαστε, μπάρμπα Στάθη
Κόκκινα, κατακόκκινα, ναι, στη βρυσούλα σου και σ' όλες τις μάντρες, σ' όλους τους τοίχους, σ' όλο τον ουρανό ΚΚΕ, ΚΚΕ.

Σκούπισε τα μάτια σου.
ΚΚΕ
.
Τ' ορκιζόμαστε
».

 

 

02 Δεκεμβρίου 2021

Αφιέρωμα στον ηρωικό Δεκέμβρη


Η λαϊκή ένοπλη πάλη το Δεκέμβρη του ‘44 υπήρξε φαινόμενο μοναδικό σε όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως μοναδικός υπήρξε και ο αγώνας του ΔΣΕ. Η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικές συνθήκες από εκείνες της τριπλής φασιστικής Κατοχής, σε μια φάση που ο Πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει, αν και η έκβασή του είχε κριθεί. Η γερμανική ιμπεριαλιστική μηχανή και τα συμμαχικά της κράτη βρίσκονταν σε απόλυτη υποχώρηση, ενώ ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε ακάθεκτος, έχοντας ήδη παίξει καθοριστικό ρόλο στη συντριβή του φασισμού στην ευρωπαϊκή σκηνή του πιο αιματηρού πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας που εξ αντικειμένου διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και τα προηγούμενα χρόνια, το Δεκέμβρη πρόβαλε με μεγαλύτερη οξύτητα, καθώς είχε φύγει από τη μέση ο παράγοντας της ξένης Κατοχής.

Δεκέμβρης του '44... Τριάντα τρεις ηρωικές μέρες. Συνέχεια της πάλης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην Κατοχή, του απελευθερωτικού κινήματος στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ. Και προοίμιο, επίσης, της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Με το ΚΚΕ, που, αν και χτυπημένο άγρια από τη δικτατορία Μεταξά, ανασυγκροτήθηκε γρήγορα, έσωσε το λαό από την πείνα, συνέβαλε με τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ στην Αντιφασιστική Νίκη. Μια νίκη που δεν πρόλαβε να τη χαρεί ο λαός. Μια από τις πρώτες πράξεις του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, με τον ερχομό του στην Ελλάδα, ήταν η απαίτηση να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ, ενώ την ίδια ώρα ενίσχυε τον Ιερό Λόχο και την Ορεινή Ταξιαρχία, τον στρατό, δηλαδή, της αστικής τάξης που συγκροτούνταν για να σώσει την εξουσία της, αφού είχε φροντίσει ήδη να εγκλωβίσει τον αντίπαλό της πρώτα με τη συμφωνία του Λιβάνου (συμμετοχή του ΚΚΕ σε μια αστική κυβέρνηση) και ύστερα με τη συμφωνία της Καζέρτας (υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής).

Κατά παράβαση των συμφωνιών, η διαταγή διάλυσης των στρατιωτικών σχηματισμών δεν περιελάμβανε την Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο, συνολικής δύναμης 4.500 ανδρών, που γίνονταν πολύ περισσότεροι με την πρόσθεση της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας κι άλλων ένοπλων αστικών δυνάμεων. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αιτία των γεγονότων που ακολούθησαν.
Η μάχη του Δεκέμβρη έλαβε το χαρακτήρα της άμυνας απέναντι στην αστική επιθετικότητα. Η ένοπλη λαϊκή δύναμη χρησιμοποιήθηκε τελικά μόνο ως μέσο πίεσης για έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Προανάκρουσμα

Στις 30 Νοέμβρη ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και ο Βρετανός στρατηγός Σκόμπι απαίτησαν τελεσιγραφικά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής.
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αρνήθηκαν να υποκύψουν στους αστικούς εκβιασμούς. Οπως τόνισε ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Γ. Σιάντος απευθυνόμενος στην ΚΕ του ΕΑΜ την 1η Δεκέμβρη: «Αν τώρα τολμήσουν δυναμικές λύσεις, φανταστείτε τι θα τολμήσουν μεθαύριο, στην περίπτωση που θ' αποστρατευόταν ο ΕΛΑΣ...». Την ίδια μέρα οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ ο ΕΛΑΣ τέθηκε σε επιφυλακή.
Από την άλλη μεριά, ο ταξικός αντίπαλος είχε ήδη αρχίσει να κινείται, με την Ορεινή Ταξιαρχία να ακροβολίζεται στους λόφους του Υμηττού, νέες βρετανικές δυνάμεις να αποβιβάζονται στο Φάληρο και τον Ζέρβα να μεταβαίνει στην Ηπειρο όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος του ΕΔΕΣ. Στις 2 Δεκέμβρη το υπουργικό συμβούλιο - δίχως πλέον τους αντιπροσώπους του ΕΑΜ - υπέγραψε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και κήρυξε γενική επιστράτευση.

Η συνέχεια γνωστή: Ο Σκόμπι διατάσσει τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ενώ την ίδια ώρα συγκροτούνται τα τάγματα εθνοφυλακής με τους ταγματασφαλίτες. Και έρχεται η ματωμένη Κυριακή της 3ης του Δεκέμβρη του 1944, με μια γιγάντια διαδήλωση απ' όλες τις γειτονιές της Αθήνας στο κέντρο της πόλης. Και το χτύπημά της: 21 νεκροί και 140 τραυματίες.
Στο Φάληρο έχουν φτάσει, στο μεταξύ, οι πρώτοι 6.000 Αγγλοι στρατιώτες. Ο λαός στο δρόμο, μετατρέπει την κηδεία των θυμάτων σε νέα διαδήλωση με το σύνθημα στα πανό να γράφει: «Οταν ο λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Νέο χτύπημα, 40 νεκροί και 70 τραυματίες. Κι ακολουθεί η εποποιία των 33 μερόνυχτων. Με δυο εγγλέζικες μεραρχίες να καταφτάνουν στην Ελλάδα για να πνίξουν το λαϊκό κίνημα.

Η στρατηγική

Στο ερώτημα αν μπορούσαν το ΕΑΜ - ΚΚΕ να καταλάβουν την εξουσία τις μέρες της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτώβρη 1944) ώστε να μην έρθει ο «Δεκέμβρης», η απάντηση μπορεί να δοθεί και πάλι μόνο με ένα «αν», παρότι η Ιστορία δεν γράφεται με υποθετικά σχήματα: Η κατάκτηση της εργατικής εξουσίας προϋπέθετε διαχωρισμό των ΕΑΜικών δυνάμεων από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους των «συμμάχων» και της κυβέρνησης Παπανδρέου, γεγονός που θα όξυνε πολύ περισσότερο την ταξική πάλη.

Προϋπέθετε, ακόμα, αναδιάταξη των συμμαχιών μέσα στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ σε βάση επαναστατική και μετατροπή των φύτρων εξουσίας (Λαϊκός Στρατός, Λαϊκή Δικαιοσύνη) σε όργανα της επαναστατικής δράσης. Ακόμα: Επρεπε να προετοιμαστούν το Κόμμα και ισχυρές λαϊκές δυνάμεις για την εφαρμογή σχεδίου κατάληψης της Αθήνας, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Αυτό, σε συνδυασμό με αντίστοιχη δράση και συγκέντρωση δυνάμεων για την κατάληψη και άλλων βασικών κέντρων της χώρας, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης.

Το Κόμμα μας ήταν ιδεολογικά - πολιτικά ανέτοιμο για να διαμορφώσει τέτοιες εξελίξεις. Το στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που είχε χαράξει η 6η Ολομέλεια της ΚΕ, το Γενάρη του 1934 (και επικύρωσε λίγο αργότερα το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ), αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία προσαρμόστηκε η στρατηγική του «αντιφασιστικού μετώπου», που υιοθέτησε το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (8 Δεκέμβρη 1935), σύμφωνα με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ (Ιούλης - Αύγουστος 1935).
Η στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων πάλης στηριζόταν στην ανάλυση ότι «...οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες είναι υποχρεωμένες σήμερα να διαλέξουν συγκεκριμένα όχι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και στην αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».

Αμέσως μετά το 7ο Συνέδριο της ΚΔ και πριν το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, η 4η Ολομέλεια της ΚΕ (27 - 28 Σεπτέμβρη 1935) αποφάσισε ότι «...το ΚΚΕ συνεργάζεται όχι μόνο με τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα (...) αλλά και όλα τα άλλα κόμματα (...) που στέκονται σε μια ελάχιστη δημοκρατική - αντιφασιστική βάση (...) όπως των Φιλελευθέρων». Η ουσία του 6ου Συνεδρίου, όπως και της 4ης Ολομέλειας, ήταν: Μέσα από την πάλη κατά του μοναρχοφασισμού, στη δημοκρατική επανάσταση και μετά στο σοσιαλισμό.

Το ΚΚΕ αντιμετώπισε και τον Δεκέμβρη με βάση αυτήν τη στρατηγική.

Η πραγματική αντίφαση

Η πολιτική της «εθνικής ενότητας», που βρισκόταν πίσω και από το στάδιο της λεγόμενης αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ήταν γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στα χρόνια του πολέμου και στα πρώτα μεταπολεμικά κι αυτή υλοποιήθηκε και στις χώρες που αποσπάστηκαν τελικά από το ιμπεριαλιστικό σύστημα (Πολωνία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία κ.λπ.).
Με μια μεγάλη διαφορά: Οτι σε αυτές τις χώρες υπήρχε η άμεση παρουσία του Κόκκινου Στρατού, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε γενικότερη επίδραση ο αποτρεπτικός στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης. Για παράδειγμα, ο Τίτο έφτασε στο Βελιγράδι στις 27 Οκτώβρη 1944, αφού προηγουμένως, στις 20 του ίδιου μήνα, ο Κόκκινος Στρατός είχε απελευθερώσει τη γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα, μαζί με παρτιζάνικο στρατό. Αντίθετα, στην Ελλάδα υπήρχε ο βρετανικός στρατός.

Μια σειρά επικριτές του Δεκέμβρη και του ΚΚΕ ισχυρίζονται ότι η πολιτική γραμμή του Κόμματος ήταν αντιφατική, επειδή, όπως λένε, κινούνταν ανάμεσα στην πολιτική λύση και τον ένοπλο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας με τη βία.

Όμως το βαθύτερο αντιφατικό γεγονός ήταν ότι το ΚΚΕ, όντας καθοδηγητής της ένοπλης λαϊκής πάλης, συμμετείχε σε μια αστική κυβέρνηση με πολιτικό στόχο την ομαλή αστική δημοκρατική εξέλιξη ως μεταβατική στην πάλη για το σοσιαλισμό. Τέτοια εξέλιξη ήταν ανεδαφική. Η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, όπως είχε διαμορφωθεί προς το τέλος της Κατοχής, προϋπέθετε ταξική σύγκρουση, αιματηρή τρομοκρατία εκ μέρους της αστικής τάξης, ανεξάρτητα πόσο το συνειδητοποιούσε το ίδιο το Κόμμα.
Το ΚΚΕ αντιμετώπισε τον ένοπλο αγώνα των 33 ημερών ως μέσο επίτευξης ενός στόχου που δεν έβγαινε από το πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ομως η ταξική πάλη έχει τους δικούς της αδήριτους νόμους.

Για λογαριασμό της αστικής τάξης, συνόψισε τους νόμους της ταξικής πάλης ο Γ. Παπανδρέου:

«Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος μπορεί να θεωρηθή "δώρον του Υψίστου". Αλλά, διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να γίνη Στάσις - "το δώρον του Υψίστου" - έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».

Ποιος και γιατί επιδίωξε τη σύγκρουση

Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε, έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα. «Ολοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα - Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.

Στη δεύτερη σελίδα, με τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», ο αναγνώστης διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών: «Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της, πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις:
1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής, 2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί, όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των ΕΑΜικών κομμάτων, 3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη, 4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».

Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», έγραφε: «Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας» («Ριζοσπάστης» 3/12/1944, «Ριζοσπάστης περίοδος 1941 - 1945 - Κατοχή - Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 241-242)

Οι αυταπάτες δεδομένες (έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων)

Η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 είναι απτό παράδειγμα πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του κομμουνιστικού κόμματος είναι δυνατό μια τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει ένα φιλολαϊκό δρόμο ή -σε κάθε περίπτωση- να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ του λαού και ν' ανοίξει σιγά σιγά το δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην πάλη για το σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτή την αισιόδοξη προσμονή, η πείρα κι εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις -σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων- γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις για πολλά χρόνια (...)».
Επίσης, υπογραμμίζεται σχετικά με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, τους οποίους ποτέ δεν προκαλούν οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, αποτελούν συνέχεια, με άλλα μέσα, με τα όπλα, της αντιλαϊκής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που οι κυρίαρχες αστικές τάξεις, είτε είναι αμυνόμενες είτε είναι επιτιθέμενες, εφαρμόζουν και εφάρμοζαν και στην περίοδο της ειρήνης.
Επομένως, το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα οφείλει να κάνει και στον πόλεμο (και μάλιστα πιο αποφασιστικά λόγω της κατάστασης), εκείνο που επιβάλλεται να κάνει και σε καιρό ειρήνης: Να χτυπήσει την αιτία της εκμετάλλευσης και του πολέμου, την καπιταλιστική εξουσία και τα μονοπώλια, που θυσιάζουν τους λαούς για τα κέρδη στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας, άλλοτε με την ανεργία και την πείνα, άλλοτε και με τον πόλεμο. Η τέτοια πολιτική διαμορφώνει προϋποθέσεις για δίκαιη ειρήνη, δίχως προσαρτήσεις και παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε λαού, είτε είναι στην πλευρά των επιτιθέμενων είτε στην πλευρά των αμυνόμενων. Οσον αφορά την παραβίαση ή καταπάτηση της εθνικής ανεξαρτησίας από τα επιτιθέμενα καπιταλιστικά κράτη, την υπεράσπισή της πρέπει να την αναλάβει η εργατική τάξη και οι δυνάμεις του στρατού που θα περάσουν με το μέρος της. Σε κάθε χώρα υπάρχει η πατρίδα των εκμεταλλευτών και η πατρίδα αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση (...)».

Η Ματωμένη Κυριακή

«...Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!.. Οποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο».
                
Μενέλαος Λουντέμης «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945, σελ. 40

Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του ΕΑΜ συγκεντρώνεται από το πρωί στο κέντρο της πρωτεύουσας για να διαδηλώσει την αντίθεσή του στην πολιτική του εμφυλίου πολέμου που προωθούσαν η ντόπια αντίδραση και οι Αγγλοι με την επιδίωξη τους για μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, για να διακηρύξει τη θέλησή του να αγωνιστεί για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία.
Ο «Ριζοσπάστης» εκείνης της μέρας, που κυκλοφορούσε από τα χαράματα έγραφε (βλ. παραπάνω) το «Ολοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα - Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!» εξηγώντας μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης Παπανδρέου (σσ. αργότερα ακούστηκε το «Παπαντρεέα Παπατζή χίτης ήσουνα και συ»…) πώς είχε προκληθεί η κρίση, με αποτέλεσμα τα μεσάνυχτα της 1-2 Δεκ 1944 να παραιτηθούν όλοι οι υπουργοί και υφυπουργοί του ΕΑΜ. «Τώρα -έγραφε ο Ζέβγος- το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»

                 «Ριζοσπάστης» 3/12/1944.

Γύρω στις 10 και 45' π.μ. η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από χιλιάδες λαού. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος. «Είχε προγραμματιστεί -γράφει ο Θ. Χατζής
(Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Δ', σελ. 198)
 - ν' αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία»... Τίποτα απ' όλα αυτά, όμως δεν έμελλε να γίνει.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, αλλά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 2 Δεκέμβρη η άδεια ανακλήθηκε με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους».
             
Γ. Παπανδρέου: «Κείμενα», τόμος β' «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις Μπίρης, σελ. 211

Η άρχουσα τάξη έδινε τη μάχη για τη δική της επικράτηση μετά την απελευθέρωση. Έπρεπε λοιπόν να υποταχτεί ο λαός με τη βία. Ετσι η ανάκληση της άδειας του συλλαλητηρίου ήταν μια σαφής πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος που εκδηλωνόταν στο παραπέντε για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση. Ομως κανείς δεν περίμενε να επακολουθήσει ό,τι επακολούθησε.

Το μακελειό

Η ώρα πλησίαζε 11 π.μ. και το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του, με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με προκηρύξεις και τα φέιγ - βολάν να πέφτουν βροχή. Τα συνθήματα «όχι άλλη κατοχή», «Παπανδρέου παραιτήσου» κυριαρχούν σ' όλα τα χείλη.
Οι αστυνομικοί είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στην ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτιρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης.
               Σπ. Γασπαρινάτου: «Απελευθέρωση - Δεκεμβριανά - Βάρκιζα», εκδόσεις Ι. Σιδέρης, τόμος Α', σελ. 258

Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την Αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία προσέγγισης της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη:
                  Μέλπω Αξιώτη: «Απάντηση σε 5 ερωτήματα» εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945, σελ. 66

«Δίπλα απ' τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν... Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω - τριγύρω μας ένας - ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί.
Ενας Αμερικανός με στολή χιμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν' ανάψει. Αλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα... Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια.
Οι Άγγλοι γύρω - γύρω και πάνω στα τανκς, στη ''Μεγάλη Βρετάνια'' στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θάστεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος - τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».

Ο απολογισμός της δολοφονικής επίθεσης ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες, γεγονός που δίκαια βάφτισε την 3η Δεκέμβρη 1944 ως «Ματωμένη Κυριακή».

«Ρ» της 4/12/1944. Τα ίδια στοιχεία δίνει ανακοίνωση του ΕΑΜ στις 6/12/1944 («Κείμενα Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α' σελ. 128), ο Θ. Χατζής («Η Νικηφόρα Επανάσταση», τόμος Δ' σελ. 200, το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ» (έκδοση ΣΕ, σελ. 488) κλπ. Αλλες ΕΑΜικές πηγές όπως ο Σαράφης μιλούν για 28 νεκρούς και 150 τραυματίες (Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 542. Αντίθετα η αντιεαμική πλευρά προσπάθησε να μειώσει τον απολογισμό του αίματος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου για παράδειγμα, μίλησε για 10 νεκρούς και 26 τραυματίες (Γ. Ιατρίδη: «Εξέγερση στην Αθήνα», εκδόσεις Νέα Σύνορα, σελ. 184)

Επίκαιρα συμπεράσματα

Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ηρωικό ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, τον Δεκέμβρη του 1944, εναντίον του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα και των εγχώριων συμμάχων του, υπήρξε σκληρή και συνεχίζεται αμείωτη, παρά το γεγονός ότι μας χωρίζουν περισσότερα από εβδομήντα χρόνια από εκείνα τα γεγονότα. Μάλιστα, ανάλογα και με την κάθε φορά πολιτική συγκυρία, η διαπάλη αποκτά πιο οξυμένο χαρακτήρα. Δείχνει και αυτό με τον δικό του τρόπο, πόσο επίκαιρα είναι μια σειρά βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από εκείνον τον μεγάλο λαϊκό αγώνα.

Η πείρα κι εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις - σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων - γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις και για πολλά χρόνια.

Στο πλαίσιο της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξουν αμοιβαία επωφελείς συμβιβασμοί, από τη στιγμή που το ΚΚ έχει κάνει ήδη την πρώτη και θεμελιώδη υποχώρηση, προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτήν την κυβέρνηση: Εχει παραιτηθεί από την πάλη για την εργατική εξουσία και συνεπώς από τον στόχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και έτσι έχει προσχωρήσει εξ αντικειμένου στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζουν να υλοποιούνται υποχωρήσεις, οι οποίες από πρώτη ματιά ίσως και να ξενίζουν.

Το Κόμμα μας δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, αλλά αυτονόμησε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας.

Επιβεβαιώθηκε, κυρίως, ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και ενδιάμεση πολιτική εξουσία.
Η επανάσταση ή θα είναι σοσιαλιστική ή δεν θα γίνει. Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση και το κριτήριο της αυτοτέλειας κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το αβάσιμο της άποψης που λέει ότι η συμμετοχή του ΚΚ σε κυβέρνηση συνεργασίας αποτελεί σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους, αποδείχτηκε περίτρανα και πριν το Δεκέμβρη του 1944. Παρά το γεγονός ότι ο λαός είχε και τα όπλα, έγινε ουρά των εξελίξεων που το άρμα τους έσυραν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Για τα συγκεκριμένα γεγονότα, πολλά έχουν γραφεί που δεν είναι δυνατό να αναλυθούν εδώ. Αν ήθελε όμως να δει κανείς τη σημασία που είχε εκείνη η μάχη για τα λαϊκά συμφέροντα, δεν έχει παρά να αναζητήσει τη σημασία που είχε για τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας και του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Γράφει ο Τσόρτσιλ:
                   Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος πόλεμος», Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστια, τόμος 6ος σελ. 352.
                   Δείτε και C. M. Woodhouse: «Το μήλο της έριδος», εκδόσεις Εξάντας, σελ. 325

«Η μάχη που διήρκεσε έξι εβδομάδες... έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορες μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου».

 
 

Ο Δεκέμβρης του '44 αποτελεί μια από τις μεγάλες ηρωικές στιγμές του λαϊκού κινήματος.
Η μνήμη, η πείρα που αποκτάμε είναι μια υπόσχεση για τη νίκη και σήμερα. Το έγραψε και ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος σε ένα ποίημά του:

«Θα την φτιάξουμε πάλι την Αθήνα μας, έλα λοιπόν μην κάνεις έτσι.
Θα την πάρουμε. Θα χτίσουμε τη σοσιαλιστική Αθήνα.
Σκούπισε τα μάτια σου και κείνα τα γράμματα θα τα γράψουμε.
Ναι τ' ορκιζόμαστε, μπάρμπα Στάθη
Κόκκινα, κατακόκκινα, ναι, στη βρυσούλα σου και σ' όλες τις μάντρες, σ' όλους τους τοίχους, σ' όλο τον ουρανό ΚΚΕ, ΚΚΕ.

Σκούπισε τα μάτια σου.
ΚΚΕ
.
Τ' ορκιζόμαστε
».