20 Δεκεμβρίου 2022

  “Πνεύμα” Χριστουγέννων _μια ραψωδία του Μακρονησιού

«Μακρονήσι, σεμνό σκαπανέων σχολειό,
τιμημένε ναέ ανθρωπιάς μεγαλείου»

σσ. Το δίστιχο είναι από το προκλητικό σκοταδιστικό εμβατήριο «Μακρόνησος»,
σύμφωνα με τον ιστορικά ασυγχώρητο χαρακτηρισμό του κολαστηρίου της Μακρονήσου,
από τον Π. Κανελλόπουλο, ως «νέου Παρθενώνα».


«Από βραδύς οι χουγιάστρες1 είχαν πει:

📣  Τα συγκροτήματα αύριον, μετά το πρωινόν προσκλητήριον, εφ’ όσον ο καιρός επιτρέπει θα παρακολουθήσωσι την θείαν λειτουργίαν εις τον χώρον συγκεντρώσεων. Δεν θα λείψει κανείς.

Κατά τα μεσάνυχτα είχε σηκωθεί άγριος αγέρας. Οι ορθοστάτες έτριζαν καθώς φυσομανούσε σφυρίζοντας. Από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε να τσακιστούν και να μας πλακώσει το τσαντίρι. Η θάλασσα μούγκριζε, σα βόδι που το σφάζουν. Έκανε πολύ κρύο όλη τη νύχτα, παγωνιά. Κι η φωτιά ήταν απαγορευμένη στα τσαντίρια, “προς πρόληψιν πυρκαγιών”, καθώς έλεγε η ημερήσια διαταγή του τάγματος. Μα και τι να κάψεις για να πυρωθείς; Άλλο από χλωρές ρίζες δε βρίσκεις στον καταραμένο τούτον τόπο.

Λαγοκοιμόμασταν ντυμένοι, κουλουριασμένοι, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον, για να ζεσταινόμαστε κάπως ο ένας απ’ τον άλλο. Όπως κάθε νύχτα δα που σηκωνόταν θυμωμένος ο αγέρας και σάρωνε με βία όλα τα πάντα πάνω στην παγωμένη γης. Πατικωμένα, μουχλιασμένα χόρτα, υγρά και γεμάτα ψύλλους, παράσταιναν τα στρώματα στα γιατάκια μας. Ως κι αυτά ακόμα ήταν ενάντιά μας. Τραβούσαν τη ζεστασιά απ’ το κορμί μας και την πήγαιναν στην παγωμένη γης. Κι αμολούσαν τους αμέτρητους ψύλλους να μας τσιμπάνε και να διώχνουν τον ύπνο που λαχταρούσαμε. Οξω από τον καταραμένο τούτον τόπο, για όλον τον κόσμο, η νύχτα χαρίζει τη γλυκιά ξεκούραση απ’ τους μόχτους της ημέρας. Κάποτε τη χάραζε και σε μας.

Ξαπλώνεις στο στρώμα σου και νιώθεις χίλια — μύρια μερμήγκια να γαργαλάνε γλυκά το κορμί σου και να φεύγουν απ’ τ’ ακρόνυχό σου. Μα τώρα δεν ήταν έτσι. Τώρα το μαρτύριο της νύχτας ήταν συνέχεια απ’ το μαρτύριο της ημέρας. Τούτα — δα τα μερμήγκια δε γαργαλούν μήτε φεύγουν. Τσιμπούν κι αλωνίζουν το κορμί.

Τα ξημερώματα, νύχτα ακόμα, η σάλπιγγα βάρεσε εγερτήριο. Τιναχτήκαμε μ’ ανακούφιση που θα διακοβότανε το νυχτερινό μαρτύριό μας. Σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πηχτό σκοτάδι, συγκεντρωθήκαμε για το προσκλητήριο. Λες κι αυτό περίμενε ο αγέρας και μας ρίχνεται ουρλιάζοντας με μανία. Καθώς μας χτυπά από το δεξί πλευρό όλοι μας γέρνουμε κατά ‘κει.

Αρχινούν να ξεχωρίζουν οι όγκοι μας, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον.

- Μ’ αυτόν τον καιρό, λέει κάποιος, πιστεύω να μας πουν να γυρίσουμε στις σκηνές.

Είναι νεοφερμένος. Κανένας δεν τ’ αποκρίνεται, μα νιώθεις πως όλοι καγχάζουν με την ελπίδα του. Ξημέρωσε για καλά. Στο χαμηλό ουρανό σταχτόμαυρα σύννεφα κυνηγιούνται βιαστικά, σμίγουν, ξεχωρίζονται, κουρελιάζονται, ξαναγεννιούνται.

Θωρούμε τη θάλασσα, ίδια χολή, που την ξεσηκώνει ο έξαλλος αγέρας καλά και σώνει να καταπιεί τη γης.
Ακούραστα, σβέλτα, μεγάλα κοπαδιαστά κύματα καλπάζουν και σαλτάρουν με ανεξήγητη έχθρα πάνω στα βράχια, τόνα κοντά στ’ άλλο. Καθώς χτυπάνε πάνω τους, γίνονται άσπρος αφρός και διαλύονται εξευτελισμένα σ’ αμέτρητες σταλαγματιές.
Ακόμη ν’ αρχίσει η θεία λειτουργία. Ίσως δεν ξύπνησε ακόμα ο παπάς. Ίσως και να μη γίνει, καιρός πούναι…

Τ’ αγγελούδια2 ροβόλησαν. Με μια βεργούλα στο χέρι, με το γιακά της χλαίνης ανασηκωμένο και το κεφάλι χωμένο στους ώμους, πήραν μπάλα τα τσαντίρια, μη και δε συμμορφώθηκε κάποιος με τη διαταγή.

Όλοι μας έχουμε τα κεφάλια χωμένα στους ώμους και τα χέρια στις τσέπες, κολλητά στα παγίδια. Πονάν οι πλάτες μας, πονάν τα πλευρά μας, πονάν οι γοφοί μας. Πονά όλο μας το είναι. Ο Βασίλης 25 χρονώ παλικάρι, από τον Πειραιά, μελάνιασε. Από το σακάκι του λείπουν μεγάλα κομάτια και το πουκάμισό του είναι αγιάτρευτα ξεσκισμένο. Το παντελόνι του είναι δειγματολόγιο από λογής λογής μπαλώματα και κλωστές. Κάλτσες δεν έχει. Στο ένα πόδι του φορά μια αρβύλα και στ’ άλλο ένα σκαρπίνι. Και τα δυο ξεσολιασμένα. Για πάτους έβαλε χαρτόνια και τα έδεσε με σύρμα και σπάγγους. Τρέχουν οι μύτες απ’ το κρύο. Ο παππούς ο Χρήστος, 70 χρονώ, από τη Χαλκιδική είναι κουκουλωμένος με μια τριμμένη παλιοβελέτζα. Μα καθώς κάνει έτσι και παίρνει το μάτι του τον Βασίλη, την τραβά και τον σκεπάζει.

- Πάρτην, αγόρι μου, να μην πουντιάσεις. Υστερις τη δίνεις.
Μα ο Βασίλης δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα χέρια του για να κουκουλωθεί. Αν κουνηθεί και τα σηκώσει θα κρυώσει περισσότερο. Τον κουκουλώνουν άλλοι. Ο Βαγγέλης ο Μυτιληνιός, ψηλόλιγνος και ξερακιανός, σα νάχει μέσα του κάποιο ελατήριο, τουρτουρίζει κατακόρυφα! Εχει έλκος στο στομάχι και καλογέρους στα πισινά. Ρουφήχτηκαν πολύ τα μάγουλά του τώρα τελευταία. Λεμόνι η φάτσα του. Η παμπάλαια, τριμμένη χλαίνη του, από χακί του Λαναρά, δεν μπορεί να σταματήσει τον παγωμένο αγέρα απ’ έξω. Τον αφήνει και περνά λεύτερα μέσα για μέσα.

- Γιατί δεν αρχινούν καμιά φορά;
- Ισως έκαμε λάθος ο σαλπιχτής, στην ώρα…

Αυτές είναι οι τελευταίες κουβέντες “εις τον χώρον συγκεντρώσεων”. Δεν ακούγεται άλλο απ’ τα σφυρίγματα του λυσσασμένου αγέρα και τους αλαλαγμούς της θάλασσας. Τα σαγόνια χτυπάν, τα χείλια κοκαλιάζουν. Τα μάτια κλείνουν, οι μύτες τρέχουν, βελόνια κεντούν τα δάχτυλα στα πόδια. Κι ο αγέρας ανελέητος, μας δέρνει με μίσος και μανία, λες και του πατήσαμε τα οικόπεδα.

Βρε τι κατεβάζει τούτο το κανάλι της Αντρος! Πέρα, στο βάθος, ξαγναντεύουμε κατάλευκα τα χιονισμένα βουνά της Εύβοιας. Αγνάντια μας, το Λαύριο, ανίδεο σ’ ό,τι γίνεται δω, τούτη την ώρα. Η καμινάδα του πανύψηλη, στητή, φουμάρει συνέχεια, υπεροπτικά κι αδιάφορα. Για δες τον Σπύρο απ’ την Καρδίτσα με το κομμένο πόδι. Το ‘χασε στην Εθνική Αντίσταση, στην Καλεντίνη. Καθώς είναι κουκουλωμένος μ’ ένα παλιοτσούβαλο και πασκίζει να κρατηθεί στο ένα πόδι και στις δυο πατερίτσες φαντάζει απ’ αλάργα σα φωτογράφος στη μηχανή του — κάτι τέτοιο. Μια παράξενη νύστα μας μούδιασε το κορμί και τη σκέψη.

- “Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί.…”, ακούγεται η φωνή του παπά απ’ τη χουγιάστρα. Αρχισε η λειτουργία καμιά φορά.
- Ααμηήν… απαντούν οι ταιριασμένες φωνές της χορωδίας.

Καλά θάνε τώρα στην εκκλησία. Ζεστούτσικα. Ολοι οι πολυέλαιοι αναμένοι. Μοσχοβολά το λιβάνι. Ολοι φορούν τα γιορτινά τους. Οι ψαλτάδες ψέλνουν κεφάτοι. Οι γυναίκες συζητούν ψιθυριστά και κάνουν σούσουρο. Ο παπάς αγριεύει:

- Ευλογημένες χριστιανές σεβασθήτε τον οίκον του Θεού. Εσάς θ’ ακούμε ή τα ιερά γράμματα;

Το σούσουρο κόβεται μαχαιράτο και κυριαρχεί η ψαλμωδία του ψάλτη, που βγαίνει απ’ τη μύτη του. Μα σε λίγο το σούσουρο ξαναρχίζει ζωηρότερο.

Τα δάχτυλα στα πόδια ξύλιασαν. Καθώς σηκώνουμε τόνα πόδι και πατάμε τ’ άλλο, μοιάζουμε σα να χορεύουμε τον ποντιακό. Ολοι χορεύουμε. Το δεξί πλευρό μας είναι πάγος. Τ’ αυτιά μας τσούζουν. Κι ο αγέρας δεν έχει νισάφι. Φυσομανά δαιμονισμένα.

- “… και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Ειρήνη… ειρήνη… Τι να γίνονται σήμερα στο σπίτι; Προχτές η Σμαρώ έγραψε πως το λάδι ξέπεσε η τιμή του και δεν ξέρει τι να κάμει, να το δώσει; Να μην το δώσει; Και το χρέος λέει, ανέβηκε και να πάω γρήγορα να ιδούμε τι θ’ απογίνουμε. Κι ο γιατρός βρήκε την Αναστασία πολύ αδύνατη. Πρέπει λέει να του κάνουμε ενέσεις στο παιδί, δυναμωτικές.

- “Σε προσκυνείν, τον ήλιον της δικαιοσύνης…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Δικαιοσύνη… Δικαιοσύνη για… Πώς μπορούμε να ζήσουμε δίχως δικαιοσύνη; Τα προχτές έφεραν και το Δημήτρη τον Ταρπάνη απ’ την Καρατζόβα κι ανταμώθηκε με το γιο του, τον Μεθόδη. Αυτός το ‘φερε και τα φρέσκα μαντάτα. Το δελτίο τροφίμων τόκοψαν κι ο δικηγόρος πήρε και τ’ άλλο το χωράφι. Η μάνα έπεσε στο κρεβάτι από κόλπο. Τον Θωμά το γαμπρό τους δεν τον εκτέλεσαν ακόμα. Μπορεί και να γλιτώσει. Τη Λενιώ τη στείλαν στο Τρίκερι…

Ο αγέρας λυσσομανά. Η παγωνιά περουνιάζει την καρδιά μας. Τα δάχτυλα στα πόδια μας ξύλιασαν και πονάν. Μάτια και μύτες τρέχουν συνέχεια. Το μισό κορμί μας, η δεξιά μπάντα, είναι κρούσταλλο, πάγος. Ισως να φέρουν εδώ και τη Ζαφειρούλα. Λένε πως θα τις φέρουν όλες τις γυναίκες από το Τρίκερι. Η Χρυσούλα έγραψε πως τα καπνά μένουν απούλητα και τι να κάνω, να το δώσω το βόδι; Οχι, λέει, πως το ‘χει ανάγκη. Από ψυχικό, λέει το θέλει, να μπορέσω λέει να στυλώσω τα παιδιά μας και να σου στείλω και σένα τίποτες…

- “Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…”, λέει ήρεμα — ήρεμα και μαλακά η χουγιάστρα. “Βοήθειά σας, χρόνια πολλά…”

Η θεία λειτουργία τέλεψε. Ο καιρός επέτρεψε στα “συγκροτήματα” να την παρακολουθήσουν “εις τον χώρον των συγκεντρώσεων”.

- “Τα συγκροτήματα ελεύθερα”, ξαναλέει η χουγιάστρα, τραχιά και κοφτά. Ύστερα παίρνει το τραγουδάκι της μόδας. “Μ’ αυτό σου τον καινούργιο χορό”. Τρικλίζοντας κινάμε για τα τσαντίρια μας. Κάποιος κρύος γυρίζει κατά το πλήθος κι εύχεται φωναχτά;

- Χρόνια πολλά, συνάδελφοι… Και του χρόνου νάμαστε καλά!

Τι του πληρώνεις;

Η καμινάδα, φουμάρει υπεροπτική κι αδιάφορη. Ο αγέρας λυσσασμένος μας κυνηγά από κοντά. Πασκίζει να μας ξαπλώσει χάμω. Η θάλασσα αφρισμένη απ’ το κακό της, χιμά με μανία πάνω στα βράχια. Τα βράχια, που περήφανα κι ακλόνητα αψηφούν την ηλίθια οργή της».


  1. Χουγιάστρα = μεγάφωνο
  2. Τ’ αγγελούδια = οι αλφαμίτες

Από το Ριζοσπάτη
|> Δεκέμβρης 2006
Διηγηματικό αφιέρωμα στα 60 χρόνια του δημοκρατικού στρατού Ελλάδας
Λευτέρη Σκλάβου: «χριστουγεννιάτικη ραψωδία»

Βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του διηγήματος δε βρήκαμε. Ίσως πρόκειται για ψευδώνυμο. Προφανώς επρόκειτο για μακρονησιώτη δεσμώτη. Το διήγημα περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).

Οι φωτογραφίες είναι του σ.φου Γιώργη Φαρσακίδη
🎈  Δείτε | Ριζοσπάστης
Μια ζωή που ποτέ δεν θα 'θελα να αλλάξω
Ένας χρόνος χωρίς τον Γιώργη Φαρσακίδη

 

 

 

🎈Το ΚΚΕ 🎶τίμησε τον Άλκη Αλκαίο, τον ποιητή, τον αγωνιστή, τον μαχητή της ζωής τον σύντροφο που γεννήθηκε στιχουργικά στις σελίδες της εφημερίδας μας, του Ριζοσπάστη, και υπηρέτησε την προοδευτική τέχνη μέχρι το τέλος της ζωής του.

🎶 Με μια ξεχωριστή συναυλία η Κομματική Οργάνωση Αττικής του ΚΚΕ τίμησε τον Άλκη Αλκαίο, τον ποιητή, τον στιχουργό, τον δημιουργό που μέσα από την Τέχνη του μας διαβεβαίωσε ότι «δεν βγαίνουν τα όνειρα σε πλειστηριασμό, δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα».

Εκλεχτοί τραγουδιστές, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Κώστας Θωμαίδης, ο Παντελής Θαλασσινός, η Ρίτα Αντωνοπούλου και ο Δημήτρης Κανέλλος με τη συνοδεία των Περικλή Μαλακατέ, Βασίλη Ραψανιώτη, Νίκου Παπαναστασίου, Βαγγέλη Ζαρμπούτη, Γιώργου Κατσίκα, Νεοκλή Νεοφυτίδη, Γιώργου Ρήγα και Κώστα Σταυρόπουλου σε μουσική επιμέλεια του Μανόλη Ανδρουλιδάκη «ταξίδεψαν» τους παρευρισκόμενους στο «σύμπαν» της ποίησης του Αλκαίου.
Στο τέλος, όλοι οι καλλιτέχνες μαζί στη σκηνή τραγούδησαν σε κατανυκτική ατμόσφαιρα το «Πρωινό Τσιγάρο», με τον Μανόλη Ανδρουλιδάκη από σκηνής να δηλώνει πως μόνο στο ΚΚΕ μπορούν να προσβλέπουν οι άνθρωποι της Τέχνης, ο κόσμος για τέτοιες πρωτοβουλίες στον χώρο του Πολιτισμού.

Ακούστηκαν τραγούδια από τις εμβληματικές συνεργασίες του Άλκη Αλκαίου με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μάριο Τόκα, αλλά και τραγούδια σε μουσική του Μίλτου Πασχαλίδη, του Σωκράτη Μάλαμα, του Παντελή Θαλασσινού, καθώς και δύο ακυκλοφόρητα τραγούδια του Μανόλη Ανδρουλιδάκη.

Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, 
Δημήτρης Κουτσούμπας,
δίνοντας το στίγμα της εκδήλωσης
σημείωσε:

Το ΚΚΕ τιμά τον ποιητή, τον αγωνιστή, τον μαχητή της ζωής, τον σύντροφο που γεννήθηκε στιχουργικά στις σελίδες της εφημερίδας μας, του Ριζοσπάστη, και υπηρέτησε την προοδευτική τέχνη μέχρι το τέλος της ζωής του.


Το πραγματικό του όνομα ήταν Βαγγέλης. Το πήρε από τον ΕΛΑΣίτη θείο του που σκοτώθηκε στην κατοχή. Γιος του Θανάση και της Μαγδαληνής, αδελφός του Γρηγόρη.
💧Μεγάλωσε στην Πάργα, την πόλη που αγάπησε πολύ.
"Η Πάργα μας είναι η νιότη μου, ο έρωτας μου, το ταξίδι μου και η Ιθάκη μου", έλεγε ο ίδιος.

Είναι άριστος μαθητής και από μικρός διακρίνεται για την έφεσή του στη λογοτεχνία και την γραφή. Έφηβος κατακλύζεται από τα βιβλία, που του στέλνει ο κομμουνιστής θείος του Ζήκος Ντίνος.
Βουτάει κυριολεκτικά μέσα σ’ αυτά, μελετάει, ταξιδεύει με το νου, σπέρνει καρπούς που σύντομα θ’ ανθίσουν σ’ ένα ξεχωριστό ποιητικό ταλέντο.

💧Στα 18 του χρόνια δίνει μια διάλεξη για τον Κώστα Καρυωτάκη με τον τίτλο "Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε", η οποία δημοσιεύτηκε.
Πρόκειται για πυκνή δοκιμιακή γραφή, εντυπωσιάζουν η εμβρίθεια της σκέψης του, η ευρυμάθειά του, ο πλούτος του λόγου του, αιχμηρός και τρυφερός ταυτόχρονα.

Έχει πλέον επιβληθεί η χούντα κι ο Βαγγέλης έρχεται στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη Νομική. Γνωρίζει φίλους, που θα κρατήσει σε όλη του τη ζωή. Πολιτικοποιείται και συμμετέχει στην αντιδικτατορική πάλη.
💧Στα 19 του χρόνια, εκδηλώνεται στην υγεία του ένα σοβαρό νευρολογικό αυτοάνοσο νόσημα, που θα τον σημαδέψει δυστυχώς για πάντα. Σχεδόν ταυτόχρονα, στα 1971 χάνει τη μητέρα του, όταν η ίδια είναι μόλις 43 ετών. Το κακόηθες μελάνωμα τής παίρνει την ζωή, σε μια μέρα κατά τ’ άλλα συνηθισμένη σαν όλες τις άλλες, με "δυο δίδυμα φορτηγά να φτάνουν στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και τη Σαντορίνη".

💧Ένα χρόνο μετά, το 1972, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Η κράτησή του στο κολαστήριο φέρνει σαν αποτέλεσμα την οξεία επιδείνωση της υγείας του, που καθόρισε, δυστυχώς, και τη μετέπειτα δύσκολη πορεία.
"Πατριωτάκι, τρώει τα νύχια ο ανακριτής σου κι είναι το ίδιο αγέλαστος και γελασμένος", θα γράψει.
💧Ωστόσο, ο ίδιος δεν υποτάσσεται, δεν σκύβει το κεφάλι.
Είναι πλέον ασκούμενος δικηγόρος. Το γραφείο της Πανεπιστημίου 46 είναι ένα από τα σημεία του παράνομου αγώνα. Η θέση του, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, αποδεικνύεται ξεχωριστά σημαντική για τον Φλεβάρη της Νομικής και το Νοέμβρη του Πολυτεχνείου, στα 1973.

💧Η ομάδα των δυο κομμουνιστών δικηγόρων και οι ασκούμενοί τους, συμμετέχουν στην προετοιμασία για την δίκη που προγραμματίζει η χούντα σε βάρος των συλληφθέντων της Αντι-ΕΦΕΕ, και των στελεχών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

"Γρηγορείτε παιδιά μες στο χημείο του Μαγιού…"
Στα 1977, το πρώτο ποίημα του Άλκη Αλκαίου δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη.

"...Έτσι καθώς τα βράδια
οι μεροκαματιάρηδες
ξεφυλλίζουν την εφημερίδα
μια μυστική αντάρα βαραίνει
τα βλέφαρά τους,
διαπερνώντας τα μ’ απλά όνειρα:
Να γλυκάνει το ψωμί
να ροδίσει το μάγουλο των παιδιών
κι ανθόκηπους να γιομίσει το βλέμμα τους.

Είπα: Μέτρησα και λείπουν χιλιάδες.
Είπες: Μέτρησα τις μυριάδες των ζωντανών
που κινούν για τη μάχη".

💧Ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει στο Ριζοσπάστη το ποίημά του "Φλεβάρης 1848", ενθουσιάζεται και αναζητάει τον δημιουργό του.
Το αποτέλεσμα είναι η μελοποίηση του πρώτου τραγουδιού του Άλκη Αλκαίου και η έναρξη μιας πολύχρονης συνεργασίας και φιλίας, που μας πρόσφερε ορισμένα από τα πιο σπουδαία τραγούδια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

💧Ο ίδιος ο Θάνος Μικρούτσικος λέει για την ποιητική του Αλκαίου:
"Από πλευράς αξίας, ο λόγος του Αλκαίου εντάσσεται κατά την γνώμη μου, σε αυτό που ονομάζουμε «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου» (Ουράνης, Φιλύρας, Λαπαθιώτης, Σαραντάρης, Μπάρας κ.ά.), οι οποίοι δεν ήταν καθόλου βέβαια ελάσσονες, αλλά ιδιαιτέρως μέγιστοι. Ξεκινάει από τον ρεαλισμό και δημιουργεί εικόνες που ενίοτε πλησιάζουν προς τον εξπρεσιονισμό. Χρησιμοποιεί εκπληκτικά την ελληνική γλώσσα, ανανεώνοντάς την ως προς την εικονοποιητική της χρήση.
Ήταν, θα έλεγα, ένας ριζοσπάστης αριστερός Καρυωτάκης, με μια όμως διαφορά από αυτόν. Ο Καρυωτάκης φαίνεται να αντιπαθεί αυτό που βλέπει ως “μέσο άνθρωπο.

Ο Αλκαίος δεν αποδίδει τις ευτελείς πράξεις που κάνουν οι “μέσοι άνθρωποι” στους ίδιους.

Έχει μεγάλη διαφορά. Με τους στίχους του εξέφρασε την προσωπική αγωνία ενός εκάστου εξ ημών, αλλά και την καθολική αγωνία της γενιάς του".
Ο ίδιος ο ποιητής, πάντως, μας μιλάει για τις επιρροές του και τα διαβάσματά του. Χορεύει με τον Καββαδία πάνω στο "Φτερό του Καρχαρία". Τραγουδάει το "Σαράκι του Ρεμπώ". Γράφει ένα "Χαρούμενο Τραγούδι για τη Σύλβια Πλαθ". Φέρνει τον Χικμέτ στη Ρώμη και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε στην Ελλάδα.

Με τον β΄ ενικό που χρησιμοποιεί σε πολλά από τα τραγούδια του, ο ποιητής συνομιλεί μαζί μας.
Απευθύνεται ταυτόχρονα στην αγαπημένη του, στον φίλο, στη νεολαία, στο πολιτικό – επαναστατικό υποκείμενο.

Μετά τη δικτατορία, ο ποιητής γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στην οργάνωση των Δικηγόρων της Αχτίδας Επιστημόνων, Διανοουμένων και Καλλιτεχνών της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής.
Από το γραφείο, της Βερανζέρου πια, μαζί με άλλους συντρόφους του δικηγόρους, είναι χρεωμένος στο Εργατικό Τμήμα της οργάνωσης των Δικηγόρων και δουλεύει στα εργατικά σωματεία.
Είναι μια περίοδος πλούσιας δράσης και αναζήτησης, γεμάτη μουσική από τις νυχτερινές μπουάτ της Αθήνας.

💧Η έντονη κομματική ζωή, όχι μόνο δεν τον αποσπά από την δημιουργία, αλλά του ανοίγει νέους ορίζοντες.
Γράφει άρθρα, ποιήματα και διηγήματα στο Ριζοσπάστη, όπως το περίφημο μικρό διήγημα "Εργάτες σαν το ατσάλι".
Βαθιά ερωτικός, αφήνεται στον έρωτα, στην φωτιά και τον πόνο του.

Δεν κάνει υπολογισμούς, δεν λογαριάζει το κόστος.
💧💧"Μη με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο, συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα computers κι οι αριθμοί."
Ίσως να φοβάται ή και να μην φοβάται, πάντως τολμά.

Ο έρωτας είναι ένωση, δεσμός και ελευθερία.
"Άμα δεν λιώσουμε μαζί, πώς θες να γίνουμε ένα;"
"Άνοιξε νυχτολούλουδο / να δω την ομορφιά σου / άμα δεν χάσω το μυαλό / πώς θα βρω την καρδιά σου".

Φυσικά, για τα δύο τραγούδια του, το "Ερωτικό" και τη "Ρόζα", θα μπορούσαν να γίνουν ξεχωριστές διαλέξεις, ξεχωριστές συζητήσεις. Μέσα σε τέσσερις και πέντε στροφές αντίστοιχα, ο ποιητής πλέκει με φυσικότητα τον έρωτα και τον κοινωνικό αγώνα, πορεύεται μέσα στην ιστορία, συγκλονίζεται από τη "μοίρα" της γενιάς του.

O συγκλονιστικός στίχος:
"Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία/ πώς η ιστορία γίνεται σιωπή", μεταδίδει σε όλους μας τις καμπές της ιστορικής κίνησης.
💧💧Διαλεκτικός και ονειροπόλος, σιωπηλός και επαναστάτης.

Ξεκινά από "τους κρεμαστούς κήπους" και φτάνει μέχρι "τα πεδία της βολής που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι".
Η αγάπη του είναι ανάγκη, φτιαγμένη από τα υλικά που κάνουν το μπαρούτι και θα φέρουν τις νέες εκρήξεις.
Ο Άλκης Αλκαίος μιλάει για όλα τα ανθρώπινα.
Η πορεία της ζωής έχει αφετηρία και πηγή έμπνευσης την τελική μάχη που δεν δόθηκε ακόμα, "μια παρτίδα που δεν παίχτηκε ακόμα".

Ο ποιητής δεν βγάζει τα όνειρα του στον πλειστηριασμό, ξαναγυρνά στις ρίζες.

·      Συνεργάστηκε με τους πιο σημαντικούς συνθέτες και τραγουδοποιούς της γενιάς του: Θάνος Μικρούτσικος, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νότης Μαυρουδής, Μάριος Τόκας. 

·      Άκουσε να τραγουδούν τα τραγούδια του οι πιο ιδιαίτερες φωνές του σύγχρονου ελληνικού πενταγράμμου: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Παντελής Θαλασσινός, Μπάμπης Στόκας, Μανώλης Ανδρουλιδάκης, Μαρία Δημητριάδη, Μανώλης Μητσιάς, Σωκράτης Μάλαμας, Κώστας Καράλης, Χάρις Αλεξίου, Διονύσης Θεοδόσης, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας, Αρλέτα, Μελίνα Κανά, Μανώλης Λιδάκης, Χρήστος Θηβαίος και τόσοι άλλοι, έντυσαν τα ποιήματά του με υπέροχες μουσικές, μας χάρισαν αλησμόνητες ερμηνείες.

·      Οι στίχοι του ταξίδεψαν μέχρι τη Μόσχα μαζί με το Μάνο Λοΐζο κατά την διάρκεια της νοσηλείας του, αλλά δυστυχώς, ο πρόωρος θάνατος του συνθέτη δεν επέτρεψε το πάντρεμά τους με τη μουσική του.

Ανάμεσα στα τραγούδια που ταξίδεψαν, ήταν το εμβληματικό "Πρωϊνό Τσιγάρο", που λίγα χρόνια αργότερα μελοποιήθηκε από το Νότη Μαυρουδή και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου.
Ορισμένα από τα τραγούδια του έχουν ήδη γίνει "κλασικά". Τραγουδιούνται και χορεύονται από ανθρώπους όλων των ηλικιών, αγκαλιάζονται από τη νεολαία.


💧💧Στίχοι του γίνονται σύνθημα στους τοίχους, στα πανό του αγώνα.
Ερωτικό (η γνωστή "Πιρόγα"), Ρόζα, Πάντα Γελαστοί, Χρόνια Πολλά, Πόρτο Ρίκο και τόσα άλλα. Αμέτρητα.

Κι ένα μοναδικό κατόρθωμα, που τον κατατάσσει στους μεγάλους: Να βλέπεις ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, βιώματα και πολιτικές ιδέες, να χορεύουν με την ίδια διονυσιακή έκσταση το ζεϊμπέκικο των Βησιγότθων και της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Σε όλη την πορεία του μέχρι το τέλος, δεν εγκαταλείπει ποτέ το μετερίζι της προοδευτικής πολιτικής ποίησης, τις αξίες και τα ιδανικά του, το όνειρο και την ελπίδα για το καινούργιο που πάντα ξεπροβάλλει, παρά τις απογοητεύσεις και τις προσωρινές ήττες.
Από το ‘90 και μετά, τα χρόνια που ακολουθούν, είναι εξαιρετικά δύσκολα για εκείνον. Ο πατέρας του δεν φεύγει στιγμή από το πλευρό του.

Η επιδείνωση της υγείας του, η συνθετότητα της κατάστασης που επικρατεί στην περίοδο της διάσπασης του Κόμματος, ο αντίκτυπος των ανατροπών, έχουν σαν αποτέλεσμα την αποστασιοποίηση από την οργανωτική του σχέση.
Σιγά - σιγά η αρρώστια κοπάζει, έχοντας ωστόσο προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του.
Πιο εύκολα πια δέχεται φίλους στο σπίτι, κάποιες λίγες δικές του επισκέψεις σε σπίτια φίλων, λίγες βόλτες στην Αθήνα, τα καλοκαίρια στην Πάργα που προσμένει με λαχτάρα κάθε φορά.

🏴 Στις 10 Δεκεμβρίου 2012, ο Άλκης Αλκαίος αφήνει την τελευταία του πνοή, χτυπημένος από τον καρκίνο.

🔹Ο Άλκης Αλκαίος μας άφησε μια μοναδική παρακαταθήκη με 200 περίπου τραγούδια, ενώ ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να μελοποιούνται ανέκδοτα τραγούδια του.
🔹Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όσο ζούσε, ορισμένες φορές δημιουργήθηκαν και διάφοροι μύθοι γύρω από την ζωή και το έργο του. Όμως, στην πραγματικότητα, μια πιο ουσιαστική γνωριμία με το έργο του, επιτρέπει την γνωριμία με τον ίδιο τον ποιητή, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
🔹Μας επιτρέπει να δούμε αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλούν οι φίλοι του, έναν άνθρωπο γλυκό, τρυφερό, ευγενικό, ευαίσθητο, επίμονο, μα και ταυτόχρονα δοτικό, δυνατό, έξυπνο, που αφήνεται στον έρωτα, πονάει, ονειρεύεται, ελπίζει, αγαπά τα νιάτα και την ζωή.

Οι στίχοι του Άλκη είναι η ανάσα του Βαγγέλη.
Η "σιωπή του" ήταν μια ακατάπαυστη τρικυμία αναζήτησης και ονείρου.
"Μάθε την γλώσσα της σιωπής / κι ύστερα έλα να μου πεις / πώς κλίνεται το σ’ αγαπώ / πώς βγάζει η έρημος καρπό."
Η εχεμύθεια που ζητά, "Τ’ άστρα εχεμύθεια ζητούν", είναι μέρος του ονείρου και του ταξιδιού.
"Άσε άλυτο τον γρίφο / και μην το παιδεύεις φως μου / πώς θ’ αντέξεις δίχως μύθο / την αλήθεια αυτού του κόσμου".

Όπως μαρτυρούν οι φίλοι του, ο ίδιος σπάνια έδινε εξηγήσεις για τους στίχους του. Συχνά απαντούσε με κάποιον άλλο στίχο του.
Μοιάζει, μα δεν είναι ένας απλός παρατηρητής των γεγονότων, από τα οποία εμπνέεται και γράφει.
Από το δωμάτιό του, ο ποιητής διαδηλώνει με το λαό στις ίδιες πορείες, βγαίνει στην απεργία, γράφει συνθήματα στους τοίχους, αγωνίζεται, απογοητεύεται, ξαναμπαίνει στον αγώνα, χτυπά τις γροθιές του στα μαχαίρια, προσκυνάει το μυστήριο της ζωής.

Γίνεται ο ίδιος μέρος των γεγονότων, παρελθόντων και σύγχρονων του.
Συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, με ήρωες και αντιήρωες, με τους ερωτευμένους, με τους αμετανόητους πιστούς του ονείρου, με τη νεολαία.

Ταξιδεύει απ’ τη Σιδώνα ως τα Χανιά, στο Ελ Σαλβαδόρ του ’80 και την Τουρκία του ’81, φτάνει στα Βαλκάνια και την διαλυμένη Γιουγκοσλαβία.
"Δεν είναι εδώ, Βαλκάνια, σου το ’πα, εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα".
Τραγουδά με τον Τσε, "Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει".
Συναντά το Νίκο Μπελογιάννη. Εξομολογείται στη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Το έργο του Άλκη Αλκαίου είναι πολυσχιδές και πολυεπίπεδο.

Σύμφωνα με τον φιλόλογο Σπύρο Αραβανή, θα μπορούσε να διακριθεί σε τρεις στιχουργικές περιόδους.

·      Η πρώτη στιχουργική περίοδος, τραχιά και σπηλαιώδης, άμεσα συνδεδεμένη με το ιστορικό του παρελθόν, την ιδεολογία και τα αναγνώσματά του, σημαδεύεται από το εμβληματικό "Εμπάργκο".

o   Ο ίδιος αναλυτής σημειώνει: Όλα τα ποιήματα -και οι τίτλοι- του δίσκου αποτελούν μέχρι σήμερα γρίφους για διαβασμένους λύτες και αναγνώστες της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας, φανερώνοντας επιρροές, άλλοτε από τον ρωσικό φουτουρισμό και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (όπως το "Ταπεινό ρέκβιεμ για το μέλλον ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου"), άλλοτε από το ειρωνικό μπρεχτικό σύμπαν (όπως η "Μπαλάντα ενός φιλήσυχου") άλλοτε από τον αιχμηρό λόγο του Βολφ Μπίρμαν ("Ωδή σ’ έναν δρομέα ημιαντοχής") και άλλοτε από το δικό του προφητικό χάρισμα, απόρροια του εγγενούς ποιητικού του ταλέντου: "Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα / κι εγώ θρηνώ από τώρα την γενιά μου".

·      Η δεύτερη στιχουργική περίοδος ξεκινά με το "Πρωινό Τσιγάρο" και ολοκληρώνεται με τον δίσκο "Εντελβάις". Ο λόγος του αποκτά μια στιχουργική τεχνική, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και το υπερρεαλιστικό.
Ο στίχος "Πατησίων και Παραμυθιού γωνία" περιγράφει επακριβώς το πνεύμα. Ταυτόχρονα, αποκτά μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις, προσθέτοντας εικόνες, πλάθοντας μικρές στιχουργικές ιστορίες.

·      Η τρίτη στιχουργική περίοδος ξεκινά με τη συνεργασία με το Σωκράτη Μάλαμα αναδεικνύοντας τον ταξιδιωτικό στίχο και την δημοτική μας παράδοση.
Σε αυτή την περίοδο δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι στίχοι που σχολιάζουν την εποχή.
"Βγαίνουν στην άγρα της tv τα συνεργεία,/ όλα είναι ζήτημα τιμής σ΄ αυτόν τον κόσμο,/ τα όνειρά μου κατεβαίνουν σ’ απεργία,/ άσωτοι άγγελοι μού δείχνουνε το δρόμο", κ.α.

Φτάνει ως το τέλος, με πολλούς από τους ερμηνευτές που σήμερα συμμετέχουν σε αυτή τη συναυλία μας – αφιέρωμα στον Άλκη Αλκαίο και τους ευχαριστούμε θερμά.
Άλλοτε με αυστηρή ομοιοκαταληξία και άλλοτε πιο αφαιρετικός, άλλοτε με δεκαπεντασύλλαβους και άλλοτε με τρίστιχα ή δίστιχα που θυμίζουν μαντινάδες, ο λόγος και η φόρμα του στίχου, είναι εξαιρετικά πλούσια.
Οπωσδήποτε η ποικιλία αυτή, άμεσα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο της σκέψης του, συνδέεται με πολλούς παράγοντες.
Σχετίζεται με την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία και την περίοδο της προσωπικής ζωής του ποιητή, όταν γράφονται οι στίχοι, ανεξάρτητα από το πότε τελικά μελοποιούνται.
Σχετίζεται, όμως, ακόμα, και με την ιδιαίτερη αποστολή του στίχου.
Ένα τραγούδι προορισμένο για έναν συγκεκριμένο συνθέτη, όπως η ίδια η μουσική του μιλάει στο μυαλό και την καρδιά του ποιητή.

Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Το Κόμμα μας θα κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να μεταδώσει την ποίηση του Άλκη Αλκαίου και θα στηρίξει την προσπάθεια που γίνεται από σύγχρονους τραγουδοποιούς, να μελοποιήσουν ακόμα μεγαλύτερο τμήμα του έργου του.

Όλα αυτά, ακριβώς γιατί, μέσα από όλο του το έργο αναδεικνύεται ότι η κοινωνική εξέλιξη, η ίδια η ιστορία, προχωρά μέσα από συγκρούσεις, που όμως αναπόσπαστα περιέχουν, διαμεσολαβούνται, από την ανθρώπινη συνειδητή θέληση και δράση.
Μας συντροφεύουν τα γραφόμενά του στο Ριζοσπάστη σε άρθρο του "Το Κόμμα μας και η Τέχνη":

"…Η προοδευτική διανόηση και κουλτούρα, εμπνεόμενη και καθοδηγούμενη από το ΚΚΕ καταξίωσε κοινωνικά την ύπαρξή της, σημαντικοποιώντας το περιεχόμενο και την ποιότητα της προσφοράς της. Από το τάραγμα του παγκόσμιου τέλματος του 1917 και στη συνέχεια από την ίδρυση του κόμματος έως σήμερα, η ελληνική προοδευτική τέχνη σύμπραξε στις γραμμές της όλους εκείνους τους τίμιους και συνειδητούς πνευματικούς ανθρώπους, που είδαν πως τότε μονάχα καταξιώνονται σαν δημιουργοί και σαν άνθρωποι, όταν δεν είναι αποκομμένοι από τις προσδοκίες των ανθρώπων του μόχθου και την κοινωνική τους πάλη…"

Στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο ο Άλκης Αλκαίος του λέει:
"Πάρε την ζωή στα δυο σου χέρια /
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια /
θα φεύγαν τα σύννεφα φαντάσου /
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου".

Και με αυτούς τους στίχους θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρέμβασή μου απόψε, γιατί...
"Κι αν σε έπιασε το βράδυ /
κι ο έρωτας αργεί /
το πιο βαθύ σκοτάδι /
είναι πριν την αυγή".

Μετά το τέλος της συναυλίας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας συνεχάρη τους συντελεστές.

Δείτε
Ο “τροβαδούρος” της καρδιάς μας -θεράπων γλώσσας και ψυχής, Άλκης Αλκαίος