«Μακρονήσι, σεμνό σκαπανέων σχολειό,
τιμημένε ναέ ανθρωπιάς μεγαλείου»
σσ. Το δίστιχο είναι από το προκλητικό σκοταδιστικό εμβατήριο «Μακρόνησος»,
σύμφωνα με τον ιστορικά ασυγχώρητο χαρακτηρισμό του κολαστηρίου της Μακρονήσου,
από τον Π. Κανελλόπουλο, ως «νέου Παρθενώνα».
«Από βραδύς οι χουγιάστρες1 είχαν πει:
📣 Τα συγκροτήματα αύριον, μετά το πρωινόν προσκλητήριον, εφ’ όσον ο καιρός επιτρέπει θα παρακολουθήσωσι την θείαν λειτουργίαν εις τον χώρον συγκεντρώσεων. Δεν θα λείψει κανείς.
Κατά τα μεσάνυχτα είχε σηκωθεί άγριος αγέρας. Οι ορθοστάτες έτριζαν καθώς φυσομανούσε σφυρίζοντας. Από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε να τσακιστούν και να μας πλακώσει το τσαντίρι. Η θάλασσα μούγκριζε, σα βόδι που το σφάζουν. Έκανε πολύ κρύο όλη τη νύχτα, παγωνιά. Κι η φωτιά ήταν απαγορευμένη στα τσαντίρια, “προς πρόληψιν πυρκαγιών”, καθώς έλεγε η ημερήσια διαταγή του τάγματος. Μα και τι να κάψεις για να πυρωθείς; Άλλο από χλωρές ρίζες δε βρίσκεις στον καταραμένο τούτον τόπο.
Λαγοκοιμόμασταν ντυμένοι, κουλουριασμένοι, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον, για να ζεσταινόμαστε κάπως ο ένας απ’ τον άλλο. Όπως κάθε νύχτα δα που σηκωνόταν θυμωμένος ο αγέρας και σάρωνε με βία όλα τα πάντα πάνω στην παγωμένη γης. Πατικωμένα, μουχλιασμένα χόρτα, υγρά και γεμάτα ψύλλους, παράσταιναν τα στρώματα στα γιατάκια μας. Ως κι αυτά ακόμα ήταν ενάντιά μας. Τραβούσαν τη ζεστασιά απ’ το κορμί μας και την πήγαιναν στην παγωμένη γης. Κι αμολούσαν τους αμέτρητους ψύλλους να μας τσιμπάνε και να διώχνουν τον ύπνο που λαχταρούσαμε. Οξω από τον καταραμένο τούτον τόπο, για όλον τον κόσμο, η νύχτα χαρίζει τη γλυκιά ξεκούραση απ’ τους μόχτους της ημέρας. Κάποτε τη χάραζε και σε μας.
Ξαπλώνεις στο στρώμα σου και νιώθεις χίλια — μύρια μερμήγκια να γαργαλάνε γλυκά το κορμί σου και να φεύγουν απ’ τ’ ακρόνυχό σου. Μα τώρα δεν ήταν έτσι. Τώρα το μαρτύριο της νύχτας ήταν συνέχεια απ’ το μαρτύριο της ημέρας. Τούτα — δα τα μερμήγκια δε γαργαλούν μήτε φεύγουν. Τσιμπούν κι αλωνίζουν το κορμί.
Τα ξημερώματα, νύχτα ακόμα, η σάλπιγγα βάρεσε εγερτήριο. Τιναχτήκαμε μ’ ανακούφιση που θα διακοβότανε το νυχτερινό μαρτύριό μας. Σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πηχτό σκοτάδι, συγκεντρωθήκαμε για το προσκλητήριο. Λες κι αυτό περίμενε ο αγέρας και μας ρίχνεται ουρλιάζοντας με μανία. Καθώς μας χτυπά από το δεξί πλευρό όλοι μας γέρνουμε κατά ‘κει.
Αρχινούν να ξεχωρίζουν οι όγκοι μας, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον.
- Μ’ αυτόν τον καιρό, λέει κάποιος, πιστεύω να μας πουν να γυρίσουμε στις σκηνές.
Είναι νεοφερμένος. Κανένας δεν τ’ αποκρίνεται, μα νιώθεις πως όλοι καγχάζουν με την ελπίδα του. Ξημέρωσε για καλά. Στο χαμηλό ουρανό σταχτόμαυρα σύννεφα κυνηγιούνται βιαστικά, σμίγουν, ξεχωρίζονται, κουρελιάζονται, ξαναγεννιούνται.
Θωρούμε τη
θάλασσα, ίδια χολή, που την ξεσηκώνει ο έξαλλος αγέρας καλά και σώνει να
καταπιεί τη γης.
Ακούραστα, σβέλτα, μεγάλα κοπαδιαστά κύματα καλπάζουν και σαλτάρουν με
ανεξήγητη έχθρα πάνω στα βράχια, τόνα κοντά στ’ άλλο. Καθώς χτυπάνε πάνω τους,
γίνονται άσπρος αφρός και διαλύονται εξευτελισμένα σ’ αμέτρητες σταλαγματιές.
Ακόμη ν’ αρχίσει η θεία λειτουργία. Ίσως δεν ξύπνησε ακόμα ο παπάς. Ίσως και να
μη γίνει, καιρός πούναι…
Τ’ αγγελούδια2 ροβόλησαν. Με μια βεργούλα στο χέρι, με το γιακά της χλαίνης ανασηκωμένο και το κεφάλι χωμένο στους ώμους, πήραν μπάλα τα τσαντίρια, μη και δε συμμορφώθηκε κάποιος με τη διαταγή.
Όλοι μας έχουμε τα κεφάλια χωμένα στους ώμους και τα χέρια στις τσέπες, κολλητά στα παγίδια. Πονάν οι πλάτες μας, πονάν τα πλευρά μας, πονάν οι γοφοί μας. Πονά όλο μας το είναι. Ο Βασίλης 25 χρονώ παλικάρι, από τον Πειραιά, μελάνιασε. Από το σακάκι του λείπουν μεγάλα κομάτια και το πουκάμισό του είναι αγιάτρευτα ξεσκισμένο. Το παντελόνι του είναι δειγματολόγιο από λογής λογής μπαλώματα και κλωστές. Κάλτσες δεν έχει. Στο ένα πόδι του φορά μια αρβύλα και στ’ άλλο ένα σκαρπίνι. Και τα δυο ξεσολιασμένα. Για πάτους έβαλε χαρτόνια και τα έδεσε με σύρμα και σπάγγους. Τρέχουν οι μύτες απ’ το κρύο. Ο παππούς ο Χρήστος, 70 χρονώ, από τη Χαλκιδική είναι κουκουλωμένος με μια τριμμένη παλιοβελέτζα. Μα καθώς κάνει έτσι και παίρνει το μάτι του τον Βασίλη, την τραβά και τον σκεπάζει.
- Πάρτην, αγόρι
μου, να μην πουντιάσεις. Υστερις τη δίνεις.
Μα ο Βασίλης δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα χέρια του για να κουκουλωθεί. Αν
κουνηθεί και τα σηκώσει θα κρυώσει περισσότερο. Τον κουκουλώνουν άλλοι. Ο
Βαγγέλης ο Μυτιληνιός, ψηλόλιγνος και ξερακιανός, σα νάχει μέσα του κάποιο
ελατήριο, τουρτουρίζει κατακόρυφα! Εχει έλκος στο στομάχι και καλογέρους στα
πισινά. Ρουφήχτηκαν πολύ τα μάγουλά του τώρα τελευταία. Λεμόνι η φάτσα του. Η
παμπάλαια, τριμμένη χλαίνη του, από χακί του Λαναρά, δεν μπορεί να σταματήσει
τον παγωμένο αγέρα απ’ έξω. Τον αφήνει και περνά λεύτερα μέσα για μέσα.
- Γιατί δεν αρχινούν καμιά φορά;
- Ισως έκαμε λάθος ο σαλπιχτής, στην ώρα…
Αυτές είναι οι τελευταίες κουβέντες “εις τον χώρον συγκεντρώσεων”. Δεν ακούγεται άλλο απ’ τα σφυρίγματα του λυσσασμένου αγέρα και τους αλαλαγμούς της θάλασσας. Τα σαγόνια χτυπάν, τα χείλια κοκαλιάζουν. Τα μάτια κλείνουν, οι μύτες τρέχουν, βελόνια κεντούν τα δάχτυλα στα πόδια. Κι ο αγέρας ανελέητος, μας δέρνει με μίσος και μανία, λες και του πατήσαμε τα οικόπεδα.
Βρε τι κατεβάζει τούτο το κανάλι της Αντρος! Πέρα, στο βάθος, ξαγναντεύουμε κατάλευκα τα χιονισμένα βουνά της Εύβοιας. Αγνάντια μας, το Λαύριο, ανίδεο σ’ ό,τι γίνεται δω, τούτη την ώρα. Η καμινάδα του πανύψηλη, στητή, φουμάρει συνέχεια, υπεροπτικά κι αδιάφορα. Για δες τον Σπύρο απ’ την Καρδίτσα με το κομμένο πόδι. Το ‘χασε στην Εθνική Αντίσταση, στην Καλεντίνη. Καθώς είναι κουκουλωμένος μ’ ένα παλιοτσούβαλο και πασκίζει να κρατηθεί στο ένα πόδι και στις δυο πατερίτσες φαντάζει απ’ αλάργα σα φωτογράφος στη μηχανή του — κάτι τέτοιο. Μια παράξενη νύστα μας μούδιασε το κορμί και τη σκέψη.
- “Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί.…”,
ακούγεται η φωνή του παπά απ’ τη χουγιάστρα. Αρχισε η λειτουργία
καμιά φορά.
- Ααμηήν… απαντούν οι ταιριασμένες φωνές της χορωδίας.
Καλά θάνε τώρα στην εκκλησία. Ζεστούτσικα. Ολοι οι πολυέλαιοι αναμένοι. Μοσχοβολά το λιβάνι. Ολοι φορούν τα γιορτινά τους. Οι ψαλτάδες ψέλνουν κεφάτοι. Οι γυναίκες συζητούν ψιθυριστά και κάνουν σούσουρο. Ο παπάς αγριεύει:
- Ευλογημένες χριστιανές σεβασθήτε τον οίκον του Θεού. Εσάς θ’ ακούμε ή τα ιερά γράμματα;
Το σούσουρο κόβεται μαχαιράτο και κυριαρχεί η ψαλμωδία του ψάλτη, που βγαίνει απ’ τη μύτη του. Μα σε λίγο το σούσουρο ξαναρχίζει ζωηρότερο.
Τα δάχτυλα στα πόδια ξύλιασαν. Καθώς σηκώνουμε τόνα πόδι και πατάμε τ’ άλλο, μοιάζουμε σα να χορεύουμε τον ποντιακό. Ολοι χορεύουμε. Το δεξί πλευρό μας είναι πάγος. Τ’ αυτιά μας τσούζουν. Κι ο αγέρας δεν έχει νισάφι. Φυσομανά δαιμονισμένα.
- “… και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία…” ψέλν’ η χουγιάστρα.
Ειρήνη… ειρήνη… Τι να γίνονται σήμερα στο σπίτι; Προχτές η Σμαρώ έγραψε πως το λάδι ξέπεσε η τιμή του και δεν ξέρει τι να κάμει, να το δώσει; Να μην το δώσει; Και το χρέος λέει, ανέβηκε και να πάω γρήγορα να ιδούμε τι θ’ απογίνουμε. Κι ο γιατρός βρήκε την Αναστασία πολύ αδύνατη. Πρέπει λέει να του κάνουμε ενέσεις στο παιδί, δυναμωτικές.
- “Σε προσκυνείν, τον ήλιον της δικαιοσύνης…” ψέλν’ η χουγιάστρα.
Δικαιοσύνη… Δικαιοσύνη για… Πώς μπορούμε να ζήσουμε δίχως δικαιοσύνη; Τα προχτές έφεραν και το Δημήτρη τον Ταρπάνη απ’ την Καρατζόβα κι ανταμώθηκε με το γιο του, τον Μεθόδη. Αυτός το ‘φερε και τα φρέσκα μαντάτα. Το δελτίο τροφίμων τόκοψαν κι ο δικηγόρος πήρε και τ’ άλλο το χωράφι. Η μάνα έπεσε στο κρεβάτι από κόλπο. Τον Θωμά το γαμπρό τους δεν τον εκτέλεσαν ακόμα. Μπορεί και να γλιτώσει. Τη Λενιώ τη στείλαν στο Τρίκερι…
Ο αγέρας λυσσομανά. Η παγωνιά περουνιάζει την καρδιά μας. Τα δάχτυλα στα πόδια μας ξύλιασαν και πονάν. Μάτια και μύτες τρέχουν συνέχεια. Το μισό κορμί μας, η δεξιά μπάντα, είναι κρούσταλλο, πάγος. Ισως να φέρουν εδώ και τη Ζαφειρούλα. Λένε πως θα τις φέρουν όλες τις γυναίκες από το Τρίκερι. Η Χρυσούλα έγραψε πως τα καπνά μένουν απούλητα και τι να κάνω, να το δώσω το βόδι; Οχι, λέει, πως το ‘χει ανάγκη. Από ψυχικό, λέει το θέλει, να μπορέσω λέει να στυλώσω τα παιδιά μας και να σου στείλω και σένα τίποτες…
- “Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…”, λέει ήρεμα — ήρεμα και μαλακά η χουγιάστρα. “Βοήθειά σας, χρόνια πολλά…”
Η θεία λειτουργία τέλεψε. Ο καιρός επέτρεψε στα “συγκροτήματα” να την παρακολουθήσουν “εις τον χώρον των συγκεντρώσεων”.
- “Τα συγκροτήματα ελεύθερα”, ξαναλέει η χουγιάστρα, τραχιά και κοφτά. Ύστερα παίρνει το τραγουδάκι της μόδας. “Μ’ αυτό σου τον καινούργιο χορό”. Τρικλίζοντας κινάμε για τα τσαντίρια μας. Κάποιος κρύος γυρίζει κατά το πλήθος κι εύχεται φωναχτά;
- Χρόνια πολλά, συνάδελφοι… Και του χρόνου νάμαστε καλά!
Τι του πληρώνεις;
Η καμινάδα, φουμάρει υπεροπτική κι αδιάφορη. Ο αγέρας λυσσασμένος μας κυνηγά από κοντά. Πασκίζει να μας ξαπλώσει χάμω. Η θάλασσα αφρισμένη απ’ το κακό της, χιμά με μανία πάνω στα βράχια. Τα βράχια, που περήφανα κι ακλόνητα αψηφούν την ηλίθια οργή της».
- Χουγιάστρα = μεγάφωνο
- Τ’ αγγελούδια = οι αλφαμίτες
Από το Ριζοσπάτη
|> Δεκέμβρης 2006
Διηγηματικό αφιέρωμα στα 60 χρόνια του δημοκρατικού στρατού Ελλάδας
Λευτέρη Σκλάβου: «χριστουγεννιάτικη ραψωδία»
Βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του διηγήματος δε βρήκαμε. Ίσως πρόκειται για ψευδώνυμο. Προφανώς επρόκειτο για μακρονησιώτη δεσμώτη. Το διήγημα περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).
🎈 Δείτε | Ριζοσπάστης
Μια ζωή που ποτέ δεν θα 'θελα να αλλάξω
Ένας χρόνος χωρίς τον Γιώργη Φαρσακίδη