Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί _πάλι από τον “Ρίζο”, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, με τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Λίγες μέρες μετά έρχεται η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (έχει σημασία και πως φτάσαμε εκεί _βλέπε Ριζοσπάστης ενδεικτικά 1, 2, 3, 4) και ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, έρχεται χρόνια αργότερα, το 1956, περιλαμβάνοντας και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η αρχική εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.
Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου _όντας και κείνο που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Ιστορία – Σύλληψη …
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός αρχικά εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε αρχικά κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση με τους απεργούς να αντιδρούν προτάσσοντας τα στήθη τους … με απερίγραπτο το όργιο τρομοκρατίας του αστικού κράτους. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το ιστορικό εξώφυλλο του, σ΄ αυτά τα γεγονότα, με φωτογραφία, που απεικονίζει μια μητέρα, να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία.Ο Ρίτσος, εμπνέεται βλέπει τη σκληρή εικόνα, κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχα κλειστεί στη σοφίτα δύο μερόνυχτα και έγραφα, χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, την τρίτη μέρα, δεν άντεξα, άρχισα να σβήνω...» και κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη, που δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη.
Πρόλογος
Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του. Ο ίδιος ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό από πού εμπνεύστηκε το ποίημα, αλλά και τι θα ακολουθήσει:Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Δομή
Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:
«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων
μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς
μου,
πουλάκι τῆς
φτωχιᾶς αὐλῆς,
ἀνθὲ
τῆς ἐρημιᾶς
μου,
πῶς
κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ
δὲ θωρεῖς
ποὺ κλαίω
καὶ
δὲ σαλεύεις, δὲ
γρικᾷς τὰ
ποὺ πικρὰ
σοῦ λέω;»
Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:
«Πῶς μ᾿
ἄφησες νὰ
σέρνουμαι καὶ νὰ
πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ
νερὸ καὶ
φῶς κι ἄνθο
κι ἀστάχυ;»
Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
«Μαλλιὰ σγουρὰ
ποὺ πάνω τους τὰ
δάχτυλα περνοῦσα»
...
«Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ
κοντυλογραμμένο»
...
«Μάτια γλαρὰ
ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν
τὰ μάκρη» (κ.ο.κ)
Μέρος IV: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:
«Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα
στὄγραφε καὶ
ποιὰ μοῦ
τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ
στὰ στήθεια μου ν᾿
ἀνάψει;»
Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:
«Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε·
ψηλώνει ὁ ἥλιος·
ἔλα,
καὶ
τὸ φαγάκι σου ἔρημο
θὰ κρύωσε στὴν
πιατέλα.»
...
«Θὰ
καρτεράει τὸ κρύο νερὸ
τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ
καρτεράει τὰ χνῶτα
σου τ᾿ ἀσβεστωμένο
δῶμα.»
Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο 6ο, 7ο και 8ο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του:
«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ
μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ
χάνω,
ἄνοιξη,
γιέ, ποὺ ἀγάπαγες
κι ἀνέβαινες ἀπάνω»
...
«Πῶς
θὰ γυρίσω μοναχή στὸ
ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε
ἡ νύχτα στὴν
αὐγή καὶ
τὸ στρατί μοῦ
κρύβει»
...
«Κανείς μὴ
γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι
δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται
τὸ μωρό μου.»
...
«Ποιός μοῦ
τὸ πῆρε;
Ποιός μπορεῖ νὰ
μοῦ τὸ
πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν
τὰ χειλάκια του, τὰ
μάτια του κλεισμένα.»
...
«Ποῦ
πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ
πῆγε; ποῦ
μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ
κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»
...
«Δέν ἔμενες,
καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο
μικρούλι σπίτι,
νὰ
σ' ἔχω σάν ἀφέντη
μου, νὰ σ' ἔχω
σάν σπουργίτι.»
Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:
«Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν
εἰσουν Θεός κι ἄν
εἴμασταν παιδιά σου
θὰ
πόναγες καθὼς ἐγώ,
τὰ δόλια πλάσματά σου.»
Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
«Καὶ κεῖ
ποὺ σὲ
καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα
μή πνοή ἀγεριοῦ
στὸν οὐρανό
σὲ πάρει.»
...
«Ἔτσι
ἄχαρη με ὠμόρφαινες
κ’ ἔτσι ἄμαθη
– γιά κοίτα –
μές στὴ
ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς
τὴν ἀλφαβῆτα.»
...
«Καὶ
πάλι ἡ ἔρμη
ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ
λείπεις
κι ἀκόμα
ἐγώ νἀχω
φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»
Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Ανάσταση:
«Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ
μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ
γλῶσσα»
...
«...Καὶ
τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε
τὸ τιμόνι
καὶ
στοῦ πελάγου τὸ
βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»
...
«Κι ἀκόμα
μήτε νὰ πνιγῶ,
μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ
κάπου νὰ πιαστῶ
καὶ φύκι μόνο πιάνω»
...
«Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ
σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν
ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ
σοὔκοψαν τὸ
χέρι.»
...
«Καὶ
στὸ αἷμα
τους τὴ φοῦστα
μου κόκκινη νὰν τὴ
βάψω,
καὶ
νὰ χορέψω... Ἄχ,
γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ
κλάψω.»
...
«Κόσμος περνᾶ
καὶ μὲ
σκουντᾶ, στρατός καὶ
μὲ πατάει
κ' ἐμέ τὸ
μάτι οὐδέ γυρνᾶ
κι οὐδέ σὲ
παρατάει.»
...
«Καὶ
δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς
ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ'
τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ
φύγω.»
Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ
προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν
δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ
ξέρεις, πιο ἀπὸ
πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»
...
«Νἆχα
τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ
σοὔδινα, νὰ
ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»
«Νὰ
δεῖς, νὰ
πεῖς, νὰ
τὸ χαρεῖς
ἀκέριο τ'ὄνειρό
σου
νὰ
στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ
πλευρό σου.»
...
«Κ’ οἱ
λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ
κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ
τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ
ἐργάτη ἡ
σκοῦπα –»
...
«Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου
τραβῶ καὶ
σμίγω τὴν ὀργή
μου,
σοὺ
πῆρα τὸ
ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί
μου.»
Ύφος - Τεχνική
Το ποίημα του Επιταφίου είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι, ενώ αφομοιώνει και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης.
Βεβαίως, το ποίημα απηχεί και στον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο. Το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής Θάνατος-Ανάσταση είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του (σταυρωθέντος και αναστηθέντος) Ιησού, όπως επίσης και από αρχαιότερους (θνήσκοντες και εγειρομένους) θεούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Αιγύπτου (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ακολουθώντας, ο ποιητής, τη χριστιανική παράδοση, καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να αποδώσει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που οδύρεται και θρηνεί, πάνω από το νεκρό σώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της. Το γενικότερο ύφος του ποιήματος είναι γνήσιο λαϊκό. Το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει, σε αυτό το ποίημα για πρώτη φορά στα έργα του ποιητή. Αν και ο Ρίτσος χρησιμοποίησε παραδοσιακό τρόπο γραφής, το ποίημα είναι σύγχρονο και καινοτόμο.
Το ποίημα συγγενεύει και με τη Μάνα του Χριστού, του Κώστα Βάρναλη (βλ. Ριζοσπάστης και εδώ) σηματοδοτεί το νέο ύφος γραφής του ποιητή, το οποίο κι ακολούθησε έκτοτε. Είναι το πρώτο, που οριοθετεί τη γενιά του τριάντα σε δύο διακριτές φάσεις, τη φάση του καρυωτακισμού και στη φάση της νέας "κοινής" ποιητικής. Επίσης, είναι το πρώτο ποίημα, που φέρνει στην ποίηση μεγάλο τμήμα ανθρώπων, καθώς πραγματοποίησε μεγάλες πωλήσεις την εποχή εκείνη.Επίσης η μεταφορά του στη μουσική «γέννησε» κι εκεί διάφορες καινοτομίες, όπως για παράδειγμα, ήταν το πρώτο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κατά την επιστροφή του από το Παρίσι. Σηματοδότησε επιπλέον την πρώτη συνεργασία Χατζιδάκι - Θεοδωράκη, όπου ο Χατζιδάκις ενορχήστρωσε και έπαιξε ο ίδιος πιάνο στο έργο του Θεοδωράκη. Επιπλέον είναι το πρώτο ποίημα που εγγράφεται στην ελληνική δισκογραφία σε LP βινύλιο 33 στροφών, το 1961. Τέλος, ήταν το πρώτο ποίημα, μεγάλου ποιητή, που μελοποιήθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μελοποίηση άλλων επίσης μεγάλων ποιητών, και δημιουργώντας επαφή αυτών των ποιημάτων με τον λαό.
Πρόσληψη - Μελοποίηση
Το 1959, από το Παρίσι, εμφανίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης, που έχει μελοποιήσει το ποίημα. Το έγραφε στο αυτοκίνητο του, περιμένοντας τη γυναίκα του που είχε πάει για ψώνια, σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ίδιος ο Ρίτσος. Κατόπιν το στέλνει πίσω στον Ρίτσο, στον Βύρωνα Σάμιο και στον Μάνο Χατζιδάκι. Η εταιρεία τον παρέπεμψε, στον ήδη γοητευμένο από μελοποιημένη ποίηση, Χατζιδάκι. Ο συνθέτης, δέχεται να το ενορχηστρώσει, στη πρώτη του λυρική εκτέλεση. Επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το ζητούμενο, και δεν άρεσε ούτε στον Θεοδωράκη, ούτε στον Ρίτσο. Κι έτσι, ο Μίκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση με Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μανόλη Χιώτη.
Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα αποχαιρετήσει νεκρούς (Γρηγόρης Λαμπράκης κά) εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες μαζί με το έτερο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη. Εντούτοις, οι επιλογές του Θεοδωράκη αμφισβητήθηκαν καταρχήν, τόσο από τους αστούς διανοούμενους της εποχής, ελέω Μπιθικώτση (ρεμπέτης), όσο και από τον ίδιο τον ποιητή, αλλά τελικά, ο Ρίτσος, ακούγοντας το αποτέλεσμα, θα πει: Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους! Ο γοητευμένος Ρίτσος, από τη δουλειά που είχε γίνει στον μελοποιημένο Επιτάφιο, θα πει κάποτε στον Θεοδωράκη: Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ
ΕκδόσειςΗ πρώτη δημοσίευση του έργου έγινε 12 Μάη 1936, όταν κυκλοφόρησαν τρία ποιήματα από τον Ριζοσπάστη με τον τίτλο Μοιρολόι. Κατόπιν 8-Ιουν-1936 από τις εκδόσεις Ριζοσπάστη, κυκλοφορούν άλλα 14, υπό τον τίτλο Επιτάφιος - «Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», που θα κυκλοφορήσει σε 10.000 αντίτυπα. Της έκδοσης αυτής το εξώφυλλο, φιλοτεχνήθηκε από τον χαράκτη Γιώργο Λυδάκη. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Σε αυτή την έκδοση συμπεριλήφθηκαν άλλα 6 ποιήματα. Υπάρχουν και πολλές ξένες
Η ιστορία
της πρώτης έκδοσης
Ένθετο Ριζοσπάστη 13 Μάη 2012
Το σημερινό ένθετο έχει πίσω του μια συνταρακτική ιστορία. Ιστορία αίματος. Αθώου αίματος. Του λαού μας. Αίμα, το οποίο θρήνησε και μνημείωσε, με τον «Επιτάφιό» του, ο ποιητής του λαού. Ο Γιάννης Ρίτσος. Αίμα, με το οποίο «γράφτηκε» και μια μεγάλη, ξεχωριστή μέσα στην ιστορία του, «σελίδα» του «Ριζοσπάστη». Είναι ανάτυπο, της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου. «Τύχη αγαθή» θέλησε, ο «Ρ» να εκδώσει αυτό το ανάτυπο της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου», χάρη στην προσφορά του Δημήτρη Ρέτσα, ο οποίος είχε ένα (ίσως το μοναδικό που διασώθηκε) αντίτυπο της πρώτης έκδοσης και το πρόσφερε για επανέκδοση στο «Ριζοσπάστη». Ανάλογη έκδοση έκανε πριν μερικά χρόνια και η ΚΟΒ του «Ριζοσπάστη». Ο «Επιτάφιος», πανθομολογουμένως, αποτελεί ιερό κειμήλιο της Νεοελληνικής Ποίησης, το ποιητικό μέγεθος του οποίου έχουν αποτιμήσει πολλοί μελετητές της λογοτεχνίας μας. Ο «Επιτάφιος» όμως, αποτελεί και κειμήλιο της πολιτικής Ιστορίας μας. Κατ' επέκταση, η πρώτη έκδοσή του από το «Ριζοσπάστη», αποτελεί μεγάλης σημασίας, πολύπλευρων διαστάσεων γεγονός, το οποίο έχει καταγραφεί σε αμέτρητες σελίδες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, από το ματοβαμμένο Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε, την παρουσίαση της έκδοσης του «Επιταφίου» από τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικές Ημέρες», τεύχος 6-7, Ιούλιος-Αύγουστος 1936.
Ποια η ιστορία του «Επιταφίου» και της έκδοσής του;
Πρωτομαγιά του '36. Η εργατιά της Θεσσαλονίκης κλιμακώνει τους απεργιακούς αγώνες, που ξεκίνησαν το Μάρτη. Οι καπνεργάτες κάνουν απεργία πείνας. Συμπαραστεκόμενοι στους καπνεργάτες, απεργούν και πολλοί άλλοι κλάδοι. Εργατοϋπάλληλοι, υφαντουργοί, τσαγκαράδες, αυτοκινητιστές, χαρτεργάτες, τυπογράφοι και άλλοι. Καθημερινά, τις πρώτες ημέρες του Μάη, οι δρόμοι πλημμυρίζουν εργατιά. Στις 8 του Μάη η Χωροφυλακή στήνει παντού πολυβολεία. Και στις 9 του Μάη (Σάββατο ήταν) η Χωροφυλακή χτυπά τον άοπλο λαό. Πρώτος νεκρός ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Σύντροφοί του, ξηλώνουν μια πόρτα και μεταφέρουν πάνω της το νεκρό κορμί του. Ενα τανκ τους σταματά. Νεκροί άλλοι οχτώ εργάτες και μια εργάτρια. Εκατοντάδες οι τραυματίες. Η μάνα του Τάσου Τούση, μέσα στο χαλασμό, ψάχνει τις εργάτριες κόρες της. Ξάφνου, μπρος της, ο σκοτωμένος γιος της. Σωριάζεται. Σπαράζει. Θρηνεί το γλυκύ της έαρ, το γλυκύτατό της τέκνο. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει την εικόνα.
Κυριακή, 10 του Μάη, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας μάνας στην πρώτη του σελίδα, κάτω από εκτενέστατο ρεπορτάζ με τίτλο «Η χτεσινή άγρια σφαγή του λαού της Θεσσαλονίκης» και σε μέσα σελίδα.
Ο Γιάννης Ρίτσος -μέλος του ΚΚΕ και από το 1934 συνεργάτης του «Ρ», όπου πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του («Γράμματα για το μέτωπο», «Γράμματα από το μέτωπο»), με το ψευδώνυμο I. Σοστίρ (πρόκειται για αντιστροφή του ονόματός του)- συγκλονίζεται διαβάζοντας το ρεπορτάζ του «Ρ» και βλέποντας τη φωτογραφία της μάνας. Ο βασανισμένος από τη φυματίωση Ρίτσος, κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30, και μένοντας άυπνος σχεδόν δυο μερόνυχτα και κάνοντας συνεχώς αιμοπτύσεις, γράφει τον «Επιτάφιο». Δεκατέσσερα θρηνητικά ποιήματα. Στις 11 του Μάη, με τον σύντροφο του Ευθύφρονα Ηλιάδη, στέλνει τρία από αυτά τα ποιήματα στο «Ρ». Στις 12 του Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, τοποθετημένα το ένα κάτω από το άλλο, με αρίθμηση 1,2,3, με τίτλο «ΜΟΙΡΟΛΟΪ», υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης», υπέρτιτλο «Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ». Τα τρία ποιήματα για το νεκρό παλικάρι συγκλονίζουν τους αναγνώστες του «Ρ», καθώς συνεχιζόταν και η σφαγή των εργατών.
Λίγες ημέρες αργότερα ο «Ριζοσπάστη» αναγγέλλει τη δημοσίευση, στις 29 του Μάη, ενός τέταρτου ποιήματος του «Επιταφίου» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία».
Στο μεταξύ, ο ποιητής έχει ήδη στείλει στο «Ρ» και τα δεκατέσσερα ποιήματα του «Επιταφίου». Ο «Ρ» στις 23 και στις 25 Μάιου 1936, με τίτλο «Επιτάφιος», ανακοινώνει την κυκλοφορία «σε λίγες μέρες» του «Επιταφίου». Στις 7 Ιουνίου 1936 αναγγέλλει για την επομένη (8 Ιουνίου): «Κυκλοφορούν αύριο τα βιβλία μας: 1) «Πέντε χρόνια αγώνων» 2) «Διαλεκτικός υλισμός» 3) «Επιτάφιος». Στις 9 Ιουνίου 1936 διαφημίζει: «ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ" (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)».
Η έκδοση του «Επιταφίου» από το «Ρ», κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής. Το εξώφυλλο του, διαστάσεων 24x17 εκατοστά, εικονογραφήθηκε με σχέδιο του Γιώργου Λιδάκη, φιλοτεχνημένο με σινική μελάνη. Σε 14 σελίδες, διαστάσεων 23,5x16 εκατοστά, περιλήφθηκαν με λατινική αρίθμηση I-XΙV, τα δεκατέσσερα ποιήματα που έγραψε και ολοκλήρωσε ο Γ. Ρίτσος στο διάστημα 10-12 του Μάη.
Το βιβλίο γίνεται ανάρπαστο. Ο «Ρ»
σκοπεύει να κυκλοφορήσει και δεύτερη έκδοση του «Επιταφίου», η οποία θα
περιλάμβανε και άλλα έξι τραγούδια, τα οποία είχε ήδη γράψει και δώσει στο «Ρ»
ο ποιητής. Η δεύτερη έκδοση του «Ρ» ματαιώνεται, με την επιβολή της δικτατορίας
του Μεταξά την 4η Αυγούστου. Τα «κοράκια» της συντάσσουν πάραυτα τον πρώτο
κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, κατάσχουν τα τελευταία 250 αντίτυπα της πρώτης
έκδοσης του «Επιταφίου» από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» και τα καίνε δημόσια. Τα
ρίχνουν στην πυρά, μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με βιβλία του
Μαρξ, του Μαξίμ Γκόρκι, του Ανατόλ Φρανς.
Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των 9.750 αντιτύπων του «Επιταφίου» που πρόλαβαν να πουληθούν πριν επιβληθεί η μεταξική δικτατορία, είχαν την «τύχη» των διωκόμενων κατόχων τους. Γι' αυτό, παρά τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του «Επιταφίου» (η δεύτερη έκδοσή του έγινε το 1956 από τον «Κέδρο» και συμπεριέλαβε τα 14 ποιήματα της πρώτης έκδοσης και τα άλλα 6 που θα περιλάμβανε η δεύτερη έκδοση του «Ρ»), αυτό το ανάτυπο της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» δεν αποτελεί μόνο μια συλλεκτική έκδοση. Αποτελεί και φόρο τιμής στην «Ποίηση» των αγώνων και θυσιών του λαού. Φόρο τιμής και στην αθάνατη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Δείτε _αγοράστε το Ανάτυπο της ιστορικής έκδοσης του «Επιτάφιου» από το «Ριζοσπάστη» _1936 (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Πηγές
- YiannisRitsos.gr, Έργα, Ποίηση, Ρίτσος Γιάννης Επιτάφιος, Αθήνα, έκδοση «Ριζοσπάστη», 1936
- Ριζοσπάστης, Η ιστορία της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου
- Palmografos.com, Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου Η πρώτη μορφή του ποιήματος – με τίτλο «Μοιρολόγι», αποτελούμενου από τρία μέρη (44 στίχους) αφιερωμένου Στους ηρωϊκούς εργάτες της Θεσσαλονίκης – δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της12ης Μαΐου 1936. Ακολούθησε η πρώτη έκδοση σε τόμο, με τον τίτλο «Επιτάφιος» (1936), όπου η έκταση του έργου είναι αισθητά μεγαλύτερη (14 άσματα – 224 στίχοι). Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, κυκλοφόρησε η οριστική έκδοση του έργου με έξι επιπλέον άσματα (X - XV).
- Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΥ", τόμος ΙΘ. (σ. 505)
-
Vrahokipos.net,
Ιστορία, 9 Μάη 1936 Θεσσαλονίκη Το
κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα του ανέκδοτου ημερολογίου του αναρχικού αγωνιστή
Γιάννη Ταμτάκου και αναφέρεται στην εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη.
Ριζοσπάστης 10 Μαη 1936 - Αρχείο Δημόσιας Τηλεόρασης, Ταινιοθήκη Τηλεόρασης, ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, [00.16.00 - 00.16.52]. Η σειρά ντοκιμαντέρ «ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ» παρουσιάζει τη ζωή και το έργο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ενεργό μέλος του ΚΚΕ και αληθινός αγωνιστής εμπνεόταν από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του για να δημιουργήσει τα ποιήματά του, όπως για παράδειγμα τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ».
- Ριζοσπάστης, 12 Μάη 1936 (σελ, 2)
- Ο πρόλογος του ποιήματος, από τον ίδιο τον ποιητή, Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
- Palmografos.com, Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου Αναμφισβήτητα ο Γιάννης Ρίτσος, ως προς το μοτίβο «θάνατος – ανάσταση», εμπνεύστηκε από την ιστορία του «σταυρωθέντος και αναστηθέντος» Ιησού, αλλά και από τις παραδόσεις για τους πριν από τον Χριστό «θνήσκοντες και εγειρομένους θεούς» των Αρχαίων Ελλήνων και των Αιγυπτίων (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ο Μέγιστος Ποιητής μας, ακολουθώντας πιστά τη χριστιανική παράδοση τόσο στον θρήνο όσο και στην προσδοκία της Ανάστασης, κατάφερε, μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να εκφράσει σε βάθος τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που θρηνεί τον νεαρό, αδικοσκοτωμένο γιό της…
- Greek-Language.gr _Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γιάννης Ρίτσος Η αναδρομική παρακολούθηση της παρουσίας του δημοτικού τραγουδιού στο έργο του Ρίτσου δεν μπορεί —σύμφωνα με τα σημερινά εργογραφικά του δεδομένα— να προωθηθεί πέρ’ απ’ τα 1936: Το πρώτο έργο του, στο οποίο το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει —και μάλιστα απότομα κι’ ολοκληρωτικά—, είναι ο Επιτάφιος, που αποτελεί απ’ την άποψη της εξέλιξης του ποιητή του ταυτόχρονα το πρώτο οροθέσιο του έργου του και την πρώτη βαθμίδα της ωριμότητάς του. (Γιώργος Βελουδής, «Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση του Ρίτσου». Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 1984, 87-88 & 98-99)
- Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Γιάννη Ρίτσου (1936), ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Μίκη Θεοδωράκη (1961) και εμείς (2000) Wayback Machine. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ είναι ένα έργο πρωτοποριακό που έχει στο ενεργητικό του αρκετές πρωτιές και καινοτομίες. Ας τις πούμε περιληπτικά: [...] (Του Ηλία Γιαννίρη)
- Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Γιάννη Ρίτσου (1936), ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Μίκη Θεοδωράκη (1961) και εμείς (2000) Wayback Machine. Το 1945 ο Μ Χατζιδάκις γοητεύεται από το Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και γράφει έναν κύκλο τραγουδιών ανοίγοντας την πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο. Ήδη στη 10ετία του '50 είναι πολύ γνωστός. Το 1959 εμφανίζεται ο Μ. Θεοδωράκης από το Παρίσι αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λαϊκή μουσική και την πολιτική και κοινωνική της σημασία. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο όταν τον παραπέμπουν από την εταιρεία στον Μάνο Χατζηδάκι. Ο Μάνος Χατζηδάκις συμφώνησε με τον όρο να ενορχηστρώσει και διευθύνει ο ίδιος και μάλιστα να επιλέξει ο ίδιος τη φωνή, πράγμα που δέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης Ο Χατζηδάκης ανερχόμενος και αγαπητός στους ισχυρούς καλλιτεχνικούς κύκλους παρουσιάζει τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο, και έχοντας επιλέξει ως φωνή τη Νάνα Μούσχουρη. Μάλιστα, τότε εκτελέστηκαν και άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε στον κόσμο αλλά ούτε και στο Μίκη άρεσε το αποτέλεσμα αφού απουσίαζε η "λαϊκότητα" η "αμεσότητα", δηλαδή το στοιχείο που το ίδιο το ποίημα το περιείχε. Έτσι αποφάσισε να κάνει δική του ενορχήστρωση και να δισκογραφήσει τον Επιτάφιο με Μπιθικώτση-Χιώτη - (Του Ηλία Γιαννίρη)
- Ριζοσπάστης, Μέρα Μαγιού ... γεννήθηκε Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι». Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου, με τίτλο «Επιτάφιος». Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» -«(Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.
- Γιάννης Ρίτσος: Eκατό χρόνια από τη γέννησή του. Μεταφρασμένα έργα Wayback Machine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"