21 Μαρτίου 2025

Nâzim Hikmet_ 11 ποιήματα +1 αυτόγραφο

    Nâzim Hikmet Ναζμ Χικμέτ (1902-1963)

Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν — μόλις σε ηλικία 17 ετών έγραψε σε ένα από τα πρώτα του ποιήματα: "Tek din, tek kanun, tek hak: İşçinin hakkı" «Μία θρησκεία, ένας νόμος, ένα δικαίωμα: Το δίκιο του εργάτη»

Αὐτόγραφο

Φίλοι κι δέλφια τς ψυχς μου. σες πο πέσατε στς φυλακς κα στ νησι τς κόλασης, πο σς κρατν λυσωμένους μς στ στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατ πολεμτε γι τν νεξαρτησία, τ ψωμ κα τ λευτερι το λληνικο λαο, δεχτετε τν γάπη κα τν θαυμασμό μου.
Ο
λαο τς Τουρκίας κα τς λλάδας χουνε τος διους θανάσιμα μισητος χθρούς: τν γγλοαμερικάνικο μπεριαλισμ κα τος ντόπιους λακέδες του.

Ο λαο τς Τουρκίας κα τς λλάδας, φιλιωμένοι νας με τν λλο, μ τ βοήθεια τν φιλειρηνικν λαν λου το κόσμου, θ τσακίσουνε στ τέλος ατος τος χθρούς τους. Ατ τ πιστεύω. δικός σας νδοξος γώνας εναι μία π τς πι λαμπρς ποδείξεις τι θ νικήσει πόθεση τς ερήνης, το ψωμιο κα τς λευτερις.
                                            ________________

Και βέβαια τα μαλλιά σου είναι κόκκινα και τα μάτια σου
άλλοτε πράσινα

και άλλοτε στο χρώμα του μελιού.
        Και τα χέρια σου, το μαθαίνεις τώρα, είναι υπέροχα.

Αγαπημένη μου, έχουμε όμως αποφασίσει

να μη μιλήσουμε για μας, αυτή τη χρονιά το 1941. Υπάρχουν οι άνθρωποι,
        η χώρα μας,

η πείνα και ο θάνατος, ο χωρισμός,

η ελπίδα και η νίκη

και ανάμεσά τους και μαζί με τη χώρα μας, δεμένοι μ’ αυτούς,

εμείς οι δυο τη στιγμή αυτή με το χωρισμό μας και την αγάπη μας.
                        ________________

·       Γι τ ζωή

·       Γι τ ζωή 2

·       Τ τραγούδια τν νθρώπων

·       Στος δεκαπέντε συντρόφους

·       Κλαίουσα τιά

·       Γι τ τραγούδια μου

·       χώρα ατ εναι δική μας

·       Ατ εναι λο

·       Δ μς φήνουν ν τραγουδμε

·       νθρωπος μ τ γαρύφαλο

·       Μονάκριβή μου

Γι τ ζωή

(πόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
ζω δν εναι παξε-γέλασε
Πρέπει ν
τήνε πάρεις σοβαρά,
πως, ν πομε, κάνει σκίουρος,
Δίχως
π᾿ ξω π πέρα ν προσμένεις τίποτα.
Δ
θά χεις λλο πάρεξ μονάχα ν ζες.
Τ
ς πι μορφες μέρες μας δν τς ζήσαμε κόμα
Κι
χ ,τι πι μορφο θά θελα ν σο π
Δ
στό πα κόμα.

Γιὰ τὴ ζωή

ζω δν εναι παξε-γέλασε

Πρέπει ν τήνε πάρεις σοβαρά,

πως, ν πομε, κάνει σκίουρος,

Δίχως π᾿ ξω π πέρα ν προσμένεις τίποτα.

Δ θά χεις λλο πάρεξ μονάχα ν ζες.

  ζω δν εναι παξε-γέλασε
Πρέπει ν
τήνε πάρεις σοβαρ
Τόσο μ τόσο σοβαρ
Πο τσι, ν πομε, κουμπισμένος σ᾿ ναν τοχο
μ
τ χέρια σου δεμένα

μέσα στ᾿ ργαστήρι

Μ λευκ μπλούζα κα μεγάλα ματογυάλια

Θ ν πεθάνεις, γι ν ζήσουνε ο νθρωποι,

Ο νθρωποι πο ποτ δ θά χεις δε τ πρόσωπό τους

κα θ πεθάνεις ξέροντας καλ

Πς τίποτα πι ραο, πς τίποτα πι ληθιν

π᾿ τ ζω δν εναι.

 Πρέπει ν τηνε πάρεις σοβαρ
Τόσο μ τόσο σοβαρ
Πο θ φυτεύεις, σ ν πομε,
λις κόμα στ βδομντα σου
χι καθόλου γι ν μείνουν στ παιδιά σου
Μ
τσι γιατ τ θάνατο δ θ τόνε πιστεύεις
σο κι ν τν φοβσαι
Μ
τσι γιατί ζω θ ν βαραίνει
                           πιότερο στ
ζυγαριά.

Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων

Τ τραγούδια τν νθρώπων

εναι πι μορφα π᾿ τος διους

πι βαρι π λπίδα

πι λυπημένα

πι διαρκ.

Πιότερο π᾿ τος νθρώπους,

τ τραγούδια τους γάπησα.

Χωρς νθρώπους μπόρεσα ν ζήσω,
μως ποτ χωρς τραγούδια·
μο
τυχε ν᾿ πιστήσω κάποτε
στ
ν πολυαγαπημένη μου,
μως ποτέ μου στ τραγούδι
πο
τραγούδησα γι᾿ ατήν·
ο
τε ποτ κα τ τραγούδια
μ
᾿ πατήσανε.

 

ποια κι ν εναι γλσσα τους

πάντοτε τ τραγούδια τ κατάλαβα.

Σ᾿ ατν τν κόσμο τίποτα
π᾿ σα μπόρεσα ν πι
κα ν γευτ
π᾿ σες χρες γνώρισα
π᾿ σα μπόρεσα ν᾿ γγίξω
κα
ν νιώσω
τίποτα, τίποτα
δ
μ᾿ κανε τσι ετυχισμένον
σο τ τραγούδια...

Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους

Δ χύνουν δάκρυ
     μάτια πο
συνηθίσαν ν βλέπουνε φωτις
δ
σκύβουν τ κεφάλι ο μαχητς
              κρατ
ν ψηλ τ᾿ στέρι
                             μ
περηφάνεια
δ
ν χουμε καιρ ν κλαμε τος συντρόφους
              τ
τρομερό σας μως κάλεσμα
                            μ
ς στ ψυχή μας
              κι ο
δεκαπέντε σας καρδις
                  θ
ν χτυπνε
                          μαζί μας
              τ
σιγανό σας βόγγισμα
                            σ
ν προσκλητήρι

χτυπ στ᾿ φτιά μας
                 σ
ν τν ντίλαλο βροντς.

      Στάχτη θ γίνεις κόσμε γερασμένε
             σο
ναι γραφτς δρόμος
                            τ
ς συντριβς
      κα
δ μπορες ν μς λυγίσεις
                σκοτώνοντας τ
᾿ δέρφια μας τς μάχης
κα
ν τ ξέρεις
       θ
βγομε νικητς
                κι
ς εναι βαριές μας
                             ο
θυσίες.

Μαύρη σ θάλασσα γαλήνεψε
                         τ
κύματά σου
κα
θά ρθει μέρα ποθητ
            μέρα της ειρήνης
                         τ
ς λευτερις σου
                                 
να θά ρθει     
           
μέρα πο θ᾿ ρπάξουμε τς λόγχες
             πο
μς στ αμα τ δικό μας
                                
χουνε βαφτε.
         ___1921

Κλαίουσα Ἰτιά

Κυλοσε τ νερ
κα στν καθρέφτη του γυαλίζονταν τις
τ
πλούσια τ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Κα
τ σπαθι τ᾿ στραφτερά τους
χτυπώντας στο
ς κορμος
καλπάζαν κατακόκκινοι μ
ς στος δρυμος
καλπάζαν πρ
ς τ δύση
μεθύσι!...

Κα τότε ξάφνου

σ τ πουλ τ λαβωμένο

τ πληγωμένο

στ φτερό του

γκρεμίστηκ᾿ νας καβαλάρης

π᾿ τ᾿ λογό του.

Δ σκλήρισε
το
ς λλους πού φευγαν δ ζήτησε
τ
βουρκωμένα μάτια του γύρισε
μονάχα γι
ν δε
τ πέταλα πο λάμπαν.

Τ ποδοβολητ σβοσε μς στ φύση
κα
τ᾿ λογα χάνονταν στ δύση!

Καμαρωτο σες καβαλαρέοι

κόκκινοι κι στραφτερο καβαλαρέοι

καβαλαρέοι φτερωτο

καμαρωτο

ραοι!...

Μ᾿ διες φτερογες πέταξη ζω πο έει!
φλοσβος το νερο σταμάτησε
χάθη
ο
σκιοι βυθίστηκαν στο σκοταδιο τ βάθη
τ
χρώματα σβηστκαν
στ
μάτια του τ πένθιμα
τ
πέπλα κατεβκαν
κα
τς τις φυλλωσι
χαϊδεύει τ μαλλιά του!

Μ κλας τιά μου θλιβερ
κα μ βαριοστενάζεις
πάν
᾿ π᾿ τ σκοτειν νερ
τ δάκρυ μ σταλάζεις
μ στενάζεις
μ
σφάζεις.
__         1925

Γιὰ τὰ τραγούδια μου

Δν χω πήγασο μ σέλαν ργυρ
οτε κα πόρους
-
πως τος λέν᾿- δήλους
δ
ν χω μήτε γ
μι σπιθαμ
μονάχα να ποτηράκι μέλι
σ
νά ναι φλόγα λαμπερή.

 

Ατ εναι τ βιός μου

κι εναι κα γι τος φίλους

κι νάντια σ᾿ λους τος χθρος

ντός μου

φυλάγω ατν τν πλοτο μου

να ποτήρι μέλι.

 πομονή, συντρόφοι, πομον
κα θ ρθει μέρα τραν
να θά ρθει!
᾿ ατος πού χουν τ μέλι θ ν ρθε
μέλισσα μι
π᾿ τ Βαγδάτη.
__     1935 

Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας

χώρα ατ π᾿ ρμ π᾿ τν σία μ καλπασμ
κα πο προβάλλει
τ
᾿ ριο κεφάλι
σ
ν τ πουλάρι
γεμάτο χάρη
πρ
ς τς Μεσόγειος τ νερ
χώρ᾿ ατ εναι δική μας
μ
ματωμένους τος καρπος
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.

Σ μεταξένιο τούτη γ μας

εναι χαλί μας

τούτη γ μας

κόλασή μας

τούτ᾿ παράδεισο

εναι δική μας.

 

θέλησή μας

τώρα τρανεύει

νά ναι δική μας

παντοτιν

ν ζομε λεύτεροι σ δέντρα

σ τ δεντρ το διου δάσου

δερφωμένα
γκαλιαστά.
__                  1948

Αὐτὸ εἶναι ὅλο

Ζ στ φεγγοβολ

πο προχωράει

λόγιομα τ χέρια μου

μ πόθους

κι κόσμος εναι μορφος πολ

μοσκοβολάει.

 

Τ μάτια μου λιμπίστηκαν

τ δέντρα

τ δέντρα πο γιόμισαν λπίδες

κα ντύθηκαν τ πράσινη στολ

τ λιόχαρο δρομάκι προχωράει

σ᾿ λόδροσο χαλ

κι π᾿ τ φεγγίτη μ καλε

στς πράσινες νησίδες.

 

Κι οτε μυρίζομαι τ φάρμακα
τ
᾿ ναρρωτήριο πι δ βρωμάει
᾿ νοίξουν τ γαρούφαλα
ρα καλή-

Τί τάχα ν εσαι φυλακή;

Ν μ λυγς!

ατ εν᾿ λο.

Δν εναι λλη συμβουλή.
_            1948

Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε

Δ μς φήνουν όμπσον ν τραγουδμε
δ
μς φήνουν καναρίνι
πού
χεις φτερ ητο
μαρε δερφέ μου
δόντια πο
χεις
μαργαριτάρια
δ
μς φήνουν ν ψηλώσουμε φωνή.

Φοβονται όμπσον

φοβονται τν αγή,

ν᾿ κούσουνε φοβονται

κα ν᾿ γγίσουν

φοβονται ν᾿ γαπήσουν

φοβονται ν᾿ γαπήσουνε σν τν Φερχτ

(λήθεια θ χετε κι σες ναν Φερχτ

ο νέγροι πς ν τόνε λένε όμπσον;)

Φοβονται τ γεννήματα

τ γς

τ γάργαρο νερ φοβονται τς πηγς

φοβονται
ν
θυμονται
κα
τς χαρές τους
τ
χέρι νς φίλου δν σφιξε ποτέ τους
τ
χέρι τους

ζεστ

σν τ πουλ

χωρς ν θέλει σκόντα

προμήθειες

κάποια ναβολ

στ πλερωμή.

Φοβονται τν λπίδα
φοβο
νται όμπσον ν λπίσουν
φοβο
νται καναρίνι
πού
χεις φτερ ητο
φοβονται τ τραγούδια μας
μ
τος τσακίσουν.
__          χτώβρης 1949

σσ.
Το ποίημα «Μαύρε Αδελφέ μου» έγραψε ο Ναζίμ Χικμέτ για τον βαρύτονο Πόλ Ρόμπσον (γεννήθηκε στις 9 Απρίλη του 1898 στο Νιου Τζέρσι). Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ενώ έγινε γνωστός ως βαρύτονος και ηθοποιός με παρουσία στο Μπρόντγουεϊ  τις δεκαετίες του 1930 και του ’40.
Σε νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στο κίνημα για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Το 1934, στο πλαίσιο περιοδείας του στην Ευρώπη, ταξίδεψε και στη Σοβιετική Ένωση, όπου δήλωσε: «Εδώ δεν είμαι ένας νέγρος, αλλά ένα ανθρώπινο πλάσμα». Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ και το 1952 βραβεύτηκε με το Βραβείο «Στάλιν». Για τη δράση του βρέθηκε στο στόχαστρο της «Επιτροπής Έλεγχου αντιαμερικανικών Ενεργειών» (HUAC) του Μακάρθι. Του αφαιρέθηκε το διαβατήριο, ακυρώθηκαν όλες οι συναυλίες του, ενώ απαγορεύτηκε και η κυκλοφορία των δίσκων του. Το 1958, ήρθη κάθε περιοριστικό μέτρο εναντίον, ενώ πέθανε το 1976 σε ηλικία 77 ετών, έχοντας αναπτύξει, παρά το κυνηγητό, τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, πλούσια καλλιτεχνική και πολιτική δράση.
Η αναφορά του Χιμέκτ στον Φερχάτ
αναφέρεται στο λαϊκό παραμύθι «Φερχάτ και Σιρίν» (Ferhat ile Şirin), το οποίο εξιστορείται αιώνες στη Μέση Ανατολή, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Ιράν, στην Τουρκία και στα Βαλκάνια, έχοντας υποστεί ορισμένες τροποποιήσεις, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή. Αν και φαινομενικά αποτελεί μια ιστορία αγάπης, η αγάπη του Φερχάτ, αντανακλά τους κόπους που κατέβαλε ο λαός σαν σύνολο προκειμένου να εξασφαλίσει το νερό και άλλα αγαθά.

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο

χω πάνω στ τραπέζι μου
τ
φωτογραφία το νθρώπου
μ
τ᾿ σπρο γαρούφαλο
πο
τν τουφέκισαν
στ
μισοσκόταδο
πρ
ν τν αγ
κάτω π᾿ τ φς τν προβολέων.

Στ δεξί του χέρι

κρατ να γαρούφαλο

πού ναι σ μι φούχτα φς

π τν λληνικ θάλασσα

τ μάτια του τ τολμηρ

τ παιδικ

κοιτάζουν δολα

κάτω π᾿ τ βαρι μαρα τους φρύδια

τσι δολα

πως νεβαίνει τ τραγούδι

σ δίνουν τν ρκο τους

ο κομμουνιστές.

 

Τ δόντια του εναι κάτασπρα

Μπελογιάννης γελ

κα τ γαρούφαλο στ χέρι του

εναι σν τ λόγο πού πε στος νθρώπους

τ μέρα τς λεβεντις

τ μέρα τς ντροπς.

Ατ φωτογραφία
βγ
κε στο δικαστήριο
στερ᾿ π᾿ τ θανατικ καταδίκη.
__          πρίλης 1952 _Στο Νίκο         

Μονάκριβή μου

       (πόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Μονάκριβή μου
σ στν κόσμο
μο
λς στ τελευταο σου γράμμα:
«πάει ν
σπάσει τ κεφάλι μου, σβήνει καρδιά μου,
ν σ κρεμάσουν, ν σ χάσω θ πεθάνω».

Θ ζήσεις, καλή μου, θ ζήσεις,
νάμνησή μου σν μαρος καπνς
θ
διαλυθε στν νεμο.
Θ
ζήσεις, δελφή με τ κόκκινα μαλλι τς καρδις μου
Ο
πεθαμένοι δν πασχολον πιότερο πό να χρόνο
το
ς νθρώπους το εκοστο αώνα.

θάνατος

νας νεκρς πο τραμπαλίζεται στν κρη το σκοινιο

σ τοτον δ τ θάνατο δν ντέχει καρδιά μου.

Μ νά σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,

ν τ μαρο κα μαλλιαρ χέρι νς φουκαρ τσίγγανου

περάσει στ λαιμό μου τ θηλει

δικα θ κοιτνε μς στ γαλάζια μάτια το Ναζμ ν δον τ φόβο.

Στ σούρπωμα το στερνο μου πρωινο

θ δ τος φίλους μου κα σένα.

Κα δ θ πάρω μαζί μου κάτου π τ χμα

παρ μόνο τν πίκρα νς τέλειωτου τραγουδιο.

 

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μ
τ χρυσ καρδι
Μέλισσά μου μ τ μάτια πι γλυκ π᾿ τ μέλι
Τί κάθησα κα
σο γραψα πς ζήτησαν τ θάνατό μου.

δίκη μόλις ρχισε
Δ
ν κόβουν δ κα στ καλ καθούμενα τσι τ κεφάλι
πως να γογγύλι.
λα, λα, μή μου σκς
Α
τ εναι μακριν νδεχόμενα.
ν χεις τίποτα λεφτ
γόρασέ μου να μάλλινο σώβρακο
Μο
μένει κόμα κείνη σχιαλγία στ πόδι

 Κα μν ξεχνς πς γυναίκα νς φυλακισμένου
Δ
ν πρέπει νά χει μαρες γνοιες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"