Nâzim Hikmet Ναζὶμ Χικμέτ (1902-1963)
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν — μόλις σε ηλικία 17 ετών έγραψε σε ένα από τα πρώτα του ποιήματα: "Tek din, tek kanun, tek hak: İşçinin hakkı" «Μία θρησκεία, ένας νόμος, ένα δικαίωμα: Το δίκιο του εργάτη»
Αὐτόγραφο
Φίλοι
κι ἀδέλφια τῆς
ψυχῆς μου. Ἐσεῖς
ποὺ πέσατε στὶς
φυλακὲς καὶ
στὰ νησιὰ
τῆς κόλασης, ποὺ
σᾶς κρατᾶν
ἁλυσωμένους μὲς
στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατὶ
πολεμᾶτε γιὰ
τὴν ἀνεξαρτησία,
τὸ ψωμὶ
καὶ τὴ
λευτεριὰ τοῦ
ἑλληνικοῦ
λαοῦ, δεχτεῖτε
τὴν ἀγάπη
καὶ τὸν
θαυμασμό μου.
Οἱ λαοὶ
τῆς Τουρκίας καὶ
τῆς Ἑλλάδας
ἔχουνε τοὺς
ἴδιους θανάσιμα μισητοὺς
ἐχθρούς: τὸν
ἀγγλοαμερικάνικο ἰμπεριαλισμὸ
καὶ τοὺς
ντόπιους λακέδες του.
________________
Και
βέβαια τα μαλλιά σου είναι κόκκινα και τα μάτια σου
άλλοτε
πράσινα
και άλλοτε στο χρώμα του
μελιού.
Και τα χέρια σου, το μαθαίνεις τώρα, είναι υπέροχα.
Αγαπημένη μου, έχουμε όμως αποφασίσει
να μη μιλήσουμε για μας,
αυτή τη χρονιά το 1941. Υπάρχουν οι άνθρωποι,
η χώρα μας,
η πείνα και ο θάνατος, ο χωρισμός,
η ελπίδα και η νίκη
και ανάμεσά τους
και μαζί με τη χώρα μας, δεμένοι μ’ αυτούς,
εμείς
οι δυο τη στιγμή αυτή με το χωρισμό μας και την αγάπη μας. ________________
· Γιὰ τὴ ζωή
· Γιὰ τὴ ζωή 2
· Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
· Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους
· Κλαίουσα ἰτιά
· Γιὰ τὰ τραγούδια μου
· Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας
· Αὐτὸ εἶναι ὅλο
· Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
· Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
· Μονάκριβή μου
Γιὰ τὴ ζωή
(ἀπόδοση:
Γιάννης Ρίτσος)
Ἡ
ζωὴ δὲν
εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει
νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως,
νὰ ποῦμε,
κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως
ἀπ᾿
ὄξω ἢ
ἀπὸ
πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ
θά ῾χεις ἄλλο
πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς
πιὸ ὄμορφες
μέρες μας δὲν τὶς
ζήσαμε ἀκόμα
Κι
ἂχ ὅ,τι
πιὸ ὄμορφο
θά ῾θελα νὰ
σοῦ πῶ
Δὲ
στό ῾πα ἀκόμα.
Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ
ζωὴ δὲν
εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει
νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο
μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ
ἔτσι, νὰ
ποῦμε, ἀκουμπισμένος
σ᾿ ἕναν
τοῖχο
μὲ
τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει
νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο
μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ
θὰ φυτεύεις, σὰ
νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς
ἀκόμα στὰ
ἑβδομῆντα
σου
Ὄχι
καθόλου γιὰ νὰ
μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ
ἔτσι γιατὶ
τὸ θάνατο δὲ
θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο
κι ἂν τὸν
φοβᾶσαι
Μὰ
ἔτσι γιατί ἡ
ζωὴ θὲ
νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ
ζυγαριά.
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ
διαρκῆ.
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς
ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ
ζήσω,
ὅμως
ποτὲ χωρὶς
τραγούδια·
μοὔτυχε
ν᾿ ἀπιστήσω
κάποτε
στὴν
πολυαγαπημένη μου,
ὅμως
ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ
τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε
ποτὲ καὶ
τὰ τραγούδια
μ᾿
ἀπατήσανε.
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
Σ᾿
αὐτὸν
τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿
ὅσα μπόρεσα νὰ
πιῶ
καὶ
νὰ γευτῶ
ἀπ᾿
ὅσες χῶρες
γνώρισα
ἀπ᾿
ὅσα μπόρεσα ν᾿
ἀγγίξω
καὶ
νὰ νιώσω
τίποτα,
τίποτα
δὲ
μ᾿ ἔκανε
ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο
τὰ τραγούδια...
Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους
Δὲ
χύνουν δάκρυ
μάτια ποὺ
συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ
σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ
μαχητὲς
κρατᾶν
ψηλὰ τ᾿
ἀστέρι
μὲ
περηφάνεια
δὲν
ἔχουμε καιρὸ
νὰ κλαῖμε
τοὺς συντρόφους
τὸ
τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
μὲς
στὴ ψυχή μας
κι οἱ
δεκαπέντε σας καρδιὲς
θὲ
νὰ χτυπᾶνε
μαζί μας
τὸ
σιγανό σας βόγγισμα
σὰν
προσκλητήρι
χτυπᾶ
στ᾿ ἀφτιά
μας
σὰν
τὸν ἀντίλαλο
βροντῆς.
Στάχτη θὰ
γίνεις κόσμε γερασμένε
σοῦ
῾ναι γραφτὸς
ὁ δρόμος
τῆς
συντριβῆς
καὶ
δὲ μπορεῖς
νὰ μᾶς
λυγίσεις
σκοτώνοντας τ᾿
ἀδέρφια μας τῆς
μάχης
καὶ
νὰ τὸ
ξέρεις
θὰ
βγοῦμε νικητὲς
κι ἂς
εἶναι βαριές μας
οἱ
θυσίες.
Μαύρη
ἐσὺ
θάλασσα γαλήνεψε
τὰ
κύματά σου
καὶ
θά ῾ρθει ἡ
μέρα ἡ ποθητὴ
ἡ
μέρα της ειρήνης
τῆς
λευτεριᾶς σου
ὦ
ναὶ θά ῾ρθει
ἡ
μέρα ποὺ θ᾿
ἁρπάξουμε τὶς
λόγχες
ποὺ
μὲς στὸ
αἷμα τὸ
δικό μας
ἔχουνε
βαφτεῖ.
___1921
Κλαίουσα Ἰτιά
Κυλοῦσε
τὸ νερὸ
καὶ
στὸν καθρέφτη του γυαλίζονταν ἰτιὲς
τὰ
πλούσια τὰ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Καὶ
τὰ σπαθιὰ
τ᾿ ἀστραφτερά
τους
χτυπώντας
στοὺς κορμοὺς
καλπάζαν
κατακόκκινοι μὲς στοὺς
δρυμοὺς
καλπάζαν
πρὸς τὴ
δύση
μεθύσι!...
Καὶ τότε ξάφνου
σὰ τὸ πουλὶ τὸ λαβωμένο
τὸ πληγωμένο
στὸ φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ἕνας καβαλάρης
ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του.
Δὲ
σκλήρισε
τοὺς
ἄλλους πού ῾φευγαν
δὲ ζήτησε
τὰ
βουρκωμένα μάτια του ἐγύρισε
μονάχα
γιὰ νὰ
δεῖ
τὰ
πέταλα ποὺ λάμπαν.
Τὸ
ποδοβολητὸ ἐσβοῦσε
μὲς στὴ
φύση
καὶ
τ᾿ ἄλογα
ἐχάνονταν στὴ
δύση!
Καμαρωτοὶ ἐσεῖς καβαλαρέοι
Ὦ κόκκινοι κι ἀστραφτεροὶ καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοὶ
καμαρωτοὶ
ὡραῖοι!...
Μ᾿
ἴδιες φτεροῦγες
πέταξη ἡ ζωὴ
ποὺ ῥέει!
Ὁ
φλοῖσβος τοῦ
νεροῦ σταμάτησε
ἐχάθη
οἱ
ἴσκιοι ἐβυθίστηκαν
στοῦ σκοταδιοῦ
τὰ βάθη
τὰ
χρώματα σβηστῆκαν
στὰ
μάτια του τὰ πένθιμα
τὰ
πέπλα κατεβῆκαν
καὶ
τῆς ἰτιᾶς
ἡ φυλλωσιὰ
χαϊδεύει
τὰ μαλλιά του!
Μὴ
κλαῖς ἰτιά
μου θλιβερὰ
καὶ
μὴ βαριοστενάζεις
πάν᾿
ἀπ᾿
τὰ σκοτεινὰ
νερὰ
τὸ
δάκρυ μὴ σταλάζεις
Ὦ
μὴ στενάζεις
μὲ
σφάζεις.
__ 1925
Γιὰ τὰ τραγούδια μου
Δὲν
ἔχω πήγασο μὲ
σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε
καὶ πόρους
-ὅπως
τοὺς λέν᾿-
ἀδήλους
δὲν
ἔχω μήτε γῆ
μιὰ
σπιθαμὴ
μονάχα
ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ
νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.
Ὑπομονή,
συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ
θὰ ῾ρθει
μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ
θά ῾ρθει!
-Σ᾿
αὐτοὺς
πού ῾χουν τὸ
μέλι θὲ νὰ
῾ρθεῖ
ἡ
μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿
τὴ Βαγδάτη.
__ 1935
Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας
Ἡ
χώρα αὐτὴ
π᾿ ὁρμᾶ
ἀπ᾿
τὴν Ἀσία
μὲ καλπασμὸ
καὶ
ποὺ προβάλλει
τ᾿
ὥριο κεφάλι
σὰν
τὸ πουλάρι
γεμάτο
χάρη
πρὸς
τῆς Μεσόγειος τὸ
νερὸ
ἡ
χώρ᾿ αὐτὴ
εἶναι δική μας
μὲ
ματωμένους τοὺς καρποὺς
δόντια
σφιγμένα
πόδια
γυμνά.
Σὰ μεταξένιο τούτη ἡ γῆ μας
εἶναι χαλί μας
τούτη ἡ γῆ μας
ἡ κόλασή μας
τούτ᾿ ἡ παράδεισο
εἶναι δική μας.
Ἡ θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά ῾ναι δική μας
παντοτινὰ
νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα
ἀγκαλιαστά.
__ 1948
Αὐτὸ εἶναι ὅλο
Ζῶ στὴ φεγγοβολὴ
ποὺ προχωράει
ὁλόγιομα τὰ χέρια μου
μὲ πόθους
κι ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος πολὺ
μοσκοβολάει.
Τὰ μάτια μου λιμπίστηκαν
τὰ δέντρα
τὰ δέντρα ποὺ γιόμισαν ἐλπίδες
καὶ ντύθηκαν τὴ πράσινη στολὴ
τὸ λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ᾿ ὁλόδροσο χαλὶ
κι ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη μὲ καλεῖ
στὶς πράσινες νησίδες.
Κι
οὔτε μυρίζομαι τὰ
φάρμακα
τ᾿
ἀναρρωτήριο πιὰ
δὲ βρωμάει
-θ᾿
ἀνοίξουν τὰ
γαρούφαλα
ἡ
ὥρα ἡ
καλή-
Τί τάχα ἂν εἶσαι φυλακή;
Νὰ μὴ λυγᾶς!
αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
Δὲν
εἶναι ἄλλη
συμβουλή.
_ 1948
Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
Δὲ
μᾶς ἀφήνουν
Ῥόμπσον νὰ
τραγουδᾶμε
δὲ
μᾶς ἀφήνουν
καναρίνι
πού
῾χεις φτερὰ
ἀητοῦ
μαῦρε
ἀδερφέ μου
δόντια
ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ
μᾶς ἀφήνουν
νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ
νέγροι πῶς νὰ
τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ
θυμοῦνται
καὶ
τὶς χαρές τους
τὸ
χέρι ἑνὸς
φίλου δὲν ἔσφιξε
ποτέ τους
τὸ
χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται
τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται
Ῥόμπσον νὰ
ἐλπίσουν
φοβοῦνται
καναρίνι
πού
῾χεις φτερὰ
ἀητοὺ
φοβοῦνται
τὰ τραγούδια μας
μὴ
τοὺς τσακίσουν.
__ Ὀχτώβρης 1949
σσ.
Το ποίημα «Μαύρε Αδελφέ μου» έγραψε ο
Ναζίμ Χικμέτ για τον βαρύτονο Πόλ Ρόμπσον (γεννήθηκε στις 9 Απρίλη του 1898 στο
Νιου Τζέρσι). Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ενώ
έγινε γνωστός ως βαρύτονος και ηθοποιός με παρουσία στο Μπρόντγουεϊ τις δεκαετίες του 1930 και του ’40.
Σε νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στο κίνημα για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα
των Αφροαμερικανών. Το 1934, στο πλαίσιο περιοδείας του στην Ευρώπη, ταξίδεψε
και στη Σοβιετική Ένωση, όπου δήλωσε: «Εδώ δεν είμαι ένας νέγρος, αλλά ένα
ανθρώπινο πλάσμα». Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ και το 1952 βραβεύτηκε
με το Βραβείο «Στάλιν». Για τη δράση του βρέθηκε στο στόχαστρο της «Επιτροπής
Έλεγχου αντιαμερικανικών Ενεργειών» (HUAC) του Μακάρθι. Του αφαιρέθηκε το
διαβατήριο, ακυρώθηκαν όλες οι συναυλίες του, ενώ απαγορεύτηκε και η κυκλοφορία
των δίσκων του. Το 1958, ήρθη κάθε περιοριστικό μέτρο εναντίον, ενώ πέθανε το
1976 σε ηλικία 77 ετών, έχοντας αναπτύξει, παρά το κυνηγητό, τους περιορισμούς
και τις απαγορεύσεις, πλούσια καλλιτεχνική και πολιτική δράση.
Η αναφορά του Χιμέκτ στον Φερχάτ
αναφέρεται στο λαϊκό παραμύθι «Φερχάτ και Σιρίν» (Ferhat ile
Şirin), το οποίο εξιστορείται αιώνες στη Μέση Ανατολή, στο Αζερμπαϊτζάν, στο
Ιράν, στην Τουρκία και στα Βαλκάνια, έχοντας υποστεί ορισμένες τροποποιήσεις,
ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή. Αν και φαινομενικά αποτελεί μια ιστορία
αγάπης, η αγάπη του Φερχάτ, αντανακλά τους κόπους που κατέβαλε ο λαός σαν
σύνολο προκειμένου να εξασφαλίσει το νερό και άλλα αγαθά.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Ἔχω
πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ
φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ
τ᾿ ἄσπρο
γαρούφαλο
ποὺ
τὸν τουφέκισαν
στὸ
μισοσκόταδο
πρὶν
τὴν αὐγὴ
κάτω
ἀπ᾿
τὸ φῶς
τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ
ἡ φωτογραφία
βγῆκε
στο δικαστήριο
ὕστερ᾿
ἀπ᾿
τὴ θανατικὴ
καταδίκη.
__ Ἀπρίλης 1952
_Στο Νίκο
Μονάκριβή μου
(ἀπόδοση:
Γιάννης Ρίτσος)
Μονάκριβή
μου ἐσὺ
στὸν κόσμο
μοῦ
λὲς στὸ
τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει
νὰ σπάσει τὸ
κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν
σὲ κρεμάσουν, ἂν
σὲ χάσω θὰ
πεθάνω».
Θὰ
ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ
ἀνάμνησή μου σὰν
μαῦρος καπνὸς
θὰ
διαλυθεῖ στὸν
ἄνεμο.
Θὰ
ζήσεις, ἀδελφή με τὰ
κόκκινα μαλλιὰ τῆς
καρδιᾶς μου
Οἱ
πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν
πιότερο ἀπό ῾να
χρόνο
τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ
εἰκοστοῦ
αἰώνα.
Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.
Γυναίκα
μου
Μέλισσά
μου μὲ τὴ
χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά
μου μὲ τὰ
μάτια πιὸ γλυκὰ
ἀπ᾿
τὸ μέλι
Τί
κάθησα καὶ σοῦ
῾γραψα πὼς
ζήτησαν τὸ θάνατό μου.
Ἡ
δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν
κόβουν δὰ καὶ
στὰ καλὰ
καθούμενα ἔτσι τὸ
κεφάλι
ὅπως
ἕνα γογγύλι.
Ἔλα,
ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ
εἶναι μακρινὰ
ἐνδεχόμενα.
Ἂν
ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ
μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ
μένει ἀκόμα κείνη ἡ
ἰσχιαλγία στὸ
πόδι
Καὶ
μὴν ξεχνᾶς
πὼς ἡ
γυναίκα ἑνὸς
φυλακισμένου
Δὲν
πρέπει νά ῾χει μαῦρες
ἔγνοιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"