«Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μόνο με το έργο του κοντά στον λαό, αλλά ακόμα και με την ίδια τη ζωή του. Να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του λαού. Και όταν ο λαός χαίρεται και όταν ο λαός πονάει. Εκεί που παλεύει, που ματώνει, που φυλακίζεται, εκεί που νικάει. Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, του πρωτοπόρου αγωνιστή. Αυτή η στάση δυναμώνει τον λαό. Δυναμώνει όμως ακόμα πιο πολύ τον καλλιτέχνη και ανανεώνει την τέχνη…».Πράγματι, τα λόγια αυτά του Μίκη Θεοδωράκη, στην τελετή απονομής του Βραβείου Λένιν, συμπυκνώνουν την αντίληψή του για τον ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη. Και αυτή του την αντίληψη την έκανε πράξη. Ποτέ δεν ενατένισε τη ζωή από μακριά. Ήταν κομμάτι του λαού μας, για αυτό και κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της πάλης του.
- Λαϊκή μας παρακαταθήκη ο πλούτος του "συμφωνικού" Μίκη
- 💯 Γρηγόρης Μπιθικώτσης: 100 χρόνια από τη γέννησή του σπουδαίου ερμηνευτή της Ρωμιοσύνης
- Μουσικός Αύγουστος 1977 _επανακυκλοφορεί η ποιητική συλλογή “Λιποτάχτες” του Γιάννη Θεοδωράκη
-
Ο Γιάννης που -πάντα μόνος πίστεψε πως ήταν
"λιποτάκτης"Η οικογένεια Θεοδωράκη
Όρθιος ο Γιάννης _καθιστοί από δεξιά Μίκης
η μάνα Ασπασία & ο πατέρας Γιώργος
Ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου…
Βρισκόμαστε στα 1947. Ο αγώνας του ΔΣΕ έχει ξεκινήσει. Η βία και η τρομοκρατία μεγαλώνει στις πόλεις. Ο Μίκης, φοιτητής στο Ωδείο και στέλεχος της ΕΠΟΝ, βρίσκεται στη δίνη των καιρών. «Μέσα από τις σκέψεις και τα ποιήματα, εγώ προετοίμαζα να σταθώ πάνω από τη λίμνη του αίματος, προκειμένου να δω το πρόσωπό μου. Να είμαι, δηλαδή, εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε εποχή έχει φυσικά το δικό της τίμημα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυρωθείς και να αναστηθείς. Όμως, εκείνον τον καιρό, ναι – ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου ήταν να διαλυθείς μέσα στους άλλους, που εκείνη τη στιγμή το ‘παιζαν κορόνα γράμματα με την ιστορία… Η απόφαση που παίρνεις εσύ ο ίδιος σε εκσφενδονίζει στο κέντρο του ηφαιστείου. Γίνεσαι τότε ένα με τη λάβα. Κι αν επιζήσεις, τότε θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους…». Γράφει ο ίδιος στους «Δρόμους του Αρχαγγέλου», προσπαθώντας να περιγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του λίγο πριν συλληφθεί και εξοριστεί στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο.
Παράλληλα, εκείνη την περίοδο συνεχίζει να δημιουργεί έργα συμφωνικής μουσικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι δημιουργούσε αυτά τα τέσσερα χρόνια (1946 – 1950) χωρίς να έχει τη δυνατότητα να δοκιμάζει τις συνθέσεις του στο πιάνο, καθώς αρχικά άλλαζε σπίτια για να μη συλληφθεί και στη συνέχεια οδηγήθηκε στα ξερονήσια. Έτσι, όπως ο ίδιος έχει πει: «Έφτασα στο σημείο να γράφω και να ακούω τη μουσική πάνω στο χαρτί. Πράγμα που πολλές φορές καταντά οδυνηρό. Ιδιαίτερα όταν η αρμονία είναι πολύπλοκη, θα πρέπει να καταβάλλεις προσπάθειες για να τις “ακούσεις”. Για να εξασκηθώ αντέγραφα συνεχώς κλασικά και μοντέρνα συμφωνικά έργα. `Η μάλλον τα μετέγραφα από ορχήστρα για πιάνο κάνοντας την αντίθετη διαδρομή από κείνην που κάνει ο συνθέτης. Δηλαδή από το πιάνο προς την ορχήστρα».
Κάποια από τα έργα εκείνης της περιόδου θα παρουσιαστούν μετά από χρόνια, ενώ άλλα θα ολοκληρωθούν στην εξορία… Χαρακτηριστικό είναι το Εργο 7 «Θέματα και Κύκλοι». Στο τέλος της παρτιτούρας οι τόποι σύνθεσης του έργου είναι: Νέα Σμύρνη, Αθήνα, Τρίτος Κλωβός – Σκηνή Ε5 στο Μακρονήσι, 401 – Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Άλλωστε, ο Μίκης στις δύσκολες στιγμές πάντα απαντούσε με δημιουργία.
Στην Ικαρία…
Με συνεξόριστούς του στην Ικαρία
Ιούλης 1947. Συλλαμβάνουν τον Μίκη από το σπίτι του, όπως και χιλιάδες άλλους. Τους συγκεντρώνουν στον Πειραιά και τους φορτώνουν σε καράβια.
«Μέσα στη θάλασσα αρχίζουμε το τραγούδι. “Ο φασισμός δουλώνει την πατρίδα, μας υποβάλλει σ’ εξευτελισμούς”… Στο διπλανό πλεούμενο οι άλλοι: “Τα κεφάλια σας θα πέσουν απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί”. Καθώς ο ήλιος χρύσιζε τα νερά του Σαρωνικού, ο Πειραιάς ξυπνούσε με τα τραγούδια μας. Κανείς μας δεν ρώτησε: “Πού μας πάνε;”. Εκείνο που βάραινε ήταν ότι ήμασταν μαζί. Εκατοντάδες. Χιλιάδες. Και γύρω μας, στα σιωπηλά σπίτια του Πειραιά πίσω από τα παραθυρόφυλλα, ήταν ο λαός. Ο δικός μας λαός».
Πρώτη στάση στην Ψυτάλλεια. Τους αφήνουν χωρίς νερό για να τους κάμψουν το ηθικό. Το επόμενο πρωί μαθαίνουν ότι θα τους πάρουν μεταγωγικά. Φτάνουν στην Ικαρία. Οι εξόριστοι ζουν διασκορπισμένοι στα χωριά. Ο Μίκης εγκαθίσταται στους Βρακάδες. Οι κάτοικοι, στην πλειοψηφία τους στο κίνημα, εκφράζουν με κάθε τρόπο τη στήριξη και την αγάπη τους στους εξορίστους. Ο Μίκης θα το θυμάται πάντα. Και έτσι, όταν 50 χρόνια αργότερα βρεθεί ξανά στην Ικαρία, θα αναφέρει: «Θέλω να ευχαριστήσω τους παππούδες σας, τους πατεράδες σας, τις γιαγιές σας, τις μανάδες και εσάς τους ίδιους, γιατί όταν μας πετάξανε σε αυτόν τον όμορφο βράχο, μας ανοίξατε τα σπίτια σας, τις καρδιές σας, μας αγκαλιάσατε… Γίναμε έτσι μια οικογένεια. Και έτσι και εγώ νιώθω Ικαριώτης όπως και χιλιάδες άλλοι που βρέθηκαν εδώ πέρα».
«Σε κάθε χωριό
η οργάνωση των εξόριστων
δούλευε ρολόι…»
Στην Ικαρία |
Ο πατέρας του στέλνει στον Μίκη δέμα με φύλλα πενταγράμμου, μολύβια και γόμες. Γράφει ασταμάτητα. Τότε, άκουσε και από μια ομάδα εξόριστων από τον Πειραιά να τραγουδάνε τον «Καπετάν Αντρέα Ζέππο». Νέοι μουσικοί δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Συγκεντρώνει λαϊκά και παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδούσαν οι εξόριστοι.
Τελειοποιώντας στην εξορία
την τεχνική στη μουσική σύνθεση
![]() |
Από την επίσκεψη στην Ικαρία το 1999 (αρχείο του Λ. Βαρδαρού) |
Το πρώτο το έγραψαν ομαδικά στον θάλαμο. «Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή… Ο καθένας έβρισκε κι έναν στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στον βράχο. Το βράδυ τους τραγούδησα το νέο μου τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία – με τριφωνίες – που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω από τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούσουν και οι άλλοι…».
Σ’ άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν
στείλαν του λαού μας
τ’ άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά…
Το «Χτύπα Χτύπα» το έγραψε στη δεύτερη εξορία του στην Ικαρία, το 1948. Παρά τις δυσκολίες και τα χτυπήματα, και σε αυτό το τραγούδι ο Μίκης διατρανώνει την πίστη του για τη νέα ζωή που θα έρθει. Φανερώνει την αντοχή του ανθρώπου που παλεύει για έναν ανώτερο σκοπό.
«Κανείς πια δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο δυνατός μπορεί να αισθάνεται και να είναι ένας κυνηγημένος άνθρωπος εκείνου του καιρού», γράφει ο ίδιος σημειώνοντας με τι σπουδή προσπαθούσε να τελειοποιήσει την τεχνική του στη μουσική σύνθεση. «Το συμφωνικό έργο το βγαλμένο μέσα από τα έγκατα της ψυχής, εκείνης της εποχής, θα γινότανε, έτσι πίστευα, ένα από τα κεντρικά στηρίγματα του νέου ανθρώπου. Ασφαλώς σε αυτό με επηρέασε ο Σοστακόβιτς, που οι Συμφωνίες του συμβόλιζαν μέσα μου τη σοβιετική κοινωνία. Το αύριο το δικό μας… Ο νους μου έτρεχε στη νέα Ελλάδα και τη νέα μουσική. Τότε, έβρισκα νοερώς πολλά από τα θέματα της “Συμφωνίας σε τρία μέρη“, που την είχα βάλει μπροστά. Αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και της πίστης για την τελική νίκη είχε αρχίσει να γίνεται ένα απαραίτητο πλαίσιο για να δουλεύω στη σκέψη μου τη μουσική εκείνου του καιρού. Απόδειξη, οι παρτιτούρες και τα αμέτρητα μουσικά σχέδια αυτής της περιόδου».
Πρόσωπο με πρόσωπο θα δώσεις τη μάχη
Τον Γενάρη του ’49 φεύγουν καραβιές εξόριστων από την
Ικαρία, ανάμεσά τους και ο Μίκης. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.
«Το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί. Μια περίεργη ησυχία μας
έκανε να κοιταζόμαστε στα μάτια. Πέρασε μισή ώρα. Ημαστε όλοι όρθιοι και
περιμέναμε. Τέλος, άνοιξε η πόρτα της σκάλας. “Ανεβαίνετε ένας ένας”… Βγαίνω
στην κουβέρτα. Εξω είναι νύχτα. Απέναντί μας, στα διακόσια μέτρα, στεριά. Εχει
ένα πλάτος περίπου 100 μέτρα και μετά ανυψώνεται σε λόφους, που καταλήγουν σε
βουνό, όχι ψηλότερο από 100 μέτρα. Ομως το μάτι αιχμαλωτίζεται από τις φωτιές
που βγαίνουν, μάλλον, από βαρέλια τοποθετημένα σε σειρές. Το πρώτο πράγμα που
μου ήρθε στο νου ήταν κάποια σκηνή από το καθαρτήριο, την κόλαση, όπως την έχει
πλάσει η λαϊκή φαντασία… Αποφεύγαμε να δούμε τον διπλανό μας, για να μη
μαντέψει τη σκέψη μας… Ενας ένας πηδούσε στο νερό που μας έφτανε ως τα γόνατα…Στο 401 μετά τον βασανισμό του στη Μακρόνησο
Χωροφύλακες με τα όπλα αναρτημένα στον ώμο μας δείχνανε ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρουμε. Είδαμε ένα μεγάλο κτίριο, δίπλα στη θάλασσα. Μπροστά του μια τσιμεντένια εξέδρα… Εκεί μπροστά σταθήκαμε. Πάνω απ’ το βουνό άρχισε να ροδίζει. Ολα ήταν ήρεμα, βυθισμένα στη σιωπή. Οταν φώτισε, φάνηκαν ξαφνικά μπροστά μας, όπως όταν εμφανίζεις φιλμ και η εικόνα προβάλλει αιφνίδια, οι σκηνές. Ωστε, βρισκόμαστε στο Μακρονήσι…».
Μαζί με μία ομάδα 300 κρατουμένων της κλάσης του 1946-1947, βασανίζονται φρικτά προκειμένου να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. «”Κουράγιο παιδιά. Σε μας έλαχε ο κλήρος. Μείνετε όρθιοι”. Ηταν κι αυτό μια άποψη. Οτι, δηλαδή, αυτήν τη στιγμή είσαι πρωτοπορία. Από τη δική σου στάση εξαρτώνται πολλά. Αν σπάσεις εύκολα, ανοίγεις τον δρόμο και για τους άλλους. Ο αντίπαλος για να σε διαλέξει, σημαίνει ότι σε υπολογίζει. Πρόσωπο με πρόσωπο θα δώσεις τη μάχη…», γράφει για τις σκέψεις που έκαναν εκείνη την ώρα, όταν έβγαιναν από το σύρμα και φορτωμένοι έπαιρναν το μονοπάτι για τον Αη Γιώργη.
Βασανίζονται σε διάφορα σημεία μέχρι να συγκεντρωθούν στη χαράδρα, ζητώντας τους να υπογράψουν ξανά και ξανά: «Ναι στο έθνος, ναι στον βασιλιά, όχι στους Βούλγαρους, όχι στον κομμουνισμό» και θα πάνε σπίτια τους… «Ημουν πάντα όρθιος και έβλεπα τι γίνεται γύρω μου. Εβλεπα ανοιγμένα κρανία, ματωμένα γεννητικά όργανα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Και δυστυχώς άκουγα. Αυτό με βασάνιζε πάνω απ’ όλα. Τα θύματα βγάζανε γοερές κραυγές. Σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο σκούζανε και οι θύτες. Βλαστήμαγαν, βρίζανε, προστάζανε. Ξευτελίζανε με τις χυδαίες τους λέξεις την ανθρώπινη φύση».
Ένα “τερατώδες” συμφωνικό έργο
1949, φεύγοντας από τη Μακρόνησο |
Στη Μακρόνησο ολοκληρώνει τον κύκλο τραγουδιών «Ερως και Θάνατος» και το συμφωνικό έργο «Ελεγείο και Θρήνος για τον Βασίλη Ζάνο», που είχε ξεκινήσει να το γράφει από την Ικαρία. «Για το έργο αυτό έχω τις πιο αντίθετες ιδέες. Άλλοτε νομίζω πως έφτιαξα ένα αριστούργημα κι άλλοτε πως έκανα μια αποτυχημένη απόπειρα για κάτι καινούργιο. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως δούλεψα, έχοντας μπροστά μου μια δική μου άγνωστη περιοχή. Ετσι φυλάω την ακρόασή του σαν την πιο βαθιά και μυστική επιθυμία μου – και διόλου δεν βιάζομαι – γιατί θα ‘θελα να μείνω στη μαγεία αυτής της αμφιβολίας για όσον καιρό μπορώ πιο πολύ». Το έργο παρουσιάζεται τρία χρόνια αργότερα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Ο Θεοδωράκης, σχεδόν ανάπηρος πια, απολύεται από τη Μακρόνησο και επιστρέφει στην Αθήνα. «Έτσι βρέθηκα ένα πρωινό μέσα στο καΐκι που θα με περνούσε απέναντι. Στάθηκα όρθιος έτσι που η πλάτη μου να σφραγίζει μια για πάντα το καταραμένο νησί. Το μέτωπο στητό προς Λαύριο. Αν και είχαμε κύμα κι έχανα την ισορροπία μου, είχα αποφασίσει να μην ξανακοιτάξω ποτέ πια το Μακρονήσι». Την επόμενη μέρα ταξιδεύει για την Κρήτη, προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές του. Είναι η πρώτη φορά που θα δει τον τόπο του… Είναι, μόλις, 24 χρονών…
Μίκης Θεοδωράκης 1925-2025:
__“Πολέμησε τον Δεκέμβρη”
– Είχαμε ήδη διανύσει περπατώντας – μεγάλη απόσταση. –
Στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε – μπορέσαμε να διακρίνουμε – την κόκκινη
πινακίδα. – Υποθέσαμε πως μπορεί να σημαίνει – το σύνορο που χωρίζει – το παρόν
απ’ το μέλλον. (…)
Ο ουρανός και τα σύννεφα κατεβαίνουνε ολοένα προς την
Πολιτεία. Γύρω μας η θάλασσα φουσκώνει και τα κύματα μας κάψανε στο πρόσωπο τα μάτια.
Απ’ το λόφο του Αρδηττού ακούστηκε κάποιο χωνί να σβήνει «Η Αθήνα δεν πεθαίνει.
Νικά», όμως η αυγή δεν έλεγε να ‘ρθει…
Από το «Σημειωματάριο πολέμου», που
έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης μετά
τις 33 μέρες του Δεκέμβρη 1944, στις οποίες πολέμησε, ως μέλος του
ΚΚΕ, μέσα από τις γραμμές του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Σε αυτές τις μέρες γυρνάμε, τότε που η ευαισθησία του νεαρού Μίκη, δεν ήταν ούτε 20 χρόνων, έγινε
ευθύνη και χρέος. Τότε που η δημιουργία του δέθηκε για πάντα με τον λαό, τον λαό
που μάχεται, που νικά, που ηττάται, τον γίγαντα λαό, που είναι «έτοιμος
να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά
του» όπως έλεγε. Τότε που γκρεμίστηκαν οι «αιώνιες αλήθειες» του,
καθώς άφηνε πίσω του τις ιδεαλιστικές αναζητήσεις και, κρατώντας το όπλο στο
χέρι, μεγάλωναν «αναγκαστικά ο νους και η ψυχή μας».
Αναζητούμε εκείνα τα «μεγάλα» χρόνια που «σφράγισαν»
τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και έθεσαν τις βάσεις της μεγάλης Τέχνης
του, η οποία συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το
επερχόμενο…
Τέχνη και ζωή γίνονται ένα
Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Δεκέμβρης… Τα χρόνια αυτά βρίσκουν αρχικά τον Μίκη στην Τρίπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Στην Τρίπολη, συμμετέχοντας στη μεγάλη διαδήλωση στις 25 Μάρτη 1943, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Εκεί πήρε και το «βάπτισμα του πυρός». Στη φυλακή γνώρισε μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Φτάνοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε τις σπουδές του στο Ωδείο. Μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του αγωνιζόμενου λαού μας. Οπως ο ίδιος έλεγε, «η κατοχή σαν ένας καθρέφτης μας έδειξε τα πρόσωπά μας. Αγρια, ανυπότακτα, ελεύθερα».
Με την ίδια θέρμη που ρίχνεται σε όλες τις δουλειές που του αναθέτει η Οργάνωση, με την ίδια θέρμη περπατά στους λεύτερους δρόμους της Αθήνας μαζί με την Μυρτώ του, τον Οκτώβρη του ’44.
Κάνει όνειρα, ενώ δεν σταματά να γράφει, να δημιουργεί… Για τον Μίκη, Τέχνη και ζωή γίνονται ένα. Και δεν ήταν ο μόνος. Τον ίδιο δρόμο βάδισε η πλειοψηφία του καλλιτεχνικού κόσμου, τα «ζωντανά» στοιχεία του.
Μετρώντας τους παλμούς
της Αθήνας και του κόσμου
Στις 3 Δεκέμβρη ο Μίκης συμμετέχει στο μεγάλο συλλαλητήριο, ανεβαίνοντας τη Συγγρού μαζί με τις Οργανώσεις της Νέας Σμύρνης. Φτάνει στο Σύνταγμα μέσα στην ομίχλη, στους πυροβολισμούς από τα τανκς. Ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένα 19χρονο ψηλόλιγνο παιδί με μια μαύρη σημαία στα χέρια, ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνόμους. Η φωτογραφία γυρίζει πίσω στον χρόνο, γίνεται κόκκινη από το αίμα.
«Τότε είδα μπροστά μου τα πτώματα και τους τραυματίες που φωνάζαν. Το αίμα μια παλάμη σε όλο το οδόστρωμα. Πώς μου ήρθε να βουτήξω τη γαλανόλευκη στο αίμα. Οταν τη σήκωσα είχε παντού κοκκινίλες και έσταζε αίμα μαύρο. Δεν ξέρω, αλλά αυτή η εικόνα μάς ηλέκτρισε. Στη στέγη της Βουλής, ανάμεσα στα κεραμίδια, οι δολοφόνοι της Ασφάλειας με τα καβουράκια τους. Θυμάμαι ότι αγκαλιάστηκα με μια ξανθιά ΕΠΟΝίτισσα και έναν τραυματία με πατερίτσες…».
Πολέμησε μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε τη βάση του στην Ανω Νέα Σμύρνη. Πήρε μέρος στις μάχες της Νέας Σμύρνης, του Χαροκόπου, των Παλαιών Σφαγείων και του Μακρυγιάννη.
Πολλές από αυτές τις στιγμές γίνονται η έμπνευση για τα ποιήματα που γράφει εκείνη την περίοδο. Καταγράφει εν θερμώ τα γεγονότα. Γράφει για τους αμούστακους ΕΛΑΣίτες και τα όνειρά τους. Γράφει γιατί δεν σηκώνει το άδικο, για το αύριο που έρχεται ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Χριστούγεννα 1944»:
Τσακισμένοι
Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο
πλάι στο σάπιο σανίδι
που ‘χε μπροστά καθένας.
Θα έπρεπε τώρα απ’ τη μεριά του ήλιου
να ‘ρχονται οι τρεις Μάγοι
στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.
Κι από πίσω αγκαλιασμένοι
οι ήχοι της καμπάνας, τα καθαρά ρούχα,
του σπιτιού η ζεστασιά.
Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF
φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες
(έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας
ονείρων…)
Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου
καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα.
Ο άνεμος κι η βροχή
χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου
τα περβόλια με τα όνειρα
την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.
(Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά
ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί
με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες
κάθεται πλάι και μου ζεσταίνει
με τα χνώτα του τα χέρια).
Ξαφνικά καθώς βαδίζω
απ’ την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη
βλέπω να ‘ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι
και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες (…)
Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ
που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω
μήπως τα διακρίνουν απ’ την απέναντι σκοπιά
οι Εγγλέζοι φρουροί.
Ήξερα τώρα πως τα βήματά μου
πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας
μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου (…)
“Στη μάχη του Δεκέμβρη
είχα πάντα μαζί μου τα χειρόγραφα”
![]() |
Από το αρχείο του Συλλόγου "Οι Φίλοι της Μουσικής" |
Όπως ο ίδιος ομολογούσε, «η μάχη του Δεκέμβρη με ατσάλωσε πρώτα απ’ όλα ως άνθρωπο, όπως κάθε πόλεμος στον οποίο αναγκάζεται κανείς να πάρει μέρος για να υπερασπίσει τα ιδανικά του».
Μέσα από τον οργανωμένο αγώνα ο Μίκης κατάφερε να «νικήσει» τη μοναξιά που ένιωθε από μικρό παιδί. «Η μοναξιά μου έσπαγε με τη συντροφιά ανθρώπων που δεν γνώριζα, όμως μας συνέδεε ένας κοινός σκοπός. Δεν είχαμε καιρό για περιττές κουβέντες. Κάθε φορά το θέμα μας ήταν συγκεκριμένο. Πώς θα γίνει η τάδε επιχείρηση, ποιοι θα πάρουν μέρος. Τι θα κάνει ο καθένας. Τι θα γίνει μετά. Μοιραζόμαστε μαζί την κοινή αγωνία. Τον φόβο. Την αποφασιστικότητα. Τον πόνο, όταν σκοτωνότανε κανείς δικός μας. Τη λύσσα, αν τον έπιαναν».
Ολα αυτά τα χρόνια, το «πνευματικό και
ιδεολογικό οπλοστάσιο» του Μίκη μεταμορφώθηκε συθέμελα. Αυτή η ριζική
μεταστροφή του φαίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο πρώτο συμφωνικό του
έργο, που το ολοκλήρωσε τον Γενάρη του 1945 και του έδωσε τον τίτλο «Αποκάλυψη».
Η σύνθεση του πρώτου χορωδιακού – συμφωνικού είχε ξεκινήσει στα 1942. Η
βασική ιδέα ήταν ο «αγωνιώδης αγώνας των “εύθραυστων” εφήβων για την
κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού».
Αυτό το ερώτημα βασάνιζε και τον ίδιο. Εψαχνε την απάντηση, για να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Στις μάχες του Δεκέμβρη κουβαλούσε πάντα μαζί και το έργο του. «Στη μάχη του Δεκέμβρη είχα πάντα μαζί μου τα χειρόγραφα. Όπου πλαγιάζαμε τα βράδια, σε κάποιο διάλειμμα της μάχης, εγώ έγραφα. Άλλοτε με μια λάμπα. Άλλοτε μ’ ένα σπαρματσέτο…».
Σε εκείνες τις μάχες συντελέστηκε και η μεγάλη στροφή του έργου, μιας και «τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη!».
Χαριτολογώντας ο ίδιος έλεγε ότι το συγκεκριμένο έργο του ήταν το πρώτο «θύμα» της αντικομμουνιστικής υστερίας που κάλυπτε τον τόπο. Ο δάσκαλός του και διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας και της Χορωδίας Αθηνών, Φιλοκτήτης Οικονομίδης, αρνήθηκε – ενώ αρχικά το προγραμμάτιζε – να παιχτεί το έργο. Ο λόγος ήταν ότι στο ερώτημα «τι έκανες τον Δεκέμβρη» ο Μίκης απάντησε ότι πολέμησε στην πρώτη γραμμή επί 33 μέρες ως ΕΛΑΣίτης.
Το 1945 γράφει τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη. Ενα κομμάτι για πιάνο, συνοδεία τραγουδιού, με τίτλο «Το συλλαλητήριο στις τρεις του Δεκέμβρη», και τρία κομμάτια για βιολί και πιάνο με τίτλους «Νυχτερινή Πορεία προς του Μακρυγιάννη», «Προσευχή» και «Ο θάνατος του αντάρτη».
Παράλληλα δεν σταματά να παλεύει μέσα από το Τμήμα Διαφώτισης της ΕΠΟΝ, ενώ προσπαθεί μαζί με άλλους δημιουργούς να προχωρήσουν στην ίδρυση του Μουσικού Σωματείου Νέων.
Αυτά τα χρόνια είναι σημείο αναφοράς για τον Μίκη και για τα κατοπινά του έργα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον «Διόνυσο», που κυκλοφόρησε το 1985, ένα έργο – θρήνος για τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες που έπεσαν στη μάχη του Μακρυγιάννη.
Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,
δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή,
βαθιά, μες στου μυαλού μου το αρχείο,
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή…
Το τελευταίο
Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη»
Το ΚΚΕ τιμάει
τον Μίκη Θεοδωράκη με μεγάλη συναυλία
στο Καλλιμάρμαρο “Κοντά σας όλη μου η ζωή”
Τετάρτη 25 Ιούνη, με τη συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών.
Διοργανώνουν η ΚΕ του ΚΚΕ και η οικογένεια του συνθέτη.
Θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ, Δ. Κουτσούμπας
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά): Γεράσιμος Ανδρεάτος, Ρίτα Αντωνοπούλου, Γλυκερία, Παντελής Θαλασσινός, Αγγελος Θεοδωράκης, Βιολέτα Ικαρη, Βασίλης Λέκκας, Μανώλης Μητσιάς, Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα, Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Παναγιώτης Πετράκης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Αγγελική Τουμπανάκη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Διονύσης Τσακνής, Τάνια Τσανακλίδου, Μαρία Φαραντούρη, «Κοινοί Θνητοί».
“Εφυγε” πλήρης, αφού ευτύχησε να δει τα έργα του να ριζώνουν στην καρδιά και στο μυαλό ενός ολόκληρου λαού. Το έργο του κατάφερε να χωρέσει την Ιστορία των εργατικών – λαϊκών αγώνων του 20ού αιώνα, να δώσει δύναμη κι ορμή στον αγώνα για “να ανθρωπέψει ο άνθρωπος”.Η τέχνη του Μίκη Θεοδωράκη είναι μεγάλη, γιατί είναι δεμένη με τους πόθους, τις αγωνίες και την πάλη των ταπεινών αυτής της Γης. Γι’ αυτό και εκείνος ανανέωσε την Τέχνη, άνοιξε νέους δρόμους. Κι ένα από τα μοναδικά στοιχεία που ξεχώρισαν στο έργο του ήταν η σταθερή προσήλωσή του στο ότι η μεγάλη, η υψηλή Τέχνη ανήκει στον λαό, ότι ο λαός έχει τη δύναμη να κατακτήσει ό,τι πιο υψηλό και όμορφο δημιουργεί ο άνθρωπος στην Ιστορία του. Γι’ αυτό και, όπως σημειώνει η ΚΕ του ΚΚΕ στον αποχαιρετισμό της, «με ιερή αφοσίωση καλλιέργησε μια Τέχνη που ανυψώνει τον λαό» Τις δεκαετίες 1940 – 1960, αφού σπούδασε στα Ωδεία Αθηνών και Παρισιού μουσική σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συμφωνική μουσική. Στη συνέχεια, όπως ο ίδιος αναφέρει, την εικοσαετία από το 1958 – με τη μελοποίηση του «Επιταφίου» – έως και το 1978 αφιερώθηκε στη σύνθεση και διεύθυνση της έντεχνης λαϊκής μουσικής. «Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο δραστηριότητες δεν υπάρχουν σύνορα. Και το πιο μεγάλο μου καλλιτεχνικό όνειρο ήταν και είναι το δημιουργικό πάντρεμα ανάμεσα στη συμφωνική και τη λαϊκή μας μουσική. Νομίζω προς την κατεύθυνση αυτή αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι του έργου μου», δήλωνε ο συνθέτης στον «Ριζοσπάστη» το 1978. Αυτή η προσπάθεια τον καθιστά μια μοναδική περίπτωση, καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό. Ο ίδιος γνώριζε πως οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στον λαό, μόνο που δεν διέθετε τα απαραίτητα «κλειδιά» για να μπορέσει να τους προσεγγίσει, να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά τους. «Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σαν να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στο μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης». Του χρωστάμε πολλά, αφού είναι ο πρώτος που έβαλε στο στόμα του απλού λαού στίχους όλων των μεγάλων Ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών. «Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης».
Τις δεκαετίες 1940 – 1960, αφού σπούδασε στα Ωδεία Αθηνών και Παρισιού μουσική σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη συμφωνική μουσική. Στη συνέχεια, όπως ο ίδιος αναφέρει, την εικοσαετία από το 1958 – με τη μελοποίηση του «Επιταφίου» – έως και το 1978 αφιερώθηκε στη σύνθεση και διεύθυνση της έντεχνης λαϊκής μουσικής. «Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο δραστηριότητες δεν υπάρχουν σύνορα. Και το πιο μεγάλο μου καλλιτεχνικό όνειρο ήταν και είναι το δημιουργικό πάντρεμα ανάμεσα στη συμφωνική και τη λαϊκή μας μουσική. Νομίζω προς την κατεύθυνση αυτή αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι του έργου μου», δήλωνε ο συνθέτης στον «Ριζοσπάστη» το 1978. Αυτή η προσπάθεια τον καθιστά μια μοναδική περίπτωση, καθώς κινείται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, προσπαθώντας να τους συνενώσει σε έναν και μοναδικό.
Ο ίδιος γνώριζε πως οι μεγάλοι ποιητές ανήκουν στον λαό, μόνο που δεν διέθετε τα απαραίτητα «κλειδιά» για να μπορέσει να τους προσεγγίσει, να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά τους. «Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σαν να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στο μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης». Του χρωστάμε πολλά, αφού είναι ο πρώτος που έβαλε στο στόμα του απλού λαού στίχους όλων των μεγάλων Ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών. «Ο ελληνικός λαός τραγουδούσε, στις ταβέρνες, στα γιαπιά, στις εκδρομές, στις συντροφιές, στις διαδηλώσεις, μελωδίες βασισμένες σε αυστηρά ποιητικά κείμενα, που τα χαρακτήριζαν η τελειότητα του λόγου, η τόλμη της εικόνας και η δύναμη της έκφρασης».
Το υστερόγραφο της δόξας του Μίκη Θεοδωράκη είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη του έργου του και η πολιτική διαθήκη που άφησε σχεδόν έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Σε αυτήν, απευθυνόμενος στον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, σημείωνε, μεταξύ άλλων:
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής».
τις “Αρκαδίες” στη Ζάτουνα
«Σαν πνευματικός δημιουργός, επιτελώντας το λαϊκό λειτούργημά μου, συνέθεσα και εδώ στη Ζάτουνα κύκλους τραγουδιών, που τους ονομάζω “Αρκαδίες”. Αυτά τα τραγούδια που γράφω τώρα, όπως εκείνα που θα γράψω και αύριο, είναι αφιερωμένα σε σας, δηλαδή σε όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν στον άνθρωπο, που πιστεύουν στη ζωή, στο δίκιο, στη δημοκρατία και την ελευθερία, και που έχουν τάξει σκοπό της ζωής τους τον αγώνα για την υπεράσπισή του», έγραφε ο Μίκης σε μήνυμά του από τη Ζάτουνα, που ήταν εξόριστος την περίοδο 1968 – 1969 από τη χούντα, το οποίο μεταδόθηκε παράνομα…
το μεγάλο ταξίδι στη Μουσική και τη Ζωή…
“Ματιές” στη ζωή και το έργο του συνθέτη την περίοδο 1950 – 1958 με αφορμή τη συναυλία που διοργανώνουν η ΚΕ του ΚΚΕ και η οικογένειά του, στις 25 Ιούνη, στο Καλλιμάρμαρο
”Ετσι άρχισε για μένα το μεγάλο ταξίδι στη Μουσική και τη Ζωή. Με ένα κοστούμι, ένα παλτό, ένα ζευγάρι παπούτσια, τριακόσιες δραχμές για τις πρώτες μέρες και χιλιάδες ευχές για τις υπόλοιπες…”.
1950,
ο Μίκης φεύγει από την Κρήτη. Η οικογένειά του στηρίζει αυτή του την επιλογή.
Επιστρέφει στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αποφοιτά με έπαινο και
παίρνει τα πτυχία αντίστιξης και φούγκας από το Ωδείο Αθηνών.
Τον Μάη της ίδιας χρονιάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει σε πρώτη εκτέλεση
το συμφωνικό σκέρτσο «Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς» υπό τη διεύθυνση του
Φιλοκτήτη Οικονομίδη, διευθυντή της Ορχήστρας και καθηγητή του συνθέτη. 1950, ο
Μίκης φεύγει από την Κρήτη. Η οικογένειά του στηρίζει αυτή του την επιλογή.
Επιστρέφει στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αποφοιτά με έπαινο και
παίρνει τα πτυχία αντίστιξης και φούγκας από το Ωδείο Αθηνών.
Τον Μάη της ίδιας χρονιάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει σε πρώτη
εκτέλεση το συμφωνικό σκέρτσο «Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς» υπό τη διεύθυνση του
Φιλοκτήτη Οικονομίδη, διευθυντή της Ορχήστρας και καθηγητή του συνθέτη.
«Η Αση-Γωνιά έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Κάθε πρωί πήγαινα στο κρεβάτι του πατέρα μου για να ακούσω άλλη μια ιστορία για την Κρήτη. Κι ανάμεσα σ’ αυτές, για την Αση-Γωνιά, που όταν ήταν ο πατέρας μου παιδί ακόμα, τον πήρε ο παππούς μου μαζί του στο πανηγύρι της Αση-Γωνιάς… Με τις διηγήσεις του πατέρα μου, φανταζόμουν με κάθε λεπτομέρεια τη μέρα της γιορτής… Καθώς το κεφάλι μου ήταν γεμάτο μουσική, αποφάσισα να αφιερώσω το πρώτο συμφωνικό μου έργο στην Αση-Γωνιά. Κάπου στα 1946, όταν ήμουν 21 ετών.
Μεσολάβησε όμως ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι φυλακές, τα ξερονήσια και η παράνομη δράση μου μέσα στην Αθήνα στα 1948. Τότε, χωρίς να ξέρω αν θα ζήσω, κάτι με έσπρωχνε και σε κάθε ευκαιρία έγραφα τα υλικά για τη Συμφωνική Ορχήστρα του έργου αυτού. Σχεδόν 1.000 σελίδες. Τελικά έζησα και στις 5 Μαΐου ημέρα Πέμπτη του 1950 άκουσα κι εγώ ζωντανά αυτό που ως εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο στο μυαλό μου».
Συνθέτοντας την Πρώτη Συμφωνία
Είναι αυτά τα χρόνια που ψάχνει να βρει τον δρόμο του ως νέος συνθέτης και ως νέος αγωνιστής. Θέλει Τέχνη που θα αφυπνίζει, Τέχνη αντίσταση στη λήθη, Τέχνη που θα καταφέρνει να αγγίζει τον λαό. Ψάχνει τη γλώσσα εκείνη που θα καταφέρει «να ντύσει τα όνειρα» και εκείνους τους ήχους για να τραγουδήσει τα «φτερουγίσματα της καρδιάς»…
Μουσική για μπαλέτο
Το 1952 παρουσιάζει το μπαλέτο «Ορφέας και Ευρυδίκη». Είναι η πρώτη παραγγελία που πήρε ο συνθέτης από το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου.
Τον Νοέμβρη του 1953 ανεβαίνει το μπαλέτο «Ελληνική Αποκριά» σε κείμενα του Βασίλη Ρώτα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, το οποίο έμελλε να παρουσιαστεί την επόμενη χρονιά στην Κρατική Οπερα της Ρώμης και το 1957 στο Λονδίνο. Ο σπόρος του Καρναβαλιού «φύτρωσε» στην εξορία της Ικαρίας, όταν ο Μίκης ήρθε για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το άκουσμα του «Καπετάν Ανδρέα Ζέππου» στο καΐκι που μετέφερε τους εξόριστους από τον Αγιο Κήρυκο έως τον Αρμενιστή τον έκανε να ξεκινήσει μια μεθοδική συλλογή λαϊκών τραγουδιών και να προσπαθήσει να συνδυάσει τη συμφωνική μουσική με τη λαϊκή. Ξαναπαίχτηκε το 1958 στο Παρίσι, στο Theatre Sarah Bernhart από τα μπαλέτα της Ludmilla Tcherina, με διαφορετικό τίτλο, «Le Feu aux Poudres», σε σκηνοθεσία του Ζαν Ρενουάρ.
Όλη αυτήν την περίοδο γράφει πολλά έργα. Σε πολλά από αυτά, η ρίζα της αρχικής δημιουργίας κρατά από την προηγούμενη δύσκολη δεκαετία. Δοκιμάζει τον εαυτό του σε νέα είδη. Συνθέτει μπαλέτα, συμφωνίες, κινηματογραφική μουσική. Κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση. Σε πολλά του έργα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, είναι διακριτή η παρουσία της λαϊκής μουσικής. Το «Μπαλέτο Αντιγόνη», που ολοκληρώθηκε το 1959, υπήρξε παραγγελία του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου (Royal Ballet). Πρόκειται για ελεύθερη απόδοση της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή και αποτελείται από μία πράξη και έντεκα επεισόδια. Πρωταγωνιστούν οι Μαργκότ Φοντέιν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ.Το 1953 ξεκινάει η κινηματογραφική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη. Το 1954 κάνει πρεμιέρα μια από τις σημαντικότερες νεορεαλιστικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, το «Ξυπόλυτο Τάγμα» σε σκηνοθεσία Γκρεγκ Τάλλας. Η ταινία, που αναφέρεται στα χρόνια της Κατοχής, προβάλλεται πρώτα στην Αμερική, όπου η μουσική του Μίκη παίρνει διθυραμβικές κριτικές, και στη συνέχεια στην Ελλάδα.
Λίγα χρόνια
αργότερα, και συγκεκριμένα το 1957, ξεκινά η διεθνής καριέρα του Μίκη στον
κινηματογράφο, με
την ταινία «Η απαγωγή του στρατηγού Κραίπε», των Μάικλ Πάουελ και
Εμερικ Πρεσμπέργκερ.
Ο σκηνοθέτης Μάικλ Πάουελ έψαχνε έναν Ελληνα συνθέτη, που να μπορεί να αποδώσει
όσο πιο αυθεντικά γίνεται την ελληνικότητα και την επαναστατικότητα στη μουσική
του φιλμ. Ο νεαρός Μίκης ήταν ιδανικός να αποδώσει αυτά τα χαρακτηριστικά στη
σύνθεσή του. Ο Πάουελ θα συνεργαστεί εκ νέου με τον Μίκη το 1959, στην ταινία
του, «Honeymoon»,
η οποία καθιερώνει τον Μίκη στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα. Το τραγούδι
ερμηνεύεται από τον Μαρίνο Μαρίνι,
ενώ θα γνωρίσει και πολλές διασκευές, μέχρι και την περίφημη ηχογράφηση από
τους «Beatles».
Στην Ελλάδα θα εκδοθεί
σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και θα τραγουδηθεί αρχικά από την Γιοβάννα. Το
τραγούδι στα Ελληνικά λέγεται «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου»… 
Επισκεπτόμενος την ΕΣΣΔ πρώτη φορά.
Μπροστά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ

Μπροστά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ
Η Πρώτη Συμφωνία
Η Πρώτη Συμφωνία ολοκληρώθηκε το 1954 στην Αθήνα. Είχε αρχίσει να σχεδιάζεται το 1947 στην Ικαρία, ενώ συνεχίστηκε στη Μακρόνησο. Μάλιστα, όπως έλεγε ο ίδιος ο Μίκης, αποσπάσματα της Πρώτης παίχτηκαν για πρώτη φορά στο κολαστήριο της Μακρονήσου, μπροστά στις σκηνές όπου κρατούνταν οι στρατηγοί του ΕΛΑΣ.
Η Συμφωνία αποτελείται από τρία μέρη και συνοψίζει την έως τότε διαμορφωμένη αισθητική του συνθέτη. Προσπαθεί να αποτυπώσει σε ηχητικά μεγέθη μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που τον είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά, τον θάνατο δύο φίλων του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βάζοντας στο χαρτί τις πρώτες ιδέες, τα πρώτα σχέδια της Συμφωνίας μου, αρχικά έδινα διέξοδο στα συναισθήματα και στις ιδέες που με γέμιζαν εκείνη την εποχή. Το αίσθημα της διαμαρτυρίας και του πόνου… Αν υπήρχε η γεύση της ελπίδας σ’ αυτήν τη μουσική, σ’ αυτές τις μελωδίες, στους ρυθμούς και στα χρώματα, αν σ’ αυτόν τον σκοτεινό τοίχο υπήρχαν ανοίγματα, αυτό ήταν έργο περισσότερο της φιλοσοφικής και ιδεολογικής πίστης μου στον άνθρωπο και στο μέλλον του».
Το 1954 κερδίζει υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών και πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει στο Conservatoir de Paris.
Συνοψίζοντας εκείνες τις στιγμές, θα γράψει χρόνια αργότερα:
«Δίνω εξετάσεις για υποτροφία
στο ΙΚΥ. Πετυχαίνω. “Ο φάκελός σας έκλεισε. Δεν πρόκειται να φύγετε”. Είμαι
δευτέρας κατηγορίας Ελληνας. Εφυγα χάρη στον πατέρα μου.
Παρίσι. Χρόνια δουλειάς. Οι “κρίσεις” αραιώνουν. Οικοδομώ τον εαυτό μου.
Κερδίζω τον χαμένο καιρό. Χρειάζομαι θωράκιση. Χρειάζομαι όπλα. Για να
ξαναγυρίσω. Πρέπει να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος. Να μην πέσω στα δίχτυα τους.
Rue de Lafontaine au roi: Τα κάτεργα. Πλήρωσα ακριβά το τίμημα της οικονομικής
ανεξαρτησίας. Οι συνθήκες διαβίωσης, πάνω από γκαράζ, μέσα σε δωμάτια –
κλουβιά, είναι αδιανόητες. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά μου».
Τον Αύγουστο του 1957 πραγματοποιείται στη Μόσχα το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου διεξάγεται Διαγωνισμός Συμφωνικής Μουσικής. Ο Μίκης κερδίζει το Χρυσό Μετάλλιο Σύνθεσης με το έργο «Πρώτη Σουίτα για ορχήστρα και πιάνο». Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και αντιπρόεδρος ο Χανς Αϊσλερ.
«Στη Σοβιετική Ενωση πρωτοήρθα το 1957. Ηρθα με τη γαλλική αποστολή, με το πλοίο “Μπαλτίκα”. Καθώς από μακριά φαινόταν το Λένινγκραντ, ξέσπασα σε αναφιλητά. Η ιδέα ότι θα έβλεπα την πόλη του Λένιν έφερε στη μνήμη μου όλες τις αναμνήσεις της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, της παρανομίας, της φυλακής, της Μακρονήσου. Τους συντρόφους που βασανίστηκαν, σακατεύτηκαν, εκτελέστηκαν. Χίλια δυο πρόσωπα αγαπημένα μπαινόβγναιναν εκείνη τη στιγμή στη μνήμη μου, λες και ήθελαν εγώ ο τυχερός να χαιρετήσω από μέρους τους την ηρωική πόλη του Λένιν».
Το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει στον Μίκη τον «Επιτάφιο» με την παρακάτω αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός».
Διαβάζοντάς το ο Μίκης, χωρίς καμία πρόθεση το μελοποιεί με λαϊκή μουσική. «Γιατί άραγε; Καταρχήν, νομίζω, από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο. Καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και όντας πάντοτε ο Ρίτσος, θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα».
Η μελοποίηση του «Επιτάφιου» έδωσε τελικά τις απαντήσεις σε ερωτήματα που χρόνια βασάνιζαν τον συνθέτη γύρω από την Τέχνη και την αποστολή της, την ικανότητα να φτάνει στον φυσικό της αποδέκτη, τον λαό. «Τώρα δεν είχαμε Τέχνη για τους λίγους και υποκουλτούρα για τους πολλούς. Τώρα δεν είχαμε Λαϊκή Τέχνη χωρίς σύνδεση με τον Λαϊκό Αγώνα και τη ζωντανή νεοελληνική Ποίηση. Είχαμε Τέχνη για τον Λαό. Και όχι για οποιονδήποτε λαό. Αλλά για τον Λαό – ποιητή, τον Λαό – τραγουδιστή, τον Λαό – αγωνιστή».
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, αφού ο Μίκης κατάφερε να φέρει την ποίηση στο τραπέζι του λαού…
το εισιτήριο για την ιστορική συναυλία!
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη διοργανώνουν μεγάλη συναυλία την Τετάρτη 25 Ιούνη στις 8 μ.μ. στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), με τίτλο «Κοντά σας όλη μου η ζωή»
Εισιτήρια
διατίθενται και από τις Οργανώσεις Αττικής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Η ηλεκτρονική προπώληση έχει ανοίξει από την ticketservices.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"